Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 31.08.2014


ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Μθ 19, 16-24)

 Ἕνας νέος στὴν ἡλικία ἄνθρωπος προσεγγίζει τὸν Ἰησοῦ γονατιστὸς καὶ τοῦ λέγει˙ Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί καλὸ πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ κερδήσω αἰώνια ζωή;  Τοῦ ἀπαντάει ὁ Ἰησοῦς˙ Γιατὶ μὲ ὀνομάζεις ἀγαθό; Ἕνας μόνον εἶναι ἀγαθός, ὁ Θεός. Ἀλλ’ ἐὰν θέλεις νὰ μπῆς στὴν αἰώνια ζωή, πρέπει νὰ ἐφαρμόσης τὶς ἐντολές. Ὁ νὲος ρωτάει ποιὲς ἀπὸ ὅλες. Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε˙ Τίς˙ «οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα», καί «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». Γιὰ νὰ πῆ ὁ νεανίσκος˙ Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐφάρμοσα, τί ἄλλο μοῦ λείπει; Καὶ θὰ τοῦ πεῖ ὁ Ἰησοῦς˙ Γιὰ νὰ εἶσαι τέλειος, θὰ πουλήσεις τὰ ὑπάρχοντά σου, θὰ τὰ μοιράσεις στοὺς πτωχοὺς καὶ θὰ βρεῖς θησαυρὸ στὸν οὐρανό, μετὰ ἀκολούθησέ με. Ὅταν ἄκουσε ὁ νέος τὰ τελευταῖα λόγια, ἔφυγε στενοχωρημένος, γιατὶ εἶχε μεγάλη περιουσία. Καὶ ἀπευθυνόμενος στοὺς μαθητές του εἶπε˙  Ἀλήθεια σᾶς λέγω ὅτι, δύσκολα θὰ μπεῖ πλούσιος στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ πάλι σᾶς λέγω ὅτι, εἶναι εὐκολώτερο χοντρὸ σχοινὶ νὰ περαστῆ ἀπὸ τὴν τρύπα βελόνας, παρὰ νὰ μπῆ πλούσιος στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Οἱ μαθητές του ἀκούγοντας αὐτὰ τὰ λόγια ἔδειξαν μεγάλη ἀπορία καὶ εἶπαν˙ Ἄραγε ποιός μπορεῖ νὰ σωθῆ; Ἀπαντώντας καὶ μὲ τὸ βλέμμα του ὁ Ἰησοῦς εἶπε˙ Αὐτὸ εἶναι πράγματι ἀδύνατο ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, γιὰ τὸν Θεὸ ὅμως ὅλα εἶναι δυνατὸν νὰ γίνουν.

Ἔρχεται στὸν Ἰησοῦ ἕνας νέος. Αὐτὸ εἶναι ἐντυπωσιακό! Καὶ δὲν ἔρχεται γιὰ νὰ ζητήση ἔλεος, ἢ κάποια θεραπεία τέλος πάντων, ἀλλὰ ζητάει βασιλεία οὐρανῶν, δηλ. ζητάει τὸ ὑψηλότερο ἀγαθό. Ἦταν βεβαίως πλούσιος καὶ εἶχε λυμένα τὰ βιοποριστικὰ προβλήματα. Μά, εἶναι ἀκόμα πιὸ θαυματὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐνῶ ἦταν πλούσιος, τὸν ἐνδιέφεραν τὰ πνευματικὰ προβλήματα. Διότι συνήθως, ὅποιος «πέποιθε ἐπὶ τὸ χρῆμα», δηλ. ὅποιος βασίζεται στὴν μεγάλη περιουσία του, δὲν ἐνδιαφέρεται, καὶ πιθανότατα, δὲν πιστεύει στὰ πέραν τοῦ θανάτου. Ἁπλῶς ἀπολαμβάνει τὴν περιουσία του. Στηρίζεται σ’  αὐτὴν καὶ δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ. Νοιώθει αὐτάρκης. Ἡ περιουσία, τὰ κτήματα, τὰ χρήματά του ἔχουν ἀντικαταστήσει τὸν Θεό. Γιὰ θεὸ ἔχει τὸν χρυσό.

Ἐδῶ ὁ πλούσιος νέος ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ ἐπουράνια. Ἐπιμένω καὶ τονίζω αὐτὸ τὸ ἐνδιαφέρον, διότι εἶναι πολὺ σημαντικὸ. Ἐμεῖς, ὁ ἄνθρωπος γενικὰ, ἔχομε ἐνδιαφέροντα, καὶ μάλιστα πολλὰ. Πολλὰ καὶ διάφορα εἶναι ἐκεῖνα, ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν καί «τρῶνε» τὴν ζωή μας.

Ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴν ζωή μας, καὶ θέλομε νὰ τὴν κάνωμε ὅσο γίνεται πιὸ καλή, πιὸ ἄνετη, πιὸ ξεκούραστη. Τὴν θέλομε μὲ πολλὰ χρόνια καὶ μὲ καλὴ ὑγεία. Μετὰ ἐνδιαφερόμαστε γιὰ τὴν οἰκογένειά μας, γυναῖκα καὶ παιδιὰ. Ἡ ἐπιβίωσις καὶ ἡ ἀποκατάστασις εἶναι μέσα στὰ ἐνδιαφέροντά μας. Αὐτὰ τὰ ἐνδιαφέροντα εἶναι φυσιολογικά, τὰ προβλέπει δὲ καὶ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ.

Ὑπάρχουν καὶ ἐνδιαφέροντα, ποὺ δείχνουμε κάποιοι γιὰ πράγματα, ποὺ δὲν φαίνεται νὰ ἔχουν μεγάλη ἀξία. Πῶς δηλ. νὰ γεμίσουμε τὸν ἐλεύθερό μας χρόνο. Ὑπάρχουν τὰ διάφορα “χόμπι”. Δὲν θὰ τὰ ἀναφέρω ἐδῶ. Θὰ πῶ μόνον ὅτι πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ φτάνουν καὶ στὰ ὅρια τῆς ἁμαρτίας.

Τὸ μεγάλο πάντα πρόβλημα εἶναι ἂν μέσα στὰ ἐνδιαφέροντά μας ὑπάρχει, ἔστω καὶ λίγο, μέρος καὶ γιὰ τὰ οὐράνια καὶ ὄχι μόνον γιὰ τὰ ἐπίγεια, τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ πρόσκαιρα καὶ φθαρτά.

Δυστυχῶς ἡ πραγματικὸτητα εἶναι πολὺ σκληρή. Ἐξαντλοῦνται τὰ ἐνδιαφέροντά μας μόνον στὰ γήινα καὶ τὰ πρόσκαιρα. Τί θὰ φᾶμε, τί θὰ πιοῦμε καὶ πῶς θὰ διασκεδάσωμε. Δὲν μπόρεσε, οὔτε ἡ μεγάλη δοκιμασία ποὺ περνᾶμε, νὰ ἀλλάξη τὰ ἐνδιαφέροντά μας.

Ὁ νὲος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος μᾶς στέλνει ἕνα ἰσχυρὸ μήνυμα. Πλούσιος ἦταν, νέος ἦταν, καὶ ὅμως τὸν ἀπασχολοῦσε ἕνα πρόβλημα˙ ἔχει ἕνα ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ οὐράνια. Βρῆκε τὴν πηγή. Συνάντησε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο γιὰ τοῦ ζητήση ἀπάντησι στὴν ἀγωνία του.

Εἶναι ἀξιοσημείωτος καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο προσέρχεται. Προσέρχεται γονυπετών. Γονατιστὸς ζητάει λύσι στὸ πρόβλημά του. Αὐτὸ δηλώνει τὴν μεγάλη ἀγωνία ποὺ εἶχε.

Νὰ ἔρθωμε τώρα στὰ δικά μας. Ἐμεῖς πότε θὰ δείξωμε ἐνδιαφέρον, ὄχι μόνον γιὰ τὰ ἐπίγεια, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ οὐράνια; Πότε θὰ μᾶς ἀπασχολήση τὸ πρόβλημα τῆς ψυχῆς μας; Πότε θὰ  κυττάξωμε πρὸς τὸν οὐρανό;

Κάποιοι λένε ὅτι ἔχουμε καιρό. Αὐτὰ τὰ θέματα θὰ τὰ δοῦμε ὅταν γεράσουμε. Τότε θὰ ἐκκλησιασθοῦμε, τότε θὰ νηστεύσουμε, τότε θὰ ἐξομολογηθοῦμε, τὸτε θὰ τὰ κάνουμε ὅλα τὰ «ἁγιοτικά». Καὶ γεννιέται τὸ ἐρώτημα˙ Θὰ ἐκκλησιασθοῦμε, ὅταν δὲν θὰ μποροῦμε νὰ σταθοῦμε στὰ πόδια μας; Θὰ νηστεύσουμε, ὅταν ὁ γιατρὸς θὰ ἐπιβάλη εἰδικὲς δίαιτες; Θὰ ἐξομολογηθοῦμε, ὅταν δὲν θὰ ἔχωμε μνήμη; Θὰ κάνουμε ὅλα τὰ «ἁγιοτικά», ὅταν δὲν θὰ μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτε; Ποιὸς μᾶς βεβαιώνει ὅτι θὰ προλάβουμε νὰ γεράσουμε;

Καὶ ἐπειδὴ τὰ ὅρια τῆς ζωῆς μας εἶναι ἄγνωστα, ἂς μὴ μᾶς ξεγελάη κανένας. Τὸ ἐνδιαφέρον μας γιὰ τὰ οὐράνια δὲν εἶναι ὑπόθεσις ἡλικίας. Κανένας δὲν γνωρίζει τὸν χρόνο ποὺ ἔχει στὴν διάθεσί του. Ἡ ὥρα τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα εἶναι ἄγνωστη. Αὐτὸ ποὺ γνωρίζομε εἶναι μόνον ὅτι θὰ ἔρθει ἐξάπαντος. Νὰ γιατὶ χρειάζεται ἐπαγρύπνησις καὶ συνεχὲς ἐνδιαφέρον, γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς. Τό, τί πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον, εἶναι ἡ μόνη ἀγωνία ποὺ ἐπιτρέπεται στὸν χριστιανό. Γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν συγχωρεῖται λαχτάρα, ἀγωνία, ἄγχος, παρὰ μόνον γιὰ τὴν σωτηρία μας, παρὰ μόνον γιὰ τὴν αἰώνιο ζωή.

«Ἐκ νεότητός μου πολλὰ πολεμεῖ με πάθη», λέγει ὁ προφήτης Δαβίδ. Ἑπομένως ἐκ νεότητος πρέπει νὰ δείξωμε καὶ τὸ ἐνδιαφέρον νὰ νικήσωμε τὰ πάθη. Ἐκ νεότητος πρέπει νὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὴν ψυχή μας. Ἐκ νεότητος πρέπει νὰ δείξωμε τὸ μεγάλο ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ οὐράνια καὶ τὰ αἰώνια. Καὶ ἂν ἔχη περάσει ἡ ἡλικία μας τότε τὸ ἐνδιαφέρον μας πρέπει νὰ εἶναι ἀκόμη μεγαλύτερο. Ἡ ἀδιαφορία δὲν ἔχει θέσι στὴν ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ. Ἡ ἀμέλεια δὲν δικαιολογεῖται. Τώρα βιαζόμαστε, τρέχομε.

Σάββατο 23 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 24.08.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (18,23-35)

 Ἀπὸ τὸν Κύριο ἀκούσαμε σήμερα τὴν παραβολὴ τοῦ σκληροῦ δούλου. Κατὰ τὴν παραβολή, παρομοιάζεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ ἕναν βασιλιά, ποὺ θέλησε νὰ λογαριασθῆ μὲ τοὺς ὑπηρέτες του. Ἀρχίζοντας τὸν ἔλεγχο βρέθηκε ἕνας δοῦλος νὰ τοῦ χρωστάη δέκα χιλιάδες τάλαντα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχε νὰ ἐξοφλήση, διέταξε ὁ ἀφέντης νὰ πουλήσουν τὸν δοῦλο, μαζὶ μὲ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά, γιὰ νὰ ἀποπληρωθῆ τὸ χρέος. Τότε ὁ δοῦλος ἔπεσε στὰ πόδια, παρακαλῶντας, καὶ εἶπε˙ Δῶσε μου χρόνο καὶ ὅλα θὰ στὰ πληρώσω. Ὁ Κύριος τὸν λυπήθηκε καὶ τοῦ χάρισε τὸ δάνειο. Αὐτὸς ἔφυγε χαρούμενος, ἀλλὰ συνάντησε ἕναν συνάδελφό του ὑπηρέτη, ποὺ τοῦ χρωστοῦσε ἑκατὸ δηνάρια. Τὸν ἔπιασε καὶ τοῦ ζητοῦσε τὸ δάνειο. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος δὲν εἶχε νὰ πληρώση, παρακάλεσε καὶ ζήτησε προθεσμία γιὰ νὰ ξεπληρώση τὰ ἑκατὸ δηνάρια. Ὁ ἄλλος ὅμως δὲν δέχθηκε καὶ τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή. Οἱ συνάδελφοί τους, ποὺ εἶδαν τὶ ἔγινε, στενοχωρέθηκαν καὶ τὰ ἀνέφεραν ὅλα στὸν ἀφέντη. Αὐτὸς τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε˙ Δοῦλε πονηρέ, ἐγὼ, ἐπειδὴ μὲ παρεκάλεσες, σοῦ χάρισα τόσο μεγάλο χρέος, δὲν ἔπρεπε καὶ ἐσὺ νὰ κάνης τὸ ἵδιο στὸν συνάδελφό σου; Ὀργίσθηκε ὁ κύριος καὶ τὸν παρέδωσε στοὺς βασανιστές μέχρι νὰ πληρώση ὅλο τὸ χρέος. Ἔτσι θὰ κάνη καὶ σὲ ἐσᾶς ὁ Πατέρας μου ὁ οὐράνιος, ἐὰν ὁ καθένας σας δὲν συγχωρήσετε τὰ σφάλματα τῶν ἀδελφῶν σας, μὲσα ἀπὸ τὴν καρδιά σας.

Ὁ Κύριός μας χρησιμοποιοῦσε στὴν διδασκαλία του πολλὲς φορὲς παραβολές. Οἱ παραβολὲς εἶναι ἱστορίες βγαλμένες ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Δὲν εἶναι πραγματικὲς, ἀλλὰ θὰ μποροῦσαν νὰ εἶναι. Καὶ μὲ αὐτὲς ἀποκάλυπτε οὐράνιες ἀλήθειες, σὲ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀνοικτὰ τὰ αὐτιὰ τῆς ψυχῆς τους νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ σωθοῦν. Καὶ ὅσοι δὲν ἤθελαν, ἄκουγαν ἀλλὰ δὲν κατανοοῦσαν. Γι’ αὐτὸ τὶς περισσότερες παραβολὲς τὶς τελείωνε μὲ τὴν φρᾶσι˙ «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω». Καὶ ἐμεῖς ἂς ἀνοίξουμε τὰ αὐτιά μας νὰ καταλάβουμε τὰ βαθύτερα πνευματικὰ νοήματα ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας.

Στὴν παραβολὴ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, ὁ ἀφέντης πρόθυμα καὶ φιλάνθρωπα, σπλαγχνιζόμενος τὸν δοῦλο μὲ τὸ μεγάλο χρέος, καὶ ἐπειδὴ τὸν παρακάλεσε, τοῦ χάρισε τὸ δάνειο. Ὁ ὀφειλέτης χάρηκε ἀφάνταστα, διότι γλύτωσε τὴν φυλακή καὶ ἔσωσε τὴν γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του ἀπὸ τὴν δουλεία. Ὁ ἴδιος ὅμως φέρθηκε πολὺ σκληρὰ σὲ σύνδουλό του ποὺ τοῦ χρωστοῦσε ἕνα πολὺ μικρὸ ποσό, σὲ σύγκρισι μὲ τὸ δικό του τεράστιο χρέος. Καὶ ἀντὶ νὰ φερθῆ καὶ αὐτὸς, ὅπως τοῦ φέρθηκε ὁ ἀφέντης του, σπλαγχνικὰ καὶ φιλάνθρωπα, - ἀλήθεια καὶ τὶ εἶναι τὰ ἑκατὸ δηνάρια σὲ σύγκρισι μὲ τὰ δέκα χιλιάδες τάλαντα; - αὐτὸς φέρθηκε ἀπάνθρωπα. Ἔπρεπε νὰ σκεφθῆ σὰν τὸν ἀφέντη του, καὶ ὅπως ἐκεῖνος τοῦ χάρισε τὰ μύρια τάλαντα, νὰ χαρίση καὶ αὐτὸς τὰ ἑκατὸ δηνάρια. Γιὰ ἑκατὸ δηνάρια ὅμως τὸν ἔριξε στὴν φυλακή.

Ἡ σκληρὴ αὐτὴ συμπεριφορά του ἔγινε γνωστὴ στὸν ἀφέντη ἀπὸ τοὺς ἄλλους δούλους, ποὺ καὶ αὐτοὶ ἀκόμα στενοχωρέθηκαν γιὰ τὴν ἀπάνθρωπη πρᾶξι του. Τότε ὁ ἀφέντης κάλεσε πίσω τὸν δοῦλο, ἀνακάλεσε τὸ δάνειο καὶ ζήτησε τὴν πλήρη ἀποπληρωμή του. Καὶ, ἐφ’ ὅσον δὲν μποροῦσε νὰ τὸ πληρώση, τὸν ρίξανε στὴν φυλακὴ μέχρι νὰ ἀποπληρώση ὅλο τὸ χρέος.

Πίσω ἀπὸ τὰ λόγια τῆς παραβολῆς κρύβεται ἡ ἀλήθεια. Ἀφέντης καὶ βασιλιάς εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸς λογαριάζεται μὲ ἐμᾶς. Καὶ βρισκόμαστε ὅλοι νὰ χρωστᾶμε τεράστια ποσά. Τὸ χρέος μας τὸ μεγάλο εἶναι οἱ ἀναρίθμητες ἁμαρτίες μας. Αὐτὲς μᾶς ρίχνουν στὴν φυλακή, τὴν αἰώνια φυλακή, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια κόλασις. Πέφτομε ὅμως στὰ γόνατα καὶ παρακαλᾶμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς σπλαγχνισθῆ. Ζητᾶμε τὸ ἔλεός του. Αὐτὴ εἶναι ἡ μετάνοια καὶ ἐξομολόγησις. Καὶ ὁ Κύριος μᾶς λυπᾶτε, μᾶς ἀγαπάει, μᾶς ἐλεεῖ, καὶ σβήνει τὸ χρέος. Τὸ αἷμα τῆς σταυρικῆς του θυσίας, λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ἔχει αὐτὴν τὴν δύναμι, νὰ σβήνη ὅλες τὶς ἁμαρτίες. Καὶ ὅπως χάρηκε ὁ δοῦλος τῆς παραβολῆς γιὰ τὸ σβήσιμο τοῦ χρέους του, ἔτσι χαίρεται καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ τοῦ συγχωροῦνται στὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως οἱ ἁμαρτίες. Γι’ αὐτὴν τὴν χαρὰ μπορεῖ νὰ μιλήση ὁ κάθε χριστιανός, ποὺ πέρασε ἀπὸ τὸ ἐξομολογητήρι, καὶ εἰλικρινὰ μετανοημένος ἄνοιξε τὴν καρδιά του καὶ ἔβγαλε ὅλο τὸ χρέος νὰ τὸ σβήση ὁ Θεός. Ὅσα διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας δὲν εἶναι θεωρία, ἀλλὰ βίωμα καὶ ζωὴ καὶ πρᾶξις. Δὲν ἔχετε παρὰ νὰ δοκιμάσετε αὐτὴν τὴν ἀλήθεια, ἐὰν μέχρι τώρα δὲν τὴν γευθήκατε ἀκόμα στὴν ζωή σας.

Ὅμως ὁ δοῦλος μὲ σβησμένο τὸ τεράστιο χρέος του δὲν χάρηκε γιὰ πολύ. Ἐπειδὴ δὲν χάρισε ἑκατὸ δηνάρια τοῦ συνδούλου του, βρέθηκε φορτωμένος πάλι μὲ τὸ χρέος τῶν μυρίων ταλάντων, καὶ σάπισε στὴν φυλακή.

Ἡ Παραβολὴ θέλει νὰ μᾶς δείξη ὅτι, γιὰ νὰ χαρίση ὁ Κύριος τὰ ἀναρίθμητα ἁμαρτήματά μας, δὲν ζητάει νὰ γίνουμε ἀσκητὲς, δὲν ζητάει νὰ γίνουμε ἱεραπόστολοι, δὲν ζητάει νὰ πουληθοῦμε χάριν τῶν πτωχῶν. Ζητάει νὰ συγχωροῦμε τοὺς συναθρώπους μας στὰ φταιξίματά τους ἀπέναντί μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη προϋπόθεσις. Νὰ συγχωροῦμε, γιὰ νὰ συγχωρήση καὶ ἐμᾶς ὁ Κύριος. Ἡ διαφορὰ τῶν δικῶν μας ἁμαρτημάτων, δηλαδὴ τὸ φταίξιμό μας πρὸς τὸν Κύριο, μὲ τὰ σφάλματα ἢ τὰ ἀδικήματα τῶν ἄλλων ἀπέναντί μας εἶναι τεράστια. Καὶ ὅμως ὁ Κύριος μᾶς τὰ συγχωρεῖ ὅλα, τὰ σβήνει ὅλα. Καὶ δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ σβήσωμε, νὰ συγχωρήσωμε, τὰ μικροχρέη καὶ μικροσφάλματα τῶν συνανθρώπων μας;  Ἡ ζωὴ δυστυχῶς μᾶς διδάσκει ὅτι εἴμαστε πολὺ σκληροὶ στοὺς συναθρώπους μας. Ὄχι στοὺς μακράν, ἀλλὰ στοὺς δικούς μας. Ἀδελφὸς ἀδελφό δὲν συγχωρεῖ γιὰ ἕνα χωράφι. Γείτονας τὸν γείτονα δὲν συγχωρεῖ γιὰ μιὰ στρέχα. Ποῦ νὰ μιλήσουμε μὲ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου μας ποὺ θέλει καὶ τοὺς ἐχθρούς μας νὰ ἀγαπᾶμε;

Ἐὰν θέλομε νὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ καὶ βασιλεία οὐρανῶν, πρῶτα θὰ συγχωρήσουμε τοὺς συνανθρώπους μας, καὶ μετὰ ὁ Θεὸς θὰ συγχωρήση τὰ δικά μας ἁμαρτήματα. Ἐξ ἄλλου στὸ «Πάτερ ἡμῶν» λέμε˙ «Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Δηλαδὴ ὅπως καὶ ὅσο ἐμεῖς συγχωροῦμε, Κύριε, ἔτσι νὰ συγχωρήσης καὶ ἐμᾶς. Στὸ χέρι μας εἶναι νὰ δοῦμε πρόσωπο Θεοῦ.

Σάββατο 16 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 17.08.2014


ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (17,14-23)
 
Ἀκούσαμε σήμερα ὅτι, κάποιος ἄνθρωπος,  πλησίασε γονατιστὸς τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε˙ Κύριε ἐλέησε τὸν υἱό μου, διότι σεληνιάζεται καὶ ὑποφέρει. Διότι πολλὲς φορὲς ρίχνεται στὴν φωτιὰ ἢ στὸ νερό. Τὸν ἔφερα νωρίτερα στοὺς μαθητές σου, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν. Μίλησε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε˙  Ὦ γενεὰ ἄπιστη καὶ διεστραμμένη! Μέχρι πότε θὰ εἶμαι μαζί σας; Μέχρι πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε τὸ παιδὶ ἐδῶ. Καὶ διέταξε ὁ Ἰησοῦς, καὶ τὸ δαιμόνιο βγῆκε καὶ τὸ παιδὶ θεραπεύθηκε τὴν ἴδια στιγμή. Ὅταν βρέθηκαν μόνοι, οἱ μαθητὲς ρώτησαν τὸν Ἰησοῦ, γιατὶ αὐτοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ θεραπεύσουν; Καὶ τοὺς ἀπάντησε˙ Γιὰ τὴν ἀπιστία σας. Καὶ συνέχισε. Ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ἐὰν ἔχετε πίστι ὅσο τὸ σποράκι τοῦ σιναπιοῦ, θὰ λέτε στὸ βουνὸ αὐτό, πήγαινε ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ, καὶ θὰ πηγαίνη, καὶ τίποτα δὲν θὰ σᾶς εἶναι ἀδύνατο. Αὐτὸ τὸ γένος τῶν δαιμονίων δὲν βγαίνει παρὰ μόνον μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία. Καὶ ἐκεῖ ποὺ γύριζαν γιὰ τὴν Γαλιλαία τοὺς ἀποκάλυψε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε˙ Πρόκειται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ παραδοθῆ σὲ χέρια ἀνθρώπων, ποὺ θὰ τὸν θανατώσουν, καὶ τὴν τρίτη ἡμέρα θὰ ἀναστηθῆ.

Σὲ αὐτὴν τὴν διήγησι τοῦ εὐαγγελίου ἔχομε ἄλλη μία θεραπεία δαιμονιζομένου. Ὁ πατέρας ἔφερε τὸ δαιμονισμένο παιδί του γιὰ θεραπεία, ἀλλὰ τότε ὁ Κύριος ἀπουσίαζε, διότι μὲ τοὺς τρεῖς  μαθητές του, τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη βρισκόταν στὸ ὄρος, ὅπου ἔγινε ἡ Μεταμόρφωσις. Οἱ ὑπόλοιποι μαθητές του, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἀνδρέα, δοκίμασαν ἀλλὰ δὲν θεράπευσαν τὸν δαιμονισμένο. Ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸ ὄρος ὁ Κύριος, τότε προσῆλθε ὁ πατέρας γονατιστὸς μπροστά του καὶ ζήτησε τὴν βοήθειά του. Καὶ στὴν πληροφορία τοῦ πατέρα, ὅτι οἱ μαθητές του δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν θεραπεύσουν, θὰ ἐκφράση ὁ Ἰησοῦς τὸ παράπονό του: Ἄπιστη καὶ διεστραμμένη γενεά, μέχρι πότε θὰ εἶμαι μαζί σας, μέχρι πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;

Ἡ γενεὰ τοῦ Ἰησοῦ, οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς ποὺ ὁ Ἰησοῦς ὡς ἱστορικὸ πρόσωπο ἦταν πάνω στὴ γῆ, χαρακτηρίζονται ἄπιστοι καὶ διεστραμμένοι.

Χαρακτηρίζονται ἔτσι διότι εἶχαν τὸν νόμο, εἶχαν τοὺς προφῆτες, εἶχαν τοὺς ἱερεῖς, εἶχαν τὴν ἀποκάλυψι τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔδωσε ὁ Θεὸς στὸν λαό του, γιὰ νὰ περιμένουν τὸν Μεσσία καὶ νὰ τὸν δεχθοῦν. Καὶ ὅμως, ὅταν ἦρθε ὁ Χριστὸς στὴ γῆ, αὐτοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν. Δὲν τὸν δέχθηκαν, δὲν τὸν πίστεψαν. Παρέμειναν ἀρνητικοὶ, παρέμειναν ἄπιστοι.

Ἐπὶ πλέον, κοντὰ στὴν ἀπιστία τους, προστίθεται ἡ διαστροφὴ τῆς ἀλήθειας. Δὲν ἔμειναν μόνον ἄπιστοι, ἀλλὰ προχώρησαν καὶ πιὸ πέρα. Συκοφάντησαν τὸν Μεσσία οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες τοῦ λαοῦ, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἀκολουθήσουν οἱ ἄνθρωποι. Τὸν χαρακτήρισαν δαιμονισμένο, τὸν εἶπαν συνεργάτη τοῦ Βελζεβούλ. Παρερμήνευαν τὰ λόγια καὶ τὴν διδασκαλία του. Τὸν κατηγόρησαν ὡς ἐχθρὸ τοῦ τόπου καὶ τοῦ ναοῦ, καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ τὸ ἔθνος. Στὸ τέλος τὸν κατεδίκασαν στηριγμένοι σὲ ψευδομάρτυρες. Νά, ἡ διαστροφή τους.

Ἡ ἐπὶ γῆς παρουσία τοῦ  Κυρίου εἶχε περιορισμένη χρονικὴ διάρκεια. Στὰ τρία χρόνια ἔπρεπε νὰ ὁλοκληρωθῆ ἡ ἀποκάλυψις τοῦ Ἰησοῦ, καὶ νὰ πάρη ὁ κόσμος τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἡ θεραπεία τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου γίνεται μετὰ τὴν Μεταμόρφωσι, δηλ. λίγο πρὶν τὸ Πάθος, καὶ ἀκόμα κυριαρχεῖ ἡ ἀπιστία. Μετὰ ἀπὸ σχεδὸν τρία χρόνια, ποὺ εἶχαν οἱ μαθητές του τὴν εὐκαιρία νὰ δοῦν ἀναρίθμητα θαύματα, ἀδυνατοῦν νὰ θεραπεύσουν ἕνα δαιμονισμένο. Γι’ αὐτὸ ἀναρωτιέται ὁ Ἰησοῦς˙ Μέχρι πότε θὰ εἶμαι μαζί σας;

Καὶ δὲν ἀναρωτιέται μόνον, ἀλλὰ προσθέτει καὶ ἕναν βαρύτερο λόγο˙ Μέχρι πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;

Αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου πρέπει νὰ μᾶς προβληματίση πολύ, διότι ἀποκαλύπτει πὼς ἡ ἀνοχὴ τοῦ Κυρίου ἔχει ὅρια. Εἶναι μακρόθυμος ὁ Κύριος, ἀλλὰ γιὰ πάντα καὶ γιὰ ὅλες μας τὶς ἀρνήσεις, τὶς ἀπιστίες, τὶς διαστροφές; Φαίνεται ὅτι δὲν μπορῦμε νὰ εἶμαστε ἐμεῖς ἀσύδοτοι καὶ ὁ Κύριος νὰ μὴν κάνη κάτι, νὰ μὴν ζητήση ἐπὶ τέλους τὸν λόγο ἀπὸ ἐμᾶς. Δὲν μποροῦμε ἐμεῖς νὰ ἐπικαλούμαστε τὴν μακροθυμία του καὶ τὴν φιλανθρωπία του, γιὰ νὰ μένωμε στὴν ἀπιστία μας καὶ στὴν διαστροφή μας γιὰ πάντα. Ἀκοῦμε ἀπὸ χριστιανοὺς νὰ λένε πολὺ συχνά˙ Μὰ πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ τιμωρῆ, ἀφοῦ λέτε ἐσεῖς οἱ θεολόγοι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη ἢ εἶναι Θεὸς ἀγάπης; Πράγματι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινὸς εἶναι ἀγάπη. Ἀλλὰ ἡ ἀγάπη τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἔδειξε καὶ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο, δὲν πρέπει νὰ ἀνταποδοθῆ; Ἡ ἀγάπη εἶναι πάντα ἀμοιβαία. Ὁ Κύριος μὲ τὴν ἐνανθρώπησί του καὶ τὴν σταυρικὴ θυσία του μᾶς χάρισε τὴν ἀγάπη του, καὶ ἀπέδειξε ὅτι μᾶς ἀγαπάει. Σὲ αὐτὴν τὴν ἀγάπη ἐμεῖς πόσο ἀνταποκρινόμαστε; Πόσο τὸν ἀγαπᾶμε; Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ εὐαγγελιστής˙ «Ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἀγαπῶμεν τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν τὸν Θεὸν ἀγαπῶμεν καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν. Αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἵνα τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν».

Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ἡ τήρησις τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ συνδέεται μὲ τὴν ἀγάπη. Ἐμεῖς μὲ τὴν μόνιμη παράβασι τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴν μὴ τήρησι τοῦ νόμου του, δείχνομε ὅτι δὲν τὸν ἀγαπᾶμε, ἀλλὰ θέλομε μόνο  νὰ ἀπολαμβάνωμε τὴν μακροθυμία του. Θέλομε νὰ ἁμαρτάνωμε, χωρὶς νὰ μᾶς τιμωρῆ ὁ Θεός. Πάλι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ μᾶς προειδοποιεῖ ὅταν λέει˙ «Πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν». Δηλαδὴ κάθε παρανομία δίκαια τιμωρεῖται. Καλὰ θυμόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, δὲν πρέπει ὅμως νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι καὶ δικαιοσύνη.

Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου μᾶς προειδοποιεῖ γιὰ τὰ ὅρια τῆς ὑπομονῆς του. Δὲν μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἀμετανόητοι, καὶ νὰ μένωμε καὶ ἀτιμώρητοι.

Ἀλήθεια, πρέπει πολὺ νὰ εὐγνωμονοῦμε καὶ νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν ἅγιο Θεό, ποὺ μᾶς ἀνέχεται ἀκόμα. Σὲ μία πρωϊνὴ προσευχὴ βάζουν οἱ πατέρες αὐτὴν τὴν εὐχαριστία πρὸς τὸν Κύριο: «Εὐχαριστῶ σοι, ἁγία Τριὰς, ὅτι διὰ τὴν πολλὴν σου ἀγαθότητα καὶ μακροθυμίαν, οὐκ ὠργίσθης ἐμοὶ τῷ ἁμαρτωλῷ, οὐδὲ συναπώλεσάς με ταῖς ἀνομίαις μου, ἀλλ’ ἐφιλανθρωπεύσω συνήθως, καὶ πρὸς ἀπόγνωσιν κείμενον ἤγειράς με, εἰς τὸ ὀρθρίσαι καὶ δοξολογῆσαι τὸ κράτος σου…».

Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 10.08.2014


ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΝΑΤΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Μθ 14,22-34)

Στὸ εὐαγγέλιο τῆς περασμένης Κυριακῆς θαυμάσαμε γιὰ τὸν χορτασμὸ τῶν πέντε χιλιάδων ἀπὸ τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τοὺς μαθητές του μὲ τὸ πλοῖο καὶ ὁ ἴδιος ἔμεινα γιὰ νὰ διαλύση τὸν ὄχλο. Καὶ ἀφοῦ ἔγιναν ὅλα, ἔμεινε μόνος του καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθῆ. Στὴν λίμνη τὸ πλοῖο δοκιμαζόταν ἀπὸ ἰσχυρὴ φουρτούνα μὲ ἀντίθετο ἄνεμο. Τὰ χαράματα, τότε ποὺ γίνεται ἡ ἀλλαγὴ τῆς τέταρτης σκοπιᾶς, τοὺς ἔφθασε ὁ Κύριος περπατώντας πάνω στὴν θάλασσα. Ὅταν τὸν εἶδαν οἱ μαθητὲς νὰ περπατάη πάνω στὰ κύματα ταράχθηκαν, διότι νόμισαν ὅτι πρόκειται γιὰ φάντασμα, καὶ φώναξαν ἀπὸ φόβο. Ὅμως τοὺς ἡσύχασε ὁ Κύριος λέγοντας˙ Νὰ ἔχετε θάρρος, ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβᾶσθε. Ἀπάντησε ὁ Πέτρος καὶ εἶπε˙ Κύριε, ἐὰν εἶσαι ἐσὺ, δῶσε ἐντολὴ νὰ ἔρθω κοντά σου πάνω στὰ κύματα. Καὶ αὐτὸς, ἔτσι ἀπλὰ, τοῦ εἶπε, ἔλα. Καὶ κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο, περπάτησε πάνω στὰ κύματα, καὶ ἦλθε πρὸς τὸν Ἰησοῦ. Βλέποντας τὸν δυνατὸ ἄνεμο, φοβήθηκε, καὶ σὰν ἄρχισε νὰ βυθίζεται φώναξε˙ Κύριε, σῶσε με. Ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἔπιασε, καὶ τοῦ εἶπε˙ Ὀλιγόπιστε! Γιατὶ δίστασες; Καὶ μόλις μπῆκαν στὸ πλοῖο ἠρέμησε ὁ ἄνεμος. Οἱ ὑπόλοιποι τὸν προσκύνησαν καὶ εἶπαν. Πραγματικὰ εἶσαι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὲ τὸ πλοῖο ἔφθασαν στὴν Γενησαρέτ.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἡ συνέχεια ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τῆς περασμένης Κυριακῆς. Εἶδαμε τὸν Κύριο νὰ ἀποσύρεται στὸ ὄρος καὶ νὰ προσεύχεται μόνος του καὶ οἱ μαθητές του νὰ βρίσκωνται στὸ πλοῖο. Τὸ πλοῖο ὅμως δοκιμάζεται ἀπὸ φοβερὴ τρικυμία καὶ οἱ μαθητὲς κινδυνεύουν. Στὴν πιὸ κρίσιμη ὥρα κάνει τὴν ἐμφάνισί του ὁ Κύριος, ποὺ ἡ παρουσία του ξαφνιάζει τοὺς τρομαγμένους μαθητές. Τὸν φόβο τους τὸν διαλύει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, λέγοντάς τους τὸν τόσο παρηγορητικὸ καὶ ἐνισχυτικὸ λόγο˙ «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι˙ μή φοβεῖσθε».

Τρικυμία μὲ ἄπειρους καὶ ἀπρόβλεπτους κινδύνους εἶναι ἡ ζωή μας, ἡ ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Εἶναι «ἐναντίος ὁ ἄνεμος» πάντα, καὶ ὅλα μᾶς φαίνονται δύσκολα. Ὁ κίνδυνος νὰ καταποντισθοῦμε εἶναι ἐπίσης μπροστά μας. Θὰ πρέπει ὅμως νὰ ξέρωμε ὅτι δὲν εἴμαστε μόνοι μας. Ὁ Κύριος εἶναι πάντα κοντά μας, καὶ μᾶς παρηγορεῖ μὲ τὴν παρουσία του. Νὰ ἔχετε θάρρος, μᾶς λέει, καὶ νὰ μή φοβᾶσθε, διότι ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ. Αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου δὲν λέγεται μόνο στοὺς μαθητές του, στὸ πλοῖο ποὺ κινδυνεύει, ἀλλὰ σὲ ὅλους ἐμᾶς. Καὶ ἰσχύει ὄχι μόνον ὅταν κινδυνεύομε, ἀλλὰ πάντα. Αὐτὴ ἡ αἴσθησις τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ εἶναι ζωντανή. Ἐμεῖς δὲν ἔχομε Θεό, ἔτσι, μία δύναμι ἀόριστη καὶ φανταστική. Ὁ Θεός μας εἶναι πρόσωπο, καὶ μαζί του μποροῦμε, καὶ πρέπει, νὰ ἔχωμε ἐπίσης προσωπικὲς σχέσεις. Νὰ φθάσωμε στὸ σημεῖο νὰ τοῦ μιλᾶμε, ὅπως μιλᾶμε στὸν φυσικὸ πατέρα μας. Ἡ προσωπικὴ παρουσία τοῦ Κυρίου στὴν ζωή μας πρέπει νὰ εἶναι ἕνα βίωμα, μία κατάστασις. Ὁ Κύριος μᾶς λέει «Ἐγὼ εἶμαι». Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πῆ μία ἀόριστη δύναμι ποὺ δὲν εἶναι πρόσωπο. Τὸ λέει ὅμως ὁ Χριστός, διότι εἶναι πρόσωπο.

Ὅταν οἱ μαθητές του κινδύνευαν, ὁ Κύριος δὲν ἦταν μαζί τους, ἀλλὰ βρισκόταν στὸ ὄρος προσευχόμενος. Ὡς Θεὸς ὅμως ἔβλεπε, καὶ στὴν κατάλληλη στιγμὴ ἔκανε τὴν παρουσία του. Ἔτσι ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Μᾶς ἀφήνει νὰ δοκιμαζόμαστε, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει. Καὶ ἀφοῦ δοκιμασθοῦμε, ἐπεμβαίνει τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς θεωρεῖ κατάλληλη. Ἔμεῖς ἁπλῶς δὲν πρέπει νὰ ἀπελπιζώμαστε.  «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι, μή φοβεῖσθε». Σχολιάζοντας ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας αὐτὸν τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, λέγει˙ «Μὲ τὸ θαρσεῖτε ποὺ εἶπε, ἀπαιτεῖ τὴν πίστιν, μὲ τὴν ὁποία σώζεται ὁ κάθε ἕνας, ποὺ εἰλικρινὰ πιστεύει στὸν Χριστό». Πραγματικὰ εἶναι πολύτιμα λόγια, ποὺ θὰ ἐνισχύουν κάθε ταραγμένη ψυχή, μέχρις ὅτου ὅλα τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ διαπεράσουν τὸ ταραγμένο πέλαγος αὐτῆς τῆς ζωῆς, καὶ φθάσουν στὴν οὐράνια γαλήνη καὶ ἀσφάλεια.

Οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου ὅταν βεβαιώθηκαν πιὰ ὅτι πράγματι εἶναι ὁ διδάσκαλός τους, αὐτὸς ποὺ τὸν νόμισαν φάντασμα, ζήτησε ὁ Πέτρος νὰ περπατήση καὶ ὁ ἴδιος στὰ κύματα. Περπάτησε, ἀλλὰ σὲ λίγο, ὅταν εἶδε «τὸν ἄνεμον ἰσχυρόν», φοβήθηκε καὶ ἄρχισε νὰ βυθίζεται. Γιὰ νὰ τοῦ πῆ ὁ Κύριος˙ «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;»  Νωρίτερα ἀναφέραμε ὅτι μὲ τὸ «Θαρσεῖτε» ἀπαιτεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Κύριος τὴν πίστι μας. Τώρα, ποὺ ὁ Πέτρος βαδίζει στὰ κύματα, ἀλλὰ σὲ λίγο βυθίζεται, ὁ Κύριος τὸν ἐλέγχει γιὰ ὀλιγοπιστία καὶ ἐκφράζει τὸ παράπονό του˙ «Εἰς τί ἐδίστασας;»

Φοβᾶμαι, ἀδελφοί μου, ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ δική μας κατάστασις. Βλέπομε τὸν Κύριο μπροστά μας, ζητᾶμε, καὶ μᾶς δίνει τὴν ἄδεια, νὰ τὸν προσεγγίσωμε στὰ κύματα, ἀλλὰ μπροστὰ στὸν ὁρατὸ κίνδυνο ἀπὸ τὸν «ἐναντίο ἄνεμο» χάνομε τὴν πίστι μας, καὶ βυθιζόμαστε. Ὁμολογοῦμε πίστι στὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ πορευόμαστε καλὰ, μέχρις ὅτου παρουσιασθῆ κάποια δυσκολία, κάποιος πειρασμός, μία δοκιμασία, καὶ τότε ξαφνικὰ καὶ πολὺ εὔκολα διαπιστώνομε ὅτι ἡ πίστις μας εἶναι ἀδύναμη, λιγοστή. Καὶ ἀκοῦμε καὶ τὸ παράπονο τοῦ Κυρίου˙ «Εἰς τί ἐδίστασας;» Πῶς νὰ μὴ  παραπονιέται γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία μας, ἀφοῦ ὁ ἴδιος μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι παρών, μᾶς  βλέπει, μᾶς παρακολουθεῖ καὶ, μὲ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ πλάσμα του, ἐπεμβαίνει καὶ μᾶς σώζει;

Ὁ Κύριος εἶναι πάνω ἀπὸ τὰ κύματα. Βαδίζει πάνω σὲ αὐτά. Δηλαδὴ ὁ Κύριος ἐξουσιάζει ὅλες τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς μας. Ἐλέγχει ὅλες τὶς δοκιμασίες μας, διότι τὰ πάντα εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν δικαιοδοσία του. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ παντοδύναμος, ὁ παντοκράτορας. Ἀπὸ τὸ περιστατικὸ τοῦ Πέτρου, φαίνεται ὅτι δίνει καὶ σὲ ἐμᾶς τὴν ἐξουσία νὰ βαδίζωμε πάνω στὰ κύματα, δηλαδὴ νὰ ἐξουσιάζωμε τὶς δοκιμασίες. Ὅμως τὸ βλέμμα μας θὰ εἶναι στραμμένο στὸν Κύριο μὲ ἐμπιστοσύνη. Ὁ Πέτρος «βλέπων τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων˙ Κύριε, σῶσόν με». Καὶ ἐμεῖς ἐὰν δὲν βλέπομε τὸν Κύριο, ἀλλὰ τὸν κίνδυνο, θὰ κινδυνεύσωμε νὰ βυθισθοῦμε. Ὁ Κύριος ὅμως εἶναι παρών. Σὲ αὐτὸν νὰ στρέφωμε τὰ βλέμμα μας. Αὐτὸν νὰ ἐμπιστευόμαστε. Ἀπὸ αὐτὸν νὰ ζητᾶμε τὴν βοήθεια. Σὲ αὐτὸν νὰ κράζωμε «Κύριε, σῶσόν με», καὶ αὐτὸς τὸτε μὲ τὸ παντοδύναμο χέρι του μᾶς σώζει.

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 03.08.2014


ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΓΔΟΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Μθ 14,14-22)
«Ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε»
Ἀπὸ εὐσπλαγχνία ὁ Κύριος, ὅταν εἶδε πολὺν κόσμο, θεράπευσε τοὺς ἀρρώστους. Καὶ ὅταν ἔπεσε ἡ ἡμέρα ἦρθαν οἱ μαθητές του καὶ τοῦ εἶπαν˙ Ὁ τόπος εἶναι ἔρημος καὶ ἡ ὥρα πέρασε. Σταμάτα τὴν διδασκαλία καὶ ἄφησε τὸν κόσμο, γιὰ νὰ πᾶνε στὰ γύρω χωριὰ νὰ ἀγοράσουν νὰ φᾶνε. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε˙ Δῶστε τους ἐσεῖς νὰ φᾶνε. Καὶ αὐτοὶ εἶπαν˙ Δὲν ἔχομε ἐδῶ παρὰ μόνον πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. Καὶ τοὺς εἶπε˙ Φέρτε τα ἐδῶ. Καὶ ἔδωσε παραγγελία νὰ βάλουν τὸν κόσμο νὰ καθήση στὰ χορτάρια, καὶ ἀφοῦ πῆρε τὰ ψωμιὰ καὶ τὰ ψάρια στὰ χέρια του, κύτταξε στὸν οὐρανό, τὰ εὐλόγησε, καὶ κομματιάζοντας τὰ ψωμιὰ τὰ ἔδινε στοὺς μαθητές του καὶ αὐτοὶ στὸν κόσμο. Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ χόρτασαν καὶ μάζεψαν τὰ περισσεύματα, ποὺ ἦταν δώδεκα κοφίνια. Αὐτοὶ ποὺ ἔφαγαν ἦταν πέντε χιλιάδες ἄνδρες χωρὶς τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά. Ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἀνάγκασε τοῦς μαθητές του, νὰ μποῦν στὸ πλοῖο, νὰ πᾶνε ἀπέναντι, μέχρι νὰ διαλύση τὰ πλήθη.

Ἀκούσαμε σήμερα ἕνα εὐαγγέλιο, τὸ εὐαγγέλιο τοῦ χορτασμοῦ τῶν πέντε χιλιάδων, ποὺ εἶναι πλούσιο ὄχι μόνον σὲ ψωμί, ἀλλὰ καὶ σὲ πνευματικὰ νοήματα. Θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ λίγα.

Διαπιστώνουμε πρῶτα ὅτι διδάσκει ὁ Κύριος γιὰ ὧρες πολλὲς, καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀφοσιωμένοι στὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ τόσο ποὺ δὲν σκέπτονται καθόλου τὶς ἀνάγκες γιὰ τροφή. Διότι ἡ οὐράνια διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ τρέφει τὸν ἄνθρωπο, τρέφει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ λέγει˙ «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνον ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐν παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ». Ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ μόνον μὲ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ φαγητὸ. Ἔχει ἀπόλυτη ἀνάγκη καὶ ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ τρέφει τὴν ψυχή. Τώρα ποὺ ὁ Κύριος μιλάει, οἱ ἀκροατές του εὐφραίνονται, διότι ζωογονεῖται ἡ ψυχή τους. Ἀκοῦνε ὅλη τὴν ἡμέρα, ὅσα δὲν εἶχαν ἀκούσει ποτέ. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πέφτει στὶς καρδιὲς τους σὰν τὴν βροχούλα ποὺ ποτίζει τὴν γῆ, καὶ σὰν τὸ μάννα ποὺ ἔστειλε ὁ Θεὸς στὸν λαό του στὴν ἔρημο. Οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, κατὰ τὸ δειλινὸ τοῦ θύμισαν ὅτι πέρασε ἡ ἡμέρα καὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔφαγαν, γι’ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ διαλυθοῦν καὶ νὰ πᾶνε στὰ γύρω χωριὰ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Καὶ νὰ σκεφθῆ κανεὶς ὅτι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἦρθαν ἀπὸ μακρυά. Πολλοὶ ἔκαναν τὸν γύρω τῆς λίμνης γιὰ νὰ βροῦν τὸν Ἰησοῦ. Δὲν σκέφθηκαν νὰ πάρουν μαζί τους φαγητό. Αὐτοὶ πεινοῦσαν γιὰ τὸν οὐράνιο ἄρτο, διψοῦσαν νὰ ἀκούσουν τὸν Χριστό.

Ἀλήθεια, αἰσθανόμαστε ἐμεῖς σήμερα αὐτὴν τὴν ἀνάγκη; Μπαίνομε στὸν κόπο νὰ πᾶμε νὰ βροῦμε καὶ νὰ ἀκούσωμε λόγο Θεοῦ; Εἴμαστε διατεθειμένοι νὰ βαδίσουμε χιλιόμετρα γιὰ νὰ ἀκούσωμε λόγο Θεοῦ; Διαθέτομε χρόνο γιὰ νὰ ἀκούσωμε λόγο Θεοῦ; Σκεφθήκαμε καμμιὰ φορὰ νὰ ἀφήσωμε τὶς δουλειές μας γιὰ νὰ ἀκούσωμε λόγο Θεοῦ;  Μήπως νομίζομε ὅτι τὸ νὰ ἀκοῦμε λόγο Θεοῦ, στὸν ναό, σὲ αἴθουσα, σὲ «κύκλο», κτλ, εἶναι χάσιμο χρόνου; Συχνὰ μάλιστα λέμε˙ Ἐμεῖς δὲν ἔχομε χρόνο γιὰ κηρύγματα. Ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ δουλειά. Τί θὰ μᾶς δώσει τὸ κήρυγμα;

Ἀδελφοί μου, δὲν βλέπετε ὅτι ὅσοι μὲ προσοχὴ καὶ δίψα ἄκουσαν τὸν Κύριο καὶ χόρτασε ἡ ψυχή τους, μετὰ ὁ Κύριος τοὺς ἔδωσε καὶ τὸ ὑλικὸ ψωμὶ καὶ ὄχι μόνον χόρτασαν, ἀλλὰ καὶ ὑπῆρχε καὶ ἀρκετὸ περίσσευμα; Πρέπει κάποτε νὰ καταλάβωμε ὅτι αὐτὸν τὸν κόσμο τὸν κυβερνάει ὁ Θεός, καὶ ὅτι τὰ πάντα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν Θεό. Πρέπει ὅμως ἐμεῖς νὰ τὸν ἀναζητήσωμε, καὶ νὰ συναντηθοῦμε μαζί του, γιὰ νὰ θρέψη καὶ τὴν ψυχή μας καὶ τὸ σῶμα μας.

Ὁ Χριστὸς εἶναι «ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς». Ἀπὸ αὐτὸν ἔχομε ἀνάγκη, αὐτὸς μᾶς εἶναι ἀπαραίτητος, διότι αὐτὸς μπορεῖ νὰ μᾶς θρέψη καὶ πνευματικὰ καὶ ὑλικά.

Πνευματικά, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ οὐράνιος ἄρτος, ποὺ μᾶς προσφέρεται στὴν θεία λειτουργία. Στὶς εὐχὲς τῆς θείας λειτουργίας λέγει ὁ ἱερέας μυστικὰ γιὰ τὸν ἄρτο αὐτὸν ὅτι, εἶναι «ὁ μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος, ὁ ἐσθιόμενος καὶ μηδέποτε δαπανώμενος». Δηλαδὴ κομματιάζεται ὁ ἄρτος ὄχι ὅμως ὁ Χριστός. Μυριάδες κλάσματα μπορεῖ νὰ γίνη, ὅμως κάθε ρανίδα εἶναι ὁλόκληρος ὁ Χριστός, δὲν διαιρεῖται. Τρῶμε αὐτὸν τὸν ἄρτο ὅλοι οἱ χριστιανοί, καὶ οὐδέποτε τελειώνει. Ἀκούσαμε τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ. Θαῦμα εἶναι καὶ αὐτὸ ποὺ γίνεται μὲ τὴν θεία Εὐχαριστία, καὶ μάλιστα μὲ τὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ προαναγγέλεται ἡ θεία Εὐχαριστία.

Ὑλικά, διότι αὐτὰ ποὺ βγάζει ἡ γῆ γιὰ νὰ τρῶμε εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι τοῦ γεωπόνου οὔτε τῆς γῆς. Ὁ Θεὸς μᾶς τὰ παρέχει. Λέγει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς στὶς Διδαχές του˙ «Ἐσὺ ἡ μητέρα, ὅταν σοῦ ζητάει τὸ παιδί σου ψωμί, κόψε τὴν φέτα καὶ προτοῦ τὴν δώσης στὸ παιδί σου βάλε την στὸ εἰκόνισμα καὶ πὲς στὸ παιδί σου˙ Παιδί μου τὸ ψωμὶ δὲν εἶναι δικό μας, μᾶς τὸ δίνει ὁ καλός Θεός. Μὲ τὴν προσευχή σου ζήτησέ το ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔτσι θὰ μάθη τὸ παιδὶ ἀπὸ μικρὸ νὰ τὰ ζητάη ὅλα ἀπὸ τὸν Θεό». Στὸ θαῦμα τοῦ χορτασμοῦ βλέπομε τὸν Ἰησοῦ νὰ παίρνη τὸ ψωμὶ στὰ χέρια του, νὰ ἀναβλέπη στὸν οὐρανό, νὰ εὐλογῆ καὶ μετὰ νὰ τὸ σπάζη καὶ νὰ τὸ δίνη στοὺς μαθητές  γιὰ νὰ τὸ μοιράσουν στὸν κόσμο. Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ ὁ Κύριος μπροστὰ σὲ ὅλους, γιὰ νὰ δοῦνε καὶ νὰ μάθουμε τὶ πρέπει νὰ κάνουμε.

Θὰ θίξουμε ἐδῶ ἕνα πρακτικὸ θέμα. Κάνομε, ἀλήθεια, προσευχὴ πρὶν καθίσωμε στὸ τραπέζι γιὰ νὰ φᾶμε; Εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ ποὺ μᾶς δίνει τὸν «ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον»; Ἂν ὁ Χριστὸς κυττάζει τὸν οὐρανό, εὐλογεῖ, καὶ μετὰ μοιράζει τὸ ψωμὶ γιὰ νὰ τὸ φᾶνε οἱ ἄνθρωποι, ἐμεῖς τί πρέπει νὰ κάνωμε; Εἶναι ἀπαραίτητη, ἀδελφοί, ἡ προσευχὴ πρὸ τοῦ φαγητοῦ. Ἔτσι ὁμολογοῦμε ὅτι ὅλα εἶναι τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ Θεὸς δὲν θὰ μᾶς ἀφήσει. Θὰ μᾶς ἐξασφαλίζει τὸν ἐπιούσιο. Ἐκεῖ στὴν Αὐστραλία οἱ ὁμογενεῖς μας στὸ ἔντυπο πρόγραμμα ἐπίσημου δείπνου, εἶδα νὰ γράφουν «Εὐλογία Δείπνου». Καὶ στὴν ὥρα του σηκώθηκε ὁ ἱερέας καὶ εὐλόγησε τὸ δεῖπνο καὶ μετὰ ἄρχισαν νὰ τρῶνε. Δὲν λέω γιὰ ἐπίσημα δεῖπνα, ὅπου μεγάλοι εἶναι οἱ ἐπίσημοι. Στὸ σπίτι μας, μὲ τὴν οἰκογένεια γύρω ἀπὸ τὸ τραπέζι, θυμόμαστε τὸ ἅγιο Θεό; Ἡ χριστιανικὴ οἰκογένεια δὲν τρώει χωρὶς προσευχή, τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετὰ τὸ φαγητό. Ἔτσι δείχνει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὁ «χορηγὸς τῶν ἀγαθῶν», ποὺ ἐξασφαλίζει τὸν χορτασμό.