Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 1.2.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 18,10-14)
«Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτόν, ὑψωθήσεται»
 
Εἶπε ὁ Κύριος τὴν παραβολή˙ Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε καὶ προσευχήθηκε στὸν ἑαυτό του˙ Θεέ μου, σὲ εὐχαριστῶ ποὺ δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, κλέφτες, ἄδικοι, μοιχοί, ἀλλὰ οὔτε καὶ ὅπως αὐτὸς ὁ τελώνης. Ἐπὶ πλέον νηστεύω δύο μέρες τὴν ἑβδομάδα, καὶ τὸ ἕν δέκατο ἀπὸ ὅσα βγάζω τὸ δίνω. Πίσω ὁ τελώνης στάθηκε καὶ δὲν σήκωνε οὔτε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, ἀλλὰ κτυποῦσε τὸ στῆθος του καὶ ἔλεγε˙ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Σᾶς λέγω τώρα σὲ σᾶς ὅτι ὁ τελώνης ἔφυγε δικαιωμένος στὸ σπίτι του, καὶ ὄχι ὁ Φαρισαῖος. Διότι ὁ κάθε ἕνας ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθῆ, καὶ ὅποιος ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθῆ.
Μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ μπαίνομε ἀπὸ σήμερα στὴν εὐλογημένη καὶ κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου. Ὁ σκοπός του εἶναι νὰ ἑτοιμασθοῦμε πευματικὰ γιὰ τὴν μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, μὲ τὴν νηστεία, τὴν προσευχή, τὴν μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι, τὴν ἐλεημοσύνη, κτλ. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὸ Τριώδιο μᾶς δίνει εὐκαιρίες καὶ δυνατότητες, γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ πετύχωμε τὸν τελικὸ σκοπό. Θὰ ἀκοῦμε κατάλληλες εὐαγγελικὲς περικοπές, ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν στὴν προετοιμασία μας.
Ἔτσι ἀκούσαμε τὴν πρώτη εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ Τριωδίου, ποὺ εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Ὁ Κύριός μας μὲ μιὰ ἁπλὴ διήγησι, στὴν ὁποία γίνεται μία σύγκρισις μεταξὺ δὺο προσευχομένων στὸ ἱερὸ ἀνθρώπων, μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης. Καὶ μακάρι νὰ μπορέσωμε νὰ καταλάβωμε τὴν ἀξία, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναγκαιότητα αὐτῆς τῆς ἀρετῆς.
Ὁ ἕνας εἶναι Φαρισαῖος. Δηλαδὴ ἄνθρωπος ὑπεύθυνος γιὰ τὴν σωστὴ ἑρμηνεία καὶ τήρησι τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Πῆγε στὸ ἱερό, στὸν ναό, γιὰ νὰ προσευχηθῆ. Ἡ προσευχή του ὅμως ἦταν ἕνας αὐτοθαυμασμὸς γιὰ τὶς ἀρετές του. Δὲν παρακαλάει τὸν Θεό, οὔτε τὸν δοξάζει. Δοξάζει καὶ ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του. Ἀπαριθμεῖ τὶς ἀρετές του καὶ ὑπογραμμίζει ὡς κατόρθωμά του τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν. Καὶ ἐπὶ πλέον κατακρίνει τοὺς ἄλλους ὡς ἁμαρτωλούς γιὰ συγκεκριμένα ἁμαρτήματα, ἐνῶ δικαιώνει τὸν ἑαυτό του, ὡς ἀπαλλαγμένο ἀπὸ ἀνομίες καὶ ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτό του καθαρό.
Ὁ ἄλλος εἶναι ἕνας τελώνης. Ἕνας κρατικὸς ὑπάλληλος μὲ ἔργο τὴν εἴσπραξι τῶν φόρων. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ οἱ τελῶνες ἦταν ἀσύδοτοι καὶ σκληροὶ. Ἦσαν πλούσιοι ἀπὸ τὴν ἀφθαίρετη εἴσπραξι μεγάλων φόρων, καὶ μισητοὶ ἀπὸ τὸν λαό. Θεωροῦνταν κακοὶ ἄνθρωποι καὶ πολὺ ἁμαρτωλοί. Ἕνας τέτοιος λοιπὸν πῆγε στὸ ἱερὸ νὰ προσευχηθῆ. Δὲν προχώρησε στὸν ναό. Στάθηκε μακρυά, ἐκεῖ στὴν εἴσοδο κοντά. Δὲν εἶχε λόγια νὰ πῆ στὸν Θεό. Δὲν εἶχε μάτια νὰ κυττάξη στὸν οὐρανό. Μόνο στραμμένος στὸν ἑαυτό του, διέκρινε τὴν ἁμαρτία του, ἀναγνώριζε τὴν ἐνοχή του καὶ κτυπώντας τὸ στῆθος του, αὐτὸ εἶναι πρᾶξι ποὺ δείχνει μεγάλη θλῖψι καὶ πόνο, ἔτσι ἔκαναν ὅταν θρηνοῦσαν γιὰ τὸν θάνατο συγγενοῦς, αὐτὸς ἔλεγε μέσα του˙ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Τὸ συμπέρασμα τὸ ἔβγαλε ὁ Κύριος. Ἀφοῦ ζύγισε τὰ λόγια καὶ τὸν τρόπο τῆς προσευχῆς τοῦ καθενός, δικαίωσε, ὄχι τὸν φαινομενικὰ καὶ κατὰ τὸ ὄνομα «ἅγιο», ἀλλὰ τὸν «ἁμαρτωλό» τελώνη.
Δὲν μᾶς θέλει ὁ Κύριος νὰ καυχώμαστε γιὰ τὶς τάχα ἀρετές μας, οὔτε νὰ ἔχωμε μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Βδελύσσεται, δηλαδὴ σιχαίνεται, ὁ Κύριος τὸν ὑπερήφανο ἄνθρωπο. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη δείχνει μεγάλη συγκατάβασι στὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ ταπεινὸ ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ἀναπαύεται στὸν ἄνθρωπο ποὺ αἰσθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ζητάει τὸ ἔλεός του. Τὸ βλέπομε αὐτὸ στὸ πρόσωπο τοῦ τελώνου. Ἦταν ἁμαρτωλός. Ἀναγνώρισε ὅμως τὴν δύσκολη θέσι του. Ὁμολόγησε τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ζήτησε τὸ ἔλεος ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν εἶχε καμμία ἀρετὴ γιὰ νὰ καυχηθῆ. Δὲν κατηγόρησε κανέναν, παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό του. Ξέρει ὅτι δὲν δικαιοῦται τίποτε ἀπὸ τὸν Θεό. Γι  αὐτὸ παρακαλάει καὶ ζητάει μόνο χάρι ἀπό τὸν Θεό. Ζητιανεύει τὸ ἔλεός του. Καὶ ὁ Θεὸς μὲ ἰδιαίτερη εὐχαρίστησι τοῦ δίνει πλούσιο τὸ ἔλεος καὶ, ὄχι μόνον τὸν δικαιώνει πλήρως, ἀλλὰ καὶ τὸν προβάλλει ὡς ὑπόδειγμα.
Δὲν μᾶς σώζουν οἱ ἀρετές μας. Ἡ σωτηρία μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ ἔλεός του ὁ Θεός τὸ δίνει πλουσιοπάροχα στοὺς ταπεινούς. Χωρὶς τὴν ταπείνωσι, μυριάδες ἀρετὲς νὰ κατορθώσωμε, θὰ εἶναι χωρὶς κανένα ἀντίκρυσμα καὶ ἀποτέλεσμα. ἀλλὰ καὶ μυριάδες ἁμαρτήματα ἂν ἔχομε, μόνον μὲ τὴν ταπείνωσι μποροῦμε νὰ τὰ σβήσωμε. Τὸ σωτήριο μυστήριο τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ταπείνωσις.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ ξεκινήσωμε τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τοῦ Τριωδίου, κάνοντας ἀρχὴ μὲ τὴν Ταπείνωσι, τὸ ἀντίθετο τῆς ὑπερηφάνειας. Ἡ ὑπερηφάνεα εἶναι, κατὰ τοὺ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ πρώτη καὶ μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἡ ὑπεύθυνη γιὰ τὴν πτῶσι τοῦ τάγματος τῶν ἀγγέλων, ποὺ ἐξ αἰτίας της  μεταμορφώθηκαν σὲ δαίμονες. Καὶ μύρια ὅσα κακὰ ξεκινοῦν καὶ ἔχουν ἀφορμὴ καὶ αἰτία τὴν ὑπερηφάνεια. Ἀντίδοτο γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ κακὸ εἶναι ἡ Ταπείνωσις. Αὐτὴ εἶναι ἡ βάσις καὶ τὸ θεμέλιο κάθε ἱερῆς προσπάθειας. Αὐτὴ εἶναι ὁ μαγνήτης ποὺ θὰ ἑλκύση, θὰ τραβήξη, σὲ μᾶς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπερηφάνεια γκρέμισε τοὺς ἀγγέλους. Ἡ Ταπείνωσις κάνει τοὺς ἀνθρώπους ἀγγέλους. Ὅσο ὁ ἀνθρωπος παραμένει ὑπερήφανος δὲν μπορεῖ νὰ μετανοήση. Γιὰ νὰ φθάσωμε στὴν μετάνοια ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν Ταπείνωσι καὶ πορευόμαστε μὲ αὐτὴν. Ἡ συμπόρευσις αὐτὴ δὲν εἶναι στιγμιαία ἢ παροδική. Πρέπει νὰ εἶναι ἰσόβια. Κάνομε τώρα τὴν ἀρχή. Ἀκοῦμε τὸν Κύριό μας τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, νὰ μᾶς ἐξηγῆ ὅτι «καθένας ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ γκρεμισθῆ, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθῆ». Δεχόμαστε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας, καὶ παίρνομε τὴν σταθερή ἀπόφασι, νὰ ζήσωμε μαζί μὲ τὴν ταπείνωσι σὲ ὅλη μας τὴν ζωή. Διότι καὶ ἡ μετάνοια δὲν εἶναι στιγμιαία καὶ παροδικὴ, ἀλλὰ συνεχὴς τρόπος ζωῆς γιὰ τὸν Χριστιανό.
Τὸ Τριώδιο ἄνοιξε καὶ μᾶς δείχνει τὸν δρόμο ποὺ πρέπει νὰ πορευθοῦμε γιὰ νὰ φθάσωμε καὶ νὰ ἑορτάσωμε ἀξίως «τό τε σταυρώσιμον καὶ ἀναστάσιμον Πάσχα».

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25.01.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 19,1-10)

«Ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι»

Περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ. Καὶ νά, ἕνας ἄνδρας ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζακχαῖο, προϊστάμενος τοῦ τελωνείου καὶ πολὺ πλούσιος, προσπαθοῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ ποιὸς εἶναι, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε λόγω τοῦ πλήθους, διότι ἦταν χαμηλοῦ ἀναστήματος. Ὅμως, γιὰ νὰ τὸν ἰδῆ,  προέτρεξε καὶ ἀνέβηκε σὲ μιὰ συκομουριά, μιὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ περνοῦσε. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, σήκωσε τὸ βλέμμα του, τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε˙ Ζακχαῖε, κατέβα ἀμέσως, σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου. Αὐτὸς κατέβηκε βιαστικά, καὶ μὲ χαρὰ τὸν ὑποδέχθηκε. Ὅλοι ὅμως ποὺ τὸν εἶδαν γόγγυσαν ποὺ μπῆκε νὰ καταλύση στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Μπαίνοντας στὸ σπίτι, σταμάτησε ὁ Ζακχαῖος καὶ εἶπε στὸν Ἰησοῦ˙ Νὰ τώρα, τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου τὰ δίδω στοὺς πτωχούς, καὶ ἐὰν κάποιον ἀδίκησα τοῦ τὸ ἐπιστρέφω τετραπλάσιο. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν διαβεβαίωσε ὅτι σήμερα στὸ σπίτι αὐτὸ ἔγινε σωτηρία, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς εἶναι υἱὸς τοῦ Ἀβραάμ. Ἐξ ἄλλου ἦλθε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀναζητήση καὶ νὰ σώση «τὸ ἀπολωλός», τὸ χαμένο.

Ἡ περίπτωσις τοῦ Ζακχαίου εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ καὶ πρέπει νὰ τὴν προσέξωμε ἰδιαιτέρως. Δείχνει τὴν ἀναζήτησι τοῦ ἀνθρώπου. Δείχνει τὴν δίψα ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος νὰ γνωρίση τὸν Θεό. Δείχνει τὴν συγγενικὴ σχέσι τοῦ πλάματος πρὸς τὸν πλάστη του. Αὐτὸ εἶναι ἕνα αἴτημα τῆς κάθε ψυχῆς. Καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν θέσι ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος στὴν κοινωνία. Καὶ ὑψηλόβαθμος ἀξιωματοῦχος νὰ εἶναι φλέγεται ἀπὸ τὴν ἴδια ἐπιθυμία πρὸς τὸ θεῖον. Ὁ Ζακχαῖος τοῦ εὐαγγελίου ὅμως εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ξεπέρασε τὸ μεγάλο ἐμπόδιο. Ἡ θέσις του στὴν ὑπαλληλία καὶ ὁ πλοῦτος του δὲν στάθηκαν ἱκανὰ ἐμπόδια, γιὰ νὰ φανερώση τὸν πόθο του. Δὲν λογάριασε τὶ θὰ πῆ ὁ κόσμος. Καὶ ἀφοῦ παραμέρισε αὐτὸ τὸ ἐμπόδιο μπόρεσε καὶ πέτυχε τὸ ποθούμενο. Νὰ γιατὶ ὁ Ζακχαῖος εἶναι περίπτωσις ποὺ πρέπει νὰ προσέξωμε. Διότι γιὰ τοὺς περισσότερους ἔχει σημασία τὸ τὶ θὰ πῆ ὁ κόσμος, καὶ λογαριάζοντας τὴν γνώμη καὶ τὰ σχόλια τοῦ κόσμου ἀποφεύγουν νὰ ἐκφράσουν τὸν πόθο τῆς ψυχῆς τους. Ὁ Ζακχαῖος, σὰν νὰ ἦταν μικρὸ παιδί, σκαρφάλωσε πάνω στὰ κλαδιὰ δένδρου, γιὰ νὰ δῆ τὸν Χριστό. Ἔτσι εἶναι. Τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς, ὅτι πρέπει νὰ γίνωμε «ὡς τὰ παιδία, διότι τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Τὰ παιδιά, μὲ τὴν ἀθωότητά τους, δὲν ὑπολογίζουν τί θὰ πῆ ὁ κόσμος, οὔτε τὰ ἐνδιαφέρει ἡ γνώμη τῶν ἄλλων. Καὶ ὁ Ζακχαῖος δὲν λογιάρασε τὴν γνώμη τοῦ κόσμου.

Ὁ ἄνθρωπος δείνει τὴν πρόθεσι καὶ ἐπιθυμία, ἀνοίγει τὴν θέλησί του, καὶ τὰ ὑπόλοιπα τὰ συμπληρώνει ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς μᾶς ψάχνει νὰ μᾶς βρῆ γιὰ νὰ μᾶς σώση. Ἐμεῖς πρέπει νὰ φωνάξωμε καὶ νὰ τοῦ ποῦμε ὅτι εἶμαστε ἐδῶ καὶ θέλομε τὴν σωτηρία. Τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς βρῆ. Αὐτὸ τὸ βλέπομε καθαρὰ στὴν περίπτωσι τοῦ Ζακχαίου. Ἤθελε μόνο νὰ δῆ τὸν Χριστό. Ἔδειξε τὴν πρόθεσί του. Καὶ μάλιστα δὲν δίστασε νὰ ἀνεβῆ στὸ δένδρο γιὰ νὰ δῆ, χωρὶς νὰ τὸν δοῦν. Ποτὲ δὲν περίμενε ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ τὸν ἀναζητήσει, καὶ ὅτι θὰ μιλήσει μαζί του, καὶ ὅτι θὰ τοῦ ζητήσει νὰ τὸν φιλοξενήση ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Ἡ συνάντησις μὲ τὸν Χριστό τοῦ ἐπέφερε μιὰ βαθειὰ ἀλλοίωσι. Ἔγινε στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ Ζακχαίου μία μεγάλη μεταβολή. Ἡ ἀλλαγὴ ἔγινε καὶ ἦταν ριζική. Ἄνθρωπος ποὺ θησαύριζε ἀπὸ τὴν σκληρὴ καὶ ἀπάνθρωπη φορολογία, ξαφνικὰ ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὸν πλοῦτο του. Ἀπαρνεῖται τοὺς θησαυρούς του καὶ τοὺς διαθέτει στοὺς πτωχούς. Κάνει δημόσια δήλωσι ἐνώπιον ὅλων ὅτι τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του τὰ μοιράζει στοὺς πτωχούς. Κόβει μὲ τὸ πρῶτο τὸ πιὸ γερὸ δεσμὸ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν γῆ καὶ τὸν ὑλικὸ καὶ φθαρτὸ κόσμο, τὴν ἀγάπη του δηλαδὴ μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη γιὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὸ χρῆμα εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο γιὰ τὴν εἴσοδο τοῦ ἀνθρώπου στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπως τὸ ἀκούσαμε στὴν συζήτησι τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ πλούσιο νέο. Ὁ Ζακχαῖος ἔκοψε τὸν γόρδιο δεσμὸ καὶ ἐλευθερώθηκε.

Ἡ μεγάλη ἀλλαγή, ἡ ἐσωτερικὴ καὶ σωτήρια ἀλλαγή, γίνεται πιὸ βαθειὰ καὶ οὐσιαστική. Προχώρησε πιὸ πέρα καὶ ἔκανε δημόσια ἐξομολόγησι. Ἀνεγνώρισε ὅτι ὑπῆρξε ἄδικος, ὅτι ἔκανε κακὸ σὲ ἄνθρώπους, ὅτι τοὺς ἔκλεψε καὶ τοὺς πῆρε περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔπρεπε. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς μετανοίας. Καὶ δὲν ἔκανε μετάνοια μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα. Ἡ ὑπόσχεσις˙ «καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν» δείχνει ἔμπρακτη μετάνοια. Τὰ ἀδίκως σωρευμένα κέρδη τὰ ἐπιστρέφει στοὺς δικαιούχους στὸ τετραπλάσιο. Ἕνα ἔκλεψε; Ἐπιστρέφει τέσσερα! Αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ μετάνοια. Φαίνεται δύσκολο, ὅμως ἡ σωτήρια συνάντησις μὲ τὸν Χριστό, τὰ κάνει ὅλα δυνατά. Μιὰ τέτοια ριζικὴ ἀλλαγὴ μόνον μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ γίνη.

Ὁ Ζακχαῖος μόνον μία ἐπιθυμία εἶχε˙ «Ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι». Καὶ ὄχι μόνον εἶδε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν εἶδε, καὶ τοῦ μίλησε καὶ τὸν ἔσωσε. Διότι εἶπε ὁ Ἰησοῦς˙ «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Σήμερα ἡ σωτηρία ἦρθε σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι, στὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου.

Ὁ Χριστὸς τὸν κατέβασε ἀπὸ τὸ δένδρο, ἀλλὰ τὸν ἀνέβασε στὸν οὐρανό. Ἀπὸ τὸ δένδρο, ὅπου ἦταν κρυμμένος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, κατέβασε ὁ Χριστὸς τὸν Ζακχαῖο. Τοῦ εἶπε˙ «Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι». Ὁ Κύριος θέλει νὰ τὸν ἀναζητοῦμε καὶ νὰ τὸν ὁμολογοῦμε φανερά. Δὲν μποροῦμε, οὔτε πρέπει, νὰ κρυβόμαστε. Καὶ αὐτός «σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων». Πῶς νὰ μὴν χαίρεται, ὅταν αὐτό, ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνη, ἔγινε; Ὄχι ἁπλῶς ἔγινε, ὄχι μόνον εἶδε ποιὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ἀλλὰ καὶ τὸν φιλοξένησε στὸ σπίτι του. Κατέβηκε ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ βρέθηκε στὸν οὐρανό. Ἔκανε μικρὸ κόπο καὶ βρῆκε μεγάλο θησαυρό. Ἔδειξε τὴν ἐπιθυμία του μόνο γιὰ νὰ γνωρίση τὸν Ἰησοῦ, καὶ ὁ Κύριος τοῦ χάρισε τὰ οὐράνια.
Ἐμεῖς αὐτὸ τὸ λίγο μποροῦμε νὰ κάνωμε. Νὰ ἐπιθυμήσουμε τὸν Χριστό. Νὰ τὸν ἀναζητήσουμε. Νὰ θελήσωμε νὰ τὸν γνωρίσωμε. Καὶ Ἐκεῖνος σὲ τέτοιες εἰλικρινεῖς διαθέσεις καὶ ἐπιθυμίες ἀνταποκρίνεται. Στὰ αἰτήματά μας δίνει ἀπάντησι τέτοια, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν συλλάβουμε μὲ τὸ νοῦ μας. Ποῦ νὰ φαντασθῆ ὁ Ζακχαῖος ὅτι, μόνο μὲ τὴν ἐπιθυμία του νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ, θὰ γινόταν Ἀπόστολος!

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 11.01.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ (Μτ 4,12-17)

«Μετανοεῖτε˙ ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»

Καὶ τὰ Φῶτα, ὅπως τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ Ὕψωσις τοῦ Σταυροῦ, ἔχουν μεθέορτη Κυριακή, Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα. Ἀκοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο:

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὁ Χριστός, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι παραδόθηκε ὁ Ἰωάννης, ἀνεχώρησε στὴν Γαλιλαία. Καὶ ἀφοῦ ἄφησε τὴν Ναζαρέτ, ἦρθε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν παραθαλάσσια Καπερναούμ, στὰ σύνορα Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, γιὰ νὰ ἐκπληρωθῆ ὁ λόγος τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, ποὺ ἔλεγε˙ «Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, στὸν παραθαλάσσιο δρόμο πάνω ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, ὅπου εἶναι ἡ Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ἐκεῖ ὁ λαὸς ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι εἶδε φῶς μεγάλο, καὶ ὅσοι κάθονταν στὴν χώρα ποὺ ἐξουσιάζει ὁ θάνατος φάνηκε φῶς». Ἀπὸ τὸτε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ κηρύττη καὶ νὰ λέγη˙ Μετανήσατε, διότι ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Ἔκπληξι καὶ θαυμασμὸ προκαλεῖ ὁ σεβασμὸς τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν πρόδρομό του. Ὅσο ὁ Ἰωάννης ἑτοιμάζει τὸν δρόμο γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου, ὁ Ἰησοῦς τὸν ἀφήνει νὰ ὁλοκληρώση τὴν ἀποστολή του. Δὲν ἀρχίζει τὸ δικό του ἔργο. Καὶ μόνον ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἰωάννης παραδόθηκε, τότε ξεκίνησε. Ἀπὸ ποῦ; Ὁ Ἰησοῦς μέχρι τὴν ἡλικία τῶν τριάντα ἐτῶν ζοῦσε καὶ μεγάλωνε καὶ ἐργαζόταν στὴν Ναζαρέτ. Μὲ τὴν εἴδησι τῆς παραδόσεως τοῦ Ἰωάννου ἐγκατέλειψε τὴν Ναζαρὲτ καὶ ἦρθε στὴν Καπερναούμ. Ἡ Καπερναοὺμ ἦταν παραθαλάσσια πόλις τῆς Γαλιλαίας, στὰ σύνορα τῶν δύο φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ. Ἡ δὲ Γαλιλαία καταλαμβάνει τὸ βόρειο μέρος τῆς Παλαιστίνης, στὸ νότο εἶναι ἡ Ἰουδαία, καὶ ἐνδιάμεσα ἡ Σαμάρεια. Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Κύριος στὴν Καπερναοὺμ καὶ τὴν κάνει κέντρο τῆς ἱεραποστολῆς του. Δὲν ἐπέλεξε τὴν πρωτεύουσα, τὰ Ἰεροσόλυμα, ἀλλὰ μία πόλι τῆς Γαλιλαίας. Καταγράφοντας τὰ γεγονότα ὁ εὐαγγελιστής, ἴσως εἶχε τὴν ἀπορία γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῆς πόλεως, ἀλλὰ θυμήθηκε καὶ παρέθεσε τὴν σχετικὴ προφητεία τοῦ Ἡσαΐου, ποὺ λύνει τὴν ὅποια ἀπορία. Ὡς καὶ γιὰ τὸν τόπο ἐνάρξεως τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου μας ὑπάρχει προφητεία. Καθορίζεται μὲ σαφήνεια καὶ ἀκρίβεια ὁ τόπος ἐνάρξεως τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου μας. Ὄχι μόνον τοπικά, ἀλλὰ καὶ σὲ βάθος. Δὲν ἐπέλεξε ὁ Κύριος τὰ Ἰεροσόλυμα, γιὰ νὰ μὴν θεωρηθῆ τὸ ἔργο του ἰουδαϊκὴ ὑπόθεσις, ποὺ ἀφορᾶ δηλαδὴ μόνον στοὺς Ἰουδαίους. Ἐπιλέγει τὴν Καπερνανούμ, διότι βρίσκεται σὲ ἕνα τόπο, ὅπου ἐκπροσωποῦνται ὅλα τὰ ἔθνη. Ἐδῶ εἶναι ἡ «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν». Ὑπάρχουν ἐδῶ πόλεις ποὺ οἱ κάτοικοί τους προέρχονται ἀπὸ διάφορα μέρη τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου. Αὐτοὶ θὰ ἀκούσουν καὶ θὰ μεταφέρουν τὸ νέο μήνυμα, τὸ «εὐαγγέλιο», στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Τὸ σωτήριο ἔργο τοῦ Κυρίου μας ἀπευθύνεται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι μόνον στοὺς Ἰουδαίους. Γιὰ νὰ τὸ ἀκούσουν λοιπὸν ὅλοι, ἐπιλέγει ὁ Κύριος τήν «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν». Οἱ προφητεῖες ἀποκαλύπτουν τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ προβλέπει τὰ πάντα, μέχρι καὶ τὴν πιὸ μικρὴ λεπτομέρεια. Καὶ οἱ προφητεῖες ἀποτελοῦν τὴν μεγάλη βεβαίωσι γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι εἰπώθηκε προφητικὰ, ἐπαληθεύθηκε.

Ἄρχισε τὸ κήρυγμα καὶ τὴν διδασκαλία του ὁ Κύριος. Καὶ ποιὸ ἦταν τὸ θέμα; Ἡ Μετάνοια. Τί πρωτοκήρυξε ὁ Κύριος; Τὴν Μετάνοια. Ἔλεγε˙ «Μετανοεῖτε˙ ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ἡ σωτηρία ἔρχεται μέσω τῆς μετανοίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πρόδρομος στὴ ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου καλεῖ τὸν κόσμο σὲ μετάνοια. Ἡ προετοιμασία τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ δεχθοῦν καὶ ἀποδεχθοῦν τὸν Μεσσία Χριστό, εἶναι ἡ Μετάνοια. Ἡ «φωνὴ βοῶντος ἐν ἐρήμῳ» εἶναι τὰ λόγια˙ «Μετανοεῖτε˙ ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Αὐτὸ κήρυττε ὁ Ἰωάννης˙ Μετάνοια.

Εἶναι τόσο σημαντικὸ θέμα ἡ Μετάνοια, εἶναι τόσο ἀναγκαία ἡ Μετάνοια, ὥστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅταν ἄρχισε τὸ κήρυγμά του, τὸ ἄρχισε μὲ τὰ ἴδια λόγια τοῦ Ἰωάννου˙ «Μετανοεῖτε˙ ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Τὸ πρῶτο καὶ σημαντικότερο κήρυγμα καὶ τοῦ Προδρόμου καὶ τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἡ Μετάνοια. Διότι δρόμος σωτηρίας χωρὶς μετάνοια δὲν ὑπάρχει. Ἡ εἴσοδος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν εἶναι μία, ἡ Μετάνοια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἔλεγε˙ «Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν».

Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου μας τὸ πρῶτο ποὺ κήρυξαν ἦταν ἡ Μετάνοια. Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν ἡμέρα ποὺ μπῆκε στὴν ἱστορία ἡ Ἐκκλησία, τὰ πλήθη ποὺ συγκεντρώθηκαν λόγῳ τῆς «βιαίας πνοῆς», ρώτησαν˙ «Τὶ ποιήσωμεν, ἄνδρες ἀδελφοί;» Καὶ ὁ «Πέτρος ἔφη πρὸς αὐτοὺς˙ μετανοήσατε…». Βλέπομε δηλαδὴ ὅτι καὶ τὸ ἀποστολικὸ πρῶτο κήρυγμα εἶναι ἡ Μετάνοια.

Ἡ συνέχεια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τοὺς Πατέρες δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ κήρυγμα καὶ πρόσκλησι γιὰ Μετάνοια. Ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας εἶναι κήρυκες Μετανοίας. Ὄχι μόνον μὲ λόγους, ἀλλὰ πρωτίστως εἶναι εἰκόνες καὶ ζωντανὰ παραδείγματα μετανοίας. Πρῶτα βιώνουν τὴν Μετάνοια καὶ μετὰ τὴν κηρύττουν. Μάλιστα ἔχομε περίπτωσι ἁγίου πατρός, ὁ ὁποῖος ἄρχιζε καὶ τελείωνε ὅλα τὰ κηρύγματα καὶ τὶς διδαχές του μὲ τό˙ «Μετανοεῖτε», καὶ ἔμεινε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μὲ αὐτὸ τὸ ἐπώνυμο, «Νίκων ὁ Μετανοεῖτε».

Ἡ δὲ ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία εἶναι γεμάτη ἀπὸ πατερικὰ ἔργα ποὺ ἔχουν ὡς θέμα τὴν Μετάνοια. Καὶ θὰ ἐξακολουθοῦν νὰ γράφωνται λόγοι, κηρύγματα καὶ πραγματεῖες σχετικὰ μὲ τὴν Μετάνοια. Διότι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ Μετάνοια. Ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει τὸ ἐργο τοῦ Χριστοῦ. Καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ φυλῶν σὲ σωτηρία. Καὶ δὲν ἐπιτυγχάνεται ἡ σωτηρία χωρὶς Μετάνοια. Πάντα ἐπίκαιρο, πάντα ἀναγκαῖο, πάντα σωτήριο θὰ παραμένει τὸ κήρυγμα τῆς Μετανοίας. Καὶ δὲν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ μὴν κηρύττη τὴν Μετάνοια, διότι δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθῆ τὸν ἑαυτό της. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς καλῆ σὲ σωτηρία, γιὰ νὰ μᾶς καλῆ νὰ γίνουμε πολῖτες τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Καὶ αὐτὸ γίνεται μόνο μὲ τὴν Μετάνοια.

Ἄμποτε νὰ μὴν εἴμαστε «ἔρημος», ὅταν ἀκούγεται τὸ κήρυγμα τῆς Μετανοίας, ἀλλὰ νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν πρόσκλησι καὶ νὰ πορευθοῦμε τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἡ «βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἤγγικε». Γιὰ τὸν καθένα μας ἡ «βασιλεία τῶν οὐρανῶν» ἦρθε, ἔφθασε. Οἱ προθεσμίες τελείωσαν. Ὅμως ἔχομε Μετάνοια; Αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο ἀπὸ ἐμᾶς.