Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 02.02.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ (Τῆς ἑορτῆς) (Ἑβ 7, 7-17)
Τὸ ἔχομε πεῖ καὶ ἄλλοτε ὅτι, γιὰ τὰ ἀναγνώσματα τοῦ ἀποστόλου καὶ τοῦ εὐαγγελίου, ὑπάρχει ἡ σειρὰ τοῦ Κυριακοδρομίου, ποὺ καλύπτει ὅλες τὶς Κυριακὲς καὶ ἑβδομάδες τοῦ ἔτους, καὶ ἡ σειρὰ τοῦ Μηνολογίου ποὺ καλύπτει τὶς μεγάλες ἑορτές. Σήμερα ποὺ εἶναι Κυριακὴ, γίνεται καὶ ἡ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου μας. Ἡ ἑορτὴ αὐτὴ εἶναι μεγάλη καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ ἐπιλογὴ τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος δὲν εἶναι τῆς σειρᾶς τῶν Κυριακῶν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Μηνολόγιο, δηλαδὴ τῆς ἑορτῆς.

Ἡ ἀρχὴ ἀπὸ τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα· «Χωρὶς πάσης ἀντιλογίας τὸ ἔλαττον ὑπὸ τοῦ κρείττονος εὐλογεῖται», ἁπλοϊκὰ σημαίνει πὼς δὲν ὑπάρχει ἀντίρρησι, καὶ ὅλοι ἀποδεχόμαστε, ὅτι τὸ κατώτερο εὐλογεῖται ἀπὸ τὸ ἀνώτερο. Πράγματι ξέρομε ὅτι δὲν εὐλογεῖ ὁ διάκονος τὸν ἐπίσκοπο, ἀλλὰ ὁ ἐπίσκοπος, ὡς ἀνώτερος, εὐλογεῖ τὸν διάκονο, ποὺ ἔχει μικρότερο βαθμό στὴν κλίμακα τῆς ἱερωσύνης. Στὸν στρατὸ δὲν δίνει διαταγὴ ὁ λοχίας στὸν ταγματάρχη, ἀλλὰ διαταγὴ δίνει μόνον ὁ ἀνώτερος στὸν κατώτερο. Ἀλλὰ γιατὶ ὁ ἀπόστολος κάνει αὐτὴν τὴν ἀναφορά; Θὰ δοῦμε πῶς ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη μᾶς μεταφέρει στὴν Καινή, καὶ εἰδικὰ στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὑπαπαντή τοῦ ὁποίου ἑορτάζομε σήμερα.

Ὅταν ὁ πατριάρχης Ἀβραὰμ ἐπέστρεφε νικητὴς ἀπὸ πόλεμο, κατὰ τὸν ὁποῖο ἀπελευθέρωσε τὸν ἀνεψιό του Λώτ, τὸν συνάντησε ὁ Μελχισεδὲκ καὶ τοῦ προσέφερε «ἄρτον καὶ οἶνον» καὶ συγχρόνως τὸν εὐλόγησε. Ἀνταποδίδοντας ὁ Ἀβραὰμ ξεχώρισε ἀπὸ τὰ λάφυρα τοῦ πολέμου τὸ ἕνα δέκατο καὶ τὸ προσέφερε στὸν Μελχισεδέκ. Ποιὸς εἶναι ὁ Μελχισεδέκ; Εἶναι σύγχρονος τοῦ Ἀβραὰμ ἀλλὰ βασιλεύς τῆς Σαλήμ, δηλαδὴ τῆς Ἰερουσαλήμ, καὶ ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου. Καὶ ὡς ἱερεὺς τοῦ Ὑψίστου εὐλόγησε τὸν Ἀβραάμ. Ὡς ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μπορεῖ νὰ εὐλογῆ, ἀλλὰ καὶ νὰ δέχεται τὴν δεκάτη, ποὺ εἶναι εἶδος προσφορᾶς ἱερῆς πρὸς τὸν Θεό. Ἀκόμα ἀναφέρεται ὅτι εἶναι ἀγενεαλόγητος. Καμμία πληροφορία δὲν ἔχομε γιὰ τὴν καταγωγή του καὶ δὲν ἀναφέρεται ἡ ἀρχή του, οὔτε ὅμως καὶ τὸ τέλος του. Ὅλα αὐτὰ ἔδωσαν τὴν ἀφορμὴ νὰ γράψη ὁ Δαβὶδ στὸν μεσσιανικὸ ἑκατοστὸ ἔνατο ψαλμὸ τὴν ὑπόσχεσι τοῦ Θεοῦ· «Σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ», ἀναφερόμενος στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Διότι, ὅπως γιὰ τὸν Μελχισεδὲκ δὲν ἀναφέρεται ἀρχὴ καὶ τέλος, ἔτσι καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος. Ἀπὸ τὸν ψαλμωδὸ δανείζεται τὸν λόγο ὁ ἀπόστολος καὶ τὸν χρησιμοποιεῖ στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα.

Ἐπὶ πλέον σημειώνει ὁ ἀπόστολος ὅτι ὑπῆρχε στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ ἱερωσύνη κατὰ τὴν τάξιν τοῦ Ἀαρὼν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Λευΐ. Ἀλλὰ καὶ καὶ ὁ Λευῒ πλήρωσε τὴν δεκάτη στὸν Μελχισεδὲκ ὡς απόγονος τοῦ Ἀβραάμ. Καὶ λέγει· «Ἂν ἡ λευϊτικὴ ἱερωσύνη ὁδηγοῦσε στὴν τελείωσι, τὶ χρειαζόταν ἡ κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἱερωσύνη»; Ἡ ἀπάντησις εἶναι ὅτι χρειάζεται ἡ ἱερωσύνη Μελχισεδὲκ γιὰ νὰ φανῆ ἡ ἀνωτερότητα τῆς ἀρχιερωσύνης τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Μελχισεδὲκ εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν Ἀβραάμ. Μετατίθεται ἡ ἱερωσύνη ἀπὸ τὴν τάξι Ἀαρὼν μὲ τοὺς Λευΐτες στὴν τάξι Μελχισεδέκ. Τὸ σημειώνει χαρακτηριστικὰ ὁ ἀπόστολος, πὼς εἶναι φανερὸ πλέον, ὅτι ἐμφανίζεται ἄλλος ἱερεὺς κατὰ τὴν ὁμοιότητα τοῦ Μελχισεδέκ. Ὄχι ὅπως οἱ ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι, σύμφωνα μὲ τὸν φυσικὸ καὶ κατὰ ἄνθρωπο νόμο, πεθαίνουν, καὶ μὲ τὸν θάνατο διακόπτεται ἡ ἱερωσύνη, ἀλλὰ μὲ δύναμι ἀκατάλυτη ζωῆς. Καὶ τὸ βεβαιώνει ὁ λόγος ὅτι εἶναι ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα. Ἔτσι ὁδηγούμαστε πλέον στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἀρχιερεὺς αἰώνιος εἶναι μόνον ὁ Χριστός. Ἔχει ἱερωσύνη ἀκατάλυτη, ἀδιάκοπη, συνεχιζόμενη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Καὶ κατὰ ἄνθρωπον ὁ Χριστὸς δὲν προέρχεται ἀπὸ τοὺς Λευΐτες, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἰούδα, γιὰ τὴν ὁποία δὲν εἶπε τίποτε ὁ Μωϋσῆς περὶ ἱερωσύνης, καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία κανένας ποτὲ δὲν προσέφερε τίποτε στὸ θυσιαστήριο. Ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ εἶναι νέα καὶ μοναδική, εἶναι κατὰ τὴν ὁμοιότητα τῆς ἱερωσύνης τοῦ Μελχισεδέκ. 

Τὴν Ὑπαπαντή τοῦ Κυρίου ἑορτάζομε σήμερα, καὶ μᾶς θυμίζει ὁ ἀπόστολος ἕνα ἀξίωμά του, τὸ ἀρχιερατικό. Κατὰ ἄνθρωπο ἦταν νήπιο σαράντα ἡμερῶν ὅταν προσφέρθηκε στὸν ναό. Ὥστόσο Κύριο τὸν ὀνομάζομε, διότι εἶναι ὁ Θεός. Τώρα, στὴν ὑπαπαντή, εἶναι νήπιο, ἀλλ’ εἶναι ὁ Θεός, ὁ Δημιουργός. Διέσωσε μάλιστα ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας τὰ λόγια τῆς προφήτιδος Ἄννας, ποὺ παραβρέθηκε στὸν ναὸ τὴν ὥρα τῆς ὑπαπαντῆς, καὶ ἀντικρύζοντας τὸν Ἰησοῦ στὰ χέρια τοῦ ἱερέως Συμεών, εἶπε· «Τοῦτο τὸ παιδίον τὸν κόσμον ἐδημιούργησε». Ἡ Ἄννα μὲ τὸ προφητικό της βλέμμα ἀντικρύζει νήπιο, ἀλλὰ βλέπει τὸν Δημιουργό. Ἀλλ’ ὡς ἄνθρωπος ὁ Κύριος πέρασε ὅλα τὰ στάδια τοῦ βίου. Γεννήθηκε καὶ μεγάλωσε ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Καί, ὅπως σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής, μεγαλώνοντας «προέκοπτε σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ». Μόνον δὲ ὅταν ἦρθε στὴν κατάλληλη ἡλικία ξεκίνησε τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο του, καὶ παρουσίασε καὶ ἄσκησε τὸ τριπλό του ἀξίωμα, τὸ ἀρχιερατικό, τὸ προφητικὸ καὶ τὸ βασιλικό. Τὰ ἀξιώματα αὐτὰ δὲν τὰ παίρνει ἀπὸ κανέναν, διότι τὰ ἔχει ὡς Θεός. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἐξουσία του. Ὡς βασιλεύς ποιμαίνει, ὡς προφήτης διδάσκει καὶ ὡς ἀρχιερεύς ἁγιάζει τοὺς ἀνθρώπους. Δὲν γίνεται ἀρχιερεύς, ἀλλὰ εἶναι πάντα. Δὲν χειροτονεῖται ἀπὸ κανέναν, ἀλλ’ εἶναι ἀρχιερεύς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ, χωρὶς ἀρχὴ καὶ χωρὶς τέλος. Ὁ νόμος ὥριζε τὴν  τάξι τῶν ἀρχιερέων, καὶ ὑπῆρχαν διατάξεις ποὺ καθόριζαν τὸ τελετουργικὸ τῆς λατρείας, τῶν θυσιῶν, τῶν προσευχῶν, καὶ ὅλο τὸ ἔργο τους. Καὶ ἔπρεπε νὰ προσφέρουν πρῶτα γιὰ τὶς δικές τους ἁμαρτίες καὶ μετὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ. Αὐτὸ δὲν ἴσχυε γιὰ τὸν Χριστό. Προσέφερε μία φορὰ τὸν ἑαυτό του, ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, πάνω στὸν Σταυρό. Ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ θυσίες, διότι ἦταν ἀρχιερεύς «ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος», ποὺ σήκωσε πάνω στὸν σταυρὸ τὰ κρίματα, τὰ ἀνομήματα, τὶς ἁμαρτίες ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Θυσιάσθηκε γιὰ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἐμεῖς τὸν εἴχαμε ἀνάγκη καὶ γιὰ μᾶς ἦρθε.

Καὶ μετὰ τὴν θυσία τοῦ Κυρίου καταργοῦνται ὁριστικὰ ὅλες οἱ αἱματηρὲς θυσίες ποὺ προέβλεπε ὁ νόμος. Ἡ θυσία τοῦ Κυρίου εἶναι αὐτὴ ποὺ μένει εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ μᾶς ἁγιάζει ὅλους ὅσοι τὸν πιστεύομε καὶ τὸν ἀναγνωρίζομε ἀρχιερέα τῆς ζωῆς μας καὶ τῆς ψυχῆς μας.

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 26.01.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ (Α΄ Τιμ 4,9-15)
Ἡ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι μία πατρικὴ ἐπιστολὴ γεμάτη ὁδηγίες καὶ ὑποδείξεις πρὸς πνευματικὸ υἱό, ποὺ εἶναι ἐργάτης τοῦ εὐαγγελίου, γιὰ τὴν ἀποτελεσματικότερη δρᾶσι καὶ συμπεριφορά του. Ὁ Τιμόθεος εἶναι νέος καὶ ἔχει ἀναλάβει βαρὺ ἔργο, γι’ αὐτὸ κοντὰ στὰ ὅσα ἄκουσε ἀπὸ τὸν διδάσκαλό του τὸν Παῦλο, τοῦ εἶναι πάντα χρήσιμες οἱ συμβουλές. Καὶ ὁ ἀπόστολος συμβουλεύει, ἐνθαρρύνει, προτρέπει, ἐνημερώνει, ὥστε τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελίου νὰ εἶναι ἀποτελεσματικό, ἀλλὰ καὶ ἡ προσωπικὴ προκοπὴ βέβαιη.
Ἔτσι κοντὰ στὰ ἄλλα γράφει ὁ ἀπόστολος· «Εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν». Γιὰ ποιὸ δηλαδὴ λόγο τόσους κόπους καταβάλλομε, γιὰ ποιὸ λόγο ὑπομένομε τὸσους ὀνειδισμούς; Μὰ ἀκριβῶς ἐπειδὴ στηρίξαμε ὅλες τὶς ἐλπίδες μας σὲ Θεὸ ζωντανό, ποὺ εἶναι σωτήρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἐξαιρετικὰ ὅμως τῶν πιστῶν. Γίνεται λόγος γιὰ κόπους καὶ ὀνειδισμούς, ποὺ ὑφίστανται οἱ ἀπόστολοι. Σὲ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς τῶν ἐσχάτων καιρῶν, μᾶς φαίνονται παράδοξα ἕως ἀπίστευτα. Ἔχομε τὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψι ὅτι ἕνας πιστὸς καὶ εὐσεβὴς χριστιανός, κατὰ κάποιο τρόπο «τὰ ἔχει καλὰ μὲ τὸν Θεό», καὶ ἄρα πρέπει νὰ ἀπολαμβάνη τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοῦ πηγαίνουν ὅλα καλὰ στὴν ζωή. Νὰ μὴν ἔχη δοκιμασίες, στενοχώριες, ἀρρώστιες, θλίψεις, ὅλα ὅσα θεωροῦνται «κακά» ἢ τιμωρίες. Ὅταν κάποιος δοκιμάζεται, μὲ εὐκολία λέμε ὅτι, ὁ Θεὸς τὸν τιμωρεῖ, καὶ αὐτὸ εἶναι ἐπίσης λάθος ἐκτίμησις. Ὑπάρχει καὶ κάτι ἀκόμα ποὺ πρέπει νὰ τὸ ἀναφέρωμε. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ νομίζουν ὅτι, τηρώντας κάποιες ἐξωτερικὲς θρησκευτικὲς ὑποχρεώσεις, δεσμεύουν τὸν Θεὸ καὶ τὸν θεωροῦν ὑποχρεωμένο νὰ τοὺς τὰ φέρνη ὅλα «δεξιά», βολικά. Τάζοντας κάποιο προσκύνημα ἢ προσφέροντας κάποια εἰκόνα, κανδήλα, λαμπάδα στὸν ναό, ἐξασφαλίζουν μία προστασία ἀπὸ δοκιμασίες, μία ἀσυλία στοὺς πειρασμούς.
Ἀπὸ αὐτὴν τὴν πλανεμένη ἀντίληψι μᾶς βγάζει ὁ ἀπόστολος ὅταν λέγει ὅτι «καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα». Τὰ γράφει αὐτὰ ὄχι μόνο στὴν πρὸς Τιμόθεο ἐπιστολή του, ἀλλὰ σὲ ὅλες. Μάλιστα δὲν μπορῶ νὰ βρῶ καμμία ἀναφορὰ τοῦ Παύλου, νὰ κάνη λόγο γιὰ καλοπέρασι, γιὰ ἡσυχία, γιὰ ἀνάπαυλα. Πάντα, παντοῦ καὶ ἀπὸ παντοῦ δοκιμασίες καὶ κίνδυνοι συνοδεύουν τὴν ζωὴ τοῦ ἀποστόλου. Τὸ «καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα» μάλιστα, εἶναι σὲ ἐνεστωτικὸ χρόνο, ποὺ σημαίνει ὅτι αὐτὰ γίνονται τώρα. Δὲν πρόκειται γιὰ κάποιο περιστατικὸ τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ γιὰ τωρινὴ καὶ συνεχιζόμενη κατάστασι. Καὶ ἂν ὁ Παῦλος καὶ ὁ Τιμόθεος περνᾶνε τέτοιες δοκιμασίες, πῶς πιστεύομε ὅτι ἐμεῖς θὰ περάσωμε στὸ ἀπυρόβλητο; Ἢ μήπως νομίζομε ὅτι οἱ ἀπόστολοι τιμωροῦνται; Ἀσφαλῶς, ὄχι. Γιὰ τὸν Τιμόθεο ἡ εὐτυχέστερη στιγμὴ τῆς ζωῆς του ἦταν ὅταν γνώρισε τὸν ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν. Στὰ Λύστρα, τὴν πατρίδα τοῦ Τιμοθέου, οἱ Ἰουδαῖοι τὸν Παῦλο τὸν κακομεταχειρίσθηκαν τόσο, ποὺ τὸν πέταξαν, σχεδὸν μισοπεθαμένο, στὸν σκουπιδότοπο. Ἐκεῖ τὸν γνώρισε ὁ Τιμόθεος, κάτω ἀπὸ ἄσχημες συνθῆκες διωγμοῦ. Γνώρισε τὸν Ἀπόστολο καὶ μαζί γνώρισε τοὺς κόπους καὶ ὀνειδισμούς. Καὶ αὐτοὶ τὸν συνοδεύουν σὲ ὅλη του τὴν ζωή.
Ἑπομένως φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος δὲν προειδοποιεῖ τὸν Τιμόθεο ὅτι θὰ δοκιμασθῆ ἀπὸ κόπους καὶ ὀνειδισμούς, ἀλλὰ ἐξηγεῖ γιὰ ποιὸ λόγο γίνονται αὐτά. Οἱ κόποι καὶ οἱ ὀνειδισμοὶ τοὺς συνοδεύουν μονίμως καὶ συνεχῶς, ὅμως γιατὶ γίνεται αὐτό; Ἡ ἀπάντησις εἶναι ὅτι δοκιμάζονται ἐπειδὴ ἐλπίζουν σὲ Θεὸ ζῶντα, «ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν».
Οἱ ἀπόστολοι, ἀλλὰ καὶ οἱ πιστοὶ, κοπιάζουν, τρέχουν, ἀγωνίζονται, ἀγωνιοῦν, γιὰ ἕνα λόγο. Ἡ μεγάλη ἐπιθυμία τους εἶναι νὰ διαδόσουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι στὴν μοναδικὴ ἀλήθεια ποὺ μπορεῖ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, καὶ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ τρέχουν, καὶ κοπιάζουν. Δὲν ἀποβλέπουν σὲ ἀπολαβὲς καὶ ὅποια ἀνθρώπινη δόξα καὶ ἀναγνώρισι. Τὸ μέλημά τους εἶναι τὸ ἅπλωμα τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν Θεό. Νὰ βροῦν τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἡ διάδοσις τοῦ εὐαγγελίου δὲν εἶναι περίπατος, ἀλλὰ κόπος. Τὸ ἔργο εἶναι εἶναι ἐλεύθερη προσωπικὴ ἐπιλογὴ καὶ ἀπάντησι στὴν πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἀναθέτει τὸ ἔργο σὲ ὅποιον θέλει νὰ τὸ ἐπιτελέση. Στὸ ἔργο ἀσφαλῶς θὰ κουρασθῆ, θὰ κοπιάση, καὶ αὐτὸ τὸ γνωρίζει, ἀλλὰ ἐλπίζει στὸν πανάγαθο καὶ παντοδύναμο Θεό. 
Στὴν προσπάθεια αὐτὴ ποὺ προσφέρεται, καταβάλλεται κόπος ἀπὸ τὸν ἀπόστολο, τὸν ἐργάτη τοῦ εὐαγγελίου, τὸν ὅποιο πιστό, τὶ εἰσπράτει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὸν κόσμο; Λέγει γιὰ τὴν ἐποχή του ὁ ἀπόστολος· «Ὀνειδιζόμεθα», δηλαδὴ γινόμαστε ἀντικείμενο ἐμπαιγμῶν καὶ εἰρωνειῶν. Σήμερα ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὸν Θεό πάλι «ὀνειδιζόμεθα». Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἄρνησι δεχόμαστε καὶ ἐμπαιγμούς. Τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου συναντάει ἄρνησι. Ἡ συνηθέστερη φρᾶσις ποὺ ἀκούγεται εἶναι· «Ποιὸς Θεός; Δὲν ὑπάρχει τίποτε». Ἡ ἄρνησις γίνεται μὲ θράσος, καὶ χαρακτηρίζεται τὸ κήρυγμα τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ σκοταδισμός, μεσαιωνισμός, ἐπιστροφὴ σὲ ἄλλες ἐποχές, καὶ πολλά ἄλλα.
Ὁ Χριστὸς ἀσφαλῶς εἶναι «σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων». «Πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Ἀλλὰ ἂν οἱ ἄνθρωποι δὲν θέλουν νὰ σωθοῦν, δὲν θὰ τοὺς σώσει ἀναγκαστικά. Ἐξάπαντος ὅμως θὰ σωθοῦν οἱ πιστοί. Εἶναι «σωτὴρ μάλιστα πιστῶν». Τὸ κήρυγμα γίνεται γιὰ νὰ γίνουμε οἱ ἄνθρωποι πιστοί καὶ νὰ σωθοῦμε.
Ὁ ἀπόστολος μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι χρειάζεται κόπος. Ἡ ἐργασία τοῦ εὐαγγελίου γίνεται μὲ κόπο καὶ μόχθο καὶ δάκρυα. Σημειώνει· «Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον». Ἔναντι ὅλων αὐτῶν τῶν κόπων ἀπαντάει ὁ κόσμος μὲ «ὀνειδισμούς», μὲ κοροϊδίες. Ὅμως οὔτε οἱ κόποι οὔτε οἱ ὀνειδισμοὶ γίνονται ἐμπόδιο στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελίου. Τὸ στήριγμα τῶν πιστῶν εἶναι τὸ ἴδιο στήριγμα ποὺ εἶχαν οἱ ἀπόστολοι, εἶναι ἡ ἐλπίδα στὸν «ζῶντα Θεό». Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ βέβαιη καὶ «ἀκλινής» ἐλπίδα στὸν ἀληθινὸ καὶ «ζῶντα Θεό», δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ Ἐκκλησία, δὲν θὰ ὑπῆρχαν οἱ ἀπόστολοι, δὲν θὰ ὑπῆρχαν οἱ ἅγιοι, δὲν θὰ ὑπῆρχαν σήμερα ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 19.01.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΙΚΟΣΤΗ ΕΝΝΑΤΗ (Κολ 3,4-11)
Μακάρι νὰ εἴχαμε χρόνο καὶ χῶρο, μέσα σὲ ἕνα ἀπ’ ἄμβωνος κήρυγμα, νὰ παρουσιάσωμε ὅλη τὴν ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα. Ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατό, περιοριζόμαστε μόνο σὲ μία φρᾶσι τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ, ἡ ζωὴ ἡμῶν, τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξ­ῃ». Ὅταν ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ ζωή μας καὶ ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς μας, φανερωθῆ ἔνδοξος κατὰ τὴν δευτέρα του παρουσία, τότε καὶ σεῖς μαζὶ μὲ αὐτὸν θὰ λάμψετε ἀπὸ δόξα.
Ἡ Ἐκκλησία μας πιστεύει καὶ διδάσκει μία ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια γιὰ τὰ ἔσχατα. Καὶ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ ἔλθη πάλι στὸν κόσμο. Ἡ δεύτερη αὐτὴ παρουσία του δὲν θὰ εἶναι σὰν τὴν πρώτη, ταπεινή, ἄδοξη καὶ ὑπὸ διωγμό, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἔνδοξη, λαμπρὴ καὶ μὲ δύναμι. Μᾶς ἀποκάλυψε ἀκόμα ὁ ἴδιος ὁ Κύριος καὶ τὸ ἔργο τὸ ὁποῖο θὰ κάνη. Θὰ ἔλθη νὰ κρίνη τὸν κόσμο καὶ νὰ ἀποδώση στὸν καθένα ὅ,τι τοῦ ἀξίζει, θὰ ἀποδώση δίκαιο. Μάλιστα ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστὲς εἶναι καταγραμμένα τὰ πρακτικὰ τῆς παγκόσμιας ἐκείνης δίκης. Αὐτὴ θὰ εἶναι καὶ ἡ τελευταία πρᾶξις τοῦ κόσμου μας, γιὰ νὰ ἀνατείλη ἡ «καινὴ κτίσις» μία νέα κάταστασις, ἕνας νέος κόσμος, ἡ ἔνδοξη καὶ ἀτελεύτητη βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τὸ μόνο ποὺ ἀγνοοῦμε εἶναι ὁ χρόνος. Τὶ θὰ γίνη, τὸ γνωρίζομε καλὰ. Πότε θὰ γίνη, αὐτὸ τὸ ἀγνοοῦμε παντελῶς. Τό «ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ» δὲν εἶναι μία ὑπόθεσις ἀλλὰ βεβαίωσις. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἐμεῖς πρέπει νὰ περιμένωμε τὴν δεύτερη παρουσία τοῦ Κυρίου, καὶ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὴν ὑποδεχθοῦμε μὲ παρρησία.
Καὶ τοῦτο διότι μᾶς περιμένει δόξα λαμπρή, ἐφ’ ὅσον εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν ἐρχόμενο Κύριο. Μέχρι τότε τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν εἶναι ἄγνωστο καὶ ἀφανές. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἡ ζωὴ τῶν πιστῶν εἶναι κρυμμένη μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ στὸν Θεό. Μὲ τὴν βάπτισι ὁ πιστὸς πεθαίνει κατὰ κόσμο καὶ ἐνδύεται τὸν Χριστό. Ἔτσι μένει κρυμμένη ἡ ζωή του. Καὶ θὰ φανερωθῆ μόνον ὅταν ἔρθη ὁ Χριστὸς ἔνδοξος κατὰ τὴν δεύτερη παρουσία του. Ἔνδοξη θὰ εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ, καὶ παρομοίως ἔνδοξη θὰ εἶναι καὶ ἡ παρουσία τῶν πιστῶν.
Κόντα σὲ αὐτὰ ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος τονίζει μία πολὺ σημαντικὴ ἀλήθεια, ποὺ πρέπει νὰ προσέξωμε ἰδιαιτέρως. Γι’ αὐτὸ θὰ ἐπιμείνωμε στὴν συνέχεια. Γράφει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἡ ζωή μας.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζωντανὸ ὂν. Ἡ ζωὴ ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος, δὲν εἶναι αὐθύπαρκτη, δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει ἀπὸ μόνη της, οὔτε προέρχεται ἀπὸ τὴν τύχη. Ἡ ζωὴ προέρχεται ἀπὸ ζωή. Αὐτοζωὴ εἶναι μόνον ὁ Χριστός, μόνον αὐτὸς εἶναι ἡ πηγὴ καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ζωῆς. Τὸ διεκήρυξε ὅταν εἶπε· «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Ἑπομένως καὶ ἡ ζωὴ ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος προέρχεται ἀπὸ τὸν Χριστό, τὸν δημιουργὸ καὶ πλάστη τοῦ ἀνθρώπου. Σημειώνει ἡ ἁγία Γραφή· «Καὶ ἔπλασεν ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς, καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν». Ἔπλασε ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ χῶμα τῆς γῆς καὶ τοῦ φύσηξε στὸ πρόσωπο τὴν πνοὴ τῆς ζωῆς. Ἔτσι ἔγινε ὁ ἄνθρωπος πλᾶσμα μὲ ζωή. Χριστὸς ὁ Θεός μας εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴν ζωή. Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωή μας.
Ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴν γῆ ὀφείλομε τὴν ζωή μας στὸν Χριστό, διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὡς βιολογικὰ ὄντα, εἴμαστε δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀποδέχονται αὐτὴν τὴν ἀλήθεια. Δὲν ἀναγνωρίζουν τὸν Χριστὸ ὡς δημιουργὸ καὶ χορηγὸ τῆς ζωῆς τους, δὲ τὸν πιστεύουν καὶ δὲν τὸν θέλουν Θεό. Ἡ ἄρνησις κάποιων ἀνθρώπων ἀσφαλῶς δὲν σβήνει τὸν Θεό, οὔτε καταργεῖ τὸν Δημιουργό. Ὑπάρχει ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν ἂν τὸν δέχονται ἢ ὄχι οἱ ἄνθρωποι. Γιὰ τοὺς πιστοὺς ὅμως ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος Θεὸς καὶ ὁ μόνος ποὺ δίνει τὴν ζωή. Ποὺ δίνει ὄχι μόνον τὴν ζωή, ὅπως τὴν ἔχουν ὅλοι οἱ ζωντανοί, ἀλλὰ ποὺ χαρίζει τὴν ἀναγεννημένη ζωή. Γιὰ τὴν ἀναγεννημένη ζωὴ μίλησε ὁ Χριστὸς στὸν κρυφὸ μαθητή του, τὸν Νικόδημο, ὅταν τοῦ εἶπε· «Ἂν δὲν γεννηθῆ κανεὶς ἀπὸ τὸν οὐρανό, δὲν μπορεῖ νὰ δῆ καὶ νὰ ἀπολαύση τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Καὶ ἐπειδὴ ὁ Νικόδημος δὲν κατενόησε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ὅπως δυσκολευόμαστε καὶ ἐμεῖς νὰ κατανοήσωμε τὶς οὐράνιες ἀλήθειες, ὁ Χριστὸς διευκρίνησε καὶ εἶπε· «Κάθε τι ποὺ ἔχει γεννηθῆ κατὰ τρόπο φυσικὸ ἀπὸ τὴν σάρκα, εἶναι καὶ αὐτὸ σαρκικό, δηλαδὴ γεμᾶτο ἀτέλειες καὶ ἀδυναμίες. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἔχει γεννηθῆ ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι πνευματικὴ ὕπαρξις, ποὺ θὰ ἀπολαύση τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ἔχομε γεννηθῆ ἄνωθεν. Αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν βάπτισί μας, ὅταν εἴμασταν νήπια. Καὶ σὲ μεγὰλη ἡλικία γίνεται, ὅταν πλέον συνειδητὰ μετέχομε στὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν συνειδητὰ καὶ μὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησί μας ζοῦμε τὰ σωτήρια μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας.
Μὲ τὴν ἀληθινὴ πίστι καὶ τὴν συνειδητὴ συμμετοχὴ στὰ μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἄνθρωποι μὲ ἀναγεννημένη ζωή, ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή, ποὺ καὶ αὐτὴν μᾶς τὴν δίνει ὁ Χριστός. Καὶ αὐτὴν τὴν αἰώνιο ζωὴ τὴν δικαιοῦνται μόνον οἱ πιστοί. Γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης· Τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν βυθισμένο στὴν ἁμαρτία κόσμο, ὥστε παρέδωσε σὲ σταυρικὸ θάνατο τὸν μονογενῆ Υἱό του, γιὰ νὰ μὴν καταδικασθῆ σὲ αἰώνια ἀπώλεια ὁ καθένας ποὺ πιστεύει σὲ αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχη ζωὴ αἰώνιο. Τονίζει τὴν ἀλήθεια ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι ἔχουν ζωὴ αἰώνιο μόνον ὅσοι πιστεύουν στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Χριστό.
Οἱ ἀναγεννημένοι πιστοὶ χριστιανοὶ σὲ αὐτὴν τὴν ζωὴ μπορεῖ νὰ εἶναι διωκόμενοι, ἄσημοι, ἄγνωστοι, ἄδοξοι. Ἔρχεται ὅμως μὲ βεβαιότητα ἡ ἡμέρα τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ὁποία θὰ ἔλθη ὁ Χριστὸς μὲ δόξα καὶ τιμή, ἀλλὰ καὶ μὲ δύναμι καὶ ἐξουσία νὰ κρίνη τὸν κόσμο. Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ δεύτερη παρουσία τοῦ Χριστοῦ πάνω στὴν γῆ. Κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους «γεννήθηκαν ἄνωθεν», δηλαδὴ ἀναγέννησαν τὴν ζωή τους, ποὺ τοὺς τὴν ἔδωσε ὡς Δημιουργὸς ὁ Θεός, καὶ ἀναγνώρισαν τὸν Χριστὸ χορηγὸ τῆς ζωῆς τους, θὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ δικαιοῦνται καὶ τὴν αἰώνιο ζωή. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη οἱ πιστοὶ θὰ φανερωθοῦν μαζί μὲ τὸν Χριστό ἔνδοξοι, ἡ δόξα τοῦ Κυρίου θὰ ἀντανακλᾶ πάνω τους καὶ θὰ μετέχουν γιὰ πάντα στὴν χαρὰ τοῦ Κυρίου, θὰ μετέχουν στὴν αἰώνιο ζωή. Ὁ Χριστὸς δίνει ὡς Πλάστης καὶ Δημιουργὸς τὴν ζωή. Μὲ τὸν Χριστὸ ἀναγεννᾶται ἡ ζωὴ τοῦ πιστοῦ. Ὁ Χριστὸς δίνει καὶ τὴν αἰώνιο ζωή. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ ζωή μας.

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 12.01.2014

ΚΥΡΙΑΚῌ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ (Ἐφ 4,7-13)
Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα σήμερα καὶ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι περικοπὴ ἡ ὁποία ἔχει ἔντονα Χριστοκεντρικὸ περιεχόμενο. Καὶ εἶναι ἀναμενόμενο ἐφ’ ὅσον βρισκόμαστε ἀκόμα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς μεγάλης Δεσποτικῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων. Ἀπὸ τὴν περικοπὴ αὐτὴ θὰ ὑπογραμμίσωμε καὶ θὰ μεγενθύνωμε σήμερα τὴν πρώτη μόνον φρᾶσι, ποὺ λέγει· «Ἑνὶ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ».
Λίγο-πολὺ μᾶς ἀπασχολεῖ ἕνα θέμα ὅλους μας. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὰ χαρίσματα ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στὸν καθένα μας, διότι αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ θέμα μπαίνει ὡς ἀπορία καὶ ἐρώτημα ἀπὸ πολλοὺς πιστούς, καὶ γίνεται ἀφορμὴ συζητήσεων. Καὶ οἱ περισσότεροι ποὺ θέτουν τὸ ἐρώτημα προβληματίζονται ἀπὸ μία διαφαινόμενη τάχα ἀδικία ἀπὸ τὸν Θεό. Μὲ ἄλλα λόγια ἐκφράζεται ἕνα κάποιο παράπονο καί, δυστυχῶς, καταλογίζονται εὐθῦνες στὸν ἅγιο Θεό.
Εἶναι φανερὸ ὅτι κάνομε ἕνα λάθος στὸ ξεκίνημα τοῦ θέματος. Ὡς πιστοὶ ἔχομε ἐμπιστοσύνη στὴν πανσοφία καὶ τὴν ἀπόλυτη δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ; Ἂν ἔχομε αὐτὴν τὴν ἀρχή, τότε δὲν ὑπάρχει πρόβλημα, δὲν ὑπάρχει θέμα, διότι στηριζόμενοι στὴν πανσοφία καὶ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἀποδεχόμαστε, ἢ πρέπει νὰ ἀποδεχώμαστε, ὅλα ὅσα κάνει ὁ Θεός. Δὲν ὑπάρχουν περιθώρια γιὰ ἀμφιβολίες, καὶ πολύ περισσότερο γιὰ παράπονα. Τὰ πάντα μὲ σοφία καὶ δικαιοσύνη καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο κάνει ὁ Θεός. Μόνο ἡ δική μας ὀλιγοπιστία δημιουργεῖ τὰ προβλήματα. Ἐμεῖς ἔχομε διαφορετικὸ κριτήριο ἀπὸ τὸ κριτήριο τοῦ Θεοῦ, καὶ γι’ αὐτὸ διακρίνομε, τάχα ἀδικίες, στὶς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.
Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος· «Ἐμᾶς ὁ Θεὸς μᾶς κάλεσε ὅλους ὑποσχόμενος σὲ ὅλους τὰ ἴδια. Σὲ κανέναν δὲν ὑποσχέθηκε κάτι παραπάνω. Σὲ ὅλους ἀθανασία, σὲ ὅλους ζωή αἰώνιο, σὲ ὅλους ἀθάνατη δόξα, σὲ ὅλους ἀδελφότητα, σὲ ὅλους κληρονομία ἐχάρισε. Ἔγινε κοινὴ κεφαλὴ γιὰ ὅλους, καὶ ὅλους μᾶς ἀνέστησε καὶ ὅλους μᾶς ἔβαλε νὰ καθίσωμε στὰ δεξιά του. Λοιπόν, ὅταν ὅλοι ἔχομε τόση ἰσοτιμία στὰ πνευματικά, ποῦ βρίσκετε τὴν ἀφορμὴ νὰ θεωρῆτε ὅτι εἶστε σπουδαῖοι καὶ μεγάλοι, ὅτι ὁ ἕνας εἶναι πλούσιος καὶ ὁ ἄλλος δυνατός; Δὲν εἶναι γιὰ γέλια μιὰ τέτοια σκέψις»; Ἑπομένως τὸ θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο γίνεται λόγος ὄχι μόνον δὲν πρέπει νὰ ἀνακύπτη στὴν σκέψι τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ εἶναι αἰτία, κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο, γιὰ γέλια. Ὅμως παρ’ ὅλα αὐτὰ τὸ θέμα ὑπάρχει καὶ ἀπασχολεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Λέγει, ἀφοῦ δόθηκε ἡ χάρις στὸν καθένα μας, ἀπὸ ποῦ καὶ γιατὶ ὑπάρχουν διάφορα χαρίσματα; Τὸ θέμα ἄλλους τοὺς φέρνει σὲ ἀπόγνωσι, ἄλλους σὲ ἀθυμία καὶ ἄλλους σὲ φθόνο. Πρόκειται γιὰ νόσημα ποὺ τυραννεῖ ψυχές. Καὶ ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου φαίνεται ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ ἀπασχόλησε καὶ τοὺς χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου. Στὶς δὲ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὲς ἀναλύει τὸ θέμα μὲ πιὸ διεξοδικὸ τρόπο, τὸ ἀναφέρει καὶ ἐδῶ στὴν πρὸς Ἐφεσίους. Στὸ θέμα δίνει ἀπάντησι ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ ἕνα ξεκάθαρο λόγο. Τονίζει ὅτι στὸν καθένα μας δόθηκε ἡ χάρις, τὰ χαρίσματα καὶ οἱ δωρεὲς, σύμφωνα μὲ τὸ μέτρο, ποὺ μὲ δικαιοσύνη καὶ σοφία μοιράζει ὁ Χριστός. Δὲν εἶπε κατὰ τὴν πίστιν τοῦ καθενός, ἀλλὰ κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. Τὸ εἶπε αὐτὸ γιὰ νὰ μὴ προκαλέση στενοχώρια σὲ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔχουν μεγάλα χαρίσματα.
Ἐξ ἄλλου τὰ πιὸ σημαντικὰ καὶ σωτήρια εἶναι κοινὰ γιὰ ὅλους. Κοινὸ εἶναι τὸ βάπτισμα, κοινὴ εἶναι ἡ σωτηρία μὲ τὴν πίστι, κοινὸς γιὰ ὅλους ὁ Θεὸς Πατέρας, καὶ ὅλοι στὸ ἴδιο ἅγιο Πνεῦμα μετέχομε. Ἂν κάποιοι ἔχουν κάτι παραπάνω σὲ χαρίσματα, αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ γίνεται αἰτία γιὰ στενοχώρια, διότι εἶναι σίγουρο καὶ λογικό, ὅποιος ἔχει μεγαλύτερο χάρισμα νὰ ἔχη καὶ μεγαλύτερη ὑποχρέωσι καὶ ὁ πόνος του εἶναι μεγαλύτερος. Πάλι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος λέγει ὅτι στὴν παραβολὴ τῶν ταλάντων· «Καὶ αὐτὸς ποὺ πῆρε πέντε ταλαντα τοῦ ζητήθηκε νὰ ἐπιστρέψη πέντε, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ πῆρε δύο, δύο τοῦ ζητήθηκαν, καὶ στὴν ἐπιβράβευσι δὲν ὑστέρησε σὲ τίποτε ἀπὸ τὸν πρῶτο». Δὲν ἔχει σημασία τὸ πλῆθος τῶν ταλάντων. Ἀρκεῖ ὁ καθένας  νὰ ἐργασθῆ καὶ νὰ ἀξιοποιήση ὅσα τάλαντα ἔχει. Ἡ ἀμοιβὴ εἶναι ἴδια γιὰ ὅλους.
Μὲ τὰ χαρίσματα ὑπάρχει καὶ ἄλλη εὐθύνη. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέχθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ χάρισμα νὰ διδάσκη. Τὸ ἀναγνωρίζη αὐτό, ἀλλὰ βλέπει περισσότερο τὴν εὐθύνη καὶ ἀναλογίζεται τὴν ὑποχρέωσί του, καὶ δὲν τὸ θεωρεῖ αἰτία καυχήσεως. Ἀλλὰ τὶ λέγει·  «Οὐαί μοι, ἐὰν μὴ εὐαγγελίζωμαι». Ἀλλοίμονο σὲ μένα ἐὰν σταματήσω νὰ εὐαγγελίζωμαι, ἐὰν σταματήσω τὸ κήρυγμα καὶ τὴν προσπάθεια γιὰ τὴν διάδοσι τῆς ἀλήθειας, τὸ ἅπλωμα τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσμο. Πῆρε χάρισμα, ἀλλὰ καὶ φορτώθηκε εὐθύνη, ἀλλοίμονο. Ἐσὺ ποὺ δὲν πῆρες χάρισμα εἶσαι ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν εὐθύνη. Σὲ ὅποιον πῆρε χάρισμα ὑπάρχει τὸ ἀλλοίμονο, σὲ ὅποιον στερεῖται χαρίσματος ὑπάρχει τὸ ἀνεύθυνο.
Ἂς προχωρήσωμε ὅμως λίγο ἀκόμα πιὸ πέρα, νὰ δοῦμε μία ἀκόμη πλευρὰ τοῦ θέματος. Νὰ ἔχης δηλαδὴ χάρισμα καὶ νὰ μὴν τὸ ἀξιοποιῆς γιὰ τὴν δόξα τοῦ Κυρίου, τότε ἡ εὐθύνη εἶναι ἀκόμα πιὸ μεγάλη. Ἕνα μόνο παράδειγμα ἀναφέρω. Χάρισμα εἶναι ἡ φωνή, ἢ ἡ εὐφυΐα. Δὲν εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καλλίφωνοι καὶ μὲ ἴδιο βαθμὸ εὐφυΐας. Ἕνας λοιπὸν καλλίφωνος πόση εὐθύνη ἔχει ἂν δὲν χρησιμοποιήση τὴν φωνή του γιὰ τὴν δόξα τοῦ Κυρίου, ἀλλ’ ἀντίθετα τὴν ἀξιοποιεῖ γιὰ νὰ τραγουδήση τὴν φθορὰ καὶ τὴν ἁμαρτία; Πόση εὐθύνη ἔχει ἕνας ποὺ ἔχει χάρισμα εὐφυΐας καὶ ἀντὶ νὰ τὴν θέση στὴν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ καλυτερεύη τὴν ζωή, ἐπινοεῖ μέσα καταστροφῆς γιὰ τὸν ἄνθρωπο;
Κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ δίδονται τὰ χαρίσματα στὸν ἄνθρωπο. Τὶ σημαίνει «κατὰ τὸ μέτρον»; Σημαίνει ὅτι δὲ δίδονται τὰ χαρίσματα σύμφωνα τὴν δική μας ἀξία. Ὅλα εἶναι δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Ὅσα θέλει καὶ ὅ,τι θέλει μᾶς χαρίζει. Δὲν μποροῦμε νὰ τοῦ καταλογίσωμε καμμία εὐθύνη καὶ ἀδικία. Ἡ ἐμπιστοσύνη μας στὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι λύτρωσις καὶ σωτηρία. Μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ κάθε παράπονο, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε στενοχώρια καὶ φθόνο. Στὸ μέτρο τῆς δωρεᾶς ἀνταποκρινόμαστε μὲ τὸ μέτρο τῶν δυνατοτήτων μας. Καὶ ἐφ’ ὅσον ἀξιοποιήσει ὁ καθένας τὸ χάρισμά του, τότε καὶ αὐτὸς ποὺ δέχθηκε μικρὸ ἢ λίγο χάρισμα, καὶ αὐτὸς ποὺ δέχθηκε τὸ πολύ, θὰ λάβη τὸ αὐτὸ βραβεῖο ἀπὸ τὸν Κύριο.

Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 05.01.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ (Β΄ Τιμ 4,5-8)
Τὰ Φῶτα εἶναι ἑορτὴ πλαισιωμένη μὲ Κυριακὴ πρὸ καὶ μετὰ τὴν ἑορτή. Σήμερα γίνεται ἡ Κυριακὴ πρὸ τῶν Φώτων, κατὰ τὴν ὁποία ἀκούγεται ἀποστολικὴ περικοπὴ ἐπιλεγμένη ἀπὸ τὴν δεύτερη πρὸς Τιμόθεο ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἡ ἐπιστολὴ αὐτή, ἀναγνωρίζεται ἀπὸ ὅλους ὅτι, εἶναι ἡ τελευταία ποὺ ἔγραψε ὁ ἀπόστολος.
Στὴν περικοπὴ τῆς ἡμέρας περαθέτει ἕναν, κατὰ κάποιο τρόπο, ἀπολογισμὸ γιὰ τὴν ὅλη ἀποστολικὴ διαδρομή του. Συμπεραίνει καὶ γράφει· «Λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ». Δηλαδὴ δὲν μένει παρὰ νὰ μοῦ δοθῆ τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, ποὺ θὰ μοῦ τὸ ἀποδώσει ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Ἡ ἡμέρα ἐκείνη εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ ἀποδόσεως ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτὴ στὸν καθένα ὅ,τι τοῦ ἀξίζει. Καὶ συμπληρώνει ὁ Παῦλος ὅτι, τὸ στεφάνι αὐτὸ τὸ δικαιοῦνται καὶ ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἀγαπήσει τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου.
Αὐτὸς ὁ τελευταῖος λόγος τοῦ Παύλου εἶναι μία ζυγαριά. Καὶ τὶ ζυγίζει; Ὅλους ἐμᾶς τοὺς χριστιανούς. Ὄχι βεβαίως τὸ σωματικὸ βάρος μας, ἀλλὰ τὴν σχέσι ποὺ ἔχουμε καὶ διατηροῦμε μὲ τὸν Κύριο. Ποιὰ εἶναι ἡ ζυγαριά; Ἡ διαβεβαίωσις ὅτι δικαιοῦνται τὸ στεφάνι καὶ ὅλοι ὅσοι ἀγαποῦν τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου. Αὐτὸς ὁ λόγος μᾶς κρίνει ὅλους, μᾶς δοκιμάζει ὅλους, ἄρα πρέπει καὶ νὰ μᾶς καθοδηγῆ ὅλους.
Ὅταν μιλᾶμε ἐμεῖς γιὰ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου περιοριζόμαστε στὴν βάπτισι τοῦ Κυρίου τὴν ὁποία καὶ ὀνομάζομε Θεοφάνεια ἢ Ἐπιφάνεια. Καὶ εἶναι πράγματι ἐπιφάνεια καὶ φανέρωσις ὄχι μόνον τοῦ Υἱοῦ ἀλλὰ ὅλης τῆς ἁγίας Τριάδος. Γίνεται ἀποκάλυψις τῆς Θεότητος μὲ τὸν πιὸ θαυμαστὸ τρόπο. Δὲν εἶναι ὅμως μόνον αὐτὴ ἡ ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου. Ὁ ἴδιος μᾶς προειδοποίησε καὶ μᾶς ἐνημέρωσε γιὰ τὴν ἐπικείμενη παρουσία του, τὴν ἐπιφάνεια, γιὰ δεύτερη φορὰ στὴν γῆ. Σὲ χρόνο ἄδηλο, ἀπροσδιόριστο, βέβαιο ὅμως καὶ πραγματικό. Γι’ αὐτὴν τὴν δεύτερη ἐπιφάνεια μιλάει ὁ Παῦλος. Αὐτὴν τὴν δεύτερη ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου, ὅσοι τὴν ἔχουν ἀγαπήσει, δικαιοῦνται τὸ στεφάνι.
Πῶς ὅμως βλέπομε ἐμεῖς τὴν δεύτερη αὐτὴ παρουσία τοῦ Κυρίου; Θέλομε νὰ γίνη; Θέλομε νὰ ἔρθη ὁ Χριστός; Δυστυχῶς, ὅλοι θεωροῦμε τὴν δεύτερη παρουσία τοῦ Κυρίου ἐδῶ στὴν γῆ ὡς μία ἐπικείμενη καταστροφή, ὡς μία ὀλέθρια κατάστασι, ὡς μία τιμωρητικὴ πανανθρώπινη κρίσι. Καὶ μόνον ἡ σκέψις μᾶς προκαλεῖ φόβο καὶ τρόμο, καὶ τελικὰ δὲν θέλομε καθόλου νὰ περνάη ἀπὸ τὸ μυαλό μας αὐτὴ ἡ ὥρα. Δὲν ἀντέχομε νὰ τὴν κρατᾶμε ζωντανὴ στὴν μνήμη μας καὶ νὰ «φιλοσοφοῦμε» πάνω σὲ αὐτήν. Ἀπέχει πολὺ ἡ δική μας ἀντίληψις καὶ ἀντιμετώπισις, ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γιατί;
Ἡ ἀπάντησις στὸ ἐρώτημα δίδεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ρωτάει· «Πῶς θὰ μποροῦσε κάποιος, καὶ μὲ ποιὸ τρόπο, νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ»; Καὶ ἀπαντάει· «Ἐὰν χαίρεται γιὰ τὴν παρουσία του. Καὶ αὐτὸς ποὺ χαίρεται γιὰ τὴν παρουσία του κάμνει ἔργα ἄξια τῆς χαρᾶς. Διαθέτει τὰ ὑπάρχοντά του, ἂν χρειασθῆ, καὶ τὴν ζωή του, προκειμένου νὰ πετύχη τὰ μέλλοντα ἀγαθά, ὥστε νὰ ἀξιωθῆ νὰ ἰδῆ τὴν δευτέρα παρουσία ὅπως πρέπει, μὲ παρρησία, δόξα καὶ λαμπρότητα.  Τοῦτό ἐστι ἀγαπᾷν τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ». Καὶ προσθέτει στὴν συνέχεια τὸν λόγο τοῦ Κυρίου· «Αὐτὸς ποὺ μὲ ἀγαπάει θὰ ἐφαρμόσει τὶς ἐντολές μου καὶ τότε ἐγὼ καὶ ὁ πατέρας μου θὰ τὸν συναντήσωμε καὶ θὰ παραμείνωμε μαζί του».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἀποκαλυπτικὸ λόγο τοῦ ἁγίου πατρός, γίνεται ἀντιληπτό,  γιατὶ ἐμεῖς δὲν ἀγαπᾶμε τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ τὴ φοβόμαστε. Ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν ζωή μας ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν. Δὲν τηροῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἡ μόνιμη ἀθέτησις τῶν ἐντολῶν του μᾶς κάνει νὰ νοιώθουμε ἔνοχοι καὶ ὑπόλογοι ἔναντι τοῦ Κυρίου, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν θέλομε νὰ γίνη ἡ δεύτερη παρουσία του. Ἡ ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας δὲν μᾶς ἀφήνει περιθώρια νὰ μποροῦμε νὰ περιμένωμε μὲ λαχτάρα τὴν «ἡμέρα ἐκείνη». Ἑπομένως γνωρίζομε καλὰ ὅτι, δὲν δικαιούμαστε τὸ στεφάνι ἐξ αἰτίας τῆς παραβατικότητος, ποὺ καθημερινὰ ἐπιδεικύομε. Διότι ὅποιος ἀγαπάει τὴν ἐπιφάνειά του, ἐπιμένει ὁ ἅγιος πατήρ, θὰ τὰ κάνει ὅλα ὥστε νὰ προσελκύση τὸν Κύριο, νὰ ἔλθη καὶ νὰ μείνη μαζί του.
Τονίζει ἀκόμα καὶ τὴν σημασία τῆς ὀνομασίας «ἐπιφάνεια» καὶ λέγει· Λέγεται ἐπιφάνεια διότι φαίνεται νὰ ἔρχεται ἀπὸ πάνω, ἄνωθεν ἀνατέλλει. Ἑπομένως τὰ ἄνω πρέπει νὰ ἐπιζητοῦμε, καὶ τότε θὰ τραβήξουμε πάνω μας τὶς φωτεινὲς ἀκτῖνες. Ἀντίθετα ὅσοι σκύβουν κάτω στὴν γῆ, καὶ σ’ αὐτὴν προσαρμόζουν τὸν ἑαυτό τους, δὲν θὰ μπορέσουν νὰ δοῦν τὸ ἡλιακὸ ἐκεῖνο φῶς. Κανένας ἀπὸ ὅσους μολύνουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τα βιωτικὰ πράγματα δὲν θὰ μπορέση νὰ δῆ τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης.
Συμπερασματικά, αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου εἶναι ὅλοι ὅσοι ἔχουν ὡς βασικὸ μέλημά τους τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή τους, ὅσοι θέλουν νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅσοι ἔχουν τὸ εὐαγγέλιο ὡς νόμο στὴν ζωή τους. Εἶναι ὅσοι χαίρονται γιὰ τὴν σάρκωσι τοῦ Λόγου καὶ γιὰ τὴν ἐγκαθίδρυσι στὴν γῆ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Στὴν συνέχεια εἶναι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι χαίρονται μὲ τὴν πρόοδο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐξάπλωσί της στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Χαίρονται μὲ τὴν πρώτη ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου στὴν γῆ. Λατρεύουν τὸν Κύριο καὶ εὐφραίνονται μὲ τὸν λόγο του. Ὁμολογοῦν ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων μὲ παρρησία τὴν πίστι καὶ ἀγάπη τους πρὸς τὸν Κύριο, χωρὶς φόβο καὶ δισταγμούς.  Ὅσοι χαίρονται γιὰ τὴν πρώτη ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου εἶναι ἀσφαλῶς αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν καὶ τὴν δεύτερη ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου, καὶ μὲ συνέπεια ἑτοιμάζονται γιά «ἐκείνη τὴν ἡμέρα».
Εἶναι φανερὸ ὅτι, ἀφοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔζησε σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο καὶ ὁμολογεῖ ὅτι «ἀγωνίσθηκε τὸν καλὸν ἀγῶνα, ὁλοκλήρωσε τὸν δρόμο καὶ τήρησε τὴν πίστι», δικαιοῦται τὸ στεφάνι. Τὸ δικαιοῦνται βεβαίως καὶ ὅλοι ὅσοι ἀγωνίζονται νὰ ἐφαρμόσουν τὸ εὐαγγέλιο στὴν ζωή τους καὶ νὰ ζήσουν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ ἀγαποῦν καὶ περιμένουν καὶ τὴν δεύτερη ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου.