Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
2-6-2013


ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΜΠΤΗ, ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ἰω 4, 5-42)
Ἀπὸ τὰ κυριακάτικα εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα λίγα ἔχουν τὴν ἔκτασι τοῦ σημερινοῦ, καὶ τῆς ἑπομένης, ποὺ εἶναι τοῦ τυφλοῦ. Καὶ βεβαίως δὲν θὰ τὸ παρουσιάσουμε, ὅπως κάνομε συνήθως, ἀλλὰ θὰ ἐντοπίσουμε κάποια σημεῖα καὶ θὰ τὰ τονίσουμε. Μὲ θαυμασμὸ ἀντικρύζω τὴν περικοπή, γιὰ τὸ πλουσιώτατο θεματολόγιο. Πράγματι θίγοντα πολλὰ θέματα καὶ ἀποκαλύπτονται πολλὲς οὐράνιες ἀλήθειες ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ.
Μποροῦμε νὰ διακρίνωμε τὸ πρῶτο μέρος, στὸ ὁποῖο περιγράφεται ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα τῆς συναντήσεως τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὴν Σαμαρείτιδα. Τὸ δεύτερο καὶ ἐκτενέστερο μέρος εἶναι ὁ διάλογος τῶν δύο προσώπων. Τρίτο μέρος οἱ ἀποκαλύψεις τοῦ Ἰησοῦ στοὺς μαθητές του, καὶ τέλος ἔχομε τὸ ἀποτέλεσμα τῆς συναντήσεως καὶ τὴν στάσι τῶν Σαμαρειτῶν.
Εἶναι ἀπορίας καὶ θαυμασμοῦ ἄξιον τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἰησοῦς τὰ πιὸ ὑψηλὰ καὶ πνευματικὰ θέματα τὰ δίδαξε σὲ μονοπρόσωπο ἀκροατήριο, καὶ μάλιστα σὲ γυναῖκα προερχόμενη ἀπὸ τοὺς Σαμαρεῖτες μὲ τοὺς ὁποίους οἱ Ἰουδαῖοι δὲν εἶχαν καὶ τὶς καλύτερες σχέσεις. Ἀλλὰ καὶ ἡ συγκεκριμένη γυναῖκα δὲν εἶχε καὶ τὸ καλύτερο ὄνομα ἤ, ὅπως θὰ λέγαμε, τὴν καλὴ ἔξωθεν μαρτυρία. Καὶ ὅμως τὸ ἁμαρτωλὸ παρελθόν της δὲν τὴν ἐμπόδισε νὰ γίνη πρῶτα μαθήτρια-συνομιλήτρια τοῦ Ἰησοῦ, καὶ στὴν συνέχεια Ἰσαπόστολος. Ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ ἔχει καλὴ πρόθεσι καὶ διάθεσι εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπάει ὁ Θεός, καὶ γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἀκριβῶς ἄνθρωπο ἦρθε στὴν γῆ ὁ Δημιουργός.
Ἡ Σαμαρείτιδα ἦταν ἁμαρτωλή, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἀσεβής, οὔτε ἀρνητικὴ στὴν ἀλήθεια. Μετέχει σὲ ἕναν διάλογο καλόπιστα. Μιλάει ἤρεμα καὶ ἀποκαλύπτει τὶς προσωπικὲς πνευματικὲς ἀνησυχίες της, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκ παραδόσεως πίστι στὸν Κύριο. Αὐτὴ ὅμως τὴν καλὴ πλευρὰ τῆς ψυχῆς της τὴν ἐπικαλύπτει μία ἀταξία τῆς ζωῆς της. Συμβιώνει παράνομα μὲ κάποιον ἄνδρα. Αὐτὸ τὸ ὁμολογεῖ στὸν Κύριο. Διότι ὅταν ἐκεῖνος τῆς ζήτησε νὰ φωνάξη τὸν ἄνδρα της, εἶπε ἐκείνη· «Οὐκ ἔχω ἄνδρα». Καὶ συμφωνεῖ ὁ Κύριος ὅτι δὲν ἔχει ἄνδρα. Βέβαια εἶχε πέντε, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν ποὺ ἔχει τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας της. Δὲν νομιμοποιεῖται γιὰ τὸν Κύριο ἡ συμβίωσις ἐκτὸς γάμου. «Καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ». Ἡ συμβίωσις ἢ συγκατοίκησις δὲν κάνει τὸν ἄνδρα σύζυγο.
Ἐδῶ θὰ περίμενε κανεὶς ἡ γυναῖκα, ποὺ τῆς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος τὸν βίο της μὲ θαυμαστὸ τρόπο, νὰ διαμαρτύρεται ἢ νὰ διακόπτη τὸν διάλογο καὶ νὰ φεύγη. Ὅμως ἡ καλή της διάθεσι καὶ πρόθεσι τὴν κρατάει ἐκεῖ, ἀλλὰ καὶ ἐμβαθύνει τὸν λόγο. Ἔτσι πολὺ νωρίς, καὶ προτοῦ προχωρήση ἡ συζήτησις, κάνει μία ὁμολογία, ὅταν λέγει· «Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ». Δὲν εἶναι σίγουρη, μόνον ὑποψιάζεται τὴν μεγάλη ἀλήθεια, γιὰ τὴν ὁποία ψάχνει τὴν ἐπιβεβαίωσι. Γι’ αὐτὸ ἀμέσως μετὰ περιμένει ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ μιὰ ἀπάντησι στὸ θέμα ποὺ χωρίζει Ἰουδαίους καὶ Σαμαρεῖτες· Ποῦ βρίσκεται τὸ σωστὸ γιὰ τὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ; Στὴν ἄποψι τῶν Ἰουδαίων ποὺ προσκυνοῦν στὰ Ἰεροσόλυμα, ἢ στοὺς Σαμαρεῖτες ποὺ προσκυνοῦν στὸ δικό τους ὄρος; Ἀλλὰ μέσα στὸ ἐρώτημα ὑπάρχει καὶ τὸ πολὺ σημαντικό, ὅταν λέγει· «Οἱ πατέρες ἡμῶν». Αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ τῶν πατέρων, ποὺ τὴν δένει στὴν θρησκευτικὴ παράδοσι, φανερώνει ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτὴ δὲν εἶναι αὐτονομημένη καὶ ἀποκομμένη. Κινεῖται μέσα στὴν θρησκευτικὴ κοινότητα, παρὰ τὴν ἄτακτη ζωή της. Ἡ ἀπάντησις τοῦ Κυρίου ἱκανοποίησε τὸ αἴτημα τῆς ψυχῆς της. Καὶ θὰ ὁδηγηθῆ σὲ μία ἄλλη ἀποκάλυψι τῶν θρησκευτικῶν της ἐνδιαφερόντων. Ἀναφέρεται στὴν συνέχεια στὸ πρόσωπο γιὰ τὸ ὁποῖο μίλησαν ὅλοι οἱ προφῆτες, δηλαδὴ στὸν Μεσσία, ποὺ εἶναι «προσδοκία τῶν ἐθνῶν». Τὸν Μεσσία τὸν περίμεναν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ καὶ οἱ Σαμαρεῖτες, καὶ οἱ ἐθνικοί. Τὸν περίμεναν ὅλοι, τὸν περίμενε καὶ ἡ γυναῖκα αὐτή. Καὶ ὄχι μόνον τὸν περίμενε, ἀλλὰ καὶ ἦταν σίγουρη ὅτι ὁ «λεγόμενος Χριστός» θὰ εἶναι σὲ θέσι νὰ λύση ὅλα τὰ προβλήματα καὶ νὰ ἀπαντήση σὲ ὅλα τὰ πνευματικὰ ζητήμα καὶ αἰτὴματα τῶν ἀνθρώπων. Ὁμολογεῖ ὅτι· «Ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος (ὁ Χριστός), ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα». Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὁμολογία της, σὲ μία τόση ἀνοικτὴ καρδιά, πρόθυμη νὰ δεχθῆ τὴν ἀλήθεια, ποὺ περιμένει τὴν ἀλήθεια, ὁ Κύριος δὲν εἶχε κανένα λόγο νὰ κρύβεται. Τῆς ἀποκαλύπτεται μπροστά της. Τῆς λέγει· «Ἐγώ εἰμι, ὁ λαλῶν σοι». Ἡ καρδιὰ τῆς Σαμαρείτιδος ἦταν «γῆ ἀγαθή», ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ παραβολὴ τοῦ Σπορέως. Καὶ σὲ μιὰ τέτοια γῆ, ὅταν πέφτει ὁ σπόρος, φέρνει «καρπὸν ἑκατονταπλασίονα». Ἀξιώθηκε νὰ συνομιλῆ τόση ὥρα μὲ Ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ἀγνοοῦσε, ἀλλὰ περίμενε, καὶ ἡ ψυχή της τὸν ἀναζητοῦσε. Σὲ τέτοιες ψυχὲς ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Καὶ τώρα, μετὰ τὴν φανέρωσι τοῦ Ἰησοῦ ἡ γυναῖκα ἄλλαξε. Δὲν ἀντέχει νὰ κρατάη ὡς μυστικὸ τὴν γνωριμία μὲ τὸν Χριστό. Ξέχασε ὅτι ἦρθε στὸ πηγάδι γιὰ νὰ πάρη νερό. Τώρα βρῆκε τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Ξεδίψασε πλέον ἡ καρδιά της καὶ τρέχει νὰ κηρύξη τὸν Χριστό. Δὲν πῆρε μαζί της οὔτε τὴν στάμνα της. Ἐξ ἄλλου αὐτὴ ἡ πήλινη στὰμνα δὲν χωράει, οὔτε βαστάει, τό «ὕδωρ τὸ ζῶν». Λέγει ὁ εὐαγγελιστής· «Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· Δεῦτε, ἴδετε ἄνθρωπον, ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὖτός ἐστιν ὁ Χριστός;» Ἡ Σαμαρείτιδα ἔγινα τώρα Ἰσαπόστολος. Κηρύττει τὸν Ἰησοῦ στοὺς συγχωριανούς της. Τοὺς εἶπε· «Δεῦτε, ἴδετε», ὅπως εἶπε ὁ Φίλιππος στὸν Ναθαναὴλ τό «ἔρχου καὶ ἴδε». Καὶ οἱ Σαμαρεῖτες ἦρθαν καὶ εἶδαν καὶ ἐπίστευσαν, καὶ μάλιστα παρεκάλεσαν τὸν Κύριο νὰ μείνη μαζί τους, καὶ αὐτός «ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ».
Ἡ συνάντησις τῆς γυναικὸς μὲ τὸν Ἰησοῦ εἶναι κρίσιμο σημεῖο στὴν ζωή της. Μετὰ τὴν συνάντησι ἡ γυναῖκα ἄλλαξε. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ περίπτωσις, γιὰ νὰ δοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν δύναμι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν ἄνθρωπο τόν «ἀλλοιώνει», τὸν μεταβάλει, τὸν ἀλλάζει. Ἡ Σαμαρείτιδα ἀπὸ ἁμαρτωλὴ γίνεται Ἰσαπόστολος. Αὐτὴ ποὺ πήγαινε γιὰ νερὸ τὸ μεσημέρι, γιὰ νὰ μὴν τὴν βλέπουν, τώρα μὲ παρρησία κηρύττει τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καί, ἀφοῦ πρῶτα φώτισε τὴν οἰκογένειά της, περιώδευσε στὸν κόσμο κηρύττοντας, Καὶ ἐπισφράγισε τὸ ἔργο της μὲ τὸ μαρτυρικὸ θάνατό της.
Φωτεινὴ ἡ Σαμαρείτιδα καὶ Ἰσαπόστολος, προβάλλεται ἀπὸ τὴν ἁγία Ἐκκλησία μας, διότι ἐπιβεβαιώνει τὴν δύναμι τοῦ ἀναστάντος Κυρίου καὶ τὴν ἐπενέργεια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στὴν ζωὴ τῶν πιστῶν.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου