Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 01.12.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΙΚΟΣΤῌ ΤΡΙΤῌ (Ἐφ 2,4-10)
Τὸ θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀγαπητοί, εἶναι θεμελιῶδες, οὐσιαστικὸ καὶ τὸ μόνο ποὺ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολῆ. Δὲν μᾶς ὠφελεῖ σὲ τίποτα ἂν κερδήσομε τὸν κόσμον ὅλο καὶ χάσουμε τὴν ψυχή μας. Ἑπομένως τὸ ἐνδιαφέρον μας γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ πρέπει νὰ μᾶς συνέχει.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται συχνὰ στὸ θέμα αὐτό, ὅπως κάνει καὶ στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Τονίζει ὅτι ὁ Θεὸς κινούμενος ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους πού, λόγω τῆς ἁμαρτίας, εἴμασταν νεκροί πνευματικά, μᾶς ἔδωσε ζωή. Τὸ μεγάλο αὐτὸ ἀγαθὸ δὲν τὸ ἀξίζομε, δὲν τὸ δικαιούμαστε. Δὲν τὸ δικαιούμαστε, διότι ἡ συμπεριφορὰ τοῦ δημιουργήματος πρὸς τὸν Δημιουργὸ ἦταν τέτοια, ποὺ τοῦ στέρησε κάθε δικαίωμα. Ἔχασε τὸ δικαίωμα στὴν ζωή, διότι ἐνῶ εἶχε ἐνημερωθῆ καὶ γνώριζε τὶς συνέπειες τῆς ἀνυπακοῆς, ὁ ἄνθρωπος προχώρησε στὴν παράβασι τῆς ἐντολῆς. Ὁ Θεὸς εἶχε ὁρίσει καὶ τὴν συνέπεια. Εἶπε στὸν Ἀδὰμ· Ἀπὸ τοῦ ξύλου ὅτι τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ δὲν πρέπει νὰ φᾶς, διότι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ φᾶς θὰ πεθάνης. Ἡ συνέπεια τῆς παρακοῆς ἦταν ὁ θάνατος. Καὶ αὐτὸ ἔγινε. Ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε ἐξόριστος ἀπὸ τὸν παράδεισο, μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὸν παράδεισο, καὶ ἡ στέρησις τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ πατέρα καὶ δημιουργό, εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος, ὁ πραγματικὸς θάνατος.
Ἀλλά «καθὼς οἰκτήρει πατὴρ υἱούς, ὠκτήρησε Κύριος τοὺς φοβουμένος αὐτόν». Δηλαδὴ ὅπως ὁ πατέρας συγχωρεῖ καὶ ἀνέχεται τὰ παιδιά του, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος φέρεται πρὸς ἐκείνους ποὺ τὸν σέβονται. Ποτὲ ἡ ἀγάπη τοῦ Πατέρα δὲν θὰ ἄφηνε τὰ δημιουργήματά του στὴν ἀπώλεια καὶ τὸν θάνατο. Οἰκονόμησε τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας μπῆκε σὲ ἐφαρμογὴ μὲ τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Υἱοῦ του, μὲ τὴν σάρκωσι τοῦ Λόγου. Ἤδη ἔχομε εἰσέλθη στὴν ἐκκλησιαστικὴ περίοδο τῶν νηστειῶν ὡς προετοιμασία γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου. Ἦρθε ἐδῶ κάτω στὴν γῆ ὁ Θεὸς ὡς ἄνθρωπος γιὰ νὰ χαρίση σὲ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους τὴν λύτρωσι καὶ σωτηρία.
Μᾶς κάλεσε νὰ συμφιλιωθοῦμε. Κάλεσε ἐμᾶς τοὺς ἐνόχους τῆς παραβάσεως καὶ παρακοῆς. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ παραβάτες καὶ σὲ ἐμᾶς δίνει τὴν δυνατότητα καὶ εὐκαιρία νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς παρακοῆς. Μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια. Μᾶς καλεῖ νὰ ἀναγνωρίσωμε τὸ σφᾶλμα μας, γιὰ νὰ μᾶς τὸ συγχωρήση. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος δρόμος καὶ τρόπος σωτηρίας. Δὲν μποροῦμε νὰ κάνωμε τίποτε ἄλλο. Μὲ δικούς μας τρόπους καὶ μέσα, σωτηρία δὲν ὑπάρχει.
Στὴν πορεία του μέσα στὴν ἱστορία ὁ ἀνθρωπος δοκίμασε πολλοὺς τρόπους γιὰ νὰ σωθῆ καὶ ἀπέτυχε. Δὲν τοῦ πρόσφερε τίποτε οὔτε ὁ Νόμος, οὔτε ἡ εἰδωλολατρία, οὔτε ἡ φιλοσοφία, οὔτε τὰ καλά του ἔργα. Ὅλα ἀποδείχθηκαν ἀτελέσφορα καὶ μάταια. Μόνη ἐλπίδα πιὰ ἔμεινε μόνον ὁ Δημουργός του, ὁ Θεός.
Ξέρομε ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ὀργάνωσί μας καὶ τὴν ἀπόδοσι τῆς δικαι-οσύνης στὰ ἀνθρώπινα μέτρα, ὅτι σὲ κάθε προσφυγή στὰ δικαστήρια ὑπάρχη καὶ δεύτερος βαθμὸς κρίσεως τῶν διαφόρων ὑποθέσεων, μὲ τὴν λεγόμενη ἔφεσι. Κρίνεται τότε ἡ ὑπόθεσις ἀπὸ ἕνα ἄλλο δικαστήριο, ἀνώτερο ἀπὸ τὸ πρῶτο. Ὑπάρχει ἀκόμα καὶ ἡ δυνατότητα προσφυγῆς στὸ ἀνώτατο δικαστήριο γιὰ τὴν τελεσιδικία. Καὶ πάλι δὲν ἐξαντλοῦνται τὰ μέσα. Ὑπάρχει ἡ δυνατότητα προσφυγῆς στὸν ἀνώτατο ἄρχοντα τοῦ τόπου, στὸν ὁποῖο, κάτω ἀπὸ κάποιες προϋποθέσεις, τοῦ δίδεται τὸ δικαίωμα νὰ χαρίση ὁποιαδήποτε ποινή, ἀκόμη καὶ νὰ χαρίση τὴν ζωὴ σὲ μελλοθάνατο. Λέγεται δικαίωμα χάριτος.
Μεταφέρομε τώρα τὴν περίπτωσι αὐτὴ στὴν πνευματικὴ ζωή μας καὶ στὸν ἀγῶνα μας γιὰ τὴν σωτηρία καὶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν εὐθύνη καὶ καταδίκη τῆς παραβάσεως. Κάναμε ὅ,τι μπορούσαμε, ἀλλὰ δὲν πετύχαμε τίποτε. Ἡ καταδίκη μας παραμένει καὶ μᾶς ἀναμένει. Τελευταία ἐλπίδα μας εἶναι ἡ χάρις ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς δώση ὁ Παντοκράτωρ Κύριος. Ὁ ἀπόστολος μᾶς ἀναγγέλλει αὐτὴν τὴν εἴδησι ὅταν γράφει· «Χάριτί ἐστε σεσωσμένοι». Καὶ συμπληρώνει ἐπαναλαμβάνοντας· «Τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τὴς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, ἵνα μη τις καυχήσηται». Σὲ μᾶς τοὺς καταδίκους μᾶς δόθηκε χάρις ἀπὸ τὸν Θεό. Σωθήκαμε. Εἴμαστε σωσμένοι ἀφοῦ χάρισε ὁ Θεὸς τὴν ποινή μας ἐπειδὴ πιστεύσαμε. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔκανε ἕνα δῶρο. Σωθήκαμε ὄχι διότι τὸ ἀξίζαμε, ἢ μέτρησαν τὰ καλὰ μας ἔργα, ἀλλὰ διότι μᾶς ἔκανε χάρι ὁ Θεός.
Μᾶς τὸ βεβαιώνει ἡ περίπτωσις τοῦ ληστοῦ ποὺ συσταυρώθηκε μὲ τὸν Χριστό. Τὶ ἔκανε; Ποιὰ ἔργα παρουσίασε στὸν Θεό; Τὶ μποροῦσε νὰ κάνη πάνω ἀπὸ τὸν σταυρό; Πίστευσε ὅμως ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός, καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεό ζήτησε χάρι. Καὶ ὁ Θεός, ἐκείνη τὴν στιγμή, ὑπέγραψε τὴν πρᾶξι τῆς χάριτος καὶ ὁ ληστὴς βρέθηκε ἀθῶος, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε εὐθύνη γιὰ τὶς κακουργηματικὲς πράξεις ποὺ τὸν ὁδήγησαν στὴν καταδίκη τοῦ μαρτυρικοῦ καὶ ἐπώδυνου σταυρικοῦ θανάτου. Ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς ἀποκαθίσταται ἀπὸ τὸν πατέρα του στὴ πρώτη θέσι του. Δὲν τοῦ ζήτησε νὰ ἀποκαταστήση τὴν ζημία ἢ νὰ ἐπιστρέψη τὸν πλοῦτο ποὺ σκόρπισε στὴν ἄσωτη ζωή. Χάρι τοῦ ἔδωσε μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἐπέστρεψε μετανοημένος. Χάρι ἔδωσε ὁ Κύριος καὶ στὴν πόρνη καὶ τὴν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς της.
Ἔτσι μᾶς ἀντιμετωπίζει ὁ Κύριος. Διαγράφει τὸ χρέος. Μᾶς χαρίζει τὴν ὀφειλή. Σχίζει τὸ χειρόγραφο μὲ τὰ χρέη μας χωρὶς ἐμεῖς τίποτε νὰ πληρώσωμε. Τὸ κάνει αὐτό, ὅπως ἐπεξηγεῖ ὁ Παῦλος, «ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ’ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Δηλαδὴ γιὰ νὰ μᾶς δείξη σὲ μᾶ τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων πόσο μεγάλη διάθεσι ἔχει ὁ Θεὸς νὰ χαρίζη σὲ μᾶς τὴν σωτηρία στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Ἐμεῖς γιὰ νὰ σωθοῦμε ἀπὸ μόνοι μας δὲν μποροῦμε. Καὶ ἂν ὅλη μᾶς τὴν ζωὴ τὴν ξοδέψουμε σὲ ἀγαθοεργίες καὶ ἀγῶνες ἀσκήσεως, σωτηρία δὲν μποροῦμε νὰ πετύχουμε. Μόνη μας ἐλπίδα εἶναι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ χάρις του. Ὁ λόγος του μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ Θεός, ἂν πιστεύσουμε, ἔχει τὴν δύναμι καὶ τὴν θέλησι καὶ τὴν διάθεσι νὰ μᾶς κάνη χάρι, νὰ διαγράψη τὰ χρέη μας, τὶς ἀναρίθμητες ἁμαρτίες μας, γιὰ νὰ νὰ σωθοῦμε.
Τί «πλοῦτος τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ’ ἡμᾶς»!   

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 24.11.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΙΚΟΣΤῌ ΔΕΥΤΕΡᾼ (Γα 6, 11-18)
Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τὸ ἀκούσαμε καὶ τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως. Καὶ τότε προσπαθήσαμε νὰ παρουσιάσωμε μέρος τῆς περικοπῆς, ποὺ ἀναφέρεται στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ κάθε πιστοῦ. Καὶ σήμερα θὰ παρουσιάσωμε  ἀπὸ τὴν περικοπὴ τὴν φρᾶσι· «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τις ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία». Δὲν εἶναι παντελῶς ἄγνωστοι οἱ ὅροι περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, ὡστόσο πρέπει νὰ δοθοῦν κάποιες ἐξηγήσεις.
Ἡ περιτομὴ ἰσχύει ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ τὴν ἐφάρμοσε σὲ ὅλα τὰ ἄρρενα μέλη τῆς γενιᾶς του, ὡς σημάδι γιὰ νὰ διακρίνωνται ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο εἰδωλολατρικὸ κόσμο. Γινόταν σὲ οἰκογενειακὸ ἑορταστικὸ περιβάλλον τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννησι τοῦ ἀγοριοῦ, καὶ τότε δίνανε καὶ τὸ ὄνομα. Ἡ περιτομὴ χαρακτήριζε τὰ μέλη τοῦ περιούσιου λαοῦ, τοῦ ἰουδαϊκοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ὡς τέλειος ἄνθρωπος, καὶ ὡς πραγματικὸ καὶ ἱστορικὸ πρόσωπο, προερχόμενος ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ὑπέστη τὴν περιτομή. Ὁ Κύριος ἐφάρμοσε στὸ πρόσωπό του ὅλον τὸν μωσαϊκὸ νόμο, καὶ βεβαίως τὶς διατάξεις γιὰ τὴν περιτομή. Ἡ δὲ Ἐκκλησία μας καθιέρωσε τὴν ἑορτὴ τῆς περιτομῆς τοῦ Κυρίου, καὶ γίνεται αὐτὴ τὴν πρώτη Ἰανουαρίου, δηλαδὴ τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννησί του.
Οἱ ἄλλοι λαοί, οἱ εἰδωλολάτρες ποὺ δὲν γνώριζαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἀγνοοῦσαν καὶ τὴν περιτομή καὶ παρέμειναν μὲ τὴν ἀκροβυστία. Ἔτσι ὑπῆρχαν οἱ περιτμημένοι καὶ οἱ ἀπερίτμητοι. Δύο διαφορετικοὶ κόσμοι, τονίζω ὅμως μόνον ὅσον ἀφορᾶ τὴν πίστι, τὴν θρησκεία. Οἱ περιτμημένοι πίστευαν καὶ λάτρευαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, καὶ οἱ ἀπερίτμητοι ἦσαν ὅσοι ἀγνοοῦσαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ παρέμεναν μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πίστι στὴν  πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας.
Στὰ χρόνια ποὺ ἦρθε ὁ Χριστὸς ἡ διάκρισις αὐτὴ ὑπῆρχε, ἀλλὰ εἶχε χάσει τὸ πνευματικὸ νόημα ἡ περιτομή. Ἧταν ἁπλῶς ἕνα ἐξωτερικὸ σημάδι διακρίσεως. Ἡ περιτομὴ δὲν τοὺς ἔκανε νὰ νοιώθουν ὡς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐφαρμόζει πιστὰ τὸν νόμο καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θυμηθεῖτε τὴν ἀπολογία τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου, ὁ ὁποῖος στὴν ἀπολογία του ἔλεγξε τοὺς συμπατριῶτες του μὲ τὰ λόγια· «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ Ἀγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς». Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς ὑπέδειξε τὴν περιτομὴ γιὰ νὰ αἰσθάνωνται τὴν παρουσία του καὶ νὰ τὸν πιστεύουν καὶ νὰ τὸν τιμοῦν, νὰ βρίσκωνται στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ μακρυὰ ἀπὸ τὰ εἴδωλα, στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἡ περιτομὴ εἶχε ἀξία ὅσο τοὺς κρατοῦσε ἀποκομμένους καὶ μακρυὰ ἀπὸ τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως κράτησαν τὴν περιτομὴ ὡς ἕνα σημάδι, καὶ εἶχαν μεγάλη καύχησι γι’ αὐτό, ἀλλὰ στὴν οὐσία ζοῦσαν σὰν τοὺς ὁπαδοὺς τῶν εἰδώλων Εἶχαν πάθει ὅ,τι καὶ ἐμεῖς σήμερα, ποὺ καυχόμα-στε ὅτι εἶμαστε χριστιανοί ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ μόνο στὸ ὄνομα, διότι στὴν πρᾶξι εἴμαστε μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ὀρθοδοξίας.
Ὅταν στὴν συνέχεια ἦρθε ὁ Χριστὸς ἐδῶ στὴ γῆ, κατήργησε αὐτὴν διαχωριστικὴ γραμμή, ἰσοπέδωσε τὴν διάκρισι καὶ κάλεσε σὲ μία ἑνότητα ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἔλυσε «τὸ μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ» καὶ δημιούργησε μία νέα κατάστασι. Δημιούργησε μία νέα πραγματικότητα στὴν ὁποία δὲν ἰσχύουν ἐξωτερικά σημάδια. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸ διακηρύττει ξεκάθαρα· «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τις ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία». Περιτμημένοι καὶ ἀπερίτμητοι κλήθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν νέα ἑνότητα ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ γράφει ὁ ἀπόστολος· Στὴν Ἐκκλησία, «οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός». Πιὸ ἁπλᾶ· Στὴν νέα αὐτὴ κατάστασι τῶν ἀνακαινισμένων ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Χριστό, δὲν ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ Ἕλληνος καὶ Ἰουδαίου, περιτμημένου Ἰσραηλίτου καὶ ἀπερίτμητου ἐθνικοῦ. Δὲν ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ βαρβάρου καὶ Σκύθου, δούλου, ἐλεύθερου, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτὴ εἶναι ἡ νέα πλέον κατάστασις. Ἐθνικοὶ, καὶ Ἰουδαῖοι κλήθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος τοὺς ἕνωσε.
Ἡ Ἐκκλησία συγκροτεῖται ἀπὸ χριστιανοὺς ἐξ Ἰουδαίων καὶ ἐξ Ἐθνικῶν. Στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξε κάποιο πρόβλημα γιὰ τὴν εἴσοδο τῶν ἐθνικῶν στὴν Ἐκκλησία. Ὑποστήριζαν κάποιοι ὅτι πρέπει πρῶτα νὰ τοὺς γίνεται περιτομὴ καὶ μετὰ νὰ γίνεται ἡ βάπτισις. Τὸ σοβαρὸ αὐτὸ πρόβλημα τὸ ἔλυσε ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία ἀποφάσισε ὅτι δὲν χρειάζεται ἡ περιτομή. Μποροῦν οἱ ἐθνικοὶ νὰ γίνωνται χριστιανοὶ χωρὶς νὰ περιτέμνωνται. Ἀλλ’ ἐπειδὴ μερίδα τῶν ἐξ Ἰουδαίων χριστιανῶν ἐπέμενε στὴν ἀνάγκη τῆς περιτομῆς, ὁ Παῦλος συχνὰ ἀναφέρει τὸ θέμα. Στὴν σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ πάλι ἀναφέρεται ἀκριβῶς σὲ αὐτὸ τὸ θέμα καὶ ξαναγράφει ὅτι ἡ περιτομὴ δὲν χρειάζεται, δὲν ἔχει καμμία δύναμι, ἀξία καὶ σημασία. Ἐξ ἄλλου ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸν κάλεσε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα τοῦ ἀνέθεσε τὴν εὐθύνη νὰ κηρύξη τὸ εὐαγγέλιο «ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων». Καὶ ὅσοι πίστευαν στὸν εὐαγγέλιο γίνονταν χριστιανοὶ χωρὶς βεβαίως νὰ περιτέμνωνται.
Ἡ περιτομὴ εἶχε τὴν θέσι τῆς μέσα στὸ τελετουργικὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀφοῦ, ὅπως τονίσθηκε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν ὑπέστη. Ἀλλὰ στὴν νέα ζωή, τὴν πνευματικὴ ποὺ ἐγκαθίδρυσε ὁ Χριστός, ἀχρηστεύθηκε καὶ καταλύθηκε ἡ περιτομή, αὐτὴ ἡ τομὴ ποὺ γινόταν στὴν σάρκα. Πλέον ἰσχύει ἄλλη περιτομή, ἡ περιτομὴ τῶν κακιῶν, τοῦ μίσους. Ἰσχύει ἡ περιτομὴ τῆς ἁμαρτίας μέσα στὴν καρδιὰ τῶν πιστῶν. Αὐτὴ εἶναι ἡ καινούργια κατάστασις, τὴν ὁποία ὁ ἀπόστολος ὀνομάζει «καινὴ κτίσι». Στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἰσχύει οὔτε ἡ περιτομὴ οὔτε ἡ ἀκροβυστία, ἰσχύει μόνον ἡ νέα δημιουργία, ἡ καινὴ κτίσις, ὁ νέος κόσμος, ὁ πνευματικός.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ζήσωμε καὶ νὰ πορευθοῦμε σὲ αὐτὴν τὴν καινὴ κτίσι. Ὅπου τὸ στοιχεῖο καὶ ἡ δύναμις ποὺ μᾶς ἑνώνει στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ πίστις στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία δέχεται τὸν κάθε ἕνα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη, φυλετική, γλωσσική, κοινωνική, κτλ. προέλευσι, ἀρκεῖ νὰ ἀποκοπῆ, νὰ περιτμηθῆ, ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ νὰ πιστεύση στὸν Χριστό.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 17.11.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΙΚΟΣΤῌ ΠΡΩΤῌ (Γα 2, 16-20)
Τὸν ἀπόστολο ποὺ ἀκούσαμε σήμερα τὸν ἀκούσαμε καὶ τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, καὶ τότε ἐξηγήσαμε ἕνα μέρος τῆς περικοπῆς, ἐπιλεγμένο γιὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, στὸ ὁποῖο γίνεται λόγος γιὰ τὸν σταυρό. Σήμερα θὲ ἐπιλέξουμε μία ἄλλη φρᾶσι τὴν ὁποία καὶ θὰ προσπαθήσουμε νὰ παρουσιάσωμε ἁπλοϊκά.

Στὴν ἀρχὴ τῆς περικοπῆς λέγει ὁ ἀπόστολος· «Εἰδότες ὅτι οὐ δικαι-οῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἱησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ». Πιὸ ἁπλᾶ· Ἐπειδὴ γνωρίσαμε καλὰ ὅτι δὲν δικαιώνεται μπροστὰ στὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου, παρὰ μόνον μὲ τὴν πίστι στὸν Χριστό, γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ πιστεύσαμε, γιὰ νὰ γίνωμε δίκαιοι ἀπὸ τὴν πίστι στὸν Χριστὸ καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἐργα τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, ἀφοῦ, ὅπως γράφει καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ δικαιωθῆ ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Νόμου».

Τὸ θέμα ποὺ θίγει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι πολὺ σημαντικὸ καὶ χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή. Τὸ θέμα τῆς σωτηρίας μας εἶναι οὐσιῶδες καὶ δὲν θὰ ἔμενε ἀσχολίαστο ἀπὸ τὸν μεγάλο Παῦλο. Τονίζει λοιπὸν ὅτι τὰ ἔργα τοῦ Νόμου δὲν μποροῦν νὰ δικαιώσουν τὸν ἄνθρωπο, νὰ σώ-σουν τὸν ἄνθρωπο. Ἡ τήρησις τῶν διατάξεων τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου ἀπὸ μόνη της δὲν ἐξασφαλίζει τὴν σωτηρία. Λέγει καὶ ὁ προφήτης Δαβὶδ· «Οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν». Κανένας δὲν δικαιώνεται μπροστά σου Κύριε. Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ σωθῆ ἄνθρωπος οὔτε μὲ τὸν μωσαϊκὸ Νόμο, ὁ Θεός, στὸ προαιώνιο καὶ ἀπόρρητο σχέδιό του, γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, προέβλεπε τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Λόγου, τὸν ἐρχομὸ στὴν γῆ τοῦ Μεσσία Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ Σωτήρ, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Ἀναγκαία κρίνεται ἡ ἐνανθρώπησις. Λένε οἱ πατέρες μας ὅτι ἂν ὑπῆρχε δυνατότητα σωτηρίας μὲ τὸν μωσαϊκὸ Νόμο ἢ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο, τότε δὲν θὰ ἦταν ἀναγκαία ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Λόγου. Ἂν μποροῦσε νὰ σωθῆ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν Νομοθεσία, τὴν εἰδωλολατρία, τὴν φιλοσοφία, τὴν γνῶσι, τὴν τέχνη, κτλ, τότε γιατὶ νὰ ταπεινωθῆ ὁ Υἱὸς καὶ νὰ γίνη ἄνθρωπος καὶ νὰ πάθη τὸν σταυρικὸ θάνατο; Γίνεται ἡ κένωσις τοῦ Λόγου ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος καὶ δρόμος σωτηρίας. Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.

Κατὰ συνέπεια, τονίζει ὁ Παῦλος, «οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἱησοῦ Χριστοῦ». Ὁ ἄνθρωπος δικαιώνεται μόνον μὲ τὴν πίστι στὸν Χριστό, γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς πιστεύσαμε στὸν Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ σωθοῦμε μὲ τὴν πίστι στὸν Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας. Αὐτὸ ποὺ πιστεύει ὁ Παῦλος ἰσχύει γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀνεξαρτήτως γένους ἢ φυλῆς ἢ ὅποιας ἄλλης διακρίσεως. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὴν γῆ γιὰ κάποιους, ἀλλὰ γιὰ ὅλους. Ρωμαῖος ἦταν ὁ ὑπεύθυνος φύλακας γιὰ τὸν φυλακισμένο Παῦλος στοὺς Φιλίππους. Αὐτὸς μετὰ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα μὲ τὸν νυκτερινὸ σεισμὸ ρώτησε τὶ πρέπει νὰ κάνη γιὰ νὰ σωθῆ, πῆρε τὴν ἀπάντησι· «Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου». Ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι μία πρόσκλησι πρὸς ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα γιὰ σωτηρία. Πίστευσε στὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ θὰ σωθῆς. Ὑπάρχει σωτηρία γιὰ ὅλους μὲ μόνη προϋπόθεσι τὴν πίστι στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ἀσφαλῶς ὅποιος πιστεύει στὸν Ἰησοῦ σώζεται.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ γίνη μία μικρὴ διασάφησι, μία ἐξήγησι. Τὶ σημαίνει «πιστεύω στὸν Ἰησοῦ Χριστό»; Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ γνωρίζωμε διότι δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ λέμε μόνον ὅτι πιστεύομε. Πιστεύω στὸν Ἰησοῦ Χριστό σημαίνει ὅτι ἀποδέχομαι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἱστορικὸ πρόσωπο, ἐφ’ ὅσον γνωρίζομε τὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο τῆς γεν-νήσεως. Αὐτὰ εἶναι στοιχεῖα ἱστορικότητος ἑνὸς προσώπου. Στὸ πρόσωπο ὅμως τοῦ Χριστοῦ συνυπάρχουν ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως οἱ δύο φύσεις, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεάνθρωπος. Ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ κατασκευάζωμε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν κρίσι μας. Τὸν ἀποδεχόμαστε ὅπως ὁ ἴδιος ἀποκαλύφθηκε, ὅπως φανερώθηκε σὲ μᾶς. Τὸν ἀποδεχόμαστε, ὅπως τὸν παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, καὶ διασώζει τὸ πρόσωπό του μέσα στοὺς αἰῶνες, ἀπὸ τὶς παραχαράξεις τοὺ προσώπου του, ποὺ κάνουν οἱ αἱρετικοὶ καὶ ἄλλοι πλανώμενοι.

Πιστεύω στὸν Χριστό, μετὰ τὸ πρόσωπό του, σημαίνει ὅτι ἀποδέχομαι χωρὶς καμμία ἐπιφύλαξι ἢ ἀμφιβολία τὴν διδασκαλία του στὸ σύνολό της. Ὅ,τι εἶπε, ὅ,τι κήρυξε καὶ δίδαξε ὁ Κύριος, εἶναι λόγος ἀληθινὸς καὶ αἰώνιος μέχρι κεραίας. Ὁ κόσμος ὅλος θὰ παρέλθη, ὅμως ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου οὔτε μία λέξις δὲν θὰ μείνη ἀπραγματοποίητη. Ὅταν ὁ Κύριος ἐξαπέστειλε τοὺς ἁγίους ἀποστόλους νὰ μαθητεύσουν πάντα τὰ ἔθνη, τοὺς ἔδωσε τὴν εἰδικὴ ἐντολή· «Διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Θὰ διδάσκετε τὸν κόσμο νὰ ἐφαρμόζη ὅλα ὅσα σᾶς ἔχω παραγγείλει, ὅλες τὶς ἐντολές. Δὲν μποροῦμε νὰ φτιάχνωμε δικό μας σύστημα καὶ νὰ ἐφαρμόζωμε ἐντολὲς κατὰ τὴν δική μας ἐπιλογή. Ἢ πιστεύομε στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἐμπιστευόμαστε ὡς Λυτρωτή μας ἢ ὄχι. Ἡ Ἐκκλησία μας σὲ μία εὐχὴ τῆς λέγει· «Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο παραδίδωμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ὅλη μας τὴν ὕπαρξι στὰ χέρια του. Ἂν τὸν ἐμπιστευόμαστε ἀπὸ τὴν καρδιά μας, σημαίνει ὅτι ἀποδεχόμαστε τὴν διδασκαλία του στὸ σύνολό της.

Καὶ στὴν συνέχεια εἴμαστε ὑποχρεωμένοι στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του. Πιστεύω στὸν Χριστό σημαίνει ὅτι δεσμεύομαι νὰ συνοδεύω τὴν πίστι μὲ ἔργα ἀγάπης. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο «ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ’ ἑαυτήν». Ἡ πίστις δηλαδὴ ποὺ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀγὰπης ἀπὸ μόνη της εἶναι νεκρή. Ἐπαναλαμβάνομε ὅτι δὲν ἀρκεῖ νὰ λέμε μόνον ὅτι πιστεύομε. Ἡ  πίστις ἔχει τὰ συνεπακόλουθά της. Καὶ πάλι ὁ ἅγιος Ἰάκωβος εἶναι αὐτὸς ποὺ λέγει· «Δεῖξον μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου, κἀγὼ δείξω σοι ἐκ τῶν ἔργων μου τὴν πιστιν μου».

Πιστεύομε στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε, γιὰ νὰ σωθοῦμε. Δὲν μένουμε ὅμως μόνον σὲ μία λεκτικὴ ἀποδοχὴ τῆς πίστεως, ἀλλὰ τὴν συνοδεύομε μὲ τὰ ἔργα ἀγάπης γιὰ νὰ εἶναι πίστις σωτήριας, πίστις ποὺ νικάει τὸν κόσμο.

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 10.11.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΙΚΟΣΤῌ (Γα 1,11-19)
«Γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ». Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἀρχίζει τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Λόγια μὲ τὰ ὁποῖα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀνακοινώνει ὅτι ὅσα κήρυξε, αὐτὸ εἶναι τὸ εὐαγγέλιο, δὲν εἶναι ἀνθρώπινες σκέψεις καὶ ἐπινοήσεις. Ὅσα κήρυξε δὲν τὰ παρέλαβε ἀπὸ ἄνθρωπο οὔτε τὰ διδάχθηκε σὲ κανένα σχολεῖο. Τὰ γνωρίζει ἐπειδὴ τοῦ τὰ ἀποκάλυψε, τοῦ τὰ φανέρωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ αὐτὰ ποὺ μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ πιστεύσωμε, δὲν εἶναι σύστημα τὸ ὁποῖο σκέφθηκε κάποιος ἄνθρωπος, δὲν πρόκειται γιὰ ἀνθρώπινη ἐπινόησι. Κανένα σχολεῖο δὲν τὴν εἶχε περιλάβει στὰ μαθήματά του γιὰ νὰ τὴν διδαχθῆ ὁ ἀπόστολος. Ὁ Παῦλος, ὅπως καὶ κάθε ἀπόστολος, διδάσκει ὅσα τοῦ ἀποκάλυψε, τοῦ φανέρωσε, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ χριστιανικὴ θρησκεία λέγεται «θρησκεία ἐξ ἀποκαλύψεως». Εἶναι ἑπομένως θείας προελεύσεως ἡ πίστις μας. Πιστεύομε μόνον ὅσα ἀποκάλυψε καὶ φανέρωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ὁ Θεὸς ὁ ὁποῖος κινούμενος μόνον ἀπὸ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο καταδέχθηκε νὰ ταπεινωθῆ τόσο, ὥστε ἐνῶ εἶναι Θεός, νὰ γίνη ἄνθρωπος καὶ νὰ συναναστραφῆ μὲ ἐμᾶς. Ὁ σαρκωμένος Λόγος, ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος Θεάνθρωπος ποὺ δίδαξε γιὰ τρία χρόνια, θαυματούργησε καὶ στὸ τέλος ἔπαθε. Ἔπαθε σταυρικὸ θάνατο, ἀλλ’ ἀναστήθηκε μετὰ τριήμερη παραμονὴ στὸν τάφο. Φανέρωσε τὸν ἑαυτό του, ἀποκάλυψε τὸν Πατέρα του καὶ προετοίμασε τὸν κόσμο γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ ἔχη ὁ ἄνθρωπος μπροστά του ὅλη τὴν Θεότητα ἀποκαλυμένη. Πιστεύομε ὅ,τι εἶπε, ὅ,τι ἔκανε, ὅσα ἔπαθε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸ εἶναι τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων. Αὐτὸ εἶναι τὸ κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Αὐτὸ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία ὅπως παρέλαβε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Αὐτὸ ἐμεῖς πιστεύομε. Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστις μας. Ἡ μόνη πίστις ποὺ σώζει.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦταν ρωμαῖος πολίτης, βαρύνουσα ἰδιότητα γιὰ τὴν ἐποχή του. Ἦταν Ἰουδαῖος ὡς πρὸς τὸ θρήσκευμα, πρὶν τὸν καλέση ὁ Κύριος, στοιχεῖο ἐπίσης τιμητικό. Ἦταν καὶ κάτοχος τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, δηλαδὴ εἶχε τὴν ἀνώτερη, στὴν ἐποχή του μόρφωσι. Ὅταν ὅμως ἀναφέρεται στὸ εὐαγγέλιο, κανένα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα αὐτὰ δὲν ἐπικα-λεῖται. Παραμερίζει τὴν δική του γνῶσι καὶ βεβαιώνει ὅτι ὅσα κηρύττει δὲν εἶναι ἀνθρώπινες ἰδέες, δὲν εἶναι ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις οὔτε διδάσκονται σὲ κανένα σχολεῖο. Δάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου του εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ ἴδιος εἶναι ἕνας ἐνδιάμεσος, ποὺ μεταφέρει στὸν κόσμο τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ διαμορφώση δική του διδασκαλία, πέρα ἀπὸ αὐτὴν ποὺ τοῦ φανέρωσε ὁ Χριστός. Καὶ ἂν καμμία φορὰ λέγει δικά του λόγια, τὸ ξεκαθαρίζει καὶ τὸ δηλώνει. Ὅσοι μελετοῦν Παῦλο συναντοῦν αὐτὴν τὴν διευκρίνισι. Διότι ὅταν ἀναφέρει δικά του λόγια, σημειώνει· «Αὐτὸ δὲν μοῦ τὸ εἶπε ὁ Κύριος, ἀλλὰ νομίζω καὶ ἐγὼ ὡς ἐλεημένος ἀπὸ τὸν Κύριο ὅτι μπορῶ νὰ σᾶς τὸ πῶ».
Φωνάζει λοιπὸν ὁ Παῦλος ὅτι τὸ κήρυγμά του, τὸ εὐαγγέλιο, ποὺ τρέχει νὰ τὸ μεταφέρη σὲ ὅλο τὸν κόσμο, τοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ Κύριος. Καὶ ἀναγκάζεται νὰ κάνη αὐτὴν τὴν διευκρίνισι, διότι ἀμφισβητήθηκε, ἀπὸ κάποιους ἐχθροὺς τοῦ κηρύγματος, τὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα. Εἶπαν κάποιοι ὅτι δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν γνωστὸ κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Δὲν εἶδε τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος. Δὲν ἄκουσε τὴν διδασκαλία του, οὔτε εἶναι μάρτυρας τῶν παθῶν. Καὶ ἐπὶ πλέον εἶχε τὴν φήμη τρομεροῦ διώκτου τῶν ἀνθρώπων ποὺ πίστευαν στὸν Χριστό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὰ δέχεται ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ ὁμολογεῖ. Δὲν κρύβει τὸ παρελθόν του, ὅτι δηλαδή «ἐδίωκε τὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ», καὶ μάλιστα μὲ ὑπερβολικὸ ζῆλο. Ὅμως, σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς του, τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς καὶ τοῦ ἀποκάλυψε τὸν υἱό του, δηλαδὴ τὸν Χριστό. Γράφει· «Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τὴς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν ἀυτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζομαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν». Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ γράφει ἐδῶ φαίνεται ὅτι, ὄχι μόνον τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε καὶ τὴν ἐντολὴ νὰ κηρύξη τὸ εὐαγγέλιο στὰ ἔθνη.
Μερικοὶ ἐρωτοῦν, πότε τοῦ ἔκανε ὁ Θεὸς τὴν ἀποκάλυψι τῶν ἀληθειῶν, γιὰ νὰ τὶς κηρύξη στὴν συνέχεια; Θυμηθεῖτε ὅτι ἔξω ἀπὸ τὴν Δαμασκό, ὅπου πήγαινε μὲ ἐντολὴ νὰ συλλάβη τοὺς χριστιανούς, τὸν συνάντησε ὁ Κύριος μέσα σὲ μία λάμψι λαμπρότερη ἀπὸ τὸν ἥλιο. Τότε ὁ Παῦλος ἔχασε τὸ φῶς του. Τυφλὸς μπῆκε στὴν Δαμασκὸ, ὅπου συνάντησε τὸν Ἀνανία, ὁ ὁποῖος τὸν βάπτισε. Καὶ τὸτε ἔπεσαν ἀπὸ τὰ μάτια του «ὡσεὶ λεπίδες», καὶ ἄρχισε νὰ βλέπη. Αὐτὸ ἔχει καὶ ἕναν συμβολισμό. Στὴν συνάντησι μὲ τὸν Κύριο «ἄνοιξαν» τὰ μάτια του καὶ εἶδε τὸ φῶς τὸ ἀληθινό. Τότε τοῦ ἔγινε μυστικὴ ἀποκάλυψι τῶν μεγαλειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ γνώρισε ὅλη τὴν ἀλήθεια, τοῦ ἀποκαλύφθηκαν τὰ μυστήρια καὶ μυστικὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅπως στὴν Πεντηκοστὴ φώτισε τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, ἔτσι φώτισε καὶ τὸν πρώην διώκτη Σαούλ, τὸν ὁποῖο ἀνέδειξε Παῦλο ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονός, οὔτε ἡ Ἐκκλησία κάνει λάθος, ὅτι στὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία, ὅταν ἁγιογραφεῖται ἡ Πεντηκοστή, ἀνάμεσα στοὺς φωτιζομένους ἀποστόλους περιλαμβάνεται καὶ ὁ Παῦλος, παρ’ ὅλο ποὺ τότε ἦταν ἀκόμη διώκτης καὶ δὲν μετεῖχε στὴν ἱστορικὴ Πεντηκοστή. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν θαυμαστή, καὶ ἀσύληπτη στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὁμολογεῖ ὀ Παῦλος ὅτι μετὰ τὴν κλῆσι, ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Κύριος στὴν Δαμασκό, ἀποσύρθηκε γιὰ τρία χρόνια στὴν ἔρημο τῆς Ἀραβίας. Γιὰ τρία χρόνια ἦταν στὴν ἄσκησι μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ μελέτη, μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν θόρυβο τοῦ κόσμου. Καταλαβαίνετε τὶ σημαίνει αὐτό. Εἶναι ἡ πρακτικὴ ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ ἐφαρμόζουν, πρὶν μποῦν στὸ ἔργο, ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Παῦλος ὅταν κηρύττει παραμερίζει τὸν Παῦλο, δὲν μιλάει αὐτός, ἀλλὰ μιλάει ὁ Χριστός. Ἡ διδασκαλία του εἶναι διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ στόμα τοῦ Παύλου. Τοῦ τὴν ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’αὐτὸ καὶ ἡ διδασκαλία του εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 03.11.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΔΕΚΑΤῌ ΕΝΑΤῌ (Β΄Κορ 11,31-12,9)

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος βίωνε πολλὲς πνευματικὲς ἐμπειρίες, γιὰ τὶς ὁποῖες ὅμως σπάνια μιλοῦσε. Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς ἀποκαλύπτει μία ἀξιοθαύμαστη τέτοια κατάστασι. Τὸ περιστατικὸ τὸ κρατοῦσε μυστικὸ γιὰ δεκατεσσερα χρόνια. Κάποτε ἀναγκάζεται, ὅπως γράφει, νὰ τὸ ἀποκαλύψη, νὰ τὸ φανερώση, καὶ τὸ διηγεῖται μὲ πολὺ λιτὸ καὶ ἁπλὸ τρόπο, παρ’ ὅλο ποὺ εἶναι πολὺ σημαντικό.

Λέγει λοιπὸν ὅτι τὸν ἅρπαξε μὶα δύναμι καὶ τὸν ἀνέβασε μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό. καὶ βρέθηκε στὸν παράδεισο. Καὶ ἐκεῖ στὸν παράδεισο ἄκουσε «ρήματα ἄρρητα», δηλ. ἄκουσε λόγια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ λεχθοῦν, ἐκεῖ στὸν παράδεισο ἄκουσε λόγια ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ πῆ ἄνθρωπος.

Μακάριος ὁ Παῦλος ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἀνεβῆ στὸν οὐρανό! Ὁ οὐρανὸς εἶναι στόχος καὶ πόθος διακαὴς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀνέκαθεν ἤθελε νὰ μπορῆ νὰ πετάξη καὶ νὰ τὸν κατακτήση. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν προσπάθεια τοῦ Ἴκαρου τῆς μυθολογίας μέχρι τὰ σημερινά ἀστρικὰ προγράμματα. Κατάφερε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀξιοθαύμαστα ἐξελιγμένη τεχνολογία νὰ πετάξη πάνω ἀπὸ τὴν γῆ καὶ νὰ φθάση μέχρι τὴν σελήνη. Καὶ σχεδιάζει τὴν κατάκτησι τοῦ διαστήματος. Ὁ Παῦλος χωρὶς τὴν τεχνολογία ἔφθασε μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό. Πρῶτος οὐρανὸς εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπομε πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας νὰ μᾶς καλύπτη σὰν μία τεράστια γαλανή γάστρα. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζομε ἀτμόσφαιρα. Δεύτερος οὐρανὸς εἶναι ὁ ἀπέραντος χῶρος ποὺ καλύπτει τὸ ὑλικὸ σύμπαν μὲ μυριάδες, τὰ ἀμέτρητα ἄστρα, γαλαξίες, ἀστεροειδεῖς καὶ ἡλιακὰ συστήματα, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ τὸ δικό μας. Αὐτοὶ οἱ δύο οὐρανοί εἶναι ὑλικοὶ, εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ κάποτε θὰ παρέλθουν. Ὁ τρίτος οὐρανὸς εἶναι πνευματικὸς καὶ δὲν ἔχει ὅρια μέσα στὰ ὁποῖα νὰ περιορίζεται. Στὸν τρίτο οὐρανὸ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὁ παράδεισος. Σὲ αὐτὸν τὸν οὐρανὸ δὲν μποροῦν νὰ φθάσουν τὰ ἀνθρώπινα δημιουργήματα, οὔτε τὰ πιὸ ἐξελιγμένα καὶ τελειοποιημένα διαστημόπλοια. Δὲν εἶχαι χῶρος ὑλικὸς καὶ προσδιορισμένος καὶ δὲν προσεγγίζεται μὲ τὰ ὑλικὰ δεδομένα ποὺ διαχειρίζεται ὁ ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ ἀπόστολος ὅτι «ἡρπάγη», τὸν ἅρπαξε δύναμι Θεοῦ, καὶ βρέθηκε στὸν «τρίτο οὐρανό».

Βρέθηκε ἀπὸ τὸν ὑλικὸ στὸν πνευματικὸ κόσμο, ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό. Καὶ ἀσφαλῶς ὁ κόσμος ἐκεῖνος εἶναι διαφορετικός, εἶναι ἀλλοιώτικος ἀπὸ τὸν γνωστό μας κόσμο. Τελείως διαφορετικὲς εἶναι ἐκεῖ οἱ συνθῆκες. Οἱ ἀστροναῦτες δὲν ξεπερνοῦν τὸν ὑλικὸ κόσμο καὶ ὅμως ἔξω ἀπὸ τὴν γήινη ἀτμόσφαιρα βρίσκονται σὲ διαφορερικὲς συνθῆκες ἀπὸ τὶς γνωστές μας συνθῆκες διαβιώσεως στὴ γῆ. Φανταστεῖτε τὴν διαφορὰ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μεταβαίνει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο στὸν πνευματικό. Ἑπομένως οἱ συνθῆκες εἶναι ἀπίθανα καὶ ἀσύληπτα διαφορετικές. Καὶ ἡ γλῶσσα δὲν εἶναι τῆς γῆς, δὲν εἶναι ἀνθρώπινη, γι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος «ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι». Ἄκουσε ὁ Παῦλος ξένη γλῶσσα, λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχουν ἐδῶ παρόμοια. Ἄκουσε τὴν γλῶσσα τῶν ἀγγέλων.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θεωρῶ ἀπαραίτητη μία ἐπεξήγησι, διότι κάποιοι λένε ὅτι τὰ ἄρρητα ρήματα εἶναι κάποια μυστικά, τὰ ὁποῖα ὁ Παῦλος δὲν τὰ  ἀποκάλυψε παρὰ μόνον σὲ ἐλάχιστους. Καὶ ὅτι μέχρι σήμερα ἐλάχιστοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὰ γνωρίζουν καὶ τὰ ἀποκαλύπτουν σὲ ἐλάχιστους ἐκλεκτοὺς μέσα στοὺς αἰῶνες. Καὶ αὐτοὶ οἱ λίγοι καὶ μεγάλοι τὰ κρατοῦν μυστικὰ ἀπὸ τὸν «λαουτζίκο», ἀπὸ τὸ πλῆθος. Πρόκειται γιὰ παρεξήγησι ἢ κακοήθεια. Στὴν Ἐκκλησία μας δὲν ὑπάρχουν μυστικὰ καὶ «ἄρρητα». Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς κατέβηκε ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ μᾶς τὰ ἀποκάλυψε ὅλα, καὶ τίποτα, καμμία γνῶσι, δὲν μεταβιβάζεται μόνον σὲ λίγους ὑψηλὰ ἱσταμένους. Ὅλα εἶναι φανερά, ὅλα εἶναι φῶς. Ἁπλῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιγραφοῦν μὲ ἀνθρώπινη γλῶσσα οἱ οὐράνιες καταστάσεις, ποὺ εἶδε καὶ γνώρισε ὁ Παῦλος κατὰ τὴν ἁρπαγή του στὸν οὐρανό. Ἐξ ἄλλου στὴν πρώτη ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε στοὺς Κορινθίους τοὺς θυμίζει τὸν λόγο τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, ποὺ λέγει γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν· «Ἐκεῖνα ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, γιὰ ὅσους τὸν ἀγαποῦν εἶναι τέτοια ποὺ μάτι δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν ἄκουσε καὶ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν ἔχει φαντασθῆ». Δὲν ὑπάρχουν γιὰ μᾶς ἀνάλογες παραστάσεις, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ καταλάβωμε. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος οὔτε προσπάθησε νὰ περιγράψη τὶς ἀπερίγραπτες καὶ ἀσύληπτες γιὰ τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου οὐράνιες καταστάσεις, καὶ δὲν τὶς ἀνακοίνωσε γιὰ δεκατέσσερα χρόνια.
Θεωρῶ ὅτι εἶναι κατάλληλη ἡ εὐκαιρία νὰ τονισθῆ ἕνα πολὺ σοβαρὸ θέμα. Ἐμφανίζονται κάποιοι, κατὰ κανόνα γυναῖκες, ποὺ διαφημίζουν τάχα πνευματικές τους ἐμπειρίες καὶ παρασύρουν ἀθώους στὴν πλάνη; Ἰσχυρίζονται ὅτι βλέπουν καὶ ἐπικοινωνοῦν καὶ μιλᾶνε μὲ τὴν Παναγία, σὲ μεγαλύτερη συχνότητα καὶ κατὰ προτίμησι μὲ τὴν ἁγία Παρασκευή, ἀλλὰ καὶ ἄλλους ἁγίους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δέχονται μηνύματα. Αὐτὸ μπορεὶ νὰ γίνη καὶ κατὰ παραγγελία. Διαφημίζονται ὡς δυνάμενοι νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν οὐράνιο κόσμο καὶ νὰ λύνουν ἔτσι προβλήματα ποὺ βασανίζουν ἀνθρώπους. Ἁπλοϊκοί, ἀλλὰ καὶ ἀφελεῖς πείθονται καὶ παρασύτονται ἀπὸ πλάνους. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή. Μὴν παρασύρεσθε. Ἂν ἕνας Παῦλος δὲν ἀποκάλυψε οὐράνιες καταστάσεις, ἀλλὰ καὶ ὅσα εἶδε ὁ ἴδιος τὰ κράτησε μυστικὰ γιὰ δεκατέσσερα χρόνια, καὶ μόνον ὅταν ἀναγκάσθηκε, ἔκανε ἀναφορὰ στὴν πνευματική του ἐμπειρία, ποῖοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ μὲ τόση εὐκολία μποροῦν νὰ κατεβάζουν τὸν οὐρανό στὴν γῆ μὲ ἰδιοτελεῖς σκοπούς; Ὁ Παῦλος ἀφοῦ εἶχε μιὰ τόσο θαυμαστὴ ἐμπειρία θὰ μποροῦσε νὰ τὸ διακηρύττη καὶ νὰ παρασέρνη κόσμο. Ὄχι μόνον δὲν τὸ ἔκανε αὐτό, ἀλλὰ παρουσιάζει τὴν ἐμπειρία σὰν νὰ μὴν εἶναι δική του. Διότι, ἐνῶ ἔζησε ὁ ἴδιος στὸν τρίτο οὐρανό, λέγει· «Εἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων . . . ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ». Γνώρισα, λέγει κάποιον ἄνθρωπο πιστὸ πρὶν ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια ποὺ ἁρπάχθηκε καὶ ὁδηγήθηκε στὸν οὐρανό. Βλέπεις ταπείνωσι; Δὲν θέλει νὰ μιλάη γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς πνευματικὲς ἐμπειρίες του. Τὶς κρατάει μυστικές. Καὶ σκεφθεῖτε πόσα ἄλλα βίωσε στὰ ἑπόμενα δεκατέσσερα χρόνια! Ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὰ οὐράνια βιώματα εἶναι μυστικὰ τῆς ψυχῆς μας.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 27.10.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΔΕΚΑΤῌ ΟΓΔΟῌ (Β΄Κορ 9,6-11)

«Ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει». ὅποιος σπέρνει μὲ σιγκουνιὰ λιγοστὰ καὶ θὰ θερίσει, καὶ ὅποιος σπέρνει ἄφθονα πλούσια θὰ θερίσει. Πρὶν ἀπὸ τὴν μηχανοποίησι τῶν ἀγροτικῶν καλλιεργειῶν, ὁ γεωργὸς ἔσπερνε ρίχνοντας τὸν σπόρο μὲ τὸ χέρι του. Καὶ ὅσο ἀραιοὶ και λιγοστοὶ ἦταν οἱ σπόροι τόσο ἀραιὰ ἧταν καὶ τὰ στάχυα γιὰ θέρισμα. Ἀντίθετα ἄφθονη καὶ πλούσια σπορὰ ἔφερνε καὶ πλούσια σοδειά. Ἀπὸ τὴν γεωργικὴ ζωὴ μεταφέρεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν πνευματικὸ βίο τῶν πιστῶν, διότι δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ κάνη μαθήματα γεωπονίας. Ὁ ἀπόστολος θέλει, μὲ τὴν γνωστὴ ἀπὸ τὴν γεωργία εἰκόνα, νὰ ὠθήση τοὺς πιστοὺς νὰ πολλαπλασιάσουν τὶς ἀγαθοεργίες.

Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα μέλημα τοῦ ἀποστόλου. Οἱ πιστοὶ δὲν μποροῦν νὰ μὴν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸν συνάνθρωπό τους ποὺ πάσχει ἢ δοκιμάζεται ἀπὸ προβλήματα.  Δὲν μπορεῖ ἄλλος νὰ περισεύη καὶ ἄλλος νὰ λιμοκτονῆ. Ἡ λατρεία πρὸς τὸν Κύριο ἀποτυπώνεται καὶ ἐξωτερικεύεται στὸ ἐνδιαφέρον μας γιὰ τόν «πλησίον». Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κάποιος πιστὸς καὶ νὰ μὴν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν συνάνθρωπό του. Στὸ εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως, ποὺ τὸ ἀκοῦμε τὴν Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεω, φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ὅσα προσφέρομε στὸν συνάνθρωπό μας τὰ προσφέρομε στὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Ἡ πίστις τοῦ χριστιανοῦ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ἐκφράζει πρὸς τὸν συνάνθρωπό του μὲ τὰ καλὰ ἔργα. Καὶ ὀ ἀπόστολος Παῦλος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν ἐνδιαφερθῆ γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα.

Ἔτσι διδάσκει τὸν μαθητή του Τίτο νὰ προτρέπη τοὺς πιστοὺς νὰ κάνουν ἀγαθοεργίες. Γράφει σχετικά· «Νὰ φροντίζουν, ὅσοι ἔχουν πιστεύσει στὸν Θεό, νὰ μὴ μένουν στὴν ἁπλῆ μόνο πίστι, ἀλλὰ νὰ πρωτοστατοῦν μὲ ζῆλο στὰ καλὰ ἔργα, διότι αὐτὰ τὰ ἔργα εἶναι ὠφέλιμα στοὺς ἀνθρώπους». Καὶ ἐπαναλαμβάνει στὴν ἴδια ἐπιστολὴ πιὸ ἐπιτακτικά· «Νὰ φροντίζουν καὶ ὅλοι οἱ δικοί μας νὰ πρωτοστατοῦν στὰ καλὰ ἔργα, καὶ μάλιστα στὶς ἐπείγουσες ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν, καὶ νὰ μὴ μένουν ἄκαρποι». Ὁταν γράφει, ὅτι τὰ καλὰ ἔργα εἶναι ὠφέλιμα, θέλει νὰ τονίση ὅτι δὲν ὠφελεῖται μόνον ὁ εὐεργετούμενος ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ εὐεργετεῖ. Ὁ Θεός ἀνταποδίδει. Ἀνταποδίδει καὶ μάλιστα πολλαπλάσια γιὰ ὅσα δίδει κανείς. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ σχετικὸ χωρίο τονίζει ὅτι ὁ ἀπόστολος δὲν ἐπέλεξε ἄσκοπα τὴν εικόνα τῆς σπορᾶς. Στὴν σπορὰ ἕνας σπόρος ἀποδίδει ἄλλοτε ἑξήντα καὶ ἄλλοτε ἑκατὸ ἄλλους σπόρους. Ἔτσι καὶ γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες ὁ θερισμὸς θὰ εἶναι πλούσιος. Σὲ κάθε περίπτωσι «ταῦτα, δηλαδὴ οἱ ἀγαθοεργίες, ἐστὶ τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις».

Ὅμως ἡ μεγαλύτερη βαρύτητα δίδεται ὄχι στὸν ἀριθμό, δηλαδὴ στὴν ποσότητα τῶν ἀγαθοεργιῶν, ὅσο στὴν ποιότητα, δηλαδὴ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο γίνονται. «Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης». Ὁ καθένας μὲ καλὴ διάθεσι τὴς καρδιᾶς του νὰ ἀγαθοεργῆ, ὄχι ἀπὸ λύπη ἢ ἀπὸ ἀνάγκη. Μὲ ἄλλα λόγια τὸ κίνητρο γιὰ τὴν ἀγαθοεργία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ λύπη, ἢ αὐτὸ ποὺ λέγεται οἶκτος, οὔτε πολὺ περισσότερο ἡ ἀνάγκη. Διότι ἡ ἀγαθοεργία ποὺ γίνεται ἀπὸ οἶκτο ἢ λύπη προσβάλλει καὶ στενοχωρεῖ τὸν πάσχοντα. Καὶ ἔτσι ἀντὶ νὰ γίνεται κάτι καλὸ γίνεται αἰτία θλίψεως. Γιὰ τὸν Χριστιανὸ ἕνα εἶναι τὸ κίνητρο τῆς ἀγαθοεργίας, ἡ ἀγάπη. Χωρὶς τὴν ἀγάπη ἡ ἀγαθοεργία χάνει τὴν ἀξία της καὶ τὴν ἠθικὴ βαρύτητα. Καὶ τελικὰ μία τέτοια  ἀγαθοεργία δὲν ἔχει καὶ τὴν ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Στὴν περίπτωσι, γιὰ παράδειγμα, ποὺ μᾶς κλέβουν καὶ μᾶς ἀφαιροῦν ἀγαθὰ παρὰ τὴν θέλησί μας, δὲν κάνομε ἀγαθοεργία, ἔστω καὶ ἂν οἱ κλέφτες ἔχουν τὴν ἀνάγκη τῶν δικῶν μας ἀγαθῶν. Τὸ θῦμα τῆς κλοπῆς δὲν εἶναι σὲ καμμία περίπτωσι ἐλεήμων, ποὺ βοηθάει τὸν ἀνήμπορο. Ἡ στέρησις τῶν ἀγαθῶν μας ἀπὸ τοὺς κλέφτες δὲν εἶναι ἀγαθοεργία. Ἀντίθετα ἡ στέρησις τῶν ἀγαθῶν μας μὲ τὴν δική μας βούλησι εἶναι εὐλογημένη ἐλεημοσύνη, διότι δὲν γίνεται ἀπὸ λύπη ἢ ἀπὸ ἀνάγκη, ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ τὴν προαίρεσι τῆς καρδιᾶς μας σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Οὕτε βεβαίως ἡ ἀνάγκη, ὅταν δὲν μποροῦμε νὰ ἀποφύγουμε νὰ δώσουμε, ἢ, τὸ χειρότερο, νὰ φανοῦμε στὰ μάτια τῶν ἄνθρώπων, ὅτι εἴμαστε φιλάνθρωποι, μᾶς κάνει ἐλεήμονες.

Μέτρο συγκρίσεως γιὰ νὰ ἀξιολογήσωμε τὴν ἐλεημοσύνη, καὶ τὴν κάθε ἄλλη ἀγαθοεργία, εἶναι ἡ περίπτωσις ποὺ ἀναφέρει ὁ Κύριος μὲ τὸ δίλεπτο τῆς χήρας. Ἔδωσε μόνον δύο λεπτά, ποσὸ μηδαμινὸ μπροστὰ στὰ ποσὰ ποὺ ἔδωσαν οἱ πλούσιοι, ἀλλ’ ὁ Κύριος θεώρησε τὸ δόσιμο τῆς χήρας μεγαλύτερο ἀπὸ τὰ μεγάλα ποσὰ τῶν πλουσίων, διότι ἡ χήρα τὰ ἔδωσε μὲ τὴν καρδιά της, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δίνανε γιὰ νὰ τοὺς θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι, τὰ δίνανε γιὰ νὰ κάνουν ἐπίδειξι.

Ἀξία δὲν ἔχει νὰ δίνωμε πολλὲς φορὲς ἢ πολλὰ πράγματα, ἀλλὰ πῶς τὰ δίνομε. «Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης», φωνάζει ὁ ἀπόστολος, καὶ συμπληρώνει· «Ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός». Ὁ Θεὸς ἐπιβραβεύει τὸν δότη ποὺ χαίρεται μὲ τὴν ἀγαθοεργία. Ἐπιβραβεύει ἐκεῖνον ποὺ εὐχαριστεῖται νὰ βοηθάη τὸν πάσχοντα συνάνθρωπό του. Ἐκεῖνον ποὺ θεωρεῖ ὅτι τὰ ἀγαθά του εἶναι τοῦ Θεοῦ δῶρα καὶ αὐτὸς ἁπλῶς τὰ διαχειρίζεται «ὡς πιστὸς οἰκονόμος».

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι σαφὴς καὶ ξεκάθαρος. Οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ εἴμαστε γεναιόδωροι καὶ πλούσιοι σὲ ἔργα ἀγάπης. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ κατάστασι τοῦ καθενός. Ἡ ἀγαθοεργία δὲν προϋποθέτει καλὴ οἰκονομικὴ κατάστασι. Ὅλοι μποροῦμε νὰ ἔχουμε, ὄχι πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ, ἀλλὰ περίσσευμα καρδιᾶς, περίσσευμα ἀγάπης. Πρὸς τὴν κατεύθυνσι αὐτὴ διδάσκει, νουθετεῖ, προτρέπει σὲ κάθε εὐκαιρία ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ τὸ λεπτὸ σημεῖο στὶς ἀγαθοεργίες δὲν εἶναι ἡ ποσότητα ἀλλὰ ἡ ποιότητα. Καὶ χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχὴ γιὰ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο γίνονται. Μὲ κίνητρο καὶ ὁδηγὸ τὴν ἀγάπη καλύπτονται οἱ ἀνάγκες τῶν συνανθρώπων μας.

Πάντα μὲ καλὴ διάθεσι καρδιᾶς, μὲ τὴν θέλησί μας αὐξάνομε τὶς ἀγαθοεργίες μας. Αὐτὲς καὶ εἶναι ὠφέλιμες στοὺς ἀνθρώπους καὶ οἱ πιστοὶ ποὺ τὶς ἐνεργοῦν δὲν μένουν ἄπρακτοι. Προσέχομε δὲ ἰδιαιτέρως γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὶς τελοῦμε, ὥστε χωρὶς νὰ προσβάλλουμε τὸν συνάθρωπό μας, νὰ κερδίζωμε ὡς ἱλαροὶ δότες τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.