Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 21.12.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ  (Μτ 1,1-25)

«Τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός»

Δόξα στὸν ἅγιο Θεό. Ἡ μητέρα τῶν ἑορτῶν, τὰ Χριστούγεννα, εἶναι ἐγγύς. Καὶ τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα μᾶς φέρνουν ἐγγύτερα στὸ νόημα τῶν ἑορτῶν, ὅπως τὸ σημερινό, ποὺ εἶναι ἡ γενεαλογία, ἡ ὁποία ἀκούγεται στοὺς ναοὺς τὴν Κυριακὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων. Βλέπετε ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προετοιμάζει γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸ μεγάλο, τὸ μοναδικὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

Γιὰ νὰ φθάσωμε στὴν Γενεαλογία θὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ πολὺ μακρυά. Θὰ πᾶμε γιὰ λίγο στὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ θὰ τὸν δοῦμε νὰ χάνη, λόγω τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων, τὴν χαρὰ τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ ἐξορίζεται, νὰ διώχνεται ἀπὸ αὐτόν. Ἡ ἀπομάκρυνσις τοὺ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ ἦταν ἡ μεγαλύτερη τιμωρία καὶ καταστροφή. Ὅμως ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο μιὰ φωτεινὴ ἐλπίδα. Τὴν ὥρα τῆς ἐξορίας τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ἔρθη καιρὸς ποὺ κάποιος ἀπόγονος τῆς γυναικὸς θὰ σώση, θὰ λυτρώση, τὸν ἄνθρωπο, καὶ θὰ τὸν ἐπαναφέρη στὸν Παράδεισο. Αὐτὴ ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ στὴν Θεολογία μας λέγεται «Πρωτευαγγέλιο», δηλαδὴ πρώτη χαρούμενη εἴδησις. Ὁ ἐξόριστος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πορευόταν στοὺς αἰῶνες μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Τὰ χρόνια περνοῦσαν καὶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ περισσότεροι, ἀπογοητεύονταν καὶ ξεχνοῦσαν τὴν ὑπόσχεσι τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε ὁ Θεὸς ἔστελνε τοὺς ἀνθρώπους του, τοὺς Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἔφερναν στὴν μνήμη τῶν ἀνθρώπων τὴν ὑπόσχεσι τοῦ Θεοῦ. Μιλοῦσαν προφητικὰ καὶ ὄχι μόνον ἀνανέωναν τὴν ἐλπίδα, ἀλλὰ μὲ εἰκόνες καὶ σύμβολα ἔδιναν στοιχεῖα γιὰ τὸν χρόνο, τὸν τόπο, τὸν τρόπο, ποὺ θὰ ἐρχόταν «ὁ ἀπόγονος τῆς γυναικὸς γιὰ νὰ συντρίψη τὴν κεφαλήν τοῦ ὄφεως». Μέσα στὴν γενικὴ ἀποστασία καὶ ἀπιστία ὑπῆρχαν πάντα ἐκεῖνοι, οἱ λίγοι, ποὺ διατηροῦσαν ζωντανὴ τὴν ἐλπίδα, δὲν ξεχνοῦσαν τὴν θεϊκὴ ὑπόσχεσι γιὰ τὴν λύτρωσι, καὶ ὑπομονετικὰ περίμεναν, διότι εἶχαν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Εἶχαν μία βεβαιότητα στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Φαινόταν ὅτι ὁ Θεὸς ξέχασε στὸ διάβα τῶν αἰώνων, οἱ πιστοὶ ὅμως περίμεναν. Καὶ ἦσαν σίγουροι ὅτι μιὰ μέρα θὰ ἐρχόταν ὁ Λυτρωτής, ὁ Μεσσίας.

Τὸν Μεσσία τὸν εἶχε ἀνάγκη ὁ κόσμος. Ἕνας κόσμος ποὺ εἶχε φθάσει στὸ ἀδιέξοδο ἀπὸ κάθε πλευρά, χρειαζόταν ἕνα σωτήρα. Γιὰ αὐτὸν τὸν σωτήρα μίλησαν καὶ οἱ προφῆτες στὰ παλαιὰ χρόνια.

Τὰ ὀνόματα ποὺ ἀκοῦμε στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶναι ἀντιπροσωπευτικὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦσαν μὲ τὴν μεγάλη ἐλπίδα τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Λυτρωτοῦ. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ὑπῆρχαν πάντα, λίγοι μὲν ἀλλὰ πάντοτε παρόντες, σὲ κάθε ἐποχὴ κρατοῦσαν ζωντανὴ τὴν ἐλπίδα καὶ περίμεναν. Ὄχι μόνον περίμεναν, ἀλλὰ ἤθελαν νὰ εἶναι ἀπὸ τὴν γενιά τους ὁ Μεσσίας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ κρατοῦσαν κατάστιχα μὲ τὰ ὀνόματα τοῦ γενεαλογικοῦ τους δένδρου.

Γιὰ τὸν ἄνθρωπο Ἰησοῦ ἡ Ἐκκλησία μας διατήρησε, στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ, τὸ γενεαλογικὸ δέντρο. Ἀπὸ τὸ ὁποῖο φαίνεται ὅτι πράγματι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας γιὰ τὸν ὁποῖο μίλησαν οἱ προφῆτες.

Τὴν γενεαλογία ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος τὴν ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴν χωρίζει σὲ τρία μέρη δεκατεσσάρων γενεῶν. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μέχρι τὸν Δαβίδ, ἀπὸ τὸν Δαβὶδ μέχρι τὴν μετοικεσία Βαβυλῶνος, καὶ ἀπὸ τὴν μετοικεσία Βαβυλῶνος μέχρι τὸν Χριστό. Δὲν εἶναι πλήρης, οὔτε εἶναι μόνον αὐτὰ τὰ ὀνόματα στὴν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ποὺ ὅμως ἀποδεικνύεται εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ υἱὸς Ἀβραὰμ καὶ υἱὸς Δαβίδ. Ἡ καταγωγὴ του ὡς ἀνθρώπου ἔχει τὶς ρίζες της στὸν πατριάρχη Ἀβραὰμ καὶ τὸν προφήτη Δαβίδ. Εἶναι στοιχεῖα γνησιότητος, διότι πρέπει νὰ ξέρωμε πὼς κατὰ καιροὺς ἐμφανίσθηκαν κάποιοι οἱ ὁποῖοι διεκήρυτταν ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, καὶ ἐξαπατοῦσαν τὸν λαό, ποὺ λαχταροῦσε γιὰ ἕνα σωτήρα. Νὰ γιατί, ἐπὶ πλέον, χρειάζεται ἡ μαρτυρία τῆς γενεαλογίας, ποὺ βεβαιώνει τὴν καταγωγὴ τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία.

Τὸ Πρωτευαγγέλιο ἐκπληρώθηκε, οἱ προφητεῖες ἐπαληθεύθηκαν, ὁ Μεσσίας ἦρθε. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν γυναῖκα, τὴν ἀειπάρθενο Θεοτόκο Μαρία, καὶ ὡς ἀπόγονος τῆς γυναικὸς ἦρθε νὰ συντρίψη τὴν κεφαλὴ τοῦ ὄφεως. Τὰ Χριστούγεννα ἀκοῦμε σὲ ἕναν ὕμνο τὴν προτροπὴ˙ «Εὐφραίνεσθε δίκαιοι…». Δηλαδὴ καλοῦνται οἱ ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διότι αὐτοὶ εἶναι οἱ δίκαιοι, νὰ χαροῦν ποὺ ἡ ἐλπίδα τους δὲν πῆγε χαμένη, ὁ Μεσσίας ἦρθε ἔτσι ὅπως τὸν περίμεναν, ἦρθε ὅπως ἀκριβῶς μίλησαν γι’ αὐτὸν οἱ προφῆτες, καὶ, ἀφοῦ πρῶτα συντρίψει μὲ τὸ πάθος του στὸν Γολγοθᾶ τὸ κεφάλι τοῦ νοητοῦ φιδιοῦ, τοῦ διαβόλου, ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν χαμένο Παράδεισο.

Ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ πάντοτε πραγματοποιεῖται. Πιστὸς ὁ λόγος, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ποτὲ δὲν διαψεύδεται. Πέρασαν αἰῶνες γιὰ νὰ πραγματοποιηθῆ τὸ Πρωτευαγγέλιο, ὅμως ὁ θεϊκὸς λόγος βγῆκε ἀληθινός. Αὐτὸ ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε. Διότι ὁ Θεὸς ἔδωσε καὶ μία ἄλλη ὑπόσχεσι. Καὶ αὐτὴ εἶναι γιὰ τὴν δεύτερή του Παρουσία στὸν κόσμο, ποὺ θὰ ἔρθη γιὰ τὸν κρίνη. Ὅπως πραγματοποιήθηκε ἡ πρώτη ὑπόσχεσις, νὰ εἴμαστε σίγουροι ὅτι θὰ πραγματοποιηθῆ καὶ ἡ δεύτερη. Σήμερα, ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, πολλοὶ γελοῦν, ἄλλοι δυσπιστοῦν, οἱ περισσότεροι κοροϊδεύουν. Τὸ ἴδιο γινόταν καὶ γιὰ τὸ Πρωτευαγγέλιο. Οἱ περισσότεροι ὁδηγήθηκαν στὴν ἄρνησι καὶ τὴν εἰδωλολατρία τότε. Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ οἱ λίγοι, τὸ «μικρὸν ποίμνιον», οἱ ὁποῖοι καρτερικὰ ζοῦσαν μὲ τὴν μεγάλη ἐλπίδα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Σωτῆρος. Αὐτοὶ δικαιώθηκαν. Ὁ Λυτρωτὴς ἦρθε. Καὶ ἦρθε τὴν πρώτη φορὰ, γιὰ νὰ σώση τὸν κόσμο. Τότε, κατὰ τὴν πρώτη του παρουσία στὴν γῆ, μᾶς πληροφόρησε ὅτι θὰ ξανάρθη, ἀλλὰ ὅταν θὰ ἔρθη γιὰ δεύτερη φορά, θὰ ἔρθη γιὰ νὰ κρίνη τὸν κόσμο. Ὁ Κύριος ὅ,τι λέγει τὸ κάνει, καὶ ὁ λόγος του εἶναι ἀληθινός. Δικαίωμα τοῦ κόσμου εἶναι νὰ γελάη καὶ νὰ κοροϊδεύη καὶ νὰ δυσπιστῆ. Ἐμεῖς θέλομε νὰ εἴμαστε στό «μικρὸ ποίμνιο». Πιστεύομε ἀκράδαντα στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

Ἑορτάζομε τώρα τὴν πρώτη του ἔλευσι, τὴν ἐνανθρώπησι. Θὰ περιμένουμε καὶ θὰ ἑτοιμαζόμαστε νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε καὶ στὴν δεύτερή του ἔλευσι καὶ νὰ βρεθοῦμε τότε στὰ δεξιά του. Ἀμήν.

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 14.12.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 14,16-24. Μτ 22,14)

«Πολλοὶ εἰσὶ κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί»

Εἶπε ὁ Κύριος τὴν παραβολή˙ Ἕνας ἄνθρωπος ἔστρωσε μεγάλο δεῖπνο καὶ κάλεσε πολλούς. Καὶ ἔστειλε τὸν δοῦλο του τὴν ὥρα τοῦ δείπνου νὰ πῆ στοὺς καλεσμένους˙ Μπορεῖτε νὰ ρθῆτε, διότι ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Καὶ ἄρχισαν ὅλοι νὰ ἀποποιοῦνται τὴν πρόσκλησι. Κάποιος εἶπε˙ Ἀγόρασα χωράφι καὶ πρέπει νὰ βγῶ καὶ νὰ τὸ δῶ, γι’ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ περιμένης. Καὶ ἄλλος εἶπε˙ Ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πηγαίνω νὰ τὰ δοκιμάσω. Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ περιμένης. Καὶ ἄλλος εἶπε˙ Παντρεύθηκα καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ ἔρθω. Γύρισε ὁ δοῦλος καὶ τὰ ἀνήγγειλε ὅλα στὸν κύριό του. Ὀργισμένος τότε ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε στὸν δοῦλο τοῦ˙  Βγὲς γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ στὰ σοκάκια τῆς πόλεως καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τοὺς τυφλοὺς φέρε τους ἐδῶ. Καὶ ὁ δοῦλος εἶπε˙ Κύριε ἔγινε ὅπως διέταξες, ὅμως ὑπάρχει ἀκόμα ἄδειος χῶρος. Ὁ Κύριος τὸν διέταξε˙ Βγὲς στοὺς δρόμους καὶ τοὺς φράκτες καὶ ἀνάγκασέ τους νὰ ἔρθουν, ὥσπου νὰ γεμίση τὸ σπίτι μου. Διότι σᾶς λέγω ὅτι, κανένας ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἄνδρες ποὺ κάλεσα δὲν θὰ δοκιμάση τὸ δεῖπνο μου. Διότι πολλοὶ εἶναι οἱ κλητοί, ἀλλὰ λίγοι οἱ ἐκλεκτοί.

Σταθερὰ τὴν δεύτερη Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα ἀκούγεται στοὺς ναοὺς τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας ἡ παραβολὴ τοῦ μεγάλου, ὅπως λέγεται, δείπνου. Τὸ δεῖπνο αὐτὸ εἶναι μιὰ εἰκόνα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕτοιμη «ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». Γι’ αὐτὴν τὴν βασιλεία εἴμαστε ὅλοι προορισμένοι, εἴμαστε ὅλοι καλεσμένοι. Ὁ νοικοκύρης εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος στέλνει τοὺς ὑπηρέτες του καὶ μᾶς εἰδοποιεῖ, μᾶς καλεῖ γιὰ νὰ παρακαθήσωμε καὶ νὰ εὐφραινώμαστε μαζί του αἰώνια. Μᾶς κάνει πολὺ μεγάλη τιμὴ ὁ Θεός. Χωρὶς ἐμεῖς νὰ τὸ ἀξίζωμε, χωρὶς νὰ ἔχωμε κάνει κάτι γι’ αὐτόν, μᾶς καλεῖ κοντά του νὰ συμφάγωμε. Ὄχι μόνον δὲν ἔχομε κάνει κάτι γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ εἴμαστε καὶ ἐχθρικοὶ ἀπέναντί του, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θελήσαμε ὡς ἄνθρωποι, στὸ  πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ, νὰ παραβοῦμε τὴν ἐντολή του. Ἐμεῖς ὅταν κάνωμε τραπέζι καλοῦμε μόνον συγγενεῖς καὶ φίλους, ποὺ μᾶς τιμοῦνε. Δὲν καλοῦμε ἐχθρούς! Ὁ Θεὸς ἀντίθετα μᾶς καλεῖ ἐμᾶς. Τόση λοιπὸν ἀγάπη καὶ τέτοια τιμὴ μᾶς δείχνει ὁ Θεὸς πατέρας.

Σὲ μιὰ τέτοια θέσι τοῦ Θεοῦ πῶς ἀποκρινόμαστε ἐμεῖς; Ἀναιδέστατα ἀπορρίπτομε τὴν πρόσκλησι καὶ μὲ μύριες δικαιολογίες ἀρνούμαστε νὰ παρακαθήσωμε στὸ τραπέζι τοῦ Κυρίου. Μὲ προφάσεις ποὺ δὲν στέκουν ἀρνούμαστε νὰ μποῦμε στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Βεβαίως τὸ τραπέζι στρώθηκε. Καὶ ἂν ἐμεῖς δὲν πᾶμε, δὲν ματαιώνεται τὸ δεῖπνο. Στὶς ἑτοιμασμένες θέσεις μας θὰ κληθοῦν νὰ καθήσουν ἄλλοι, διότι τὸ δεῖπνο θὰ γίνει ὁπωσδήποτε. Τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ τίποτε καὶ κανένας νὰ τὸ ἀκυρώση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ μόνοι ποὺ χάνομε εἴμαστε ἐμεῖς, ὅσοι δηλαδὴ μὲ τὶς δικαιολογίες μας ἀπορρίπτομε τὴν πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ.

Δὲν θέλω σήμερα νὰ ἀναφερθῶ στὶς δικαιολογίες καὶ τὶς προφάσεις. Θέλω νὰ δοῦμε ποῖοι εἶναι οἱ καλεσμένοι.

Οἱ πρῶτοι ποὺ κλήθηκαν ἦταν ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ. «Ἤγουν, λέγει ὁ Ζιγαβηνός, τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. Αὗται γὰρ πρὸ πάντων τῶν ἐθνῶν ἦσαν κεκλημέναι, ὡς λαὸς ἐξαίρετος τοῦ Θεοῦ». Καὶ ἀπὸ αὐτοὺς πρῶτοι κλήθηκαν οἱ ἀσχολούμενοι μὲ τὸν νόμο, οἱ Γραμματεῖς καὶ Ἀρχιερεῖς. Αὐτοὶ ἀκριβῶς ἀπέρριψαν τὴν πρόσκλησι.

Μετὰ κλήθηκαν ὅσοι ἦταν στὶς πλατεῖες καὶ στοὺς δρόμους. Δηλαδὴ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν γνώριζαν καλὰ τὸν νόμο. Γι’ αὐτοὺς μιλοῦσαν περιφρονητικὰ οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ ἔλεγαν˙ «ὁ λαὸς ὁ μὴ εἰδὼς τὸν νόμο», δηλαδὴ ὁ λαὸς ποὺ δὲν γνωρίζει τὸν νόμο. Αὐτοὺς λοιπὸν ποὺ ὑστεροῦσαν στὴν γνῶσι τοῦ νόμου, τοὺς ὀνομάζει πτωχούς, ἀναπήρους, χωλούς, τυφλούς. Χωρὶς καθυστέρησι καλοῦνται στὸ μεγάλο δεῖπνο. Χωρὶς καθυστέρησι γιὰ νὰ μὴν προλάβουν ὅσοι ἀρνήθηκαν τὴν πρώτη πρόσκλησι. Αὐτὸ πρέπει πολὺ νὰ τὸ προσέξωμε. Τὸν καθένα μας, μᾶς καλεῖ στὴν ὥρα του. Ἂν ἀρνηθοῦμε δὲν θὰ ἔχωμε ἄλλη εὐκαιρία.

Παρὰ τὴν δεύτερη πρόσκλησι ὑπῆρχαν πολλὲς ἄδειες θέσεις στὸ τραπέζι. Τότε ὁ Κύριος διέταξε τὸν δοῦλο του νὰ βγῆ στοὺς δρόμους καὶ τοὺς φράκτες τῶν κτημάτων. Δηλαδὴ καλεῖ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἐξω ἀπὸ τὴν πόλι, ποὺ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὸν νόμο, τοὺς προφῆτες, τὴν διαθήκη. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἐθνικοί. Καὶ δὲν τοὺς καλεῖ ἀπλῶς, ἀλλὰ τοὺς ἀναγκάζει νὰ εἰσέλθουν στὸ δεῖπνο. Βεβαίως ὁ Χριστὸς ἦρθε γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ πρῶτα ἀπευθύνεται στοὺς Ἰσραηλῖτες. Καὶ ὅταν ἔστειλε τοὺς μαθητές του τοὺς ἐδωσε τὴν ἐντολή˙ «Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε … πορεύεσθε μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως δὲν ἀνταποκρίθηκαν στὴν πρόσκλησι. Δὲν τὸν ἀποδέχθηκαν καὶ τελικὰ τὸν σταύρωσαν. Ἔμειναν ἀπὸ ἔξω. Μετὰ τὴν ἀνάστασι ὅμως παραγγέλλει στοὺς μαθητές του˙ «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη». Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅπου πήγαινε πρῶτα δίδασκε στὴν ἰουδαϊκὴ συναγωγή. Ὅταν κάποτε τὸν ἔδιωξαν τοὺς εἶπε˙ «Ἰδοὺ στρεφόμαστε εἰς τὰ ἔθνη». Τώρα δὲν ἰσχύει καμμία διάκρισι. Ὅλοι μας εἴμαστε καλεσμένοι. Στὸ μεγάλο δεῖπνο θὰ παρακαθήσουν ὅσοι ἀποδεχθοῦν τὴν πρόσκλησι, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι.

Τέλος ὁ Κύριος ἔκλεισε τὴν παραβολὴ μὲ τὴν φρᾶσι˙ «Πολλοὶ εἰσὶ κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί». Ἡ εὐθύνη πλέον εἶναι δική μας. Διότι ὁ Κύριος μᾶς κάλεσε ὅλους χωρὶς καμμία ἐξαίρεσι. Λέγει δὲ ὁ λόγος του˙ «Ὁ Θεὸς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Καὶ γιὰ ὅλους ἔχει ἑτοιμάσει μία θέσι στὴν βασιλεία του. Μᾶς καλεῖ νὰ παρακαθήσωμε στὸ τραπέζι τῆς αἰώνιας του χαρᾶς.

Μακάρι νὰ καταλάβωμε κάποτε, ἢ ὅσο γίνεται νωρίτερα, πόσο μεγάλη τιμὴ μᾶς κάνει ὁ ἅγιος Θεός, ποὺ μᾶς καλεῖ στὸ δεῖπνο του. Τότε θὰ κάμναμε τὰ πάντα γιὰ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ. Κλητοὶ εἴμαστε. Δηλαδὴ γίναμε Χριστιανοί. Καιρὸς εἶναι νὰ σταματήσωμε νὰ δικαιολογούμαστε. Καιρὸς εἶναι νὰ ζήσωμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, ὡς χριστιανοὶ μὲ συνέπεια, γιὰ ὅσο καιρὸ μᾶς ἀνέχεται. Διότι ὑπάρχει κίνδυνος νὰ μᾶς ἀποκλείση καὶ νὰ μὴ μᾶς δώση ἄλλη εὐκαιρία. Ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται: Θὰ μείνωμε μόνο μὲ τὸ ὄνομα; Ἄμποτε νὰ μὴ μείνωμε μόνο κλητοί, ἀλλὰ νὰ γίνωμε καὶ ἐκλεκτοί.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 07.12.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 13, 10-17)

«Ἦν διδάσκων ὁ Ἰησοῦς ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι»

 Ὁ Ἰησοῦς δίδασκε ἕνα Σάββατο σὲ μία ἀπὸ τὶς συναγωγές. Καὶ νά, ἦταν μία γυναῖκα, ποὺ βασανιζόταν ἀπὸ ἀσθένεια γιὰ δέκα ὀκτὼ χρόνια καὶ ἦταν κυρτωμένη τόσο, ποὺ δὲν μποροῦσε καθόλου νὰ ἀνορθωθῆ. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τῆς μίλησε καὶ τῆς εἶπε˙ Γυναῖκα ἐλευθερώθηκες ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου, καὶ ἀκούμπησε τὰ χέρια του πάνω της. Αὐτομάτως σηκώθηκε ὄρθια καὶ δόξαζε τὸν Θεό. Τότε ὁ ὑπεύθυνος τῆς συναγωγῆς μίλησε μὲ ἀγανάκτησι, διότι ὁ Ἰησοῦς θεράπευε ἡμέρα Σάββατο, καὶ ἔλεγε στὸν λαό˙ Ἕξι εἶναι οἱ ἡμέρες ἐργασίας, αὐτὲς τὶς ἡμέρες νὰ ἔρχεσθε καὶ νὰ θεραπεύεσθε καὶ ὄχι τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Σὲ αὐτὸν ἀπάντησε ὁ Κύριος καὶ εἶπε˙ Ὑποκριτή, ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς δὲν λύνει τὴν ἡμερα τοῦ Σαββάτου τὸ βόδι του ἢ τὸ γαϊδουράκι του ἀπὸ τὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ ποτίση στὴν ποτίστρα; Καὶ αὐτή, ποὺ εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, τὴν ὁποία εἶχε δεμένη ὁ σατανᾶς δέκα καὶ ὀκτὼ χρόνια δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῆ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου ἀπὸ τὰ δεσμά, ποὺ τῆς εἶχε ὁ διάβολος; Καὶ ἐνῶ τὰ ἔλεγε αὐτὰ καταντροπιάζονταν ὅσοι ἦταν ἀντίθετοι μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ ὅλος ὁ ἄλλος ὄχλος χαιρόταν γιὰ ὅλα τὰ ἔνδοξα ποὺ γίνονταν ἀπὸ αὐτόν.

Κάθε χρόνο τὴν τρίτη Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα διαβάζεται στοὺς ναοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτὴ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, στὴν ὁποία ἀναφέρεται ἡ θεραπεία τῆς συγκυπτούσης γυναικός.

Τὸ γεγονὸς τῆς θεραπείας εἶναι ἱστορικό, δηλαδὴ πραγματικό περιστατικό, τὸ ὁποῖο ἐκτυλίχθηκε σὲ μία συναγωγὴ ἡμέρα Σάββατο. Μία γυναῖκα διπλωμένη στὰ δύο, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σηκώση οὔτε γιὰ λίγο ψηλὰ τὸ κεφάλι της, βρῆκε τὴν λύτρωσί της ἀπὸ τὸν Κύριο. Ὡς συγκύπτουσα ἔζησε δεκαοκτὼ χρόνια. Καὶ εἶναι πολὺ σημαντικὴ ἠ διαπίστωσις τοῦ Κυρίου, ὅτι ἔτσι δεμένη καὶ διπλωμένη στὰ δύο τὴν κρατοῦσε ὁ σατανᾶς. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ποὺ προσεγγίζουν τὰ κείμενα καὶ τὰ ἑρμηνεύουν σωστά, πέρα ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἑρμηνεία, κάνουν καὶ μία ἀλληγορική. Διαβλέπουν στὸ πρόσωπο τῆς γυναικὸς αὐτῆς τὴν πνευματικὴ κατάστασι στὴν ὁποία εἶχε περιπέσει ὁ κόσμος μετά τὴν παρακοή. Δέσμιος πλέον τοῦ σατανᾶ ἀδυνατοῦσε νὰ ἀνασηκωθῆ καὶ νὰ κοιτάξη τὸν οὐρανό. Ἀδυνατοῦσε νὰ στραφῆ πρὸς τὰ πάνω. Ἦταν καταδικασμένος νὰ σέρνεται στὴν γῆ, καὶ νὰ βλέπη μόνον τὴν γῆ καὶ τὰ τῆς γῆς. Ὁ περιούσιος λαὸς εἶχε τὸν νόμο καὶ τὸ τελετουργικὸ μὲ τὶς θυσίες. Τὰ ἔθνη εἶχαν τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν εἰδωλολατρία. Μὰ οὔτε ὁ νόμος τῶν Ἰουδαίων οὔτε ἡ εἰδωλολατρία τῶν ἐθνικῶν μπόρεσαν νὰ δώσουν στὸν ἄνθρωπο μία προοπτικὴ γιὰ τὸν οὐρανό. Τὴν λύτρωσί του τὴν ἔφερε μόνο ὁ ἀναμενόμενος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους Μεσσίας, ὁ Χριστός, ποὺ ἦταν καὶ γιὰ τοὺς ἔξω τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ «Προσδοκία τῶν Ἐθνῶν». Μᾶς τὸ ἀποκαλύπτει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὅταν λέγει˙ «Εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου». Νά, γιατὶ ἦρθε ὁ υἱὸςτοῦ Θεοῦ στὴν γῆ. Ἦρθε γιὰ νὰ λύση τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. Καὶ τὸ βλέπομε αὐτὸ νὰ πραγματοποιῆται στὴν περίπτωσι τῆς συγκυπτούσης. Μὲ τὴν παρέμβασι τοῦ Κυρίου, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ γυναῖκα, ποὺ δεμένη ἀπὸ τὸν διάβολο ἦταν «μὴ δυναμένη ἀνακύψαι εἰς τὸ παντελές», δηλαδὴ ποὺ παντελῶς δὲν μποροῦσε νὰ ἀνασηκωθῆ, τώρα λυμένη ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου «παραχρῆμα ἀνωρθώθη», δηλαδὴ στὴν στιγμὴ ξεδιπλώθηκε καὶ σηκώθηκε ὄρθια.

Ὅ,τι ἔγινε μὲ τὴν γυναῖκα εἶναι μὶα εἰκόνα γιὰ τὸν κόσμο ὅλο. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἕνας καὶ μόνος Θεός, ποὺ, μὲ τὴν παρέμβασί του στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου, καὶ μᾶς χαρίζει τὴν δυνατότητα νὰ στραφοῦμε πρὸς τὸν οὐρανό, πρὸς τὴν σωτηρία, ποὺ μέχρι τότε ἦταν ἀδύνατη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ περικοπὴ αὐτὴ διαβάζεται πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα. Γιὰ τὴν γέννησι τοῦ Κυρίου θὰ πῆ ὁ ἄγγελος στοὺς ποιμένες˙ «Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ». Γεννήθηκε γιὰ σᾶς σήμερα σωτήρας.

Ἡ συγκύπτουσα ἀκόμα εἶναι καὶ ἕνα κριτήριο, ἕνας ἔλεγχος τῆς δικῆς μας συμπεριφορᾶς καὶ τακτικῆς. Ἡ συγκύπτουσα μᾶς ἐλέγχει καὶ μᾶς κρίνει. Ἐξ ἄλλου ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει˙ «Οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἅγιοι τὸν κόσμον κρινοῦσι;». Δὲν γνωρίζετε ὅτι οἱ ἅγιοι θὰ κρίνουν τὸν κόσμο; Καὶ πῶς μᾶς κρίνει ἡ συγκύπτουσα; Μὲ τὴν ζωή της. Δεῖτε τὴν. Εἶναι μία γυναῖκα μὲ βαριὰ πάθησι. Ἔχει κυρτωμένη τὴν σπονδυλική της στήλη σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνορθωθῆ καθόλου. Εἶναι ἡ δυστυχὴς καταδικασμένη νὰ ἔχη τὸ κεφάλι τῆς στὸ ὕψος τῶν πελμάτων τῶν ποδιῶν της. Πόδια καὶ κεφάλι στὴν γῆ.  Καὶ ὅμως αὐτὴ ἡ γυναῖκα, ποὺ εἶχε κάθε λόγο, κάθε εὔλογη δικαιολογία, νὰ μὴν πηγαίνη στὸ ναό, στὴν συναγωγή, τὰ Σάββατα, αὐτὴ δὲν ἀπουσιάζει. Μετέχει στὴν σύναξι τῶν πιστῶν, στὴν κοινὴ προσευχή, στὴν κοινὴ λατρεία, στὴν ἀκρόασι τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν, ὅπως γινόταν τότε στὴν συναγωγή. Θὰ λέγαμε σήμερα μὲ τὰ δικά μας δεδομένα˙ Ἐκκλησιαζόταν! Ἁγιάζει τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, ὅπως ἐξ ἄλλου ἔκαμνε καὶ ὁ Χριστός. Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἀπουσίαζε τὰ Σάββατα ἀπὸ τὴν συναγωγή.

Πῶς τώρα νὰ συγκριθοῦμε ἐμεῖς μὲ τὴν συγκύπτουσα; Ἂν αὐτὴ ἡ γυναῖκα μὲ τέτοιο σωματικὸ πάθος δὲν ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν ναό, ἐμεῖς τὶ σωματικὴ ἀδυναμία ἔχομε καὶ δὲν ἐκκλησιαζόμαστε; Τὶ μᾶς ἐμποδίζει ἐμᾶς καὶ ἀπουσιάζομε ἀπὸ τὸν ναὸ τὶς Κυριακές; Νὰ γιατὶ λέμε, ὅτι ἠ συγκύπτουσα θὰ μᾶς κρίνει καὶ θὰ μᾶς καταδικάσει, διότι χωρὶς νὰ ἔχωμε κανένα σωματικὸ πάθος, προφασιζόμαστε τάχα πόνους, ἀσθένειες, κτλ. γιὰ νὰ μὴν πᾶμε στὸν ναό. Μὲ κριτήριο τὴν συγκύπτουσα κανένας μας δὲν δικαιολογεῖται, κανέναν λόγο δὲν μποροῦμε νὰ ἐπικαλεσθοῦμε γιὰ νὰ δικαιολογήσωμε τὴν ἀπουσία μας ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμό.

Εἴπαμε ὅμως ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἀπουσίαζε ἀπὸ τὸν ναό. Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό. Στὸ ναὸ ἔγινε ἡ συνάντησις τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν συγκύπτουσα, καὶ βρῆκε ἡ γυναῖκα τὴν σωτηρία της καὶ λύθηκαν τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου. Στὸν ναὸ θὰ βροῦμε καὶ ἐμεῖς τὸν Χριστό. Στὸ ναὸ τελεσιουργοῦντα τὰ μεγάλα μυστήρια. Στὸ ναὸ γίνεται ἡ θεία λειτουργία καὶ μεταδίδεται ὁ Χριστὸς στοὺς πιστούς. Στὸ ναὸ φαίνεται χειροπιαστὰ ἡ ἕνωσις τῶν πιστῶν σὲ ἕνα σῶμα, τοῦ ὁποίου κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστός, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Στὸ ναό, ὅπως ἡ συγκύπτουσα, θὰ βροῦμε καὶ ἐμεῖς, τὴν σωτηρία, τὴν λύτρωσι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου.