Σάββατο 25 Μαΐου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
26-5-2013


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΤΑΡΤΗ, ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ἰω 5, 1-15)



Στὴν ἀρχὴ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος γίνεται μιὰ περιγραφὴ τοῦ τόπου ὅπου ἔγινε τὸ θαῦμα. Περιγρέφεται ἡ κολυμβήθρα, ἡ ὁποία βρισκόταν κόντα στὴν προβατικὴ πύλη τῆς πόλεως τῶν Ἰεροσολύμων, καὶ δίδεται ἡ πληροφορία ὅτι κατὰ καιροὺς κατέβαινε ἄγγελος «καὶ ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ». Αὐτὸ ἔδινε τὴν δυνατότητα στὸ πρῶτο εἰσερχόμενο στὸ νερό, νὰ θεραπεύεται ἀπὸ κάθε ἀσθένεια.

Ἐδῶ βρῆκε ὁ Κύριος ἄνθρωπο, ποὺ γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια περίμενε θεραπεία, καὶ τὸν ρώτησε ἂν θέλει νὰ γίνη καλά. Καὶ ἐκεῖνος παραπονέθηκε ὅτι δὲν ἔχει ἄνθρωπο νὰ τὸν βοηθήση γιὰ νὰ μπῆ στὴν κολυμβήθρα μετὰ τὴν ταραχὴ τοῦ ὕδατος. Καὶ τότε ὁ Κύριος τοῦ εἶπε· «Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει». Καὶ αὐτὸς ἀμέσως ἔγινε ὑγιής, σήκωσε τὸ κρεββάτι καὶ περπάτησε. Ἦταν ὅμως Σάββατο, γι’ αὐτὸ τοῦ εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι δὲν πρέπει νὰ σηκώση τὸ κρεββάτι. Ὁ θεραπευμένος εἶπε ὅτι αὐτὴν τὴν ἐντολὴ τοῦ ἐδωσε ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἔκανε καλά. Τὸν ρώτησαν ποιός εἶναι αὐτός; Εἶπε, δὲν τὸν ξέρω. Σὲ λίγο ὅμως τὸν συνάντησε ὁ Κύριος ἀνάμεσα στὸν κόσμο καὶ τοῦ εἶπε· «Ἴδε, ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε» γιὰ νὰ μὴν πάθης τὰ χειρότερα. Ἔφυγε ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε στοὺς Ἰουδαίους ὅτι ὁ Ἰησοῦς τὸν ἔκανε καλά.

Ὑπογραμμίζεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι, αὐτὴ ἡ κατὰ καιροὺς παρουσία ἀγγέλου νὰ ἀναδεύη τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας καὶ νὰ τοῦ προσδίδη τὴν ἰαματικὴ ἰδιότητα, φανερώνει τὴν ἀγάπη καὶ φροντίδα καὶ ἐνδιαφέρον τοῦ παναγάθου Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τοῦτο σὲ μιὰ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία εὑρίσκεται ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀνταρσία καὶ ἀποστασία καὶ ἐξορία. Σὲ αὐτὸν τόν «πεπτωκότα», τὸν πεσμένο, ἄνθρωπο δείχνει τὴν φιλανθρωπία του ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς κρατάει τὸν δεσμὸ καὶ δὲν θέλει νὰ ἀποξενωθῆ παντελῶς. Μὲ τὴν ἀποστολὴ ἀγγέλου θυμίζει στὸν ἄνθρωπο τὴν παρουσία του καὶ τὴν φροντίδα του. Καὶ τοῦ ἀναζωπυρώνει τὴν ἐλπίδα νὰ περιμένη τὸν Μεσσία καὶ λυτρωτή. Ἀλλὰ καὶ σήμερα, στὴν ἐποχή τῆς χάριτος, ἔχει ὁ Θεὸς τοὺς ἀγγέλους του, τοὺς ἱερεῖς τῆς ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ὡς ἐντολοδόχοι τοῦ Θεοῦ λειτουργοῦν. Καὶ ὅταν τελοῦν τὸν ἁγιασμό τῶν ὑδάτων, ὅπως ὁ ἄγγελος, ἀναδεύουν σταυροειδῶς τὸ νερὸ, καὶ μὲ τὶς λοιπὲς αὐχὲς, τὸ κοινὸ νερὸ γίνεται μέσον ἁγιασμοῦ «τοῖς τε ραντιζομένοις, τοῖς τε μεταλαμβάνουσιν» αὐτό. Ὁ Θεὸς χρησιμοποιεῖ κάθε μέσο γιὰ νὰ κρατάη πάντα θερμὴ τὴν σχέσι του μὲ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μέσα μᾶς δείχνει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας, ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ μποροῦμε καὶ νὰ θέλωμε νὰ τὸν δοῦμε.

Θαυμάζω, ἀλλὰ καὶ τρομάζω μὲ τὸν παράλυτο! Ἔχει ἀτέλειωτη ὑπομονή. Νὰ μετρήσω τὰ χρόνια; Τριάντα καὶ ὀκτώ. Κοντὰ στὶς τέσσερις δεκαετίες ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς περιμένει τὴν εὐκαιρία του καὶ ἐλπίζει κάποτε νὰ πέση πρῶτος στὴν κολυμβήθρα μετὰ τὴν ταραχὴ τοῦ ὕδατος ἀπὸ τὸν ἄγγελο. Πόσες φορὲς νὰ προσπάθησε καὶ δὲν πρόλαβε, ἀλλὰ ἔβλεπε ἄλλους νὰ τὰ καταφέρνουν πρὶν ἀπὸ αὐτὸν καὶ νὰ φεύγουν ὑγιεῖς; Πόσα ἀποθέματα ὑπομονῆς διέθετε; Ὁ κόσμος ὅλος ἄλλαζε γύρω του, καὶ αὐτὸς περίμενε τὴν εὐκαιρία. Ποτὲ ὅμως δὲν ἀπελπίσθηκε, δὲν τὰ παράτησε, δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα, ἀλλὰ περίμενε ὑπομονετικὰ τὴν εὐλογημένη ὥρα. Καὶ αὐτὴ ἡ ὥρα δὲν ἦταν ὥρα ἀγγέλου, ποὺ θὰ τάρασσε τὸ ὕδωρ, ἀλλ’ ἐκείνου ποὺ ἔστελνε τὸν ἄγγελο. Ἦρθε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος νὰ βραβεύση τὴν ὑπομονὴ τοῦ παραλύτου. Ὁ παράλυτος ἐξέφρασε τὸ παράπονό του· Εἶπε, «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Δὲν παραπονιέται γιὰ τὰ τόσα χρόνια ἀναμονῆς. Δὲν ἔχει ἄνθρωπο νὰ τὸν βοηθήση τὴν κατάλληλη στιγμή, αὐτὸς εἶναι ὁ πόνος του. Δανείζομαι μία πρότασι ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς ἡμέρας ποὺ καλύπτει τὸν ὅποιο ἀνθρώπινο λογισμό. Ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας σὲ ἕνα τροπάριο· «Διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα, διὰ σὲ σάρκα περιβέβλημαι, καὶ λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἔχη ὁ ἄνθρωπος δίπλα του ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μὴ μείνη κανένας ἄνθρωπὸς μόνος. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μὴ μείνη κανένας ἄνθρωπος ἀγκυλωμένος στὴν ἁμαρτία.
Ἐπιμένω σὲ ἕνα σημεῖο καὶ τὸ μεγενθύνω, γιὰ νὰ προσέξωμε καὶ νὰ ἀξιολογήσωμε τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὅταν ὁ Κύριος συνάντησε μέσα στὸ πλῆθος, τὸν παράλυτο ποὺ θεράπευσε, τοῦ εἶπε· «Ἴδε, ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε». Δηλαδὴ ὁ Κύριος θεράπευσε ἕναν ἁμαρτωλό. Θεράπευσε ἕνα παράλυτο, ποὺ αἰτία τῆς παραλυσίας του ἦταν ἡ ἁμαρτία. Ὁ Κύριος δείχνει τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν ἁμαρτωλό. Γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἔγινε ἄνθρωπος. Τὸν ἁμαρτωλὸ θέλει νὰ σώση. Τὸν θεραπευμένο ἁμαρτωλὸ ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ μὴν πάθη τὰ χειρότερα. Διότι ἡ ὑποτροπὴ δημιουργεῖ δυσάρεστες καταστάσεις, τόσο στὶς σωματικὲς ἀσθένειες, ποὺ ὅταν ἐπανεμφανίζονται  δύσκολα θεραπεύονται, ὅσο καὶ στὴν περίπτωσι τῆς ἁμαρτίας. Γιὰ τὴν ὑποτροπὴ τῆς ἁμαρτίας γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος· «γέγονεν αὐτοῖς τὰ ἔσχατα χείρονα τῶν πρώτων». Ἀναφέρει καὶ μία τότε γνωστὴ παροιμία· Χοῖρος, πού, ἀφοῦ λούσθηκε καὶ καθαρίσθηκε, κυλίσθηκε πάλι μέσα στὴν λάσπη. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος προειδοποιεῖ τὸν θεραπευμένο, νὰ προσέξη, διότι ἐπιστρέφοντας στὴν ἁμαρτία κινδυνεύει νὰ πάθη τὰ χειρότερα. Χειρότερα ἀπὸ τὰ τριάντα ὀκτώ χρόνια παραλυσίας.
Ἀκόμα στὸν λόγο τοῦ τροπαρίου ἔχει καίρια σημασία τό· Διὰ σέ. Τὸ θέμα τῆς σωτηρίας εἶναι προσωπικό. Δὲν εἴμαστε μία μάζα, ἕνα μπουλούκι, ἕνας ἀριθμὸς φορολογικοῦ, ἢ ὁποιουδήποτε, μητρώου. Γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία του εἴμαστε πρόσωπα μοναδικὰ καὶ ἀνεπανάληπτα. Εἴμαστε ὁ καθένας μας μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου, ποὺ φέρομε ἀπὸ τὴν εἴσοδο, μὲ τὴν βάπτισί μας, στὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι μᾶς ἀναγνωρίζει ὁ Θεός. Καὶ γιὰ χάρι μας, ὅταν χαθοῦμε, ὅταν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ αὐτὸν, ἀφήνει τὰ ἐνενήντα ἐννέα πρόβατα καὶ ψάχνει νὰ μᾶς βρῆ. Ἔτσι ἀκριβῶς βρῆκε τὸν παράλυτο στὴν κολυμβήθρα τῆς προβατικῆς πύλης, καὶ τὸν κάλεσε πάλι κοντά του. Καὶ ἂν, ὅσοι προλάβαιναν καὶ ἔπεφτα στὴν κολυμβήθρα μετὰ τὴν ταραχὴ τοῦ ὕδατος, θεραπεύονταν σωματικὰ ἀπὸ κάθε ἀσθένεια, ὁ παράλυτος, ποὺ τὸν βρῆκε ὁ Χριστός ἔφυγε θεραπευμένος ὄχι μόνον στὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή. Καὶ ὁ Χριστὸς ἦρθε, γιὰ νὰ σώση τὴν ψυχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου, νὰ σώση τὸν καθένα προσωπικά.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου