Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 19.10.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 7,11-16)
«Μή κλαῖε!»
 Θαῦμα ἀναστάσεως νεκροῦ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Πορευόταν ὁ Κύριος πρὸς μία πόλι ποὺ τὴν ἔλεγαν Ναΐν. Καὶ βέβαια τὸν Κύριο ἀκολουθοῦσαν ἀρκετοὶ μαθητές του καὶ πολὺς κόσμος. Καὶ ὅταν πλησίασαν στὴν πύλη, γιὰ νὰ μποῦν στὴν πόλι, νά, καὶ μετέφεραν γιὰ ταφὴ νεκρὸ μοναχοπαίδι, καὶ ἡ μάνα του ἦταν χήρα, καὶ συνόδευε μαζί τους κόσμος πολὺς ἀπὸ τὴν πόλι. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Κύριος, τὴν σπλαγχνίσθηκε καὶ τῆς εἶπε˙ Μήν κλαῖς. Καὶ πλησιάζοντας ἀκούμπησε τὸ χέρι του στὸ φέρετρο, καὶ οἱ νεκροκουβαλητὲς στάθηκαν, καὶ εἶπε˙ Νέο παιδί, σὲ σένα σοῦ λέγω, σήκω ὄρθιο. Καὶ ὁ νεκρὸς ἀνακάθισε καὶ ἄρχισε νὰ μιλάη, καὶ τὸν παρέδωσε στὴν μητέρα του ζωντανό. Ὅλους τοὺς ἔπιασε φόβος καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ λέγοντας ὅτι, παρουσιάσθηκε μεγάλος προφήτης ἀνάμεσά μας, καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό του.
Ὁ Κύριος ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ἔσβησε τὸν πυρετὸ τῆς πεθερᾶς τοῦ Πέτρου, ἔδωσε φῶς σὲ τυφλούς, φωνὴ σὲ κωφούς, ἔδιωξε λέπρα, σήκωσε παραλύτους, καθάρισε δαιμονισμένους, ἀνέστησε νεκρούς. Ἀνέστησε τὸν υἱὸ τῆς χήρας στὴν Ναΐν. Μόνο μὲ μία φρᾶσι. Τόσο ἁπλᾶ!
Ἔξω ἀπὸ τὴν Ναΐν ἔγινε μία συνάντησις. Ἀπὸ τὴν πόλι ἔβγαινε μία πορεία καὶ πλῆθος κόσμου, ποὺ συνόδευαν νεκρὸ στὴν τελευταία του κατοικία. Μπροστὰ ἦταν ὁ νεκρὸς. Στὴν πόλι ἔμπαινε μία ἄλλη πορεία ποὺ συνόδευε τὸν κύριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τὸν Χριστό. Ὁ θάνατος ἀπὸ τὴν μία καὶ ἡ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Καὶ ὁ Χριστὸς κάλεσε τὸν πεθαμένο νὰ γυρίση στὴν ζωή. Ὁ νεκρὸς ὑπήκουσε καὶ γύρισε πίσω. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ νεκροκράββατο, καὶ ὁ Χριστὸς τὸν παρέδωσε στὴν μητέρα του, ποὺ ἦταν χήρα καὶ τὸ παιδί της ἦταν μονάκριβο. Ἡ ἀνάστασις ἔγινε μπροστὰ στὰ μάτια αὐτῶν ποὺ συνόδευαν τὸν νεκρὸ καὶ αὐτῶν ποὺ συνόδευαν τὴν ζωή. Ἡ ζωὴ νίκησε τὸν θάνατο. Τὸ θαῦμα ἔγινε.
Τὰ θαύματα ὁ Κύριος δὲν τὰ κάνει γιὰ νὰ θαμπώση καὶ νὰ ἐκπλήξη τὸν κόσμο. Τὰ κάνει γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀληθινὸ καὶ παντοδύναμο Θεό. Μὲ τὰ θαύματα, ποὺ κάνει ὁ Κύριος, ἀποκαλύπτεται, φανερώνεται ποιὸς εἶναι, γιὰ νὰ τὸν πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ σωθοῦν. Αὐτὸς ποὺ διατάζει τὸν ἄνεμο νὰ σιωπήση καὶ αὐτὸς ποὺ διατάζει τὸν νεκρὸ νὰ σηκωθῆ, εἶναι ὁ ἴδιος, εἶναι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινός, ποὺ ἦρθε στὴν γῆ ὡς ἄνθρωπος γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο.
Ἀποκαλύπτεται ὡς Θεὸς ποὺ ἐξουσιάζει τὴν φύσι, ποὺ θεραπεύει τὶς πιὸ μικρὲς μέχρι τὶς πιὸ βαρειὲς ἀσθένειες, διώχνει τὰ πονηρὰ πνεύματα, καὶ νικάει τὸν θάνατο. Ἀποκαλύπτεται ὄχι μόνο ὡς Θεός, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὸν θάνατο ἐξουσιαστής, ἀλλὰ καὶ Θεὸς φιλάνθρωπος. Εἶδε τὴν συνοδεία τοῦ νεκροῦ, τὸν κόσμο νὰ θλίβεται, τὴν μάνα χήρα καὶ ἔρημη μετὰ τὸν θάνατο τοῦ μονάκριβου υἱοῦ της. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἄφησαν τὸν Κύριο ἀσυγκίνητο. Τὸν βλέπομε, χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήση κανεὶς, νὰ σπεύδη νὰ παρηγορήση τὴν μάνα καὶ νὰ τῆς λέγει˙ «Μή κλαῖε!»
Σὲ μιὰ τέτοια στιγμή ἀβάσταχτου θρήνου χήρας, γιὰ τὸν θάνατο τοῦ μονάκριβου, δὲν βοηθάει ἡ προτροπή˙ «Μή κλαῖε!» Ὅμως ἐδῶ τὸ λέει ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τί θὰ ἐπακολουθήσει. Αὐτὸς ἐξουσιάζει τὰ πάντα, καὶ τὸν θάνατο. Σὲ λίγο, μπροστὰ τὰ ἔκπληκτα μάτια ὅλων, θὰ παραδώση ζῶντα τὸν υἱὸ στὴν θλιμμένη μητέρα. Ἐξουσιαστικὰ καὶ μὲ τὴν θεϊκή του παντοδυναμία, λέγει ὁ Κύριος στὴν μητέρα νὰ μὴν κλαίη.
Τὴν ἴδια προτροπὴ δίνει ὁ Κύριος σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Διότι, ὅπως ἔχει τὴν δύναμι καὶ ἐξουσία νὰ σταματάη τὴν πορεία τοῦ θανάτου καὶ νὰ ἀνασταίνη τὸν υἱὸ τῆς χήρας στὴν Ναΐν, ἔτσι ἔχει τὴν δύναμι καὶ ἐξουσία νὰ ἀνασταίνη ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅλους μᾶς περιμένει ὁ θάνατος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει˙ «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι χωρίζεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο ἐπανέρχεται ἀπὸ ὅπου προῆλθε, ἡ ψυχὴ ὅμως δὲν πεθαίνει, δὲν χάνεται, δὲν σβήνει, δὲν ἐξαφανίζεται. Περιμένει τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ ἑνωθῆ πάλι μὲ τὸ σῶμα της, ὅπως ἔγινε στὴν Ναΐν. Κάλεσε ὁ Κύριος τὴν ψυχὴ τοῦ νέου νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸ σῶμα της. Καὶ ἔτσι ἔγινε. Φώναξε ὁ Κύριος˙ «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» καὶ ὁ νέος σηκώθηκε ἀμέσως. Οἱ ψυχὲς τῶν τεθνεώτων ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου περιμένουν αὐτὴν τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ θὰ γίνη ὅταν τὸ θελήση ὁ Κύριος. Εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνη αὐτό, γιὰ νὰ ἀποδοθῆ στὸν καθένα, κατὰ τρόπο ἀπόλυτα δίκαιο, ὅ,τι τοῦ ἀξίζει. Ὁ Παῦλος λέγει, ὅτι μᾶς περιμένει μιὰ φορὰ ὁ θάνατος, καὶ συνεχίζει, «Μετὰ δὲ ταῦτα κρίσις».
Στὴν Ναΐν ἀπέδειξε ὁ Κύριος ὅτι τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θὰ συναντηθῆ μὲ τὴν ἀθάνατη ψυχή του. Μὲ τὸν θάνατο σταματάει ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἡ ζωὴ συνεχίζεται, διότι ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιὰ νὰ ζῆ ἀθάνατος στὴν αἰωνιότητα μαζί μὲ τὸν Κύριο.
Αὐτὴ ἡ ἐλπίδα εἶναι καὶ ἡ μεγάλη παρηγοριά μας, σὲ ὧρες θλίψεων γιὰ τὸν θάνατο ἀγαπημένων μας προσώπων. Δὲν εἶναι ἁμαρτία ἡ θλῖψις γιὰ τὸν θάνατο προσφιλῶν μας προσώπου. Ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀπελπισία, ποὺ μᾶς παραλύει ἀπὸ κάθε πνευματικὴ προσπάθεια. Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπελπισία μᾶς ὁδηγεῖ πολλὲς φορὲς στὴν ἄρνησι τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς συμβαίνει πολλὲς φορὲς ἡ θλῖψις καὶ ἡ δοκιμασία, ἀντὶ νὰ μᾶς φέρουν πιὸ κοντὰ στὸν Θεό, νὰ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἄρνησι καὶ ἀπιστία.
Στὴν Ναΐν ἔδειξε ὁ Κύριος ὅτι γνωρίζει τὰ προβλήματά μας καὶ μᾶς ἀντιλαμβάνεται. Ἐμεῖς πρέπει νὰ τοῦ ἔχωμε ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ δεχόμαστε ὅσα αὐτὸς ἐπιτρέπει νὰ γίνωνται στὴν ζωή μας, διότι εἶναι κατὰ τὴν θέλησί του. Βλέπομε τὴν γυναῖκα πῶς δέχεται τὸν παρηγορη-τικὸ λόγο τοῦ Κυρίου. Δὲν λέγει˙ «Δὲν βλέπεις τὶ τραβάω; Τί μοῦ λὲς νὰ μήν κλαίω;», ἀλλὰ περιμένει καὶ ἐλπίζει, καὶ στὸ τέλος ἐπιβραβεύεται.
Ὁ Κύριος μᾶς λέγει νὰ μὴν θρηνοῦμε, νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε. Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωή. Ἦρθε ἐδῶ στὴν γῆ γιὰ νὰ χαρίση τὴν ζωὴ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἄν τὰ χρόνια τοῦ βίου μας εἶναι μετρημένα ἐδῶ στὴν γῆ, τὰ χρόνια τῆς ζωῆς μας κοντὰ στὸν Κύριο εἶναι ἀμέτρητα καὶ ἀτελεύτητα στὸν οὐρανό. Λέγει˙ «Ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσιν καὶ περισσὸν ἔχωσι». Δηλ. Ἦρθα γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ζωὴ καὶ περισσότερο ἀπὸ τὴν ζωή. Τὸ περισσότερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ στοὺς οὐρανούς.

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 05.10.2014


ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 6,31-36)

«Καὶ ἔσεσθε υἱοὶ τοῦ ὑψίστου»
«Εἶπεν ὁ Κύριος», καὶ ἐμεῖς δώσαμε προσοχὴ καὶ τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς λέγη˙

Ὅπως θέλετε νὰ σᾶς φέρωνται οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἐσεῖς νὰ κάνετε σὲ αὐτοὺς τὸ ἴδιο. Καὶ ἐὰν ἀγαπᾶτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ποιὸ τὸ ὄφελος; Ἀφοῦ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀγαποῦν ὅσους τοὺς ἀγαποῦν. Καὶ ἐὰν κάνετε τὸ καλὸ σὲ αὐτοὺς ποὺ σᾶς κάνουν καλό, ποιὰ χάρι ἔχετε; Ἀφοῦ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ ἴδιο κάνουν. Καὶ ἐὰν δανείζετε ἀπὸ ὅπου ἐλπίζετε νὰ κερδίσετε, ποιὰ χάρι ἔχετε; Ἀφοῦ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ σὲ ἁμαρτωλοὺς δανείζουν γιὰ νὰ πάρουν πίσω τὰ ἴδια. Ἐσεῖς, ἀντίθετα, νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, κάνετε τὸ καλὸ καὶ νὰ δανείζετε, χωρὶς νὰ ἀπελπίζεσθε, καὶ θὰ εἶναι ἡ ἀμοιβή σας μεγάλη καὶ θὰ γίνετε παιδιὰ τοῦ Ὑψίστου, διότι αὐτὸς παρευρίσκεται καὶ στοὺς ἀχαρίστους καὶ στοὺς πονηρούς. Λοιπὸν νὰ γίνεσθε σπλαγχνικοί, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ Πατέρας σας εἶναι φιλεύσπλαγχνος.

Εἶπε καὶ ἄλλα ὁ Κύριος. Ἐδῶ ἔχομε μόνο ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν μεγάλη διδασκαλία ποὺ ἔκανε στὸ Ὄρος. Καὶ στὸ σύντομο αὐτὸ κείμενο, μικρὸ μέρος θὰ πάρουμε. Μόνον τὴν ἀρχή. «Καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Νὰ, μόνο μία φρᾶσι ποὺ κλείνει μέσα της ὅλο τὸν νόμο, ὅλες τὶς διατάξεις συμπεριφορᾶς, ποὺ πρέπει νὰ ξέρη ὁ ἄνθρωπος, καὶ νὰ ἐφαρμόζη στὴν ζωή του, γιὰ νὰ εἶναι, ὅπως μᾶς θέλει ὁ Κύριος.

Κάποιοι τὴν φρᾶσι αὐτὴ τὴν ὀνόμασαν, «χρυσὸ κανόνα». Καὶ πραγματικὰ εἶναι καθαρός, πολύτιμος ὁδηγός, γιὰ μιὰ χριστιανικὴ ζωή. Ὅταν τραβᾶμε μὲ τὸ χέρι μας μία γραμμή, ποτὲ δὲν εἶναι ἴσια, δὲν καταφέρνομε νὰ κάνωμε ὁλόϊσια γραμμή. Ἂν ὅμως ἔχομε ὁδηγὸ τὸ χαράκι, τὸτε ἡ γραμμὴ εἶναι ἴσια τελείως. Καὶ στὴν πνευματική, τὴν χριστιανικὴ ζωή, γιὰ νὰ πορευώμαστε σωστά, σὲ ἴσιο δρόμο, χρειαζόμαστε ὁδηγό, χρειαζόμαστε χαράκι.

Ἕνα τέτοιο χαράκι μᾶς δίνει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Εἶναι ὁδηγὸς σύντομος, ἁπλός, ὅλοι τὸν καταλαβαίνομε καὶ εὔκολα τὸν μαθαίνομε. Ἀντὶ νὰ ἔχομε ἕναν κατάλογο ἀπὸ διατάξεις, ποὺ δύκολα τὶς μαθαίνομε, ἔχομε μία μόνον διάταξι. Οἱ Ἑβραῖοι γιὰ τὸν νόμο εἶχαν ἑκατοντάδες διατάξεις, τόσες ποὺ ποτὲ κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τὶς μάθη, καὶ ἄρα δὲν μποροῦσε νὰ τὶς ἐφαρμόση. Ὑπῆρχαν διατάξεις ποὺ καθορίζανε καὶ τὶς πιὸ μικρὲς λεπτομέρειες τῆς θρησκευτικῆς συμπεριφορᾶς.

Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τὰ πράγματα ἀλλάζουν. Ὁ Κύριος κινούμενος ἀπὸ φιλανθρωπία, γιὰ νὰ κάνη εὔκολο τὸν δρόμο μας, ἄφησε ἕναν κανόνα, ποὺ λέει ἁπλᾶ˙ Ὅπως θέλετε νὰ συμπεριφέρωνται σὲ σᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἐσεῖς νὰ κάνετε τὸ ἴδιο σὲ αὐτούς. Μέτρο εἴμαστε ἐμεῖς, ὁ ἐαυτός μας, ποὺ τὸν ἀγαπᾶμε καὶ τὸν φροντίζομε. Ἔρχεται, γιὰ παράδειγμα, κάποιος πεινασμένος καὶ μοῦ ζητάει νὰ τοῦ δώσω ἕνα κομμάτι ψωμί. Ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν ψάχνω νὰ βρῶ τί λέει ὁ νόμος νὰ κάνω, ἀλλὰ βάζω τὸν ἑαυτό μου στὴν θέσι του, καὶ λέω μέσα μου˙ Ἂν ζητιάνευα ἐγώ, ἀσφαλῶς θὰ ἤθελα νὰ μοῦ δώσουν. Ἔτσι αὐτομάτως ξέρω τί πρέπει νὰ κάνω. Αὐτὸ εἶναι ἕνα παράδειγμα, καὶ τέτοια παραδείγματα θὰ μπορούσαμε νὰ ἀραδιάσουμε πολλά, ἀπὸ τὶς πιὸ ἁπλὲς περιπτώσεις μέχρι καὶ τὰ πιὸ σοβαρά προβλήματα.

Ὁ χρυσὸς κανόνας δημιουργεῖ βεβαίως καὶ κάποιες ὑποχρεώσεις καὶ εὐθῦνες σὲ μᾶς. Ἕνας τόσο ἁπλὸς νόμος δὲν ἀφήνει περιθώρια σὲ κανέναν νὰ λέη˙ Δὲν ἤξερα. Δὲν ὑπάρχουν δικαιολογίες γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε συνεπεῖς μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς πίστεώς μας.

Ἀκόμα ὁ χρυσὸς κανόνας δείχνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Σκεφθεῖτε γιὰ λίγο νὰ ἦταν ἀνάγκη νὰ ξέρωμε ὅλον τὸν νόμο. Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὸν μάθη; Ἴσως αὐτοὶ ποὺ ξέρουν γράμματα. Καὶ οἱ ἄλλοι τὶ θὰ κάνουν; Εἶναι δίκαιο νὰ μποροῦν νὰ σώζωνται οἱ γραμματισμένοι καὶ μορφωμένοι καὶ νὰ μὴν μποροῦν νὰ σωθοῦν οἱ ὀλιγογράμματοι; Ὄχι. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεός μας ὁ φιλάνθρωπος, ἔκλεισε σὲ μιὰ μόνο πρότασι ὅλο τὸν νόμο, ὥστε νὰ μποροῦν ὅλοι, σοφοὶ καὶ ἀγράμματοι, νὰ ἔχουν τὶς ἴδιες εὐθῦνες καὶ ὑποχρεώσεις. Νὰ μποροῦν νὰ ξέρουν ὅλοι τὰ καθήκοντα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις τους.

Ὁ χρυσὸς κανόνας δὲν λέγει μόνον τὶ πρέπει νὰ κάνουμε, ἀλλὰ καὶ τὶ δὲν πρέπει νὰ κάνουμε. Κριτήριο εἶναι πάλι ὁ ἑαυτός μας. Τί δὲν θέλω νὰ μοῦ κάνουν, αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ κάνω στοὺς ἄλλους. Δὲν θέλω νὰ μὲ κλέβουν; Δὲν πρέπει ἑπομένως νὰ κλέβω τοὺς ἄλλους. Δὲν θέλω νὰ μοῦ λένε ψέματα; Δὲν πρέπει νὰ λέω καὶ ἐγὼ στοὺς ἄλλους ψέματα. Εἶναι τόσο ἁπλᾶ!

Καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πρὶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς χάριτος, ὑπῆρχε ὁ χρυσὸς κανόνας, ἀλλὰ σὲ ἀρνητικὴ διατύπωσι. Ἔλεγε˙ «Αὐτὸ ποὺ ἐσὺ μισεῖς , σὲ ἄλλον μὴ τὸ κάνης». Ἐδῶ στὸν παλαιὸ νόμο, ἐνῶ μὲ ἀπέτρεπε ἀπὸ τὸ κακὸ, δὲν ἔκαμνε λόγο γιὰ τὴν ὑποχρέωσι νὰ κάνω τὸ καλό. Δὲν ἄφηνε περιθώρια νὰ κάνω τὸ κακό. Ὁ Κύριος ὅμως, μὲ τὴν συμπλώρωσι τοῦ νόμου, ζητάει ὄχι μόνο νὰ μὴν κάνουμε τὸ κακὸ, ἀλλὰ καὶ νὰ κάνουμε ἐπὶ πλέον τὸ καλό.

Ὁ χρυσὸς κανόνας εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνη πρᾶξι στὴν ζωή μας. Αὐτὸς νὰ ρυθμίζη τὴν ζωή μας, τὶς ἐνέργειές μας, τὰ λόγια μας, ὅλη μας τὴν συμπεριφορά. Καὶ πρέπει αὐτὸ νὰ γίνη, διότι αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ συμφέρον μας. Μᾶς συμφέρει νὰ πορευώμαστε σύμφωνα μὲ τὸν χρυσὸ αὐτὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, διότι θὰ γίνη καλύτερη ἡ ζωή μας ἐδῶ. Δὲν θὰ ὑπάρχει ἡ ἀδικία καὶ τὸ παράπονο, θὰ κυριαρχεῖ ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἰσότητα.

Τὸ συμφέρον εἶναι μεγαλύτερο ὅταν τὸ θέμα ἀναφέρεται στὴν ἄλλη ζωή. Καὶ γιὰ μᾶς, ποὺ θέλομε νὰ λεγώμαστε πιστοί, τὸ ζητούμενο δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ζωή, ἀλλὰ ἡ αἰώνια, ἡ ἄλλη ζωὴ ποὺ δὲν ἔχει τέλος. Καὶ τὸν νόμο του τὸν ἔδωσε ὁ Θεός, καὶ γιὰ τὴν ἐδῶ βεβαίως ζωή, καὶ ἡ ἐδῶ ζωὴ νὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, νὰ εἶναι ἁρμονική, εἰρηνική, ἀνθρώπινη καὶ μὲ καλοσύνη, ἀλλὰ τὸν ἔδωσε κυρίως γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῆς ἄλλης, στὸν οὐρανό. Ἐπειδὴ δὲ «ὁ Θεὸς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι», θέλει ὅλοι οἱ ἄνθωποι νὰ σωθοῦν, γι’ αὐτὸ ἐδωσε ἁπλὸ νόμο, γιὰ νὰ μποροῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐφαρμόζοντάς τον, νὰ σωθοῦν. Τώρα δικαιολογίες δὲν ὑπάρχουν, ὅποιος θέλει μπορεῖ. Ἀρκεῖ νὰ θέλωμε. Ἀμήν.