Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013


ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
16-6-2013


ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΒΔΟΜΗ, ΤΩΝ ΑΓ. ΠΑΤΕΡΩΝ (Ἰω 17, 1-13)


Μία ἀπὸ τὶς Κυριακὲς τοῦ Πεντηκοσταρίου, ἡ σημερινή, εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς ἁγίους Πατέρες. Στοὺς Πατέρες τῆς πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συγκροτήθηκε στὴν Νίκαια. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἀντιμετώπισε τὴν φοβερὴ αἵρεσι τοῦ Ἀρείου. Ὁ Ἄρειος δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός. Ἡ διδασκαλία του διαδόθηκε γρήγορα καὶ δίχασε τοὺς πιστούς. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἡ Ἐκκλησία συγκροτεῖ Σύνοδο ἡ ὁποία ἐξετάζει τὴν κατάστασι καὶ ὁδηγημένη ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἀποφαίνεται ὁριστικὰ γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἡ πρώτη αὐτὴ Σύνοδος ἀποφάνθηκε γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν ἀπόφασί της τὴν κατέγραψε σὲ σύντομο κείμενο. Ὅλοι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί γνωρίζομε τὴν ἀπόφασι, καὶ τὴν ὁμολογοῦμε κατὰ τὴν βάπτισί μας. Εἶναι τὸ «Πιστεύω», ποὺ τὸ λέμε καὶ σὲ κάθε θεία λειτουργία. Στὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ πιστεύη ὁ καθένας ὅ,τι θέλει καὶ ὅ,τι καταλαβαίνει. Ἡ πίστις εἶναι μία, ὅπως μία εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ὅλους ἑπομένως τοὺς πιστοὺς μᾶς ἑνώνει ἡ μία κοινὴ πίστις, ὅπως τὴν ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μέ τὶς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων της. Ἔτσι διασφαλίζεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν μία καὶ κοινὴ πίστι.
Σημειώσαμε λίγα στοιχεῖα εἰσαγωγικὰ γιὰ νὰ κατανοήσωμε καλύτερα τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς ἡμέρας. Σήμερα, ἕβδομη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα, τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκοῦμε εἶναι ἕνα μικρὸ μέρος ἀπὸ τὴν γνωστὴ Ἀρχιερατικὴ Προσευχή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὴν προσευχὴ αὐτὴ τὴν ἔκανε ὁ Χριστός μας λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν σύλληψί του στὸ κῆπο τῶν ἐλαιῶν.
Πρέπει νὰ ὑπογραμμίσω ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕνα θέμα, τὴν Προσευχή. Νὰ σκεφθοῦμε γιὰ λίγο ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός προσευχόταν. Διέθετε ὁλονυκτίες στὴν προσευχή. Καὶ εἶναι ὁ Θεός. Ἂν λοιπὸν ὁ Χριστὸς διέθετε χρόνο καὶ προσευχόταν, σκεφθεῖτε ἐμεῖς τί χρόνο πρέπει νὰ διαθέτωμε γιὰ προσευχή, πόσο ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν προσευχή. Πρέπει νὰ μάθωμε νὰ προσευχόμαστε, νὰ ἀξιοποιοῦμε τὸν χρόνο μας κάνοντας προσευχή, μὲ κάθε εὐκαιρία, σὲ κάθε τόπο, κάθε ὥρα.
Κύριο θέμα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν. Αὐτὸ εἶναι τὸ αἴτημα τῆς προσευχῆς, ὅπως ἐκφράζεται στὴν πρότασι· «Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὕς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς καὶ ἡμεῖς». Δηλαδή, Πατέρα ἅγιε, φύλαξέ τους μὲ τὴν δύναμί καὶ ἀγάπη σου αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωσες, ὥστε νὰ εἶναι ἑνωμένοι, ὅπως καὶ ἐμεῖς. Ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως εἶναι τὸ ζητούμενο. Ζητάει ὁ Κύριος στὴν προσευχή του, νὰ μὴν ὑπάρχουν σχίσματα καὶ διαιρέσεις. Αὐτὰ ἀναιροῦν τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ Ἐκκλησία εἶναι σύναξις, συγκέντρωσις, ἕνωσις. Καὶ ὅπως ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μπορεῖ νὰ διχασθῆ, νὰ διασπασθῆ, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ διασπαθῆ, νὰ διχασθῆ. Καὶ κατὰ συνέπεια δὲν μπορεῖ νὰ διχασθῆ καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως. Ἕνας ὁ Χριστός, μία ἡ Ἐκκλησία καὶ μία ἡ ἀληθινὴ πίστις. Ἡ ἑνότητα, τὸ ξαναλέμε, βρίσκεται στὴν μία πίστι.
Ὅταν ὁ Χριστὸς ζητάει στὴν προσευχή του νὰ εἶναι οἱ πιστοὶ ἕνα, ζητάει νὰ ἔχουν ὅλοι οἱ πιστοὶ τὴν μία καὶ ἀληθινὴ πίστι. Τὴν πίστι ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε καὶ μᾶς φανέρωσε ὁ ἴδιος. Σὲ αὐτὴν τὴν πίστι κανένας δὲν μπορεῖ τίποτε νὰ προσθέση, νὰ ἀφαιρέση ἢ νὰ διορθώση. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνη οὔτε Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Μία Σύνοδος δὲν εἰσάγει κάποια πίστι. Ἡ Σύνοδος διευκρινίζει καὶ ἀποσαφηνίζει θέματα πίστεως ὅταν ἀνακύπτουν σχετικὰ προβλήματα. Μπορεῖ νὰ γίνουν προσπάθειες ἀπὸ κάποιους γιὰ νὰ νοθευθῆ ἡ πίστις ἢ μπορεῖ νὰ γίνωνται λανθασμένες ἑρμηνεῖες σὲ θέμα πίστεως. Κάθε νοθεία ἢ λανθασμένη ἑρμηνεία ὁδηγεῖ στὴν αἵρεσι καὶ τὸ σχίσμα. Τότε ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὴν φώτισι καὶ καθοδήγησι τοῦ ἁγίου Πνεύματος διασαφηνίζει τὴν ἀλήθεια καὶ ἀποφαίνεται γι’ αὐτὴν. Ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου γιὰ θέματα πίστεως λέγεται Δόγμα ἢ Σύμβολο πίστεως.
Ἡ πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ συγκροτήθηκε τὸ 325 μ.Χ. ἀντέκρουσε τὴν πλάνη τοῦ Ἀρείου καὶ ἀποφάνθηκε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια ἡ Ἐκκλησία τὴν πίστευε καὶ τὴν δεχόταν ἀνέκαθεν. Δὲν τὴν εἰσήγαγε ἡ Σύνοδος τὸ 325, ἀλλά, ἀφοῦ τὴν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν πλάνη, τὴν διασφάλισε συντάσσοντας τὸ «Πιστεύω». Διετύπωσε ἔτσι τὸ δόγμα τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν στὸ μέλλον παρανοήσεις.
Ἡ δεύτερη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔγινε τὸ 381 μ.Χ. καὶ ἀποφάνθηκε γιὰ τὴν θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στὴν θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος πίστευε ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν. Τὸ 381 δὲν βρήκαμε μία νέα πίστι, ἀλλὰ λόγω τῶν πνευματομάχων, τῶν αἱρετικῶν, ποὺ εἰσήγαγαν πλανεμένες διδασκαλίες σχετικὰ μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, χρειάσθηκε ἡ Ἐκκλησία νὰ συγκροτήση μία Σύνοδο γιὰ νὰ ἀπαλλάξη τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη. Ἡ ἀπόφασις αὐτῆς τῆς Συνόδους εἶναι τὸ δόγμα γιὰ τὴν θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ Δόγμα δὲν εἶναι κάποια αὐθαιρεσία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἡ σύντομη καὶ ἐπιγραμματικὴ διατύπωσις γιὰ θέματα πίστεως. Τὸ Δόγμα δὲν εἰσάγει νέα πίστι. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ποτέ. Ὅποια διατύπωσις χρειασθῆ νὰ γίνη γιὰ θέματα πίστεως θὰ εἶναι γιὰ ὅ,τι πιστεύει ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν. Καὶ αὐτὸ γίνεται ὅταν προσπαθοῦν κάποιοι νὰ νοθεύσουν ἢ νὰ παραποιήσουν τὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστι», τὴν πίστι ποὺ παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία καὶ ἔχει τὴν ὑποχρέωσι νὰ τὴν διαφυλάξη ἀνόθευτη, ἀκέραιη, ὅπως τὴν παρέλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο. Δὲν μπορῶ νὰ κατανοήσω ὅσους κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία γιὰ «δογματισμό». Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ δόγματά της, μὲ φράσεις σύντομα διατυπωμένες, ἐκφράζει τὴν πίστι της, δὲν αὐθαιρετεῖ, διδάσκει καὶ ὁδηγεῖ τοὺςπιστοὺς στὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει.
Τὸ πόσο σημαντικὸ εἶναι τὸ θέμα τῆς ἀληθινῆς πίστεως, φαίνεται ἀπὸ τὸ γενονὸς ὅτι ὁ Κύριος στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή του ἔχει ὡς κύριο αἴτημα νὰ εἶναι οἱ πιστοὶ ἑνωμένοι στὴν μία πίστι. Ἐμεῖς οἱ πιστοὶ δὲν πιστεύομε ὅ,τι κατανοοῦμε ἢ ἀντιλαμβανόμαστε, ἀλλ’ ὅ,τι διδάσκει μὲ τὰ δόγματά της ἡ Ἐκκλησία, αὐτὴ πού, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας», καὶ ἡ μόνη κιβωτὸς τῆς σωτηρίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου