Σάββατο 4 Απριλίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 05.04.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ (Ἰω 12,1-18)

Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων καλύπτει γεγονότα δύο ἡμερῶν.

Τὴν ἕκτη ἡμέρα πρὶν ἀπὸ τὸ πάσχα ἦρθε ὁ Κύριος στὴν Βηθανία καὶ παρεκάθησε σὲ δεῖπνο, στὸ ὁποῖο ἦταν παρὼν καὶ ὁ Λάζαρος τὸν ὁποῖο ἀνέστησε. Στὴν διάρκεια τοῦ δείπνου ἡ Μαρία, εὐγνωμονοῦσα γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ ἀδελφοῦ της, ἄλειψε τὸν Κύριο μὲ πολύτιμο μύρο, ἡ εὐωδία τοῦ ὁποίου γέμισε ὅλο τὸ σπίτι. Ὁ Κύριος δὲν διαμαρτυρήθηκε, οὔτε ἀπέτρεψε τὴν γυναῖκα νὰ προβῆ στὸ μύρωμα, δέχθηκε τὴν εὐγνωμοσύνη τῆς Μαρίας. Ὅμως διαμαρτυρήθηκε ὁ Ἰούδας, ποὺ σὲ λίγες ἡμέρες θὰ προδώση τὸν Κύριό του, λέγοντας· Γιατὶ νὰ μὴ εἶχε πουληθῆ τὸ μύρο γιὰ τριακόσια δηνάρια καὶ νὰ δοθοῦν στοὺς πτωχούς; Μποροῦσε νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς πτωχοὺς ὁ Ἰούδας περισσότερο ἀπὸ τὸν Κύριο; Γιατὶ ἐνοχλεῖται ἀπὸ τὴν ἐκδήλωσι εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Κύριο; Δυστυχῶς τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Ἰούδα γιὰ τοὺς πτωχοὺς δὲν εἶναι εἰλικρινές. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς ἀποκαλύπτει τὸ κίνητρό του. Λέγει· Τὸ εἶπε αὐτὸ ὁ Ἰούδας, ὄχι διότι ἐνδιαφερόταν γιὰ τοὺς πτωχούς, ἀλλὰ διότι ἦταν κλέπτης. Αὐτὸς κρατοῦσε τὸ κοινὸ ταμεῖο, καὶ ἀπὸ αὐτὸ ἔκλεβε. Παρεμβαίνει καὶ ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος δικαιολογεῖ τὴν Μαρία, καὶ μὲ πολὺ λεπτὸ τρόπο ἐλέγχει τὸν Ἰούδα. Ἡ Μαρία προλαμβάνει τὸν θάνατο τοῦ Κυρίου καὶ προσφέρει τὰ μύρα. Ἔτσι τὰ δέχεται ὁ Κύριος. Καὶ ὑποδεικνύει ὅτι τὸ καθῆκον πρὸς τὸν Κύριο προηγεῖται ἔναντι τῶν πτωχῶν, τοὺς ὁποίους πάντοτε θὰ ἔχετε γιὰ νὰ τοὺς φροντίζετε.

Τὰ λόγια τοῦ Ἰούδα ἀκούγονται πολὺ ὡραῖα. Καὶ εἰδικότερα σήμερα, ποὺ κυριαρχεῖ πνεῦμα ἀντιεκκλησιαστικό, ἀντικληρικό, ἀντιπνευματικό, καὶ βεβαίως λόγω τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, βρίσκουν μεγάλη ἀπήχησι. Πράγματι θὰ ἦταν πολὺ ὡραῖα, ἂν θὰ ἦταν καὶ τὸ κίνητρο εἰλικρινὲς γιὰ τοὺς πτωχούς. Ὅμως οἱ πτωχοὶ χρησιμοποιοῦνται μόνον ὡς δικαιολογία. Ὁ πραγματικὸς σκοπὸς τοῦ Ἰούδα ἦταν τὸ δικό του ὄφελος. Ἤθελε νὰ ὑπάρχουν χρήματα στὸ  ταμεῖο γιὰ νὰ ἔχη νὰ κλέβη. Μήπως καὶ σήμερα δὲν ἀκούγονται οἱ ἴδιες φωνές; Θέλετε παραδείγματα; Χάριν τῶν ἀκτημόνων, τουλάχιστον τρεῖς φορές στὸ νεώτερο ἐλληνικὸ κράτος, κατασχέθηκε ἐκκλησιαστικὴ περιουσία. Ἀλλὰ ἀκτήμονες πάλι ὑπάρχουν καὶ ἴσως περισσότεροι, ὅμως κάποιοι ἔγιναν πλουσιώτεροι. Πολλοὶ ἐπικαλούμενοι τοὺς πτωχούς, χωρὶς νὰ δίνουν οἱ ἴδιοι τίποτε ὑπὲρ αὐτῶν, ἐνοχλοῦνται διότι οἱ πιστοὶ προσφέρουν λατρεία στὸν Θεό. Ὁ Κύριος δέχεται τὴν εὐγνωμοσύνη, καὶ τοὺς πτωχοὺς δὲν τοὺς ἀποκλείει ἀπὸ τὴν φροντίδα.  Στὴν φαινομενικὴ σύγκρουσι καθηκόντων, ποὺ ἀναφαίνεται, προηγεῖται ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν φροντίδα τῶν πτωχῶν. Καὶ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ κατηγορήση τὸν Κύριο ὅτι δὲν ἐνδιαφέρθηκε γιὰ τοὺς πτωχούς, ἀρρώστους, ἀναξιοπαθοῦντες, ἀδυνάτους, κτλ. Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ δὲν ἐμποδίζει τὸ ἐνδιαφέρον πρὸς τοὺς πτωχούς. Ὅποιος λατρεύει τὸν Θεὸ πρῶτα, ἐκεῖνος ἔχει πραγματικὸ καὶ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον καὶ γιὰ τοὺς πτωχούς.Ἐξ ἄλλου ὅταν ὁ Κύριος ἀναφέρθηκε στὴν ἀγάπη εἶπε πρῶτα ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, καὶ μετὰ εἶπε· Καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. Πρῶτα δοξάζουμε τὸν Θεό καὶ μετὰ ἀσχολούμαστε μὲ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ σειρὰ αὐτὴ καθόλου δὲν μειώνει τὴν φροντίδα τῶν πτωχῶν.

Τὰ γεγονότα τὴς ἑπομένης εἶναι συγκλονιστικά. Ἡ φήμη τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου ἔγινε αἰτία νὰ συγκεντρωθοῦν πολλοὶ ἄνθρωποι γιὰ νὰ τὸν δοῦν ἀναστημένο. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς πίστευαν στὸν Χριστό. Αὐτὸ τάραξε τοὺς Ἰουδαίους, ποὺ πῆραν τὴν ἀπόφασι πιὰ νὰ θανατώσουν καὶ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν Λάζαρο. Ἀπὸ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι, ὅσοι ἰσχυρίζονται ὅτι, γιὰ νὰ πιστεύσουν θέλουν νὰ δοῦνε κάποιο θαῦμα δὲν εἶναι εἰλικρινεῖς. Οἱ Ἰουδαῖοι εἶδαν τὸ θαῦμα καὶ ὄχι μόνον δὲν πίστευσαν, ἀλλὰ θέλουν νὰ θανατώσουν καὶ τὸν μάρτυρα τῆς ἀναστάσεως καὶ τὸν δημιουργὸ τοῦ θαύματος.

Ὁ ἁπλὸς ὅμως λαὸς χαίρεται καὶ ὑποδέχεται θριαμβευτικὰ αὐτὸν ποὺ ἐξουσιάζει τὰ πάντα. Αὐθόρμητα τὴν ἄλλη ἡμέρα, χωρὶς πρόγραμμα, στρώνουν τὰ ἱμάτιά τους, ἀνεμίζουν βαΐα κλάδων καὶ ψάλλουν τὸν ὕμνο ὑποδοχῆς. Εἰσέρχεται ἔτσι στὴν πόλι τῶν Ἰεροσολύμων θριαμβευτής, καὶ μὲ τὴς ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ. «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Τὸ γεγονὸς προφητεύθηκε καὶ τώρα βγαίνει ἡ προφητεία ἀληθινή. Ταπεινὸς καὶ πραῢς εἶναι ὁ βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ. Δὲν ἔχει βασίλειο ἐπὶ τῆς γῆς. Βασιλεύει στὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν καὶ ἡ βασιλεία του εἶναι οὐράνια καὶ αἰώνια.

Θεωρῶ πολὺ σημαντικὴ τὴν σημείωσι τοῦ εὐαγγελιστοῦ κατὰ τὴν ὁποία οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου «ταῦτα οὐκ ἔγνωσαν τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ὅτε ἐδοξάσθη ὁ Ἰησοῦς, τότε ἐμνήσθησαν ὅτι ταῦτα ἦν ἐπ’ αὐτῷ γεγραμμένα». Καὶ εἶναι σημαντικὴ διότι βεβαιώνει τὴν ἀλήθεια τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου. Ὁ συγγραφέας δὲν πλάθει μία ἱστορία, ἀλλὰ καταγράφει τὰ γεγονότα. Καὶ ὁμολογεῖ, δὲν ἀποκρύπτει καὶ δὲν ντρέπεται γιὰ τὴν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν νὰ κατανοήσουν τὰ γεγονότα. Θὰ τὰ καταλάβουν μετά τὴν δόξα τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ μετὰ τὴν ἀνάστασι καὶ πεντηκοστή, καὶ ἀφοῦ φωτισθοῦν ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Συγχρόνως ὅμως δηλώνεται σὲ ἐμᾶς ὅτι πολλὰ θέματα ἐμεῖς τὰ ἀποδεχόμαστε, τὰ πιστεύομε, ἀλλὰ τὰ κατανοοῦμε ἀργότερα, σὲ κατάλληλο χρόνο. Ἔτσι λειτουργεῖ ἡ πίστις. Μάλιστα δὲ τὰ περισσότερα μυστήρια θὰ μᾶς λυθοῦν τότε καὶ ἐκεῖ, ὅταν βρεθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει· «Τώρα βλέπομε σὰν μέσα σὲ μετάλλινο θαμπὸ καθρέπτη θαμπὰ καὶ ἀκαθόριστα, ὥστε νὰ μᾶς μένουν πολλὰ ἀσαφῆ καὶ σκοτεινά, ἄλυτα προβλήματα καὶ ἀπορίες, τότε ὅμως θὰ δοῦμε πρόσωπο πρὸς πρόσωπο, φανερὰ καὶ καθαρά».

Τὴν θριαμβευτικὴ εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ στὰ Ἰεροσόλυμα ἑορτάζομε τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Τὸ γεγονὸς συνέβη λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Λαζάρου. Τί καὶ ἂν οἱ φανατικοὶ καὶ τυπολάτρες Ἰουδαῖοι σὲ λίγο θὰ τὸν σταυρώσουν. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου. Στὸν θρίαμβό του παρουσιάζει τὸν ἀναστημένο Λάζαρο, ποὺ αὐτὸς στάθηκε ἡ αἰτία γιὰ νὰ παρακινηθῆ ὁ κόσμος στὴν ὑποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ. Ὁ θρίαμβος ὅμως θὰ ὁλοκληρωθῆ μὲ τὴν δική του ἀνάστασι, ἀλλὰ μετὰ τὸ πάθος. Ἔρχεται τώρα γιὰ νὰ πάθη. Ἔρχεται μὲ τὴν θέλησί του. Τὸ πάθος εἶναι ἑκούσιο γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι δημιουργικό.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 22.03.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ 4η ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ἢ ΤΟΥ ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ (Μρ 9,17-31)

«Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ»

 Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούγεται κατὰ τὴν τετάρτη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν, εἶναι τὸ ἴδιο ποὺ ἀκούσαμε καὶ κατὰ τὴν δεκάτη Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου. Ὁ Ἰησοῦς θεραπεύει ἄνθρωπο, ποὺ κατέχεται ἀπὸ πονηρὸ πνεῦμα. Ὁ πατέρας τοῦ πάσχοντος, πρὶν συναντήση τὸν Χριστό, προσῆλθε στοὺς μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ὅμως δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. Στὸ ἐρώτημα τῶν μαθητῶν του, γιατί «ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό;», ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς· «Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Θὰ ἐπιμείνωμε στὴν ἀπάντησι τοῦ Κυρίου.

Διανύομε τὸ στάδιο τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης τεσσαρακοστῆς, δηλαδὴ περίοδο κατ’ ἐξοχὴν προσευχῆς καὶ νηστείας. Ἔτσι τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἔχουν μία ἰδιαίτερη ἐπικαιρότητα. Καὶ πρέπει νὰ τὰ δοῦμε μὲ προσοχή. 

Καὶ πρῶτα ὅσοι στέκονται προβληματισμένοι μὲ τὴν νηστεία καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ ἀναρωτιοῦνται· Ποῦ καὶ πότε ὁ Χριστὸς νομοθέτησε τὴν νηστεία; Καὶ ἀπαντοῦν οἱ ἴδιοι· Ὁ Χριστὸς δὲν ἔδωσε ἐντολὴ νηστείας. Βεβαίως στὸν συλλογισμὸ αὐτὸν εἶναι ὁλοφάνερο ὅτι, ἀναζητεῖται μία δικαιολογία, γιὰ τὴν μὴ ἐφαρμογὴ τῆς νηστείας. Εἶναι πρόφασις, ὅσων δὲν θέλουν νὰ νηστεύσουν. Σκεφθεῖτε ὅτι κάποιος ἀσθενὴς ἐπισκέπτεται τὸν ἰατρό. Κάνει τὴν ἐξέτασι ὁ ἰατρὸς καὶ δὲν λέγει στὸν ἀσθενή του· «Πρέπει νὰ πάρης ἀντιβίοσι», ἀλλὰ λέγει· «Ἡ περίπτωσις αὐτὴ εἶναι σοβαρὴ, καὶ ἀντιμετωπίζεται μόνο μὲ ἀντιβίοσι». Σᾶς ἐρωτῶ· Μπορεῖ νὰ πῆ ὁ ἀσθενής· Δὲν μοῦ εἶπε ὁ ἰατρὸς νὰ πάρω ἀντιβίοσι; Ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἰατροῦ φαίνεται ἀβίαστα ὅτι συνιστᾶ ὡς θεραπεία τὴν ἀντιβίοσι. Ἐπιβάλλεται ἡ ἀντιβίοσι. Καὶ ὁ ἀσθενὴς θὰ ἐφαρμόση νοσηλεία μὲ ἀντιβίοσι, γιὰ νὰ γίνη καλά.  Ἀσθενεῖς εἴμαστε ἐμεῖς καὶ ζητᾶμε τρόπο νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ διαβόλου καὶ τῆς ἁμαρτίας. Τὴν ἀπάντησι καὶ λύσι στὴν ἀναζήτησί μας τὴν δίνει ὁ Κύριος, ὅταν λέγει· «Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». Ὅμως μοῦ δημιουργεῖται καὶ σὲ μένα τὸ ἐρώτημα· Πῶς ἔπρεπε νὰ νομοθετήση ὁ Χριστὸς τὴν νηστεία, ἀφοῦ λέγει ξεκάθαρα ὅτι μόνο μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία μποροῦμε νὰ διώξουμε τὸ γένος τῶν δαιμονίων; Διατηρῶ τὸν φόβο, γιὰ ὅσους προφασίζονται πὼς ὁ Κύριος δὲν νομοθέτησε νηστεία, ὅτι καὶ νὰ ὑπῆρχε στὸν Δεκάλογο τέτοια ἐντολή, θὰ ἐφαρμοζόταν καὶ αὐτὴ τόσο, ὅσο, παραδείγματος χάριν, ἐφαρμόζονται οἱ ἐντολές, γιὰ τὴν μοιχεία, τὴν κλοπή, τὴν ψευδομαρτυρία. Νὰ μὴν ψάχνουμε δικαιολογίες. Ὁ Κύριος σαφέστατα νομοθετεῖ τὴν νηστεία, καὶ τὴν συνιστᾶ ὡς ἀποτελεσματικὸ φάρμακο κατὰ τῶν δαιμόνων. Καὶ τὸ σημαντικότερο εἶναι ὅτι καὶ ὁ ἴδιος, παρ’ ὅλο ποὺ δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν νηστεία, νήστευσε γιὰ σαράντα ἡμέρες καὶ νύκτες, γιὰ δικό μας παραδειγματισμό, ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης· «Νηστεύων ὁ Κύριος ἀνθρωπίνως, πρὸς ὑποτύπωσιν ἡμῶν, νικᾷ τὸν πειράζοντα, δεικνὺς τὸ ἡμέτερον, καὶ ὅρους ὑπογράφων ἡμῖν». Δηλαδὴ ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος νήστευσε καὶ νίκησε τὸν πειράζοντα, τὸν διάβολο, γιὰ νὰ μᾶς δώση παράδειγμα καὶ νὰ ὁρίση τὸν δικό μας τρόπο νηστείας καὶ νίκης κατὰ τοῦ διαβόλου.

Ὅλοι πρέπει νὰ προσέξωμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Ὁ Κύριος μᾶς προτείνει δύο ἀποτελεσματικὰ ὅπλα κατὰ τοῦ διαβόλου, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία. Γιατὶ ἐμεῖς νὰ τὰ ἀχρηστεύσωμε; Γιατὶ νὰ μὴν κάνωμε χρῆσι τοῦ δοκιμασμένου πνευματικοῦ ἐξοπλισμοῦ, γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ ἀντιπαραταχθοῦμε ἀποτελεσματικὰ ἐναντίον τοῦ κακοῦ καὶ τῆς ἁμαρτίας; Ἑστιάζω τὸ θέμα περισσότερο στὴν νηστεία, διότι γιὰ τὴν προσευχὴ δὲν ὑπάρχουν τόσες ἀρνητικὲς φωνές, ὅσο γιὰ τὴν νηστεία. Ἀλήθεια, γιατὶ νὰ μὴν ἐφαρμόσωμε τὶς νηστεῖες τῶν σαρακοστῶν, τὶς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία, καθοδηγημένη ἀπὸ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, καθώρισε; Τὰ ἐρωτήματα βεβαίως μένουν ἀναπάντητα. Διότι σήμερα, ὅταν κηρύττομε γιὰ τὴν νηστεία, ἡ φωνή μας ἐπιστρέφει κενή. Κανεὶς δὲν θέλει νὰ ἀκούση γιὰ νηστεία, γιὰ νηστεία τεσσαρακοστῆς, γιὰ νηστεία Τετάρτης καὶ Παρασκευῆς. Αὐτά, μᾶς λένε, εἶναι γιὰ τοὺς πτωχοὺς στὸ πνεῦμα, τὶς γιαγιάδες καὶ τοὺς καλογήρους, ἢ ὅτι οἱ ἄνθρωποι νηστεύανε, ὅταν δὲν εἴχανε. Δὲν μπορῶ νὰ μὴν τὸ ἀναφέρω παραπονούμενος· Μεγάλη Παρασκευὴ γίνεται περιφορὰ Ἐπιταφίου, καὶ πολλοί, οὔτε αὐτὴν τὴν μεγάλη καὶ πένθιμη γιὰ τὸν Κύριο ἡμέρα, δίπλα στὸν Ἐπιτάφιο, δὲν σταματοῦν νὰ καταλύουν τὴν νηστεία, καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ἐπιδεικτικό. Δὲν ὑπάρχει οὔτε φόβος Θεοῦ οὔτε ντροπὴ ἀνθρώπων. Καὶ ὅμως πρέπει νὰ ἀκούσωμε τὴν ὑπόδειξι τοῦ Κυρίου. Διότι ὅπως ὁ ἀσθενής, ποὺ δὲν ἐφαρμόζει τὶς ὁδηγίες τοῦ ἰατροῦ, δὲν μπορεῖ νὰ περιμένη ἴασι, ἔτσι καὶ ὅταν δὲν ἐφαρμόζονται οἱ ὑποδείξεις καὶ ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, δὲν μποροῦμε νὰ ἀντιμετωπίζωμε μὲ ἐπιτυχία τὸν πόλεμο, ποὺ μᾶς κάνει ὁ διάβολος.

Ὡς πιστοὶ χριστιανοὶ ὀφείλομε ὑπακοὴ στὸν Κύριο καὶ τὴν Ἐκκλησία του. Ὄχι ἐπιλεκτικὰ σὲ ὅσα ἐμεῖς θέλομε ἢ μᾶς ἀρέσουν, ἀλλὰ σὲ ὅλα ὅσα ζητάει ἀπὸ μᾶς ὁ Κύριος. Διότι εἶπε στοὺς μαθητές του τό· «Διδάσκοντες τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Καὶ μέσα στό, πάντα ὅσα σᾶς ἔδωσα ὡς ἐντολή, εἶναι καὶ ἡ νηστεία. Ἡ ὁποία πρέπει νὰ γίνεται μὲ τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογή, μὲ πρόθεσι καὶ διάθεσι καλή, γιὰ νὰ ἔχη ἀξία καὶ γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματική. Θέλω νὰ τονίσω ὅτι, νηστεία δὲν εἶναι νὰ μὴν καταλύω ἐπειδὴ δὲν ἔχω, ἀλλὰ νὰ ἔχω καὶ νὰ μὴν καταλύω. Ὅπως ἐπίσης νηστεία δὲν εἶναι οἱ περιορισμοὶ τροφῶν, ποὺ ἐπιβάλλει ὁ ἰατρός, γιὰ ἀντιμετώπισι κάποιων παθήσεων. Οὔτε βεβαίως εἶναι νηστεία ἡ δίαιτα, ποὺ γίνεται γιὰ ἀδυνάτισμα. Οὔτε ὁ περιορισμὸς τῶν τροφῶν ποὺ ἐπαγγέλλεται τὸ κίνημα τῶν χορτοφάγων.

Νηστεύομε ἐπειδὴ τὸ ζητάει καὶ τὸ προτείνει ὁ Κύριος. Νηστεύομε ὅταν καὶ ὅπως καθώρισε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.  Νηστεύομε μὲ δική μας ἐλεύθερη ἐπιλογὴ συμμορφούμενοι μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Νηστεύομε ὄχι γιὰ νὰ ἀδυνατίσωμε, οὔτε ἐπειδὴ δὲν ἔχομε, ἀλλὰ διότι χρειαζόμαστε τὴν νηστεία ὡς ὅπλο κατὰ τοῦ διαβόλου, στὸν ἀγῶνα ποὺ κάνωμε ἐναντίον του. Νηστεύομε ἐπειδὴ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος νήστευσε, ἀφήνοντας τὴν νηστεία του ὑπόδειγμα σὲ μᾶς. Νηστεύομε ἐπειδὴ, κατὰ τὸ ὑπόδειγμά του, νήστευσαν καὶ ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 15.03.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΡΙΤΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ἢ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΡΟΣΚΥΝΗΣΕΩΣ (Μρ 8,34-9,1)
«Ὃς ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς λόγους μου ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων»
Τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῆς Σταυροπροσκυνήσεως τὸ ἀκούσαμε τὸ ἴδιο καὶ τὴν Κυριακὴ τὴν μετὰ τὴν Ὕψωσι τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Καὶ τότε, ἀναφερθήκαμε στὸν προσωπικὸ σταυρό, ποὺ ὁ Θεὸς δίδει στὸν καθένα μας. Τὸ συνδυάσαμε δὲ καὶ μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησί μας, καὶ τὴν εὐθύνη μας. Τώρα θὰ ἑστιάσωμε τὴν προσοχή μας σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς περικοπῆς.
Ὁ Ἰησοῦς ἦρθε ἐδῶ στὴν γῆ ταπεινός, πτωχός, μεγαλωμένος σὲ χωριὸ, ὄχι ἁπλῶς ἄσημο ἀλλὰ κακόφημο, τὴν Ναζαρέτ. Αὐτὰ τὰ στοιχεῖα δὲν ἀφήνουν περιθώρια γιὰ θαυμασμό. Ὅμως παρὰ τὴν ταπεινὴ καταγωγή, ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Θεός. Θὰ ἔπρεπε οἱ ἄνθρωποι νὰ τὸν διακρίνουν καὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν. Ὅπως τὸν διέκρινε καὶ τὸν ἀνεγνώρισε ὁ Φίλιππος, ὁ ὁποῖος εἶπε στὸν φίλο του Ναθαναὴλ· «Ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ». Ὁ Ἰησοῦς εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ συγκέντρωνε πάνω του ὅλες τὶς προφητεῖες γιὰ τὸν Μεσσία, τὸν Λυτρωτή. Αὐτὸς εἶναι ἡ «προσδοκία τῶν ἐθνῶν». Δὲν μπόρεσαν ὅμως ὅλοι νὰ τὸν διακρίνουν. Δὲν τὸν διέκριναν καὶ δὲν τὸν κατενόησαν στὴν ἀρχὴ οὔτε αὐτὰ τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰωσήφ, μὲ τὰ ὁποῖα μεγάλωσε. Καὶ σὲ μία περίπτωσι, ποὺ ὁ Ἰησοῦς ἀφοσιωμένος στὴν διδασκαλία δὲν εἶχε καιρὸ οὔτε νὰ φάη, πῆγαν νὰ τὸν πιάσουν, διότι νόμιζαν ὅτι ἔχασε τὰ μυαλά του· «Ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη». Οἱ δὲ γραμματεῖς, ὡς καὶ συνεργὸ τοῦ Βελζεβουούλ τὸν χαρακτήρισαν. Δὲν εἶχαν ὅλοι τὴν διάκρισι ποὺ ἔδειξε ὁ Φίλιππος.
Εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κρατάει μία θέσι ἔναντι τοῦ Ἰησοῦ. Ἔτσι ἄλλοι τὸν ἀναγνωρίζουν Θεὸ καὶ λυτρωτή, καὶ ἄλλοι τὸν ἀρνοῦνται, τὸν συκοφαντοῦν, τὸν βλασφημοῦν, ἢ τὸν θεωροῦν ἕναν ἀκόμη μύστη. Ὑπάρχουν καὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀναγνωρίζουν ὡς Θεό, ἀλλὰ ντρέπονται νὰ τὸν ὁμολογήσουν δημόσια, φωναχτά. Γιὰ ὅλους αὐτοὺς ποὺ δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν καὶ δὲν τὸν ὁμολογοῦν λέγει ὁ Κύριος· Ὅποιος ντρέπεται γιὰ μένα καὶ γιὰ τὰ λόγια μου σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο τὸν ἄστατο καὶ ἁμαρτωλό, θὰ ντροπιασθῆ ἀπὸ τὸν υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου ὅταν θὰ ἔρθη μὲ τὴν δόξα τοῦ πατέρα του συνοδευόμενος ἀπὸ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους. Δηλαδὴ ὁ Κύριος δὲν θὰ ἀναγνωρίση ὡς δικό του, καὶ ἑπομένως δὲν θὰ τὸν κρίνει ἄξιο γιὰ σωτηρία, ἐκεῖνον ποὺ ντρέπεται νὰ τὸν ὁμολογήση Θεό. Ποὺ ντρέπεται ὄχι μόνον γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴν ζωή του, ἀλλὰ καὶ τοὺς λόγους του, τὴν διδασκαλία του. Τὸ διασαφηνίζει αὐτὸ ὁ Κύριος καὶ λέγει· «Ὃς ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς λόγους μου». Καὶ ἐπειδὴ εἶναι προσωπικὴ ἡ εὐθύνη μας, καλόν εἶναι νὰ θυμηθοῦμε τί συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸν μαθητὴ του Τιμόθεο, ὅταν τοῦ λέγει· «Μὴ ἐπαισχυνθῇς τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν». Τιμόθεε, λέγει, μὴ δειλιάσης ποτέ καὶ μὴ ἐντραπῆς, νὰ ὁμολογῆς τὴν καλή μαρτυρία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ συμβουλὴ πρὸς τὸν Τιμόθεο εἶναι συμβουλὴ καὶ γιὰ ἐμᾶς, ποὺ ζοῦμε καὶ ἐμεῖς, «ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ». Ὀνομάζει τὴν γενεὰ μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλή, διότι, κατὰ τὸν Ζιγαβηνό, ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ σπέρνει εὐσέβεια, καὶ ἀκολουθεῖ τὸν δαίμονα ποὺ σπέρνει τὴν ἀσέβεια καὶ τὴν κακία. Διότι, κατὰ τὸν Θεοφύλακτο, ἐγκατέλειψε τὸν ἀληθινὸ νυμφίο, καὶ στράφηκε πρὸς ἄλλον, ἀπὸ τὸν ὁποῖο δέχεται σπέρματα ἀσεβείας. Ὁ χριστιανὸς ποὺ ξεχνάει τὸν ἀληθινὸ Θεό, στὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου εἶναι βαπτισμένος, καὶ παρασύρεται σὲ πλανεμένες διδασκαλίες ἢ σὲ ἄλλες θρησκεῖες, διαπράττει πνευματικὴ μοιχεία. Μὲ αὐτὸ τὸ νόημα συναντᾶμε στὰ κείμενα τῆς ἁγίας Γραφῆς τὶς λέξεις «μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες». Μὲ ἄλλα λόγια, τό, «γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη», σημαίνει γενέα τῆς ἀποστασίας, γενεὰ ἡ ὁποία ἐγκατέλειψε τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ ἀκολούθησε δικό της δρόμο, ἔξω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Μᾶς ζητάει ὁ Κύριος, ἐνῶ ζοῦμε μέσα σὲ μια τέτοια γενεὰ, νὰ τὸν ὁμολογοῦμε δημοσίως. Σὲ μιὰ γενεὰ ποὺ ἀρνεῖται ἢ περιφρονεῖ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ἀξίζει νὰ ἐμμένωμε σταθεροὶ στὴν ἀλήθεια τῶν λόγων τοῦ Κυρίου μας.
Βεβαίως τώρα τὸν βλέπομε ταπεινὸ καὶ περιφρονημένο τόσο, ποὺ ὅπως λέγει ὁ προφήτης, ἔγινε «σκώληξ καὶ οὐκ ἄνθρωπος, ὄνειδος ἀνθρώπων καὶ ἐξουθένημα λαοῦ», ἔφθασε στὴν «ἄκρα ταπείνωσι». Αὐτὸ ἴσως ἀποθαρρύνει τοὺς πιὸ ἀδύνατους μαθητές. Μᾶς κάνει διστακτικούς, ἴσως καὶ φοβισμένους. Σὲ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις χρειαζόμαστε ἐνίσχυσι καὶ κουράγιο. Λοιπὸν ἂς μὴ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Κύριος ἔχει καὶ ἄλλη εἰκόνα. Εἰκόνα δυνατοῦ καὶ ἐνδόξου. Ἀρκεῖ μὲ τὰ μάτια τῆς πίστεως νὰ φθάσωμε μέχρι τὴν Δευτέρα Παρουσία. Ἐκεῖ τὸν βλέπομε μέσα στὴν μεγάλη τοῦ δόξα νὰ τὸν συνοδεύουν ἅγιοι ἄγγελοι, καὶ μπροστά του νὰ παρίσταται ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα, γιὰ νὰ ἀποδώση τὴν δικαιοσύνη. Αὐτὴ ἡ εἰκόνα τοῦ Κυρίου μᾶς ἐμψυχώνει. Μᾶς δίνει τὴν δύναμι νὰ μή λογαριάζομε τὸ βάρος ἀπὸ ὅσα παθήματα μπορεῖ νὰ περάσωμε γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς ταπεινώθηκε γιὰ τὴν σωτηρία μας, ἀλλὰ δὲν ἔχασε τίποτε ἀπὸ τὴν θεϊκὴ παντοδυναμία του, ἀπὸ τὴν δόξα του, ἀπὸ τὴν ἐξουσία του. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει· «ἡμεῖς κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον», καὶ τὸ κάνει αὐτὸ σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ σταύρωσις ἦταν ὁ ἀτιμοτικώτερος τρόπος θανατώσεως τῶν κακούργων. Ὑπερασπιζόταν καὶ κήρυττε τὴν ἀλήθεια χωρὶς νὰ ντρέπεται γιὰ τὸν σταυρικὸ θάνατο τοῦ Ἰησοῦ. Τὸ ἔκαμνε αὐτὸ διότι ἤξερε ὅτι ὁ Σταυρὸς ἦταν ταπείνωσι, ἀλλὰ τὸν Σταυρὸ ἀκολουθεῖ ἡ Ἀνάστασις καὶ ὁ θρίαμβος τοῦ Ἰησοῦ.
Δυστυχῶς καὶ ἐμεῖς, σήμερα ἀκόμη περισσότερο, ἐλεγχόμαστε γιὰ δειλία. Διότι ἐνῶ κατέχει ἡ Ἐκκλησία μας, ὁμολογουμένως, τὴν «ἀποκεκαλυμμένη ἀλήθεια», εἴμαστε πολὺ διστακτικοὶ στὴν ὁμολογία της. Μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὁμοπίστους μας ἀκόμα, κομπιάζομε καὶ δὲν ἀναφερόμαστε στὴν πίστι μας. Καὶ ὅμως ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως εἶναι βασικὴ ὑποχρέωσίς μας, ἀναγκαία γιὰ τὴν σωτηρία μας. Οἱ ἅγιοι μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως στεφανώθηκαν. Δὲν ντράπηκαν, γιὰ τὴν πίστι τους στὸν Ἰησοῦ Χριστό, μπροστὰ σὲ μαινόμενα πλήθη, μπροστὰ στὶς ἀπειλὲς τῶν βασάνων, μπροστὰ στὴν ἀπόλυτη ἐξουσία καὶ ἀφθαιρεσία τῶν τυράννων. Ὑπερασπίσθηκαν μέχρι τέλους καὶ τὴν ἀλήθεια τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναγνωρίσθηκαν ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα Ἅγιοι.

Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 08.03.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ἢ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ (Μρ 2,1-12)
«Ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου»
 
Ὁ Ἰησοῦς μπῆκε στὴν Καπερναούμ, καὶ μαθεύθηκε ὅτι, εἶναι σὲ ἕνα σπίτι. Ἀμέσως μαζεύθηκαν τόσοι, ὥστε δὲν χωροῦσαν οὔτε πρὸς τὴν πόρτα, καὶ τοὺς δίδασκε. Καὶ ἕναν παραλυτικὸ τοῦ τὸν ἔφεραν τέσσερις, οἱ ὁποῖοι λόγω τοῦ πλήθους δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν προσεγγίσουν, γι’ αὐτὸ χάλασαν τὴν στέγη, ὅπου ἦταν ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ κατέβασαν τὸ φορεῖο πάνω στὸ ὁποῖο ἦταν ὁ παραλυτικός. Εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστι τους καὶ λέγει στὸν παραλυτικό· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Οἱ κάποιοι παρευρισκόμενοι γραμματεῖς διελογίσθησαν μέσα τους· Πῶς ἔτσι αὐτὸς βλασφημεῖ; Ποιὸς μπορεῖ νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες παρά μόνον ἕνας, ὁ Θεός; Ὁ Ἰησοῦς ἀντιλήφθηκε τοὺς διαλογισμούς τους καὶ εἶπε· Τί διαλογίζεσθε στὶς καρδιές σας; Τί εἶναι εὐκολώτερο νὰ εἰπωθῆ στὸν παραλυτικό, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες, ἢ σήκω, πάρε τὸ κρεββάτι σου καὶ περπάτα; Ὅμως γιὰ νὰ μάθετε ὅτι ἔχει ἐξουσία ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες πάνω στὴν γῆ, λέγει στὸν παραλυτικό· Σὲ σένα λέγω, στάσου ὄρθιος καὶ σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου. Καὶ ἀμέσως σηκώθηκε καὶ πῆρε τὸ κρεββάτι του, καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους βγῆκε ἔξω, ὥστε ὅλοι ἔμειναν ἔκπληκτοι καὶ δόξαζαν τὸν Θεό, λέγοντας ὅτι οὐδέποτε ξαναείδαμε παρόμοια.
Κατὰ τὴν δεύτερη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν ἀκοῦμε γιὰ τὴν θαυμαστὴ θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ. Τὸ θαῦμα εἶναι πολὺ σημαντικό, ἀλλὰ στὸν περίγυρο τοῦ θαύματος γίνεται μία ἀκόμα πιὸ σημαντικὴ ἀποκάλυψις. Πρόκειται γιὰ τὴν πνευματικὴ ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ πάνω στὴν ἁμαρτία, καὶ βεβαίως γιὰ τὴν θεία φύσι του. Ὁ Ἰησοῦς συγχωρεῖ τὶς ἁμαρτίες τοῦ παραλυτικοῦ. Ἡ ἐξουσία τῆς ἀφέσεως, ποὺ ἐπιδεικνύει ὁ Ἰησοῦς, εἶναι ἀποκλειστικὰ τοῦ Θεοῦ. Ἄρα ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Θεός. Ἀπὸ τὶς σκέψεις, τοὺς διαλογισμούς, τῶν παρισταμένων στὸ θαῦμα γραμματέων, γίνεται φανερὸ ὅτι, μόνον ὁ Θεὸς ἔχει ἐξουσία νὰ λύη ἁμαρτίες. Καὶ οἱ ἴδιοι διαλογισμοὶ τῶν γραμματέων ὠθοῦν τὸν Κύριο νὰ διαβεβαιώση ὅτι, αὐτός «ἐξουσίαν ἔχει ὡς υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας». Ἡ διαβεβαίωσις δὲν γίνεται μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα. Τοὺς εἶπε· Γιὰ νὰ δῆτε ὅτι «ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας», λέγει στὸν παραλυτικό· Ἀνορθώσου, σήκωσε τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε στὸ σπίτι σου. Καὶ αὐτὸς ἀμέσως θεραπεύθηκε. Δὲν χρειάσθηκε χρόνος γιὰ ἀνάρρωσι. Ὅσοι ἔχετε ἐμπειρία καταγμάτων ἢ πολυήμερης κατακλίσεως, γνωρίζετε πόσο δύσκολα μπορεῖ κανεὶς νὰ σταθῆ στὰ πόδια του, καὶ πόσος χρόνος χρειάζεται γιὰ πλήρη ἀνάρρωσι. Ἐδῶ στὸ θαῦμα πολυχρόνια παραλυσία θεραπεύεται αὐτοστιγμεί, καὶ ὁ παραλυτικὸς σηκώνει καὶ τὸ κρεββάτι του, καὶ περπατάει. Αὐτὸ εἶναι ποὺ δημιουργεῖ καὶ τὴν κατάπληξι στὰ πλήθη. Δὲν ξαναείδανε προηγουμένως τέτοια πράγματα.
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Κύριος ἔδωσε τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν στὸν παραλυτικό, ἡ θεραπεία του θὰ ἐρχόταν εὔκολα. Τὸ δύσκολο, αὐτὸ ποὺ ξεπερνάει τὶς δυνατότητες τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ λύσις τῶν ἁμαρτιῶν. Αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Κύριος. Ἔδωσε τὴν συγχώρησι. Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς εἶναι τὸ δύσκολο. Ἀφοῦ αὐτὸ τὸ ἐπετέλεσε ἡ θεία ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ, ἡ θεραπεία τοῦ σώματος, ἡ θεραπεία τῆς παραλυσίας, ἦταν εὔκολη. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος λέγει· Τί εἶναι εὐκολώτερο νὰ πῶ στὸν παραλυτικό, σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες, ἢ σήκω καὶ παρπάτα; Μετὰ τὸ πρῶτο, ἔδωσε ἐντολὴ καὶ γιὰ τὸ δεύτερο, ποὺ τελικὰ ἄφησε ἔκπληκτους τοὺς πάντες. Ὁ παραλυτικὸς καὶ ἄφεσι ἁμαρτιῶν βρῆκε, καὶ θεραπεία.
Ἀπὸ ὅλα αὐτὰ φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ἡ παραλυσία τοῦ σώματος εἶχε αἰτία τὴν ἁμαρτία. Ἡ ἁμαρτία ὁδήγησε τὸν παραλυτικὸ στὸ κρεββάτι. Καὶ ὁ Ἰησοῦς θεραπεύει ριζικὰ τὸν παραλυτικό. Ἐξουδετερώνει πρῶτα τὴν αἰτία, κτυπάει τὴν ρίζα τοῦ κακοῦ, θεραπεύει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ μετὰ ἔρχεται ἡ σωματικὴ θεραπεία.
Τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς τότε τοὺς ἄφησε ὅλους ἔκπληκτους, ἀλλὰ καὶ σήμερα μᾶς κάνει ἐμᾶς νὰ θαυμάζωμε γιὰ τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου μας. Θαυμάζομε ὅμως καὶ γιὰ τὴν ἐπιλογή, ποὺ ἔκανε ἡ Ἐκκλησία μας, καὶ ὥρισε νὰ ἀκούγεται ἡ περικοπὴ αὐτὴ στὶς ἀρχὲς τοῦ κατανυκτικοῦ Τριῳδίου, ποὺ εἶναι καιρὸς συγχωρήσεως καὶ μετανοίας. Διότι ὅσοι εἴχαμε πιθανὸν ἀπορίες, γιὰ τὸ ποιὸς καὶ πῶς μπορεῖ νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες, τὶς δικές μας ἁμαρτίες, τώρα ξέρομε. Μὲ τὸν λόγο του ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχει, χωρὶς ἀμφιβολία, αὐτὴν τὴν ἐξουσία. Τὴν ἐπιβεβαίωσε μὲ τὴν θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ.
Καὶ αὐτὴν τὴν ἐξουσία τὴν ἐκχώρησε στοὺς μαθητές του, μετὰ τὴν ἀνάστασί του, ὅταν, σὲ μία ἀπὸ τὶς ἐμφανίσεις του, τοὺς εἶπε · «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον· ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται». Ἡ συγχώρησις τῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι στὴν ἑξουσία τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ τὴν ἐκχώρησε στοὺς μαθητές του, γιὰ νὰ μποροῦν οἱ πιστοὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ  τόπων, νὰ ἀπαλλάσσωνται ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτιῶν τους. Κανονικοὶ κληρικοί, πνευματικοὶ πατέρες, ὑπάρχουν. Εἶναι οἱ μόνοι ἁρμόδιοι, καὶ ἐξουσιοδοτημένοι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ, νὰ λύνουν ἁμαρτίες, καὶ νὰ παρέχουν τὴν ἄφεσι σὲ ὅποιον τὴν ζητάει. Ἡ συγχώρησις ἀπὸ τὸν Κύριο γίνεται εὔκολα. Τὸ δύσκολο εἶναι νὰ ζητήση ὁ ἄνθρωπος τὴν συγχώρησι καὶ νὰ φθάση στὸν πνευματικό. Ὅμως χρειάζεται νὰ ξεπεράσωμε τὰ ἐμπόδια καὶ νὰ ὁδηγηθοῦμε ἐκεῖ. Δεῖτε τὸν παραλυτικό. Οἱ τέσσερις ποὺ τὸν μετέφεραν, ὅταν εἶδαν ὅτι, λόγω τοῦ πλήθους δὲν μποροῦσαν νὰ προσεγγίσουν τὸν Ἰησοῦ, δὲν ἀπογοητεύθηκαν καὶ δὲν παράτησαν τὴν προσπάθεια. Ἐπέμεναν. Καὶ ἔφθασαν στὸ σημεῖο νὰ ἀνοίξουν τὴν σκεπὴ τοῦ σπιτιοῦ, ὅπου  ἦταν ὁ Ἰησοῦς, γιὰ νὰ τὸν βροῦν. Καὶ ὁ Κύριος χάριν τῆς πίστεως αὐτῶν θεράπευσε τὸν παραλυτικό. Διότι λέγει ὁ εὐαγγελιστής· «Ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου». Ὁ Ἰησοῦς ἐπεβράβευσε τὴν πίστι τῶν φίλων τοῦ παραλυτικοῦ, ποὺ ξεπέρασαν ὅλα τὰ ἐμπόδια καὶ τὸν ἔφθασαν, καὶ ἔτσι ἔγιναν μάρτυρες τοῦ θαύματος. Εἶδαν τὸν φίλο τους ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὴν παραλυσία.
Καιρὸς μετανοίας εἶναι τὸ Τριῴδιο. Θὰ ξεπεράσωμε κάθε ἐμπόδιο, κάθε δισταγμό καὶ ἀμφιβολία. Καὶ θὰ φθάσωμε στὸν Κύριο. Θὰ τοῦ ζητήσουμε τὸ ἔλεός του, γιὰ ἄφεσι, γιὰ συγχώρησι τῶν ἁμαρτιῶν μας.

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 01.03.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΤΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ἢ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (Ἰω 1,44-52)

«Ἔρχου καὶ ἴδε»

Θέλησε ὁ Ἰησοῦς νὰ βγῆ στὴν Γαλιλαία. Συνάντησε τὸν Φίλιππο καὶ τὸν κάλεσε λέγοντάς του· Ἀκολούθησέ με. Ὁ Φίλιππος καταγόταν ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδά, δηλαδὴ τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. Μετὰ ὁ Φιλιππος συνάντησε τὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ εἶπε· Βρήκαμε αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψε στὸν νόμο ὁ Μωυσῆς καὶ μίλησαν οἱ προφῆτες, τὸν Ἰησοῦ τὸν υἱὸ τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ. Τοῦ ἀπάντησε ὁ Ναθαναήλ· Μπορεῖ νὰ βγῆ κάτι καλὸ ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ; Τοῦ λέγει ὁ Φίλιππος· «Ἔρχου καὶ ἴδε». Ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὸν Ναθαναὴλ νὰ τὸν πλησιάζη καὶ εἶπε γι’ αὐτὸν· Νὰ ἕνας ἀληθινὸς καὶ ἄδολος Ἰσραηλίτης. Μὲ ἀπορία ὁ Ναθαναὴλ τὸν ρωτάει· Ἀπὸ ποῦ μὲ ξέρεις; Τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς· Σὲ εἶδα πρὶν σὲ φωνάξη ὁ Φίλιππος, ὅταν ἦσουν κάτω ἀπὸ τὴν συκιά. Καὶ ὁμολόγησε ὁ Ναθαναὴλ καὶ εἶπε· Δάσκαλε σὺ εἶσαι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ. Γιὰ νὰ τοῦ ἀπαντήση ὁ Ἰησοῦς· Πιστεύεις ἐπειδὴ σοῦ εἶπα, ὅτι σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴν συκιά; Πολὺ περισσότερα θὰ δῆς. Καὶ συμπλήρωσε· Ἀλήθεια σᾶς λέγω ὅτι ἀπὸ τώρα θὰ δεῖτε νὰ ἔχουν ἀνοίξει οἱ οὐρανοί, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν στὸν υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου.

Μὲ αὐτὸ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀναφέρεται δὲ στὴν πρόσκλησι τοῦ Φιλίππου καὶ τοῦ Ναθαναὴλ στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Τὸ προσκλητήριο γιὰ ὅλους τοὺς μαθητὲς ἦταν τὸ ἁπλό· «Ἀκολούθει μοι». Πρόσκλησις μὲ δύο μόνον λέξεις, ποὺ ὅμως εἶχαν φοβερὴ ἀπήχησι σὲ ὅσους ἀπευθυνόταν. Συγκλόνιζε τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τους, ἐπέφερε ριζικὴ ἀλλαγὴ στὴν στάσι τους ἔναντι τοῦ καλοῦντος, ἐγκατέλειπαν τὰ πάντα καὶ πλέον τὸν ἀκολουθοῦσαν γιὰ πάντα. Ἡ θριαμβευτικὴ κραυγὴ τοῦ Φιλίππου· «Ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ» ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ γνωστὸς Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, ὁ φερόμενος ὡς υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, εἶναι ὁ προφητευμένος, ὁ ἀναμενόμενος, ὁ Χριστὸς Μεσσίας. Ὁ Φίλιππος εἶναι σίγουρος καὶ βέβαιος, γι’ αὐτὸ καὶ τρέχει νὰ ἀναγγείλλη τὸ νέο στὸν φίλο του τὸν Ναθαναήλ. Ἀπὸ τὴν λέξι «εὑρήκαμεν» συμπεραίνομε ἀβίαστα ὅτι καὶ ὁ Ναθαναὴλ ἦταν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ περίμεναν τὸν Μεσσία. Καὶ ὄχι ἁπλῶς περίμεναν, ἀλλὰ μελετοῦσαν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ διακρίνουν καὶ νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν Μεσσία. Καὶ ἀκόμα ἦταν καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ Πέτρου καὶ Ἀνδέου. Εἶχαν σχηματίσει μία ὁμάδα πιστῶν ποὺ μελετοῦσε τὸν νόμο καὶ τοὺς προφῆτες. Ἀπὸ αὐτοὺς κάλεσε ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητές του. Ὑπῆρχε ἡ πρόθεσις καὶ ὅταν ἄκουγαν τὴν πρόσκλησι ἀπὸ τὸν Κύριο τὴν ἀποδέχονταν ἀμέσως. Σίγουροι καὶ βέβαιοι ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἐπαληθεύονταν οἱ προφητεῖες.

Αὐτὸ θὰ τὸ πῆ ὁ Ναθαναήλ. Ὁ ὁποῖος ἐξέφρασε στὴν ἀρχὴ ἕνα δισταγμό, γιὰ τὸ πόσο εἶναι δυνατὸ νὰ βγῆ κάτι καλὸ ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ. Διότι στὰ χρόνια τους οἱ προερχόμενοι ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ εἶχαν κακὴ φήμη. Ὁ Φίλιππος ὅμως εἶναι ἀφοπλιστικός. Καλεῖ τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρθη καὶ νὰ δῆ μόνος του. Τὸ «ἔρχου καὶ ἴδε» εἶναι τὸ κλειδὶ τῆς ἀλήθειας. Ὁ Φίλιππος δὲν προσπάθησε νὰ πείση μὲ ἐπιχειρήματα τὸν φίλο του. Τὸν προσκαλεῖ καὶ τὸν προκαλεῖ νὰ βεβαιωθῆ μόνος του. Δὲν θὰ χρειασθῆ παρὰ ἕνας λόγος τοῦ Ἰησοῦ, γιὰ νὰ ὁμολογήση ὁ Ναθαναὴλ τὴν μεγάλη ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, καὶ νὰ πῆ· «Ῥαββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Βεβαιώθηκε μόνος του, ἀπὸ ὅσα ἄκουσε νὰ τοῦ λέγη ὁ Ἰησοῦς.

Αὐτὴν τὴν προσωπικὴ συνάντησι καὶ ἐμπειρικὴ γνωριμία μὲ τὸν Ἰησοῦ μᾶς προτείνει ἡ Ἐκκλησία. Τὴν ἀλήθεια δὲν τὴν ἐπιβάλλει ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει, παραθέτει μπροστά μας τὴν ἀλήθειά της, τὴν ἀλήθεια στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐμεῖς, ἂν θέλομε, δεχόμαστε ἐλεύθερα καὶ ἀκολουθοῦμε μετὰ πιστά. Ὁ Ναθαναὴλ στὸν Φίλιππο ἐξέφρασε ἕναν διασταγμό, ὅταν ὅμως γνώρισε τὸν Ἰησοῦ, τὸν ὁμολόγησε αὐθόρμητα.

Ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὴν λειτουργική της πρακτικὴ ἐπαναλαμβάνει, στὸν καθένα ποὺ διστάζει ἢ ποὺ ἀμφιβάλλει, τὴν πρόσκλησι ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Φίλιππος στὸν Ναθαναήλ· «Ἔρχου καὶ ἴδε». Εἰδικὰ τώρα, κατὰ τὴν περίοδο τοὺ Τριῳδίου ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς τὰ λόγια τοῦ προφήτου· «Γεύσασθε καὶ ἴδετε, ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος». Δὲν προσπαθεῖ νὰ μᾶς πείση μὲ ἐπιχειρήματα καὶ συλλογισμούς, γιὰ νὰ φθάσωμε σὲ ὀρθὰ συμπεράσματα. Μᾶς ζητάει νὰ γνωρίσωμε τὸν Κύριο, ποὺ αὐτὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια, μέσα ἀπὸ τὰ μυστήρια καὶ τὴν λειτουργικὴ πρᾶξι. Θὰ πεισθοῦμε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μας. Αὐτὸ ὅμως ἰσχύει ὅταν πραγματικὰ θέλομε, καὶ μὲ εἰλικρίνεια ψάχνομε, καὶ ἀποζητοῦμε νὰ βεβαιωθοῦμε γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἡ παρέα τοῦ Φιλίππου ἔψαχνε, μελετοῦσε, περίμενε τὴν ἐπαλήθεσι τῶν προφητειῶν. Καὶ τελικὰ βρῆκε τὸν Μεσσία.

Τά· «Ἔρχου καὶ ἴδε» καί «Γεύσασθε καὶ ἴδετε», εἶναι κλειδιὰ ἀληθείας ἀλλὰ καὶ ἀνάδειξις τοῦ προσώπου τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἀναγνωρίζουν τὸ αὐτεξούσιο, τὴν ἐλευθερία δηλαδὴ τῆς ἐπιλογῆς. Κανεὶς δὲν ἀναγκάζεται. Ὁ καθένας προσκαλεῖται, καὶ ἐλεύθερα ἀποφασίζει νὰ ἔρθη καὶ νὰ δῆ, νὰ γευθῆ καὶ νὰ ἀντιληφθῆ. Τὸ τραγικὸ εἶναι ἡ ἐξ ἀρχῆς ἄρνησις. Εἶναι βεβαιωμένο ὅτι στὶς περισσότερες περιπτώσεις οἱ ἀρνητὲς δὲν ἔκαναν τὸν κόπο νὰ ψάξουν, νὰ συγκρίνουν, νὰ σχηματίσουν δική τους ἄποψι. Ἁπλῶς μόνον ἀρνοῦνται. Λένε· «Εἶναι ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή; Ὄχι δὲν θέλω νὰ τὸ διαβάσω». Αὐτὸ τὸ ἄκουσα νὰ μοῦ τό λένε, εἶναι προσωπικὴ θλιβερὴ ἐμπειρία. Λυπήθηκα. Ἀλλ’ ἐφ’ ὅσον ἡ ἐπιλογὴ εἶναι δικαίωμα, θὰ ὑπάρχουν πάντα οἱ ἀρνητὲς καὶ πιὸ πέρα οἱ πολέμιοι. Ὅμως θὰ ὑπάρχουν πάντα καὶ οἱ Φίλιπποι καὶ οἱ Ναθαναήλ, ποὺ θὰ κλίνουν γόνυ στὸν Κύριο. Θὰ ἀναγνωρίζουν στὸν Ἰησοῦ τὸν υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Λυτρωτὴ καὶ Μεσσία, τὸν Σωτῆρα Χριστό. Ἐπειδὴ κάποιοι δὲν πιστεύουν στὸν Χριστό, δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁ Χριστός.

Ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκφράζει τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Μία ἐμπειρία αἰώνων, βεβαιωμένη μὲ τὸ δάκρυ τῆς ἀσκήσεως ἢ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου χιλιάδων ἁγίων, ποὺ γεύθηκαν καὶ εἶδαν, γι’ αὐτὸ καὶ ἐλεύθερα ἀκολούθησαν τὸν πνευματικὸ χριστιανικὸ βίο, χάριν τῆς ἀληθείας ποὺ σώζει, χάριν τῆς Ὀρθοδοξίας.

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 22.02.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ ἢ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ (Μτ 6,14-21)

Τρεῖς ὑπομνήσεις

Τὸ γράψαμε καὶ ἄλλοτε ὅτι οἱ εὐγγελικὲς περικοπὲς ποὺ ἀναφέρονται σὲ γεγονότα ἀρχίζουν μὲ τὴν σταθερὴ φρᾶσι· «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…», καὶ ὅταν ἀρχίζουν μὲ τὴν φρᾶσι· «Εἶπεν ὁ Κύριος», τότε τὸ κείμενο εἶναι μέρος τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου. Ἔτσι σήμερα Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι μέρος τῆς θαυμαστῆς «Ἐπὶ τοῦ ὄρους διδασκαλίας» τοῦ Κυρίου. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ ἠθικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Εἶπε, λοιπόν, ὁ Κύριος: Ἐὰν ἀφήσετε τὰ φταιξίματα τῶν ἀνθρώπων, θὰ ἀφήση ὁ οὐράνιος πατέρας καὶ τὰ δικά σας. Ἀντίθετα ἐὰν δὲν ἀφήσετε τὰ φταιξίματα τῶν ἄλλων, οὔτε τὰ δικά σας θὰ ἀφήση ὁ πατέρας σας. Καὶ ὅταν νηστεύετε μὴν γίνεσθε σὰν τοὺς ὑποκριτὲς σκυθρωποί. Οἱ ὑποκριτὲς χαλνᾶνε τὰ πρόσωπά τους γιὰ νὰ φανοῦν στοὺς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύουν. Καὶ ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν κερδίζουν τίποτε. Ἐσὺ ὅταν νηστεύεις περιποιήσου τὸ κεφάλι σου καὶ πλῦνε τὸ πρόσωπό σου, γιὰ νὰ μὴ φαίνεσαι στοὺς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύεις, ἀλλὰ στὸν πατέρα σου στὰ κρυφά, καὶ ὁ πατέρας σου ποὺ βλέπει τὰ κρυφά, θὰ στὸ ἀποδώσει φανερά. Μὴ μαζεύετε γιὰ σᾶς θησαυροὺς πάνω στὴν γῆ, ὅπου ὁ σκῶρος καὶ ἡ σαπίλα τοὺς διαλύει, καὶ οἱ κλέπτες ἀνοίγουν τὰ σπίτια καὶ τοὺς κλέβουν. Νὰ ἀποθηκεύετε θησαυροὺς γιὰ σᾶς στὸν οὐρανό, ὅπου οὔτε ἡ σαπίλα τοὺς χαλνάει οὔτε οἱ κλέφτες τοὺς κλέβουν, διότι ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σας.

Τὸ κείμενο εἶναι ἁπλό, καὶ ὁ καθένας καταλαβαίνει ὅτι ὁ Κύριός μας κάνει τρεῖς ὑποδείξεις, τρεῖς ἐπισημάνσεις. Καὶ αὐτὲς θὰ δοῦμε σύντομα.

Ἡ πρώτη ἀναφέρεται σὲ ἕνα πανανθρώπινο πόθο καὶ ἐπιθυμία ὅλων μας. Ὅλοι θέλομε ὁ Θεὸς νὰ σβήση τὰ παραπτώματά μας, νὰ ξεχάση τὰ φταιξίματά μας, νὰ συγχωρήση τὰ ἁμαρτήματά μας. Αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς θέλομε τὸ θέλει καὶ ὁ Θεός. Καὶ μάλιστα κατέστρωσε ὅλο τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, γιὰ νὰ μᾶς δώση τὴν δυνατότητα καὶ εὐκαιρία νὰ μᾶς συγχωρήση, καὶ νὰ μᾶς ἐπαναφέρη στὴν ἀρχικὴ δόξα, στὴν προπτωτικὴ κατάστασι, ὅπως εἴμασταν στὸν παράδεισο. Ἡ ἐνανθρώπησις καὶ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου ἔγιναν γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο. Ὁ Θεὸς ἔχει καὶ τὴν θέλησι καὶ τὴν ἐξουσία «ἀφιέναι ἁμαρτίας», ἔχει τὴν δύναμι νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες. Βάζει ὅμως μία προϋπόθεσι· Ἡ μετάνοιά μας νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν δική μας συγχώρησι πρὸς τοὺς ἄλλους. Ὅταν θὰ ζητήσωμε, μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν μας, θὰ πρέπει νὰ ἔχωμε ἤδη συγχωρέση τοὺς συνανθρώπους μας, ὁποιοδήποτε καὶ ἂν εἶναι τὸ φταίξιμό τους. Διότι μόνον ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς θὰ συγχωρήση ὁποιαδήποτε καὶ ἂν εἶναι τὰ φταιξίματά μας, ὁσεσδήποτε και ἂν εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας. Ἐξ ἄλλου στὴν καθημερινή μας προσευχὴ λέμε· «Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Ἐὰν λοιπὸν εἴμαστε πιστοὶ στὸν οὐράνιο πατέρα, καὶ εἰλικρινὰ ζητᾶμε νὰ μᾶς συγχωρήση, πρέπει πρῶτα νὰ συγχωρήσωμε ἐμεῖς, ὅλους τοὺς συναθρώπους μας. Αὐτὴ εἶναι βασικὴ προϋπόθεσις γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν τὰ δικά μας ἁμαρτήματα.

Ἡ δεύτερη ὑπόμνησις ἀναφέρεται στὴν νηστεία. Μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος πῶς πρέπει νὰ νηστεύωμε, καὶ ἀκόμα κάποιοι ἀναρωτιοῦνται, ποῦ ὁ Κύριος ἔδωσε ἐντολὴ νηστείας; Μὰ γιὰ νὰ δείχνει τὸν τρόπο νηστείας, ἡ ἐντολὴ προϋποτίθεται. Ἡ πρώτη πάντως ἐντολή, ποὺ δόθηκε στὸν ἄνθρωπο, ἦταν ἡ ἐντολὴ τῆς νηστείας. Ἂς μάθωμε ἐδῶ ὅτι ὅταν νηστεύομε, δὲ νηστεύομε γιὰ νὰ μᾶς δοῦνε οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ μᾶς θαυμάσουν καὶ ἐπαινέσουν, ἀλλὰ νηστεύομε ὑπακούοντας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐφαρμόζομε ἐντολὴ θεϊκή. Καὶ μιμούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ νήστευσε σαράντα μερόνυκτα, πρὶν ἀρχίση δημόσια τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο του. Ἀπὸ αὔριο μπαίνομε στὴν περίοδο τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης τεσσαρακοστῆς. Ἀρχίζει ἡ νηστεία. Νηστεύομε γιὰ τὴν ψυχή μας. Νηστεύομε ὡς μέλη ζωντανὰ τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ καθόρισε μὲ σοφία καὶ θεία φώτισι τὶς ἡμέρες καὶ τὶς περιόδους νηστείας. Δὲν νηστεύομε ὅπως οἱ ὑποκριτές, ποὺ θέλουν νὰ φανοῦν ἀσκητικοὶ καὶ νὰ τοὺς θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι. Ἡ ἐπίδειξις καταστρέφει ὅ,τι καλὸ πάει νὰ κάνη ὁ πιστός. Ἡ ἀνθρωπαρέσκεια ἀφαιρεῖ κάθε ψυχικὸ ὄφελος ἀπὸ κάθε καλὴ ἐνέργεια. Μᾶς προφυλάγει ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν μεγάλο κίνδυνο ποὺ καταστρέφει τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τοῦ πιστοῦ. Ἡ πνευματικὴ προσπάθεια εἶναι μυστική. Γίνεται μέσα μας καὶ τὴν γνωρίζει ὁ Θεός. Ἀπὸ τὸν οὐράνιο πατέρα δὲν διαφεύγει τίποτε. Αὐτὸς βλέπει τὰ πάντα, καὶ αὐτὰ ποὺ γίνονται κρυφά, καὶ αὐτὸς αὐτὰ τὰ βραβεύει.

Καὶ ἡ τρίτη ὑπόμνησις εἶναι γιὰ τὸν μεγάλο κίνδυνο, ποὺ κρύβεται στὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Καὶ δὲν χρειάζεται αὐτὰ νὰ εἶναι πολλά. Ἡ ἀγάπη, καὶ τό «δέσιμό μας», γιὰ τὸ πιὸ ἀσήμαντο πρᾶγμα, μπορεῖ νὰ μᾶς κλείση τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου. Θησαυρὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας μόνον ὀβολός. Ὅλα πάντως τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ φθείρονται καὶ καταστρέφονται ἢ ἀφαιροῦνται ἀπὸ κλέφτες. Δὲν εἶναι ἀγαθὰ ποὺ μένουν καὶ διαρκοῦν. Αὐτὰ τὰ ξέρομε ὅλοι καὶ ἐπιβαιβαιώνονται καθημερινά. Καιρὸς νὰ δοῦμε καὶ νὰ ἀποζητήσουμε ἀγαθὰ ποὺ μένουν γιὰ πάντα. Καὶ αὐτὰ εἶναι ὅσα καταθέτονται στὸν οὐρανό. Ὅλες οἱ καλωσύνες καὶ κυρίως ἡ ἐλεημοσύνη. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι κατάθεσι στὸν οὐρανό, ποὺ δὲν κινδυνεύει νὰ σαπίση, δὲν κινδυνεύει ἀπὸ κλοπή, δὲν κινδυνεύει ἀπὸ πτωχεύσεις οἰκονομιῶν καὶ τραπεζικὲς ὑποτιμήσεις. Παραμένει ἀξία ἄφθαρτη καὶ αἰώνια. Τὸ σημαντικὸ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὑπόμνησι τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ δεσμός, ποὺ δημιουργεῖται μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ἀγαθῶν. Ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ὑλικοὺς καὶ φθειρομένους θησαυροὺς μᾶς κρατάει δεμένους μὲ τὴν γῆ, ἀφοῦ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δοσμένη ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ θησαυρός. Ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς καλωσύνες, τὶς ἀρετές, τὰ πνευματικὰ καὶ οὐράνια μᾶς δένει μὲ τὸν οὐρανό, διότι ἐκεῖ ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ πνευματικὸς θησαυρός, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά μας. Φωνάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· Δὲν ἔχομε ἐδῶ στὴν γῆ σταθερὴ καὶ αἰώνια πατρίδα, ἀλλὰ ἐπιζητοῦμε τὴν μέλλουσα στὸν οὐρανό. Καὶ ὁ σοφὸς Παροιμιαστὴς λέγει· «Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν». Καὶ ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει νὰ θησαυρίζωμε στὸν οὐρανό. Μὲ τὴν ἐλεημοσύνη θησαυρίζομε στὸν οὐρανὸ καὶ δενόμαστε μὲ τὸν οὐρανό.

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 15.02.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ (Μτ 25,31-46)

«Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον»

«Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου».

Αὐτὰ εἶναι ἀπὸ τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ θὰ ἀπευθύνει στοὺς δικαίους ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς κρίσεως. Καὶ εἶναι λόγια Δικαίου Κριτοῦ. Ἔχει μπροστὰ του ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κρίνει. Ἡ κρίσις εἶναι ἀναγκαία. Λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθενεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις». Πρέπει νὰ γίνη κρίσις ὁπωσδήποτε, γιὰ νὰ ἀποδοθῆ δικαιοσύνη. Γιὰ νὰ ἱκανοποιηθῆ τὸ πανανθρώπινο αἴσθημα δικαίου, ἀλλὰ καὶ νὰ πάρη ὁ καθένας ὅ,τι τοῦ ἀξίζει. Ὁ Κριτὴς εἶναι ἀπόλυτα δίκαιος. Δὲν πρόκειται νὰ ἀδικηθῆ κανένας, οὔτε ὑπάρχει περίπτωσις κάποιος νὰ εὐνοηθῆ. Κανένας δὲν θὰ μπορέσει νὰ διαμαρτυρηθῆ. Ὄχι ἐπειδὴ δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται, ἀλλὰ διότι δὲν θὰ ἔχει κανέναν λόγο νὰ τὸ κάνη. Δὲν θὰ ἔχει τὴν παραμικρὴ ἔνστασι γιὰ τὴν δίκαιη ἀπόφασι. Δὲν χρειάζεται καὶ δευτέρου βαθμοῦ, δηλαδὴ ἀνώτερο, δικαστήριο.

Ποῖοι εἶναι «εὐλογημένοι τοῦ πατρός»; Εἶναι οἱ δίκαιοι. Καὶ δίκαιοι γιὰ τὸν Θεὸ λογαριάζονται οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀγάπης. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶδαν, στὸ πρόσωπο τοῦ συνανθρώπου τους, τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔδειξαν τὴν ἀγάπη τους στὸν πλησίον σὰν νὰ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καὶ τὴν ἔδειξαν ἔμπρακτα, μὲ συγκεκριμένες πράξεις, ὄχι μὲ ὡραῖα λόγια. Καὶ αὐτὰ ποὺ ἔκαναν, ἦταν εὔκολα καὶ ἁπλᾶ. Ὅσα μπορεῖ νὰ κάνη ὁ καθένας. Δηλαδὴ ἔθρεψαν τὸν πεινασμένο, ξεδίψασαν τὸν διψασμένο, περιμάζεψαν τὸν ξένο, ἔντυσαν τὸν γυμνό, παρηγόρησαν τὸν ἄρρωστο, ἐπισκέφθηκαν τὸν φυλακισμένο. Αὐτὰ εἶναι πράγματα ποὺ μπορεῖ νὰ κάνη ὁ καθένας χωρὶς καμμία ἰδιαίτερη προσπάθεια ἢ δαπάνη. Ὅλοι, γιὰ παράδειγμα, μποροῦν νὰ δώσουν ἕνα ποτήρι νερό, ἢ νὰ ἐπισκεφθοῦν ἄρρωστο. Ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχη διάθεσις καὶ ἐνδιαφέρον, ἀλλὰ καὶ πίστι στὰ ὅσα ἐπαγγέλεται τὸ εὐαγγέλιο. Ἂν δὲν ὑπάρχει πίστις στὸ εὐαγγέλιο δὲν περιμένεις κρίσι, δὲν περιμένεις Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Δὲν ἔχει νόημα καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὸν Θεό. Τὸ τονίζω αὐτό, διότι μοῦ τέθηκε κάποτε ἡ ἐρώτησις. Καλὰ, κριτήριο εἶναι ἡ ἀγάπη, ἀλλὰ γιὰ τὴν πίστι δὲν γίνεται λόγος καθόλου. Καὶ δὲν ἀναφέρεται διότι ἡ πίστις ὑπάρχει ὡς προϋπόθεσις γιὰ ὅσα ἀναφέρονται στὸ εὐαγγέλιο γιὰ τὴν Κρίσι.

Ἡ ἀπόφασις εἶναι· «Κληρονομήσατε»! Στὸ εὐαγγέλιο δὲν ὑπάρχουν λάθος λέξεις. Ἀκριβολογεῖ τὸ εὐαγγέλιο. Ἡ κληρονομιὰ δὲν εἶναι ἀμοιβή, δὲν εἶναι μεροκάματο. Ὁ διαθέτης ἔχει τὴν καλὴ πρόθεσι καὶ ἀφήνει, σὲ ὅποιον θέλει, ὅ,τι καὶ ὅσα θέλει. Ἡ διαθήκη ἐκφράζει τὴν βούλησι τοῦ διαθέτη. Ὅταν λέγει ὁ Δίκαιος Κριτής, κληρονομήσατε, σημαίνει ὅτι δίδει δῶρο, ὄχι ἀμοιβή. Δὲν ἀξίζει κανένας τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ μὲ τίποτε στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ κανένας νὰ τὴν ἀγοράση. Θέλει ὁ Κύριος καὶ μᾶς ἀφήνει, μᾶς κληρονομεῖ, τὴν βασιλεία του. Νὰ μὴ νομίση κανένας ὅτι, κάμνοντας κάποια πράγματα, μερικὲς καλὲς πράξεις, δικαιοῦται τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διότι πῆγαν κάποιοι στὸ Κύριο καὶ τοῦ εἶπαν· «ἄνοιξον ἡμῖν», καὶ πῆραν τὴν ἀπάντησι· «ἐκλείσθη ἡ θύρα». Καὶ ἄλλοι τοῦ εἶπαν· «Κύριε, Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμε, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι διαμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν;» καὶ τοὺς εἶπε· «οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς».

Ὁ Κύριος χαρίζει στοὺς δικαίους τὴν βασιλεία του, «τὴν ἡτοιμασμένην ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». Μᾶς φανερώνει ὁ Κύριος μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὅτι ἡ βασιλεία στρώθηκε καὶ ἑτοιμάσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου. Ἀπὸ τὸτε μᾶς περιμένει νὰ κάνωμε ἀγάπη γιὰ νὰ γίνωμε πολῖτες της. Καὶ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως, ποὺ ἀκούγεται τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω, γνωρίζομε τὰ πρακτικὰ τὴς δίκης μας. Πόσο ἀγαθὸς εἶναι ὁ Κύριος γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύπτει τὰ μέτρα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς κρίνει; Μεγάλη ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο! Εἶναι δίκαιος καὶ φιλάνθρωπος.

Ἂς δοῦμε ὅμως καὶ τὴν ἄλλη ἀπόφασι· «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ». Πρῶτα μίλησε στοὺς δικαίους, τώρα ἀπευθύνεται στοὺς καταραμένους. Ποῖοι εἶναι αὐτοὶ οἱ καταραμένοι; Εἶναι οἱ σκληροκάρδιοι, ποὺ δὲν εἶδαν τὸν πάσχοντα, τὸν πλησίον, ποὺ ἔσφιξαν τὸ χέρι τους ἀντὶ νὰ τὸ ἁπλώσουν, δὲν συγκινήθηκαν ἀπὸ τὸν πτωχό, δὲν λυπήθηκαν τὸν διψασμένο, φοβήθηκαν νὰ ἐπισκεφθοῦν φυλακισμένο καὶ ἄρρωστο. Νά, αὐτοὶ εἶναι οἱ καταραμένοι, ποὺ δὲν εἶδαν ἄλλον κανέναν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶδαν κανέναν ἄλλον δὲν εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ ἀγαπήσουν τὸν πλησίον, καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον τὸν Θεό. Οἱ καταραμένοι δὲν ἀγάπησαν κανέναν παρὰ μόνον τὸν ἑαυτό τους. Ἡ ἀπόφασις γιὰ τοὺς καταραμένους εἶναι· «Εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον». Ὅσοι δὲν πιστεύουν στὸν Θεὸ καὶ τὸν λόγο του, καὶ ἑπομένως δὲν ἀγαποῦν οὔτε τὸν Θεὸ οὔτε τὸν πλησίον, ἐνοχλοῦνται ὅταν γίνεται λόγος γιὰ «πῦρ αἰώνιο», γιὰ κόλασι, ἀκόμα καὶ γιὰ παράδεισο. Καὶ ὅμως ὑπάρχει τὸ αἰώνιο πῦρ, ὅπως αἰώνια εἶναι καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Θὰ ἦταν δὲ μεγάλο ἄδικο ἂν ἦταν αἰώνια ἡ βασιλεία καὶ δὲν θὰ ἦταν αἰώνιο τὸ πῦρ τῆς κολάσεως, ἢ καὶ τὸ ἀντίστροφο. Γι’ αὐτὸ ὁ δικαιος Θεός ἔκανε μαζί μὲ τὸν κόσμο, καὶ τὴν αἰώνια βασιλεία του, ἀλλὰ ἔστησε καὶ τὸ πῦρ αἰώνιο.

Ἡ Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω εἶναι ἡ τρίτη Κυριακὴ τοῦ Τριῳδίου. Προηγήθηκε τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Τότε ἔγινε τὸ πρῶτο βῆμα μὲ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ καὶ τὴν σύνδεσί μας μὲ τὴν ταπείνωσι. Τὸ δεύτερο βῆμα ἦταν ἡ πρόσκλησι σὲ μετάνοια. Τὸ τέλειο ὑπόδειγμα μετανοοοῦντος εἶναι ὁ ἄσωτος υἱός. Ἁμάρτησε βαρειά, ἀλλὰ μετανόησε βαθειά, ἐπέστρεψε στὸν πατέρα καὶ ἀποκαταστάθηκε πλήρως στὴν πρώτη του θέσι. Μᾶς ἔδειξε ὅτι ὁ πατέρας μας ὁ οὐράνιος μᾶς περιμένει νὰ γυρίσωμε μετανοημένοι κοντά του. Τώρα εἴμαστε στὸ τρίτο βῆμα τοῦ Τριῳδίου. Καὶ μαθαίνομε ἀπὸ τὸν Κύριο ὅτι θὰ ἀποδοθῆ δικαιοσύνη. Σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο κυριαρχεῖ ἡ ἀδικία καὶ τὸ δίκαιο τοῦ ἰσχυροῦ. Κανένας νὰ μὴν ἀπογοητεύεται. Οἱ ἄνθρωποι καὶ ἂν εἶναι ἄδικοι, δίκαιος εἶναι ὁ Θεός. Οἱ ἀδικημένοι στὸν κόσμο αὐτὸν θὰ βροῦν τὸ δίκαιό τους ἀπὸ τὸν Θεό.

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 08.02.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔOΜΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 15,11-32)

«Ἔτι αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν»

Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούγεται τὴν δεύτερη Κυριακὴ τοῦ Τριῳδίου εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου. Εἶναι ἐκτενής, καὶ γι’ αὐτὸ θὰ ἀποφύγομε τὴν ἀπόδοσί της σὲ ἁπλᾶ λόγια, ὅπως κάμναμε μέχρι τώρα, καὶ ἀμέσως ἐντοπίζομε σημεῖα της ποὺ πρέπει νὰ τονισθοῦν. Καὶ μακάρι νὰ μπορούσαμε νὰ δοῦμε τὴν παραβολὴ σὲ ὅλο της τὸ βάθος. Ὅμως ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη, θὰ ὑπογραμμίσωμε μερικὰ μόνον σημεῖα.

Κάθε φορὰ ποὺ ἀναφέρομαι στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, μέσα μου φουντώνει ἡ ἀνάγκη γιὰ εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστία καὶ δοξολογία τοῦ ἁγίου Θεοῦ, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε τὸ ἄπειρο ἔλεός τους πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Αὐτὸ τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ οὐσία αὐτῆς τῆς παραβολῆς. Δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχει ἐλπίδα καὶ γιὰ μᾶς! Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Πατέρας δέχθηκε τὸν ἄσωτο υἱό του καὶ τὸν ἀποκατέστησε στὴν πρώτη ἔνδοξη θέσι του, μποροῦμε ὅλοι νὰ ἐλπίζωμε στὴν σωτηρία. Γι’ αὐτὸ θέλω νὰ εὐχαριστῶ τὸν φιλάνθρωπο καὶ ἐλεήμονα ἅγιο Θεό μας.

Ὁ νεώτερος υἱὸς ἔφυγε, ἀπομακρύνθηκε, ἀπὸ τὸν Πατέρα του, παίρνοντας μαζί του καὶ τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ τοῦ ἀναλογοῦσε. Αὐτὸ εἶναι ἕνα σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ τονισθῆ. Αὐτὴν τὴν κίνησι ἀνταρσίας τὴν κάνομε ὅλοι μας. Ὅλοι μας μὲ τὶς ἁμαρτίες μας ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀποστατοῦμε. Ὁ πατέρας θὰ μποροῦσε νὰ μὴ δώση τίποτε στὸν υἱό, ποὺ ξαφνικὰ ἀποφάσισε νὰ φύγη. Ἡ περιουσία εἶναι τοῦ πατέρα, καὶ τὴν διαχειρίζεται ὅπως θέλει. Καὶ ὅμως, παρά τὴν πικρία του, δὲν τοῦ στέρησε τὰ ἀγαθά. Μὲ δίκαιο τρόπο μοίρασε τὴν περιουσία, καὶ ἄφησε τὸ ἄπειρο καὶ ἄβγαλτο παιδί του νὰ πράξη κατὰ τὴν ἐπιθυμία του. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγαπητικὴ συμπεριφορὰ τοῦ πατέρα. Ἂς σκεφθοῦμε γιὰ λίγο μία κατάστασι. Φαντάζεσθε πῶς θὰ εἴμασταν, ἂν, σὲ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν οὐράνιο πατέρα, μᾶς στεροῦσε τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς; Εὐτυχῶς δὲν τὸ κάνει αὐτὸ, ἀλλὰ μᾶς ἀφήνει νὰ ἀπολαμβάνωμε τὰ ἀγαθά, καὶ περιμένει. Τί περιμένει;

Ὁ νεώτερος υἱὸς ἔφυγε καὶ σκόρπισε τὴν περιουσία. Ἀπὸ παιδί πλουσίου πατέρα κατήντησε νὰ βόσκη χοίρους. Ὁ Κύριος εὐλογεῖ κάθε τίμια δουλειά. Τὸ νὰ εἶσαι βοσκὸς δὲν εἶναι καθόλου κακό. Ὅμως στὴν παραβολὴ ἐπέλεξε τὸν χοιροβοσκό, γιὰ νὰ τονίση τὴν κατάντια ὅσων ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν πατέρα. Τὸ χοιρινὸ τὸ ἀπαγορεύει ὁ μωσαϊκὸς νόμος. Ἔτσι φαίνεται ὅτι ὁ υἱός, ποὺ ἀπομακρύνθηκε, στράφηκε τελικὰ κατὰ τοῦ νόμου ποὺ θέσπισε ὁ πατέρας. Ἐκεῖ ὁδηγεῖ ἡ ἁμαρτία. Μᾶς κάνει ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς ἐξαθλιώνει. Νομίζομε ὅτι μακρυὰ καὶ χωρὶς τὸν Θεὸ θὰ ζήσωμε ὅπως θέλομε, ἀλλὰ καταντοῦμε ἄθλιοι καὶ νηστικοὶ ὑπηρέτες τοῦ κακοῦ. Δὲν βρίσκομε οὔτε ξυλοκέρατα γιὰ νὰ λύσωμε τὴν πεῖνα. Μᾶς ἀφήνει ὁ Θεὸς νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ κοντά του, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει. Μᾶς ἀφήνει νὰ «τσακισθοῦμε», ἀλλὰ καὶ μᾶς περιμένει. Τόση εἶναι ἡ ἀγάπη του.

Ὁ ἄσωτος σὲ κάποια στιγμὴ φωτίσθηκε. «Ἦλθε εἰς ἑαυτόν». Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐλογημένη ὥρα. Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος διαπιστώνει τὴν κατάντιά του, τὴν φτώχεια του, τὴν λανθασμένη πορεία τῆς ζωῆς του μακρυὰ ἀπὸ τὸν Πατέρα. Εἶδε τὰ κουρέλια του ὁ ἄσωτος, καὶ θυμήθηκε τὰ πολύτιμα ἐνδύματα ποὺ κάποτε φοροῦσε. Μάζεψε ὅσα ξυλοκέρατα ἔπεφταν ἀπὸ τὰ στόματα τῶν χοίρων, γιὰ νὰ χορτάση τὴν πεῖνα του, καὶ θυμήθηκε τὰ πλούσια τραπέζια στὸ πατρικὸ σπίτι. Διαπίστωσε ὅτι πατάει σὲ ἄθλιο καὶ δυσῶδες ἔδαφος καὶ ἀναμνήσθηκε τὸ πρότερον περιβάλλον. Κατάλαβε πόσο σκληρὰ τοῦ φέρεται ὁ ἐργοδότης του καὶ τὸν σύγκρινε μὲ τὴν στάσι τοῦ πατέρα του. Καὶ πῆρε τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφασι νὰ γυρίση πίσω στὸν Πατέρα.

Δὲν ὑπάρχει ἄλλη πολυτιμότερη στιγμὴ στὴν ζωή μας. Αὐτὴ εἶναι ὅταν ἀνοίγουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ διαπιστώνομε τὴν ἀθλιότητα στὴν ὁποία μᾶς ὁδήγησε ἡ ἁμαρτία. Καὶ μετὰ τὴν διαπίστωσι ἔρχεται ἡ ἀπόφασι γιὰ τὴν ἐπιστροφή. Ἡ ἀναγνώρισις τοῦ λάθους μας καὶ ἡ ἀπόφασις γιὰ ἐπανόρθωσι εἶναι ἡ ὥρα τῆς σωτηρίας, ἡ εὐλογημένη ὥρα. Ἡ ἁμαρτία δὲν μᾶς ἀφήνει εὔκολα νὰ διακρίνωμε σωστὰ τὰ πράγματα. Φροντίζει πάντα νὰ μᾶς παρουσιάζει τὴν ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τὸν πατέρα ὡς ἐλευθερία, τὴν μή τήρησι τῶν ἐντολῶν ὡς δικαίωμα ζωῆς, τὴν σπατάλη τῶν πατρικῶν ἀγαθῶν ὡς ἀπόλαυσι τῆς ζωῆς. Τὰ ξυλοκέρατα, ἡ τροφὴ τοῦ ἀσώτου, εἶναι καρπὸς ποὺ ἡ ἀρχική του γεύσις εἶναι γλυκειά, ἀλλὰ στιγμιαία, διότι ἀκολουθεῖ ἡ πίκρα, ἡ στιφότητα, ἡ ἀπογήτευσις. Ἔτσι τὰ ξυλοκέρατα γίνονται ἡ τέλεια εἰκόνα τῆς ἁμαρτίας. Τὰ ξυλοκέρατα δὲν χορταίνουν τὸν ἄνθρωπο, οὔτε ἡ ἁμαρτία δίνει στὸν ἄνθρωπο πληρότητα. Ὅσο πιὸ πολὺ ὑπηρετεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία τόσο περισσότερο νοιώθει ἄδειος καὶ ἀπογητευμένος. Τότε γιατὶ παραμένει στὸ κακό; Διότι πέφτει μπροστὰ στὰ μάτια μία σκότωσις καὶ ὁ δυστυχὴς δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνη καὶ νὰ ἀντιληφθῆ τὴν κατάστασι. Λέμε, δὲν τὸν ἀφήνει ἡ ἁμαρτία! Μακάρι νὰ «ἔλθωμεν εἰς ἑαυτούς». Νὰ περάσωμε αὐτὴν τὴν κρίσιμη καὶ σωτήρια καμπή, καὶ νὰ πάρωμε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.

Μὲ μία σιγουριὰ καὶ βεβαιότητα ὅτι ὁ οὐράνιος πατέρας μᾶς περιμένει. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀκόμη σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ προσέξωμε. Στὴν παραβολὴ φαίνεται παραστατικὰ ὁ πατέρας νὰ περιμένη· «Ἔτι αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Καὶ ὅταν διέκρινε στὸ βάθος τοῦ δρόμου τὸν υἱό του νὰ ἐπιστρέφη, κατέβηκε ἀπὸ τὴν θέσι του καὶ βγῆκε νὰ τὸν προϋπαντήση. Τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν κατεφίλησε. Αὐτὴ εἶναι θεϊκὴ ἀγάπη. Τὸν περίμενε καὶ τὸν δέχθηκε στὴν ἀγκαλιά του. Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοῦ φορέσουν τὴν πρώτη στολή, σανδάλια καὶ δακτυλίδι, καὶ νὰ γίνη χαρὰ στὸ σπίτι. Πραγματικά, λέγει ὁ Κύριος, «χαρὰ ἐν τῷ οὐρανῷ γίνεται καὶ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». Ἡ ἀποκατάστασις εἶναι πλήρης, ὁλοκληρωτική. Ἐπέστρεψε ὁ ἄσωτος καὶ βρέθηκε «εἰς τὴν ἀρχαίαν μακαριότητα». Προσέξτε ὅτι δὲν τὸν ρώτησε, ποῦ ἦταν, ποῦ πῆγε, ποῦ ξόδεψε καὶ σπατάλησε τὴν περιουσία, καὶ ποῦ ἀσώτευσε τὴν ζωή του. Ὁ Πατέρας χάρηκε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ υἱοῦ του. Ὁ Πατέρας αὐτὸ ἀκριβῶς θέλει· Τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ υἱοῦ του. Θέλει τὴν μετάνοιά μας, τὴν ἐπιστροφή μας κοντά του, καὶ εἶναι στὴν βούλησί του καὶ ἡ δική μας ἀποκατάστασι.

Μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου ἀποκαλύπτει ὁ οὐράνιος Πατέρας μας πόσο μᾶς ἀγαπάει καὶ πόσο θέλει τὴν σωτηρία μας. Ἀποκαλύπτει ἀκόμα τὸν δρόμο ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσωμε, γιὰ νὰ βρεθοῦμε πάλι κοντά του. Χαράζει τὸν δρόμο τῆς μετανοίας, καὶ κυρίως τονίζει ὅτι μᾶς περιμένει, ὄχι γιὰ νὰ μᾶς ἀνακρίνη, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαταστήση.

Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 1.2.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 18,10-14)
«Πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτόν, ὑψωθήσεται»
 
Εἶπε ὁ Κύριος τὴν παραβολή˙ Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε καὶ προσευχήθηκε στὸν ἑαυτό του˙ Θεέ μου, σὲ εὐχαριστῶ ποὺ δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, κλέφτες, ἄδικοι, μοιχοί, ἀλλὰ οὔτε καὶ ὅπως αὐτὸς ὁ τελώνης. Ἐπὶ πλέον νηστεύω δύο μέρες τὴν ἑβδομάδα, καὶ τὸ ἕν δέκατο ἀπὸ ὅσα βγάζω τὸ δίνω. Πίσω ὁ τελώνης στάθηκε καὶ δὲν σήκωνε οὔτε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, ἀλλὰ κτυποῦσε τὸ στῆθος του καὶ ἔλεγε˙ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Σᾶς λέγω τώρα σὲ σᾶς ὅτι ὁ τελώνης ἔφυγε δικαιωμένος στὸ σπίτι του, καὶ ὄχι ὁ Φαρισαῖος. Διότι ὁ κάθε ἕνας ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθῆ, καὶ ὅποιος ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθῆ.
Μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ μπαίνομε ἀπὸ σήμερα στὴν εὐλογημένη καὶ κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου. Ὁ σκοπός του εἶναι νὰ ἑτοιμασθοῦμε πευματικὰ γιὰ τὴν μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, μὲ τὴν νηστεία, τὴν προσευχή, τὴν μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι, τὴν ἐλεημοσύνη, κτλ. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὸ Τριώδιο μᾶς δίνει εὐκαιρίες καὶ δυνατότητες, γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ πετύχωμε τὸν τελικὸ σκοπό. Θὰ ἀκοῦμε κατάλληλες εὐαγγελικὲς περικοπές, ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν στὴν προετοιμασία μας.
Ἔτσι ἀκούσαμε τὴν πρώτη εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ Τριωδίου, ποὺ εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Ὁ Κύριός μας μὲ μιὰ ἁπλὴ διήγησι, στὴν ὁποία γίνεται μία σύγκρισις μεταξὺ δὺο προσευχομένων στὸ ἱερὸ ἀνθρώπων, μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης. Καὶ μακάρι νὰ μπορέσωμε νὰ καταλάβωμε τὴν ἀξία, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναγκαιότητα αὐτῆς τῆς ἀρετῆς.
Ὁ ἕνας εἶναι Φαρισαῖος. Δηλαδὴ ἄνθρωπος ὑπεύθυνος γιὰ τὴν σωστὴ ἑρμηνεία καὶ τήρησι τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Πῆγε στὸ ἱερό, στὸν ναό, γιὰ νὰ προσευχηθῆ. Ἡ προσευχή του ὅμως ἦταν ἕνας αὐτοθαυμασμὸς γιὰ τὶς ἀρετές του. Δὲν παρακαλάει τὸν Θεό, οὔτε τὸν δοξάζει. Δοξάζει καὶ ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του. Ἀπαριθμεῖ τὶς ἀρετές του καὶ ὑπογραμμίζει ὡς κατόρθωμά του τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν. Καὶ ἐπὶ πλέον κατακρίνει τοὺς ἄλλους ὡς ἁμαρτωλούς γιὰ συγκεκριμένα ἁμαρτήματα, ἐνῶ δικαιώνει τὸν ἑαυτό του, ὡς ἀπαλλαγμένο ἀπὸ ἀνομίες καὶ ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτό του καθαρό.
Ὁ ἄλλος εἶναι ἕνας τελώνης. Ἕνας κρατικὸς ὑπάλληλος μὲ ἔργο τὴν εἴσπραξι τῶν φόρων. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ οἱ τελῶνες ἦταν ἀσύδοτοι καὶ σκληροὶ. Ἦσαν πλούσιοι ἀπὸ τὴν ἀφθαίρετη εἴσπραξι μεγάλων φόρων, καὶ μισητοὶ ἀπὸ τὸν λαό. Θεωροῦνταν κακοὶ ἄνθρωποι καὶ πολὺ ἁμαρτωλοί. Ἕνας τέτοιος λοιπὸν πῆγε στὸ ἱερὸ νὰ προσευχηθῆ. Δὲν προχώρησε στὸν ναό. Στάθηκε μακρυά, ἐκεῖ στὴν εἴσοδο κοντά. Δὲν εἶχε λόγια νὰ πῆ στὸν Θεό. Δὲν εἶχε μάτια νὰ κυττάξη στὸν οὐρανό. Μόνο στραμμένος στὸν ἑαυτό του, διέκρινε τὴν ἁμαρτία του, ἀναγνώριζε τὴν ἐνοχή του καὶ κτυπώντας τὸ στῆθος του, αὐτὸ εἶναι πρᾶξι ποὺ δείχνει μεγάλη θλῖψι καὶ πόνο, ἔτσι ἔκαναν ὅταν θρηνοῦσαν γιὰ τὸν θάνατο συγγενοῦς, αὐτὸς ἔλεγε μέσα του˙ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Τὸ συμπέρασμα τὸ ἔβγαλε ὁ Κύριος. Ἀφοῦ ζύγισε τὰ λόγια καὶ τὸν τρόπο τῆς προσευχῆς τοῦ καθενός, δικαίωσε, ὄχι τὸν φαινομενικὰ καὶ κατὰ τὸ ὄνομα «ἅγιο», ἀλλὰ τὸν «ἁμαρτωλό» τελώνη.
Δὲν μᾶς θέλει ὁ Κύριος νὰ καυχώμαστε γιὰ τὶς τάχα ἀρετές μας, οὔτε νὰ ἔχωμε μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Βδελύσσεται, δηλαδὴ σιχαίνεται, ὁ Κύριος τὸν ὑπερήφανο ἄνθρωπο. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη δείχνει μεγάλη συγκατάβασι στὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ ταπεινὸ ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ἀναπαύεται στὸν ἄνθρωπο ποὺ αἰσθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ζητάει τὸ ἔλεός του. Τὸ βλέπομε αὐτὸ στὸ πρόσωπο τοῦ τελώνου. Ἦταν ἁμαρτωλός. Ἀναγνώρισε ὅμως τὴν δύσκολη θέσι του. Ὁμολόγησε τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ζήτησε τὸ ἔλεος ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν εἶχε καμμία ἀρετὴ γιὰ νὰ καυχηθῆ. Δὲν κατηγόρησε κανέναν, παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό του. Ξέρει ὅτι δὲν δικαιοῦται τίποτε ἀπὸ τὸν Θεό. Γι  αὐτὸ παρακαλάει καὶ ζητάει μόνο χάρι ἀπό τὸν Θεό. Ζητιανεύει τὸ ἔλεός του. Καὶ ὁ Θεὸς μὲ ἰδιαίτερη εὐχαρίστησι τοῦ δίνει πλούσιο τὸ ἔλεος καὶ, ὄχι μόνον τὸν δικαιώνει πλήρως, ἀλλὰ καὶ τὸν προβάλλει ὡς ὑπόδειγμα.
Δὲν μᾶς σώζουν οἱ ἀρετές μας. Ἡ σωτηρία μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ ἔλεός του ὁ Θεός τὸ δίνει πλουσιοπάροχα στοὺς ταπεινούς. Χωρὶς τὴν ταπείνωσι, μυριάδες ἀρετὲς νὰ κατορθώσωμε, θὰ εἶναι χωρὶς κανένα ἀντίκρυσμα καὶ ἀποτέλεσμα. ἀλλὰ καὶ μυριάδες ἁμαρτήματα ἂν ἔχομε, μόνον μὲ τὴν ταπείνωσι μποροῦμε νὰ τὰ σβήσωμε. Τὸ σωτήριο μυστήριο τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ταπείνωσις.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ ξεκινήσωμε τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τοῦ Τριωδίου, κάνοντας ἀρχὴ μὲ τὴν Ταπείνωσι, τὸ ἀντίθετο τῆς ὑπερηφάνειας. Ἡ ὑπερηφάνεα εἶναι, κατὰ τοὺ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ πρώτη καὶ μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἡ ὑπεύθυνη γιὰ τὴν πτῶσι τοῦ τάγματος τῶν ἀγγέλων, ποὺ ἐξ αἰτίας της  μεταμορφώθηκαν σὲ δαίμονες. Καὶ μύρια ὅσα κακὰ ξεκινοῦν καὶ ἔχουν ἀφορμὴ καὶ αἰτία τὴν ὑπερηφάνεια. Ἀντίδοτο γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ κακὸ εἶναι ἡ Ταπείνωσις. Αὐτὴ εἶναι ἡ βάσις καὶ τὸ θεμέλιο κάθε ἱερῆς προσπάθειας. Αὐτὴ εἶναι ὁ μαγνήτης ποὺ θὰ ἑλκύση, θὰ τραβήξη, σὲ μᾶς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπερηφάνεια γκρέμισε τοὺς ἀγγέλους. Ἡ Ταπείνωσις κάνει τοὺς ἀνθρώπους ἀγγέλους. Ὅσο ὁ ἀνθρωπος παραμένει ὑπερήφανος δὲν μπορεῖ νὰ μετανοήση. Γιὰ νὰ φθάσωμε στὴν μετάνοια ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν Ταπείνωσι καὶ πορευόμαστε μὲ αὐτὴν. Ἡ συμπόρευσις αὐτὴ δὲν εἶναι στιγμιαία ἢ παροδική. Πρέπει νὰ εἶναι ἰσόβια. Κάνομε τώρα τὴν ἀρχή. Ἀκοῦμε τὸν Κύριό μας τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, νὰ μᾶς ἐξηγῆ ὅτι «καθένας ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ γκρεμισθῆ, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθῆ». Δεχόμαστε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας, καὶ παίρνομε τὴν σταθερή ἀπόφασι, νὰ ζήσωμε μαζί μὲ τὴν ταπείνωσι σὲ ὅλη μας τὴν ζωή. Διότι καὶ ἡ μετάνοια δὲν εἶναι στιγμιαία καὶ παροδικὴ, ἀλλὰ συνεχὴς τρόπος ζωῆς γιὰ τὸν Χριστιανό.
Τὸ Τριώδιο ἄνοιξε καὶ μᾶς δείχνει τὸν δρόμο ποὺ πρέπει νὰ πορευθοῦμε γιὰ νὰ φθάσωμε καὶ νὰ ἑορτάσωμε ἀξίως «τό τε σταυρώσιμον καὶ ἀναστάσιμον Πάσχα».

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25.01.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 19,1-10)

«Ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι»

Περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ. Καὶ νά, ἕνας ἄνδρας ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζακχαῖο, προϊστάμενος τοῦ τελωνείου καὶ πολὺ πλούσιος, προσπαθοῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ ποιὸς εἶναι, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε λόγω τοῦ πλήθους, διότι ἦταν χαμηλοῦ ἀναστήματος. Ὅμως, γιὰ νὰ τὸν ἰδῆ,  προέτρεξε καὶ ἀνέβηκε σὲ μιὰ συκομουριά, μιὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ περνοῦσε. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, σήκωσε τὸ βλέμμα του, τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε˙ Ζακχαῖε, κατέβα ἀμέσως, σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου. Αὐτὸς κατέβηκε βιαστικά, καὶ μὲ χαρὰ τὸν ὑποδέχθηκε. Ὅλοι ὅμως ποὺ τὸν εἶδαν γόγγυσαν ποὺ μπῆκε νὰ καταλύση στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Μπαίνοντας στὸ σπίτι, σταμάτησε ὁ Ζακχαῖος καὶ εἶπε στὸν Ἰησοῦ˙ Νὰ τώρα, τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου τὰ δίδω στοὺς πτωχούς, καὶ ἐὰν κάποιον ἀδίκησα τοῦ τὸ ἐπιστρέφω τετραπλάσιο. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν διαβεβαίωσε ὅτι σήμερα στὸ σπίτι αὐτὸ ἔγινε σωτηρία, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς εἶναι υἱὸς τοῦ Ἀβραάμ. Ἐξ ἄλλου ἦλθε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀναζητήση καὶ νὰ σώση «τὸ ἀπολωλός», τὸ χαμένο.

Ἡ περίπτωσις τοῦ Ζακχαίου εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ καὶ πρέπει νὰ τὴν προσέξωμε ἰδιαιτέρως. Δείχνει τὴν ἀναζήτησι τοῦ ἀνθρώπου. Δείχνει τὴν δίψα ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος νὰ γνωρίση τὸν Θεό. Δείχνει τὴν συγγενικὴ σχέσι τοῦ πλάματος πρὸς τὸν πλάστη του. Αὐτὸ εἶναι ἕνα αἴτημα τῆς κάθε ψυχῆς. Καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν θέσι ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος στὴν κοινωνία. Καὶ ὑψηλόβαθμος ἀξιωματοῦχος νὰ εἶναι φλέγεται ἀπὸ τὴν ἴδια ἐπιθυμία πρὸς τὸ θεῖον. Ὁ Ζακχαῖος τοῦ εὐαγγελίου ὅμως εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ξεπέρασε τὸ μεγάλο ἐμπόδιο. Ἡ θέσις του στὴν ὑπαλληλία καὶ ὁ πλοῦτος του δὲν στάθηκαν ἱκανὰ ἐμπόδια, γιὰ νὰ φανερώση τὸν πόθο του. Δὲν λογάριασε τὶ θὰ πῆ ὁ κόσμος. Καὶ ἀφοῦ παραμέρισε αὐτὸ τὸ ἐμπόδιο μπόρεσε καὶ πέτυχε τὸ ποθούμενο. Νὰ γιατὶ ὁ Ζακχαῖος εἶναι περίπτωσις ποὺ πρέπει νὰ προσέξωμε. Διότι γιὰ τοὺς περισσότερους ἔχει σημασία τὸ τὶ θὰ πῆ ὁ κόσμος, καὶ λογαριάζοντας τὴν γνώμη καὶ τὰ σχόλια τοῦ κόσμου ἀποφεύγουν νὰ ἐκφράσουν τὸν πόθο τῆς ψυχῆς τους. Ὁ Ζακχαῖος, σὰν νὰ ἦταν μικρὸ παιδί, σκαρφάλωσε πάνω στὰ κλαδιὰ δένδρου, γιὰ νὰ δῆ τὸν Χριστό. Ἔτσι εἶναι. Τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς, ὅτι πρέπει νὰ γίνωμε «ὡς τὰ παιδία, διότι τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Τὰ παιδιά, μὲ τὴν ἀθωότητά τους, δὲν ὑπολογίζουν τί θὰ πῆ ὁ κόσμος, οὔτε τὰ ἐνδιαφέρει ἡ γνώμη τῶν ἄλλων. Καὶ ὁ Ζακχαῖος δὲν λογιάρασε τὴν γνώμη τοῦ κόσμου.

Ὁ ἄνθρωπος δείνει τὴν πρόθεσι καὶ ἐπιθυμία, ἀνοίγει τὴν θέλησί του, καὶ τὰ ὑπόλοιπα τὰ συμπληρώνει ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς μᾶς ψάχνει νὰ μᾶς βρῆ γιὰ νὰ μᾶς σώση. Ἐμεῖς πρέπει νὰ φωνάξωμε καὶ νὰ τοῦ ποῦμε ὅτι εἶμαστε ἐδῶ καὶ θέλομε τὴν σωτηρία. Τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς βρῆ. Αὐτὸ τὸ βλέπομε καθαρὰ στὴν περίπτωσι τοῦ Ζακχαίου. Ἤθελε μόνο νὰ δῆ τὸν Χριστό. Ἔδειξε τὴν πρόθεσί του. Καὶ μάλιστα δὲν δίστασε νὰ ἀνεβῆ στὸ δένδρο γιὰ νὰ δῆ, χωρὶς νὰ τὸν δοῦν. Ποτὲ δὲν περίμενε ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ τὸν ἀναζητήσει, καὶ ὅτι θὰ μιλήσει μαζί του, καὶ ὅτι θὰ τοῦ ζητήσει νὰ τὸν φιλοξενήση ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Ἡ συνάντησις μὲ τὸν Χριστό τοῦ ἐπέφερε μιὰ βαθειὰ ἀλλοίωσι. Ἔγινε στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ Ζακχαίου μία μεγάλη μεταβολή. Ἡ ἀλλαγὴ ἔγινε καὶ ἦταν ριζική. Ἄνθρωπος ποὺ θησαύριζε ἀπὸ τὴν σκληρὴ καὶ ἀπάνθρωπη φορολογία, ξαφνικὰ ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὸν πλοῦτο του. Ἀπαρνεῖται τοὺς θησαυρούς του καὶ τοὺς διαθέτει στοὺς πτωχούς. Κάνει δημόσια δήλωσι ἐνώπιον ὅλων ὅτι τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του τὰ μοιράζει στοὺς πτωχούς. Κόβει μὲ τὸ πρῶτο τὸ πιὸ γερὸ δεσμὸ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν γῆ καὶ τὸν ὑλικὸ καὶ φθαρτὸ κόσμο, τὴν ἀγάπη του δηλαδὴ μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη γιὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὸ χρῆμα εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο γιὰ τὴν εἴσοδο τοῦ ἀνθρώπου στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπως τὸ ἀκούσαμε στὴν συζήτησι τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ πλούσιο νέο. Ὁ Ζακχαῖος ἔκοψε τὸν γόρδιο δεσμὸ καὶ ἐλευθερώθηκε.

Ἡ μεγάλη ἀλλαγή, ἡ ἐσωτερικὴ καὶ σωτήρια ἀλλαγή, γίνεται πιὸ βαθειὰ καὶ οὐσιαστική. Προχώρησε πιὸ πέρα καὶ ἔκανε δημόσια ἐξομολόγησι. Ἀνεγνώρισε ὅτι ὑπῆρξε ἄδικος, ὅτι ἔκανε κακὸ σὲ ἄνθρώπους, ὅτι τοὺς ἔκλεψε καὶ τοὺς πῆρε περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔπρεπε. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς μετανοίας. Καὶ δὲν ἔκανε μετάνοια μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα. Ἡ ὑπόσχεσις˙ «καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν» δείχνει ἔμπρακτη μετάνοια. Τὰ ἀδίκως σωρευμένα κέρδη τὰ ἐπιστρέφει στοὺς δικαιούχους στὸ τετραπλάσιο. Ἕνα ἔκλεψε; Ἐπιστρέφει τέσσερα! Αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ μετάνοια. Φαίνεται δύσκολο, ὅμως ἡ σωτήρια συνάντησις μὲ τὸν Χριστό, τὰ κάνει ὅλα δυνατά. Μιὰ τέτοια ριζικὴ ἀλλαγὴ μόνον μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ γίνη.

Ὁ Ζακχαῖος μόνον μία ἐπιθυμία εἶχε˙ «Ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι». Καὶ ὄχι μόνον εἶδε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν εἶδε, καὶ τοῦ μίλησε καὶ τὸν ἔσωσε. Διότι εἶπε ὁ Ἰησοῦς˙ «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Σήμερα ἡ σωτηρία ἦρθε σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι, στὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου.

Ὁ Χριστὸς τὸν κατέβασε ἀπὸ τὸ δένδρο, ἀλλὰ τὸν ἀνέβασε στὸν οὐρανό. Ἀπὸ τὸ δένδρο, ὅπου ἦταν κρυμμένος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, κατέβασε ὁ Χριστὸς τὸν Ζακχαῖο. Τοῦ εἶπε˙ «Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι». Ὁ Κύριος θέλει νὰ τὸν ἀναζητοῦμε καὶ νὰ τὸν ὁμολογοῦμε φανερά. Δὲν μποροῦμε, οὔτε πρέπει, νὰ κρυβόμαστε. Καὶ αὐτός «σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων». Πῶς νὰ μὴν χαίρεται, ὅταν αὐτό, ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνη, ἔγινε; Ὄχι ἁπλῶς ἔγινε, ὄχι μόνον εἶδε ποιὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ἀλλὰ καὶ τὸν φιλοξένησε στὸ σπίτι του. Κατέβηκε ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ βρέθηκε στὸν οὐρανό. Ἔκανε μικρὸ κόπο καὶ βρῆκε μεγάλο θησαυρό. Ἔδειξε τὴν ἐπιθυμία του μόνο γιὰ νὰ γνωρίση τὸν Ἰησοῦ, καὶ ὁ Κύριος τοῦ χάρισε τὰ οὐράνια.
Ἐμεῖς αὐτὸ τὸ λίγο μποροῦμε νὰ κάνωμε. Νὰ ἐπιθυμήσουμε τὸν Χριστό. Νὰ τὸν ἀναζητήσουμε. Νὰ θελήσωμε νὰ τὸν γνωρίσωμε. Καὶ Ἐκεῖνος σὲ τέτοιες εἰλικρινεῖς διαθέσεις καὶ ἐπιθυμίες ἀνταποκρίνεται. Στὰ αἰτήματά μας δίνει ἀπάντησι τέτοια, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν συλλάβουμε μὲ τὸ νοῦ μας. Ποῦ νὰ φαντασθῆ ὁ Ζακχαῖος ὅτι, μόνο μὲ τὴν ἐπιθυμία του νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ, θὰ γινόταν Ἀπόστολος!

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 11.01.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ (Μτ 4,12-17)

«Μετανοεῖτε˙ ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»

Καὶ τὰ Φῶτα, ὅπως τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ Ὕψωσις τοῦ Σταυροῦ, ἔχουν μεθέορτη Κυριακή, Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα. Ἀκοῦμε τὸ Εὐαγγέλιο:

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ὁ Χριστός, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι παραδόθηκε ὁ Ἰωάννης, ἀνεχώρησε στὴν Γαλιλαία. Καὶ ἀφοῦ ἄφησε τὴν Ναζαρέτ, ἦρθε καὶ ἐγκαταστάθηκε στὴν παραθαλάσσια Καπερναούμ, στὰ σύνορα Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, γιὰ νὰ ἐκπληρωθῆ ὁ λόγος τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, ποὺ ἔλεγε˙ «Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, στὸν παραθαλάσσιο δρόμο πάνω ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, ὅπου εἶναι ἡ Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, ἐκεῖ ὁ λαὸς ποὺ καθόταν στὸ σκοτάδι εἶδε φῶς μεγάλο, καὶ ὅσοι κάθονταν στὴν χώρα ποὺ ἐξουσιάζει ὁ θάνατος φάνηκε φῶς». Ἀπὸ τὸτε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ κηρύττη καὶ νὰ λέγη˙ Μετανήσατε, διότι ἔφθασε ἡ ὥρα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Ἔκπληξι καὶ θαυμασμὸ προκαλεῖ ὁ σεβασμὸς τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν πρόδρομό του. Ὅσο ὁ Ἰωάννης ἑτοιμάζει τὸν δρόμο γιὰ τὸν ἐρχομὸ τοῦ Κυρίου, ὁ Ἰησοῦς τὸν ἀφήνει νὰ ὁλοκληρώση τὴν ἀποστολή του. Δὲν ἀρχίζει τὸ δικό του ἔργο. Καὶ μόνον ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ὁ Ἰωάννης παραδόθηκε, τότε ξεκίνησε. Ἀπὸ ποῦ; Ὁ Ἰησοῦς μέχρι τὴν ἡλικία τῶν τριάντα ἐτῶν ζοῦσε καὶ μεγάλωνε καὶ ἐργαζόταν στὴν Ναζαρέτ. Μὲ τὴν εἴδησι τῆς παραδόσεως τοῦ Ἰωάννου ἐγκατέλειψε τὴν Ναζαρὲτ καὶ ἦρθε στὴν Καπερναούμ. Ἡ Καπερναοὺμ ἦταν παραθαλάσσια πόλις τῆς Γαλιλαίας, στὰ σύνορα τῶν δύο φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ. Ἡ δὲ Γαλιλαία καταλαμβάνει τὸ βόρειο μέρος τῆς Παλαιστίνης, στὸ νότο εἶναι ἡ Ἰουδαία, καὶ ἐνδιάμεσα ἡ Σαμάρεια. Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Κύριος στὴν Καπερναοὺμ καὶ τὴν κάνει κέντρο τῆς ἱεραποστολῆς του. Δὲν ἐπέλεξε τὴν πρωτεύουσα, τὰ Ἰεροσόλυμα, ἀλλὰ μία πόλι τῆς Γαλιλαίας. Καταγράφοντας τὰ γεγονότα ὁ εὐαγγελιστής, ἴσως εἶχε τὴν ἀπορία γιὰ τὴν ἐπιλογὴ τῆς πόλεως, ἀλλὰ θυμήθηκε καὶ παρέθεσε τὴν σχετικὴ προφητεία τοῦ Ἡσαΐου, ποὺ λύνει τὴν ὅποια ἀπορία. Ὡς καὶ γιὰ τὸν τόπο ἐνάρξεως τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου μας ὑπάρχει προφητεία. Καθορίζεται μὲ σαφήνεια καὶ ἀκρίβεια ὁ τόπος ἐνάρξεως τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου μας. Ὄχι μόνον τοπικά, ἀλλὰ καὶ σὲ βάθος. Δὲν ἐπέλεξε ὁ Κύριος τὰ Ἰεροσόλυμα, γιὰ νὰ μὴν θεωρηθῆ τὸ ἔργο του ἰουδαϊκὴ ὑπόθεσις, ποὺ ἀφορᾶ δηλαδὴ μόνον στοὺς Ἰουδαίους. Ἐπιλέγει τὴν Καπερνανούμ, διότι βρίσκεται σὲ ἕνα τόπο, ὅπου ἐκπροσωποῦνται ὅλα τὰ ἔθνη. Ἐδῶ εἶναι ἡ «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν». Ὑπάρχουν ἐδῶ πόλεις ποὺ οἱ κάτοικοί τους προέρχονται ἀπὸ διάφορα μέρη τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου. Αὐτοὶ θὰ ἀκούσουν καὶ θὰ μεταφέρουν τὸ νέο μήνυμα, τὸ «εὐαγγέλιο», στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Τὸ σωτήριο ἔργο τοῦ Κυρίου μας ἀπευθύνεται σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὄχι μόνον στοὺς Ἰουδαίους. Γιὰ νὰ τὸ ἀκούσουν λοιπὸν ὅλοι, ἐπιλέγει ὁ Κύριος τήν «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν». Οἱ προφητεῖες ἀποκαλύπτουν τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ προβλέπει τὰ πάντα, μέχρι καὶ τὴν πιὸ μικρὴ λεπτομέρεια. Καὶ οἱ προφητεῖες ἀποτελοῦν τὴν μεγάλη βεβαίωσι γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι εἰπώθηκε προφητικὰ, ἐπαληθεύθηκε.

Ἄρχισε τὸ κήρυγμα καὶ τὴν διδασκαλία του ὁ Κύριος. Καὶ ποιὸ ἦταν τὸ θέμα; Ἡ Μετάνοια. Τί πρωτοκήρυξε ὁ Κύριος; Τὴν Μετάνοια. Ἔλεγε˙ «Μετανοεῖτε˙ ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ἡ σωτηρία ἔρχεται μέσω τῆς μετανοίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Πρόδρομος στὴ ἔρημο τοῦ Ἰορδάνου καλεῖ τὸν κόσμο σὲ μετάνοια. Ἡ προετοιμασία τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ δεχθοῦν καὶ ἀποδεχθοῦν τὸν Μεσσία Χριστό, εἶναι ἡ Μετάνοια. Ἡ «φωνὴ βοῶντος ἐν ἐρήμῳ» εἶναι τὰ λόγια˙ «Μετανοεῖτε˙ ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Αὐτὸ κήρυττε ὁ Ἰωάννης˙ Μετάνοια.

Εἶναι τόσο σημαντικὸ θέμα ἡ Μετάνοια, εἶναι τόσο ἀναγκαία ἡ Μετάνοια, ὥστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, ὅταν ἄρχισε τὸ κήρυγμά του, τὸ ἄρχισε μὲ τὰ ἴδια λόγια τοῦ Ἰωάννου˙ «Μετανοεῖτε˙ ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Τὸ πρῶτο καὶ σημαντικότερο κήρυγμα καὶ τοῦ Προδρόμου καὶ τοῦ Χριστοῦ μας εἶναι ἡ Μετάνοια. Διότι δρόμος σωτηρίας χωρὶς μετάνοια δὲν ὑπάρχει. Ἡ εἴσοδος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν εἶναι μία, ἡ Μετάνοια. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος ἔλεγε˙ «Οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν».

Ἀλλὰ καὶ οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου μας τὸ πρῶτο ποὺ κήρυξαν ἦταν ἡ Μετάνοια. Τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν ἡμέρα ποὺ μπῆκε στὴν ἱστορία ἡ Ἐκκλησία, τὰ πλήθη ποὺ συγκεντρώθηκαν λόγῳ τῆς «βιαίας πνοῆς», ρώτησαν˙ «Τὶ ποιήσωμεν, ἄνδρες ἀδελφοί;» Καὶ ὁ «Πέτρος ἔφη πρὸς αὐτοὺς˙ μετανοήσατε…». Βλέπομε δηλαδὴ ὅτι καὶ τὸ ἀποστολικὸ πρῶτο κήρυγμα εἶναι ἡ Μετάνοια.

Ἡ συνέχεια τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας μὲ τοὺς Πατέρες δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ κήρυγμα καὶ πρόσκλησι γιὰ Μετάνοια. Ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας εἶναι κήρυκες Μετανοίας. Ὄχι μόνον μὲ λόγους, ἀλλὰ πρωτίστως εἶναι εἰκόνες καὶ ζωντανὰ παραδείγματα μετανοίας. Πρῶτα βιώνουν τὴν Μετάνοια καὶ μετὰ τὴν κηρύττουν. Μάλιστα ἔχομε περίπτωσι ἁγίου πατρός, ὁ ὁποῖος ἄρχιζε καὶ τελείωνε ὅλα τὰ κηρύγματα καὶ τὶς διδαχές του μὲ τό˙ «Μετανοεῖτε», καὶ ἔμεινε στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία μὲ αὐτὸ τὸ ἐπώνυμο, «Νίκων ὁ Μετανοεῖτε».

Ἡ δὲ ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία εἶναι γεμάτη ἀπὸ πατερικὰ ἔργα ποὺ ἔχουν ὡς θέμα τὴν Μετάνοια. Καὶ θὰ ἐξακολουθοῦν νὰ γράφωνται λόγοι, κηρύγματα καὶ πραγματεῖες σχετικὰ μὲ τὴν Μετάνοια. Διότι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ Μετάνοια. Ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει τὸ ἐργο τοῦ Χριστοῦ. Καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν καὶ φυλῶν σὲ σωτηρία. Καὶ δὲν ἐπιτυγχάνεται ἡ σωτηρία χωρὶς Μετάνοια. Πάντα ἐπίκαιρο, πάντα ἀναγκαῖο, πάντα σωτήριο θὰ παραμένει τὸ κήρυγμα τῆς Μετανοίας. Καὶ δὲν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ μὴν κηρύττη τὴν Μετάνοια, διότι δὲν μπορεῖ νὰ ἀρνηθῆ τὸν ἑαυτό της. Ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει γιὰ νὰ μᾶς καλῆ σὲ σωτηρία, γιὰ νὰ μᾶς καλῆ νὰ γίνουμε πολῖτες τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Καὶ αὐτὸ γίνεται μόνο μὲ τὴν Μετάνοια.

Ἄμποτε νὰ μὴν εἴμαστε «ἔρημος», ὅταν ἀκούγεται τὸ κήρυγμα τῆς Μετανοίας, ἀλλὰ νὰ ἀποδεχθοῦμε τὴν πρόσκλησι καὶ νὰ πορευθοῦμε τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἡ «βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἤγγικε». Γιὰ τὸν καθένα μας ἡ «βασιλεία τῶν οὐρανῶν» ἦρθε, ἔφθασε. Οἱ προθεσμίες τελείωσαν. Ὅμως ἔχομε Μετάνοια; Αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο ἀπὸ ἐμᾶς.