Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 21.12.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ  (Μτ 1,1-25)

«Τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός»

Δόξα στὸν ἅγιο Θεό. Ἡ μητέρα τῶν ἑορτῶν, τὰ Χριστούγεννα, εἶναι ἐγγύς. Καὶ τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα μᾶς φέρνουν ἐγγύτερα στὸ νόημα τῶν ἑορτῶν, ὅπως τὸ σημερινό, ποὺ εἶναι ἡ γενεαλογία, ἡ ὁποία ἀκούγεται στοὺς ναοὺς τὴν Κυριακὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων. Βλέπετε ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς προετοιμάζει γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸ μεγάλο, τὸ μοναδικὸ γεγονὸς τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.

Γιὰ νὰ φθάσωμε στὴν Γενεαλογία θὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ πολὺ μακρυά. Θὰ πᾶμε γιὰ λίγο στὴν ἀρχὴ τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου, καὶ θὰ τὸν δοῦμε νὰ χάνη, λόγω τῆς πτώσεως τῶν Πρωτοπλάστων, τὴν χαρὰ τοῦ Παραδείσου καὶ νὰ ἐξορίζεται, νὰ διώχνεται ἀπὸ αὐτόν. Ἡ ἀπομάκρυνσις τοὺ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ ἦταν ἡ μεγαλύτερη τιμωρία καὶ καταστροφή. Ὅμως ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο μιὰ φωτεινὴ ἐλπίδα. Τὴν ὥρα τῆς ἐξορίας τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ ἔρθη καιρὸς ποὺ κάποιος ἀπόγονος τῆς γυναικὸς θὰ σώση, θὰ λυτρώση, τὸν ἄνθρωπο, καὶ θὰ τὸν ἐπαναφέρη στὸν Παράδεισο. Αὐτὴ ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ στὴν Θεολογία μας λέγεται «Πρωτευαγγέλιο», δηλαδὴ πρώτη χαρούμενη εἴδησις. Ὁ ἐξόριστος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, πορευόταν στοὺς αἰῶνες μὲ τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Τὰ χρόνια περνοῦσαν καὶ οἱ ἄνθρωποι, οἱ περισσότεροι, ἀπογοητεύονταν καὶ ξεχνοῦσαν τὴν ὑπόσχεσι τοῦ Θεοῦ. Καὶ τότε ὁ Θεὸς ἔστελνε τοὺς ἀνθρώπους του, τοὺς Προφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἔφερναν στὴν μνήμη τῶν ἀνθρώπων τὴν ὑπόσχεσι τοῦ Θεοῦ. Μιλοῦσαν προφητικὰ καὶ ὄχι μόνον ἀνανέωναν τὴν ἐλπίδα, ἀλλὰ μὲ εἰκόνες καὶ σύμβολα ἔδιναν στοιχεῖα γιὰ τὸν χρόνο, τὸν τόπο, τὸν τρόπο, ποὺ θὰ ἐρχόταν «ὁ ἀπόγονος τῆς γυναικὸς γιὰ νὰ συντρίψη τὴν κεφαλήν τοῦ ὄφεως». Μέσα στὴν γενικὴ ἀποστασία καὶ ἀπιστία ὑπῆρχαν πάντα ἐκεῖνοι, οἱ λίγοι, ποὺ διατηροῦσαν ζωντανὴ τὴν ἐλπίδα, δὲν ξεχνοῦσαν τὴν θεϊκὴ ὑπόσχεσι γιὰ τὴν λύτρωσι, καὶ ὑπομονετικὰ περίμεναν, διότι εἶχαν ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Εἶχαν μία βεβαιότητα στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Φαινόταν ὅτι ὁ Θεὸς ξέχασε στὸ διάβα τῶν αἰώνων, οἱ πιστοὶ ὅμως περίμεναν. Καὶ ἦσαν σίγουροι ὅτι μιὰ μέρα θὰ ἐρχόταν ὁ Λυτρωτής, ὁ Μεσσίας.

Τὸν Μεσσία τὸν εἶχε ἀνάγκη ὁ κόσμος. Ἕνας κόσμος ποὺ εἶχε φθάσει στὸ ἀδιέξοδο ἀπὸ κάθε πλευρά, χρειαζόταν ἕνα σωτήρα. Γιὰ αὐτὸν τὸν σωτήρα μίλησαν καὶ οἱ προφῆτες στὰ παλαιὰ χρόνια.

Τὰ ὀνόματα ποὺ ἀκοῦμε στὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο εἶναι ἀντιπροσωπευτικὰ τῶν ἀνθρώπων ποὺ ζοῦσαν μὲ τὴν μεγάλη ἐλπίδα τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Λυτρωτοῦ. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ὑπῆρχαν πάντα, λίγοι μὲν ἀλλὰ πάντοτε παρόντες, σὲ κάθε ἐποχὴ κρατοῦσαν ζωντανὴ τὴν ἐλπίδα καὶ περίμεναν. Ὄχι μόνον περίμεναν, ἀλλὰ ἤθελαν νὰ εἶναι ἀπὸ τὴν γενιά τους ὁ Μεσσίας. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ κρατοῦσαν κατάστιχα μὲ τὰ ὀνόματα τοῦ γενεαλογικοῦ τους δένδρου.

Γιὰ τὸν ἄνθρωπο Ἰησοῦ ἡ Ἐκκλησία μας διατήρησε, στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ, τὸ γενεαλογικὸ δέντρο. Ἀπὸ τὸ ὁποῖο φαίνεται ὅτι πράγματι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Μεσσίας γιὰ τὸν ὁποῖο μίλησαν οἱ προφῆτες.

Τὴν γενεαλογία ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος τὴν ἀρχίζει ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴν χωρίζει σὲ τρία μέρη δεκατεσσάρων γενεῶν. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ μέχρι τὸν Δαβίδ, ἀπὸ τὸν Δαβὶδ μέχρι τὴν μετοικεσία Βαβυλῶνος, καὶ ἀπὸ τὴν μετοικεσία Βαβυλῶνος μέχρι τὸν Χριστό. Δὲν εἶναι πλήρης, οὔτε εἶναι μόνον αὐτὰ τὰ ὀνόματα στὴν γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ ποὺ ὅμως ἀποδεικνύεται εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ υἱὸς Ἀβραὰμ καὶ υἱὸς Δαβίδ. Ἡ καταγωγὴ του ὡς ἀνθρώπου ἔχει τὶς ρίζες της στὸν πατριάρχη Ἀβραὰμ καὶ τὸν προφήτη Δαβίδ. Εἶναι στοιχεῖα γνησιότητος, διότι πρέπει νὰ ξέρωμε πὼς κατὰ καιροὺς ἐμφανίσθηκαν κάποιοι οἱ ὁποῖοι διεκήρυτταν ὅτι εἶναι ὁ Μεσσίας, καὶ ἐξαπατοῦσαν τὸν λαό, ποὺ λαχταροῦσε γιὰ ἕνα σωτήρα. Νὰ γιατί, ἐπὶ πλέον, χρειάζεται ἡ μαρτυρία τῆς γενεαλογίας, ποὺ βεβαιώνει τὴν καταγωγὴ τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι γιὰ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία.

Τὸ Πρωτευαγγέλιο ἐκπληρώθηκε, οἱ προφητεῖες ἐπαληθεύθηκαν, ὁ Μεσσίας ἦρθε. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν γυναῖκα, τὴν ἀειπάρθενο Θεοτόκο Μαρία, καὶ ὡς ἀπόγονος τῆς γυναικὸς ἦρθε νὰ συντρίψη τὴν κεφαλὴ τοῦ ὄφεως. Τὰ Χριστούγεννα ἀκοῦμε σὲ ἕναν ὕμνο τὴν προτροπὴ˙ «Εὐφραίνεσθε δίκαιοι…». Δηλαδὴ καλοῦνται οἱ ἄνθρωποι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, διότι αὐτοὶ εἶναι οἱ δίκαιοι, νὰ χαροῦν ποὺ ἡ ἐλπίδα τους δὲν πῆγε χαμένη, ὁ Μεσσίας ἦρθε ἔτσι ὅπως τὸν περίμεναν, ἦρθε ὅπως ἀκριβῶς μίλησαν γι’ αὐτὸν οἱ προφῆτες, καὶ, ἀφοῦ πρῶτα συντρίψει μὲ τὸ πάθος του στὸν Γολγοθᾶ τὸ κεφάλι τοῦ νοητοῦ φιδιοῦ, τοῦ διαβόλου, ἀνοίγει τὸν δρόμο γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸν χαμένο Παράδεισο.

Ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Θεοῦ πάντοτε πραγματοποιεῖται. Πιστὸς ὁ λόγος, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ποτὲ δὲν διαψεύδεται. Πέρασαν αἰῶνες γιὰ νὰ πραγματοποιηθῆ τὸ Πρωτευαγγέλιο, ὅμως ὁ θεϊκὸς λόγος βγῆκε ἀληθινός. Αὐτὸ ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ τὸ ξεχνᾶμε. Διότι ὁ Θεὸς ἔδωσε καὶ μία ἄλλη ὑπόσχεσι. Καὶ αὐτὴ εἶναι γιὰ τὴν δεύτερή του Παρουσία στὸν κόσμο, ποὺ θὰ ἔρθη γιὰ τὸν κρίνη. Ὅπως πραγματοποιήθηκε ἡ πρώτη ὑπόσχεσις, νὰ εἴμαστε σίγουροι ὅτι θὰ πραγματοποιηθῆ καὶ ἡ δεύτερη. Σήμερα, ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὴν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, πολλοὶ γελοῦν, ἄλλοι δυσπιστοῦν, οἱ περισσότεροι κοροϊδεύουν. Τὸ ἴδιο γινόταν καὶ γιὰ τὸ Πρωτευαγγέλιο. Οἱ περισσότεροι ὁδηγήθηκαν στὴν ἄρνησι καὶ τὴν εἰδωλολατρία τότε. Ὑπῆρχαν ὅμως καὶ οἱ λίγοι, τὸ «μικρὸν ποίμνιον», οἱ ὁποῖοι καρτερικὰ ζοῦσαν μὲ τὴν μεγάλη ἐλπίδα τῆς ἐλεύσεως τοῦ Σωτῆρος. Αὐτοὶ δικαιώθηκαν. Ὁ Λυτρωτὴς ἦρθε. Καὶ ἦρθε τὴν πρώτη φορὰ, γιὰ νὰ σώση τὸν κόσμο. Τότε, κατὰ τὴν πρώτη του παρουσία στὴν γῆ, μᾶς πληροφόρησε ὅτι θὰ ξανάρθη, ἀλλὰ ὅταν θὰ ἔρθη γιὰ δεύτερη φορά, θὰ ἔρθη γιὰ νὰ κρίνη τὸν κόσμο. Ὁ Κύριος ὅ,τι λέγει τὸ κάνει, καὶ ὁ λόγος του εἶναι ἀληθινός. Δικαίωμα τοῦ κόσμου εἶναι νὰ γελάη καὶ νὰ κοροϊδεύη καὶ νὰ δυσπιστῆ. Ἐμεῖς θέλομε νὰ εἴμαστε στό «μικρὸ ποίμνιο». Πιστεύομε ἀκράδαντα στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.

Ἑορτάζομε τώρα τὴν πρώτη του ἔλευσι, τὴν ἐνανθρώπησι. Θὰ περιμένουμε καὶ θὰ ἑτοιμαζόμαστε νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε καὶ στὴν δεύτερή του ἔλευσι καὶ νὰ βρεθοῦμε τότε στὰ δεξιά του. Ἀμήν.

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 14.12.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΝΔΕΚΑΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 14,16-24. Μτ 22,14)

«Πολλοὶ εἰσὶ κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί»

Εἶπε ὁ Κύριος τὴν παραβολή˙ Ἕνας ἄνθρωπος ἔστρωσε μεγάλο δεῖπνο καὶ κάλεσε πολλούς. Καὶ ἔστειλε τὸν δοῦλο του τὴν ὥρα τοῦ δείπνου νὰ πῆ στοὺς καλεσμένους˙ Μπορεῖτε νὰ ρθῆτε, διότι ὅλα εἶναι ἕτοιμα. Καὶ ἄρχισαν ὅλοι νὰ ἀποποιοῦνται τὴν πρόσκλησι. Κάποιος εἶπε˙ Ἀγόρασα χωράφι καὶ πρέπει νὰ βγῶ καὶ νὰ τὸ δῶ, γι’ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ περιμένης. Καὶ ἄλλος εἶπε˙ Ἀγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια καὶ πηγαίνω νὰ τὰ δοκιμάσω. Σὲ παρακαλῶ μὴ μὲ περιμένης. Καὶ ἄλλος εἶπε˙ Παντρεύθηκα καὶ γι’ αὐτὸ δὲν μπορῶ νὰ ἔρθω. Γύρισε ὁ δοῦλος καὶ τὰ ἀνήγγειλε ὅλα στὸν κύριό του. Ὀργισμένος τότε ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε στὸν δοῦλο τοῦ˙  Βγὲς γρήγορα στὶς πλατεῖες καὶ στὰ σοκάκια τῆς πόλεως καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τοὺς τυφλοὺς φέρε τους ἐδῶ. Καὶ ὁ δοῦλος εἶπε˙ Κύριε ἔγινε ὅπως διέταξες, ὅμως ὑπάρχει ἀκόμα ἄδειος χῶρος. Ὁ Κύριος τὸν διέταξε˙ Βγὲς στοὺς δρόμους καὶ τοὺς φράκτες καὶ ἀνάγκασέ τους νὰ ἔρθουν, ὥσπου νὰ γεμίση τὸ σπίτι μου. Διότι σᾶς λέγω ὅτι, κανένας ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἄνδρες ποὺ κάλεσα δὲν θὰ δοκιμάση τὸ δεῖπνο μου. Διότι πολλοὶ εἶναι οἱ κλητοί, ἀλλὰ λίγοι οἱ ἐκλεκτοί.

Σταθερὰ τὴν δεύτερη Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα ἀκούγεται στοὺς ναοὺς τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας ἡ παραβολὴ τοῦ μεγάλου, ὅπως λέγεται, δείπνου. Τὸ δεῖπνο αὐτὸ εἶναι μιὰ εἰκόνα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕτοιμη «ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». Γι’ αὐτὴν τὴν βασιλεία εἴμαστε ὅλοι προορισμένοι, εἴμαστε ὅλοι καλεσμένοι. Ὁ νοικοκύρης εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος στέλνει τοὺς ὑπηρέτες του καὶ μᾶς εἰδοποιεῖ, μᾶς καλεῖ γιὰ νὰ παρακαθήσωμε καὶ νὰ εὐφραινώμαστε μαζί του αἰώνια. Μᾶς κάνει πολὺ μεγάλη τιμὴ ὁ Θεός. Χωρὶς ἐμεῖς νὰ τὸ ἀξίζωμε, χωρὶς νὰ ἔχωμε κάνει κάτι γι’ αὐτόν, μᾶς καλεῖ κοντά του νὰ συμφάγωμε. Ὄχι μόνον δὲν ἔχομε κάνει κάτι γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ εἴμαστε καὶ ἐχθρικοὶ ἀπέναντί του, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θελήσαμε ὡς ἄνθρωποι, στὸ  πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ, νὰ παραβοῦμε τὴν ἐντολή του. Ἐμεῖς ὅταν κάνωμε τραπέζι καλοῦμε μόνον συγγενεῖς καὶ φίλους, ποὺ μᾶς τιμοῦνε. Δὲν καλοῦμε ἐχθρούς! Ὁ Θεὸς ἀντίθετα μᾶς καλεῖ ἐμᾶς. Τόση λοιπὸν ἀγάπη καὶ τέτοια τιμὴ μᾶς δείχνει ὁ Θεὸς πατέρας.

Σὲ μιὰ τέτοια θέσι τοῦ Θεοῦ πῶς ἀποκρινόμαστε ἐμεῖς; Ἀναιδέστατα ἀπορρίπτομε τὴν πρόσκλησι καὶ μὲ μύριες δικαιολογίες ἀρνούμαστε νὰ παρακαθήσωμε στὸ τραπέζι τοῦ Κυρίου. Μὲ προφάσεις ποὺ δὲν στέκουν ἀρνούμαστε νὰ μποῦμε στὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Βεβαίως τὸ τραπέζι στρώθηκε. Καὶ ἂν ἐμεῖς δὲν πᾶμε, δὲν ματαιώνεται τὸ δεῖπνο. Στὶς ἑτοιμασμένες θέσεις μας θὰ κληθοῦν νὰ καθήσουν ἄλλοι, διότι τὸ δεῖπνο θὰ γίνει ὁπωσδήποτε. Τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ τίποτε καὶ κανένας νὰ τὸ ἀκυρώση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ μόνοι ποὺ χάνομε εἴμαστε ἐμεῖς, ὅσοι δηλαδὴ μὲ τὶς δικαιολογίες μας ἀπορρίπτομε τὴν πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ.

Δὲν θέλω σήμερα νὰ ἀναφερθῶ στὶς δικαιολογίες καὶ τὶς προφάσεις. Θέλω νὰ δοῦμε ποῖοι εἶναι οἱ καλεσμένοι.

Οἱ πρῶτοι ποὺ κλήθηκαν ἦταν ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ. «Ἤγουν, λέγει ὁ Ζιγαβηνός, τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. Αὗται γὰρ πρὸ πάντων τῶν ἐθνῶν ἦσαν κεκλημέναι, ὡς λαὸς ἐξαίρετος τοῦ Θεοῦ». Καὶ ἀπὸ αὐτοὺς πρῶτοι κλήθηκαν οἱ ἀσχολούμενοι μὲ τὸν νόμο, οἱ Γραμματεῖς καὶ Ἀρχιερεῖς. Αὐτοὶ ἀκριβῶς ἀπέρριψαν τὴν πρόσκλησι.

Μετὰ κλήθηκαν ὅσοι ἦταν στὶς πλατεῖες καὶ στοὺς δρόμους. Δηλαδὴ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ δὲν γνώριζαν καλὰ τὸν νόμο. Γι’ αὐτοὺς μιλοῦσαν περιφρονητικὰ οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ ἔλεγαν˙ «ὁ λαὸς ὁ μὴ εἰδὼς τὸν νόμο», δηλαδὴ ὁ λαὸς ποὺ δὲν γνωρίζει τὸν νόμο. Αὐτοὺς λοιπὸν ποὺ ὑστεροῦσαν στὴν γνῶσι τοῦ νόμου, τοὺς ὀνομάζει πτωχούς, ἀναπήρους, χωλούς, τυφλούς. Χωρὶς καθυστέρησι καλοῦνται στὸ μεγάλο δεῖπνο. Χωρὶς καθυστέρησι γιὰ νὰ μὴν προλάβουν ὅσοι ἀρνήθηκαν τὴν πρώτη πρόσκλησι. Αὐτὸ πρέπει πολὺ νὰ τὸ προσέξωμε. Τὸν καθένα μας, μᾶς καλεῖ στὴν ὥρα του. Ἂν ἀρνηθοῦμε δὲν θὰ ἔχωμε ἄλλη εὐκαιρία.

Παρὰ τὴν δεύτερη πρόσκλησι ὑπῆρχαν πολλὲς ἄδειες θέσεις στὸ τραπέζι. Τότε ὁ Κύριος διέταξε τὸν δοῦλο του νὰ βγῆ στοὺς δρόμους καὶ τοὺς φράκτες τῶν κτημάτων. Δηλαδὴ καλεῖ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἐξω ἀπὸ τὴν πόλι, ποὺ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὸν νόμο, τοὺς προφῆτες, τὴν διαθήκη. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἐθνικοί. Καὶ δὲν τοὺς καλεῖ ἀπλῶς, ἀλλὰ τοὺς ἀναγκάζει νὰ εἰσέλθουν στὸ δεῖπνο. Βεβαίως ὁ Χριστὸς ἦρθε γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ πρῶτα ἀπευθύνεται στοὺς Ἰσραηλῖτες. Καὶ ὅταν ἔστειλε τοὺς μαθητές του τοὺς ἐδωσε τὴν ἐντολή˙ «Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε … πορεύεσθε μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ». Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως δὲν ἀνταποκρίθηκαν στὴν πρόσκλησι. Δὲν τὸν ἀποδέχθηκαν καὶ τελικὰ τὸν σταύρωσαν. Ἔμειναν ἀπὸ ἔξω. Μετὰ τὴν ἀνάστασι ὅμως παραγγέλλει στοὺς μαθητές του˙ «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη». Καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅπου πήγαινε πρῶτα δίδασκε στὴν ἰουδαϊκὴ συναγωγή. Ὅταν κάποτε τὸν ἔδιωξαν τοὺς εἶπε˙ «Ἰδοὺ στρεφόμαστε εἰς τὰ ἔθνη». Τώρα δὲν ἰσχύει καμμία διάκρισι. Ὅλοι μας εἴμαστε καλεσμένοι. Στὸ μεγάλο δεῖπνο θὰ παρακαθήσουν ὅσοι ἀποδεχθοῦν τὴν πρόσκλησι, ὅποιοι καὶ ἂν εἶναι.

Τέλος ὁ Κύριος ἔκλεισε τὴν παραβολὴ μὲ τὴν φρᾶσι˙ «Πολλοὶ εἰσὶ κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί». Ἡ εὐθύνη πλέον εἶναι δική μας. Διότι ὁ Κύριος μᾶς κάλεσε ὅλους χωρὶς καμμία ἐξαίρεσι. Λέγει δὲ ὁ λόγος του˙ «Ὁ Θεὸς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Καὶ γιὰ ὅλους ἔχει ἑτοιμάσει μία θέσι στὴν βασιλεία του. Μᾶς καλεῖ νὰ παρακαθήσωμε στὸ τραπέζι τῆς αἰώνιας του χαρᾶς.

Μακάρι νὰ καταλάβωμε κάποτε, ἢ ὅσο γίνεται νωρίτερα, πόσο μεγάλη τιμὴ μᾶς κάνει ὁ ἅγιος Θεός, ποὺ μᾶς καλεῖ στὸ δεῖπνο του. Τότε θὰ κάμναμε τὰ πάντα γιὰ νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ἀνταποκριθοῦμε στὴν πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ. Κλητοὶ εἴμαστε. Δηλαδὴ γίναμε Χριστιανοί. Καιρὸς εἶναι νὰ σταματήσωμε νὰ δικαιολογούμαστε. Καιρὸς εἶναι νὰ ζήσωμε ὅπως θέλει ὁ Θεός, ὡς χριστιανοὶ μὲ συνέπεια, γιὰ ὅσο καιρὸ μᾶς ἀνέχεται. Διότι ὑπάρχει κίνδυνος νὰ μᾶς ἀποκλείση καὶ νὰ μὴ μᾶς δώση ἄλλη εὐκαιρία. Ἀπὸ ἐμᾶς ἐξαρτᾶται: Θὰ μείνωμε μόνο μὲ τὸ ὄνομα; Ἄμποτε νὰ μὴ μείνωμε μόνο κλητοί, ἀλλὰ νὰ γίνωμε καὶ ἐκλεκτοί.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 07.12.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 13, 10-17)

«Ἦν διδάσκων ὁ Ἰησοῦς ἐν μιᾷ τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι»

 Ὁ Ἰησοῦς δίδασκε ἕνα Σάββατο σὲ μία ἀπὸ τὶς συναγωγές. Καὶ νά, ἦταν μία γυναῖκα, ποὺ βασανιζόταν ἀπὸ ἀσθένεια γιὰ δέκα ὀκτὼ χρόνια καὶ ἦταν κυρτωμένη τόσο, ποὺ δὲν μποροῦσε καθόλου νὰ ἀνορθωθῆ. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τῆς μίλησε καὶ τῆς εἶπε˙ Γυναῖκα ἐλευθερώθηκες ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου, καὶ ἀκούμπησε τὰ χέρια του πάνω της. Αὐτομάτως σηκώθηκε ὄρθια καὶ δόξαζε τὸν Θεό. Τότε ὁ ὑπεύθυνος τῆς συναγωγῆς μίλησε μὲ ἀγανάκτησι, διότι ὁ Ἰησοῦς θεράπευε ἡμέρα Σάββατο, καὶ ἔλεγε στὸν λαό˙ Ἕξι εἶναι οἱ ἡμέρες ἐργασίας, αὐτὲς τὶς ἡμέρες νὰ ἔρχεσθε καὶ νὰ θεραπεύεσθε καὶ ὄχι τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Σὲ αὐτὸν ἀπάντησε ὁ Κύριος καὶ εἶπε˙ Ὑποκριτή, ὁ καθένας ἀπὸ σᾶς δὲν λύνει τὴν ἡμερα τοῦ Σαββάτου τὸ βόδι του ἢ τὸ γαϊδουράκι του ἀπὸ τὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ ποτίση στὴν ποτίστρα; Καὶ αὐτή, ποὺ εἶναι θυγατέρα τοῦ Ἀβραάμ, τὴν ὁποία εἶχε δεμένη ὁ σατανᾶς δέκα καὶ ὀκτὼ χρόνια δὲν ἔπρεπε νὰ λυθῆ τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου ἀπὸ τὰ δεσμά, ποὺ τῆς εἶχε ὁ διάβολος; Καὶ ἐνῶ τὰ ἔλεγε αὐτὰ καταντροπιάζονταν ὅσοι ἦταν ἀντίθετοι μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ ὅλος ὁ ἄλλος ὄχλος χαιρόταν γιὰ ὅλα τὰ ἔνδοξα ποὺ γίνονταν ἀπὸ αὐτόν.

Κάθε χρόνο τὴν τρίτη Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα διαβάζεται στοὺς ναοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας αὐτὴ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, στὴν ὁποία ἀναφέρεται ἡ θεραπεία τῆς συγκυπτούσης γυναικός.

Τὸ γεγονὸς τῆς θεραπείας εἶναι ἱστορικό, δηλαδὴ πραγματικό περιστατικό, τὸ ὁποῖο ἐκτυλίχθηκε σὲ μία συναγωγὴ ἡμέρα Σάββατο. Μία γυναῖκα διπλωμένη στὰ δύο, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σηκώση οὔτε γιὰ λίγο ψηλὰ τὸ κεφάλι της, βρῆκε τὴν λύτρωσί της ἀπὸ τὸν Κύριο. Ὡς συγκύπτουσα ἔζησε δεκαοκτὼ χρόνια. Καὶ εἶναι πολὺ σημαντικὴ ἠ διαπίστωσις τοῦ Κυρίου, ὅτι ἔτσι δεμένη καὶ διπλωμένη στὰ δύο τὴν κρατοῦσε ὁ σατανᾶς. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ποὺ προσεγγίζουν τὰ κείμενα καὶ τὰ ἑρμηνεύουν σωστά, πέρα ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἑρμηνεία, κάνουν καὶ μία ἀλληγορική. Διαβλέπουν στὸ πρόσωπο τῆς γυναικὸς αὐτῆς τὴν πνευματικὴ κατάστασι στὴν ὁποία εἶχε περιπέσει ὁ κόσμος μετά τὴν παρακοή. Δέσμιος πλέον τοῦ σατανᾶ ἀδυνατοῦσε νὰ ἀνασηκωθῆ καὶ νὰ κοιτάξη τὸν οὐρανό. Ἀδυνατοῦσε νὰ στραφῆ πρὸς τὰ πάνω. Ἦταν καταδικασμένος νὰ σέρνεται στὴν γῆ, καὶ νὰ βλέπη μόνον τὴν γῆ καὶ τὰ τῆς γῆς. Ὁ περιούσιος λαὸς εἶχε τὸν νόμο καὶ τὸ τελετουργικὸ μὲ τὶς θυσίες. Τὰ ἔθνη εἶχαν τὴν φιλοσοφία καὶ τὴν εἰδωλολατρία. Μὰ οὔτε ὁ νόμος τῶν Ἰουδαίων οὔτε ἡ εἰδωλολατρία τῶν ἐθνικῶν μπόρεσαν νὰ δώσουν στὸν ἄνθρωπο μία προοπτικὴ γιὰ τὸν οὐρανό. Τὴν λύτρωσί του τὴν ἔφερε μόνο ὁ ἀναμενόμενος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους Μεσσίας, ὁ Χριστός, ποὺ ἦταν καὶ γιὰ τοὺς ἔξω τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ «Προσδοκία τῶν Ἐθνῶν». Μᾶς τὸ ἀποκαλύπτει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὅταν λέγει˙ «Εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου». Νά, γιατὶ ἦρθε ὁ υἱὸςτοῦ Θεοῦ στὴν γῆ. Ἦρθε γιὰ νὰ λύση τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου. Καὶ τὸ βλέπομε αὐτὸ νὰ πραγματοποιῆται στὴν περίπτωσι τῆς συγκυπτούσης. Μὲ τὴν παρέμβασι τοῦ Κυρίου, τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἡ γυναῖκα, ποὺ δεμένη ἀπὸ τὸν διάβολο ἦταν «μὴ δυναμένη ἀνακύψαι εἰς τὸ παντελές», δηλαδὴ ποὺ παντελῶς δὲν μποροῦσε νὰ ἀνασηκωθῆ, τώρα λυμένη ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου «παραχρῆμα ἀνωρθώθη», δηλαδὴ στὴν στιγμὴ ξεδιπλώθηκε καὶ σηκώθηκε ὄρθια.

Ὅ,τι ἔγινε μὲ τὴν γυναῖκα εἶναι μὶα εἰκόνα γιὰ τὸν κόσμο ὅλο. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἕνας καὶ μόνος Θεός, ποὺ, μὲ τὴν παρέμβασί του στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου, καὶ μᾶς χαρίζει τὴν δυνατότητα νὰ στραφοῦμε πρὸς τὸν οὐρανό, πρὸς τὴν σωτηρία, ποὺ μέχρι τότε ἦταν ἀδύνατη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ περικοπὴ αὐτὴ διαβάζεται πρὶν ἀπὸ τὰ Χριστούγεννα. Γιὰ τὴν γέννησι τοῦ Κυρίου θὰ πῆ ὁ ἄγγελος στοὺς ποιμένες˙ «Ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ». Γεννήθηκε γιὰ σᾶς σήμερα σωτήρας.

Ἡ συγκύπτουσα ἀκόμα εἶναι καὶ ἕνα κριτήριο, ἕνας ἔλεγχος τῆς δικῆς μας συμπεριφορᾶς καὶ τακτικῆς. Ἡ συγκύπτουσα μᾶς ἐλέγχει καὶ μᾶς κρίνει. Ἐξ ἄλλου ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει˙ «Οὐκ οἴδατε ὅτι οἱ ἅγιοι τὸν κόσμον κρινοῦσι;». Δὲν γνωρίζετε ὅτι οἱ ἅγιοι θὰ κρίνουν τὸν κόσμο; Καὶ πῶς μᾶς κρίνει ἡ συγκύπτουσα; Μὲ τὴν ζωή της. Δεῖτε τὴν. Εἶναι μία γυναῖκα μὲ βαριὰ πάθησι. Ἔχει κυρτωμένη τὴν σπονδυλική της στήλη σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνορθωθῆ καθόλου. Εἶναι ἡ δυστυχὴς καταδικασμένη νὰ ἔχη τὸ κεφάλι τῆς στὸ ὕψος τῶν πελμάτων τῶν ποδιῶν της. Πόδια καὶ κεφάλι στὴν γῆ.  Καὶ ὅμως αὐτὴ ἡ γυναῖκα, ποὺ εἶχε κάθε λόγο, κάθε εὔλογη δικαιολογία, νὰ μὴν πηγαίνη στὸ ναό, στὴν συναγωγή, τὰ Σάββατα, αὐτὴ δὲν ἀπουσιάζει. Μετέχει στὴν σύναξι τῶν πιστῶν, στὴν κοινὴ προσευχή, στὴν κοινὴ λατρεία, στὴν ἀκρόασι τοῦ νόμου καὶ τῶν προφητῶν, ὅπως γινόταν τότε στὴν συναγωγή. Θὰ λέγαμε σήμερα μὲ τὰ δικά μας δεδομένα˙ Ἐκκλησιαζόταν! Ἁγιάζει τὴν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, ὅπως ἐξ ἄλλου ἔκαμνε καὶ ὁ Χριστός. Καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἀπουσίαζε τὰ Σάββατα ἀπὸ τὴν συναγωγή.

Πῶς τώρα νὰ συγκριθοῦμε ἐμεῖς μὲ τὴν συγκύπτουσα; Ἂν αὐτὴ ἡ γυναῖκα μὲ τέτοιο σωματικὸ πάθος δὲν ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν ναό, ἐμεῖς τὶ σωματικὴ ἀδυναμία ἔχομε καὶ δὲν ἐκκλησιαζόμαστε; Τὶ μᾶς ἐμποδίζει ἐμᾶς καὶ ἀπουσιάζομε ἀπὸ τὸν ναὸ τὶς Κυριακές; Νὰ γιατὶ λέμε, ὅτι ἠ συγκύπτουσα θὰ μᾶς κρίνει καὶ θὰ μᾶς καταδικάσει, διότι χωρὶς νὰ ἔχωμε κανένα σωματικὸ πάθος, προφασιζόμαστε τάχα πόνους, ἀσθένειες, κτλ. γιὰ νὰ μὴν πᾶμε στὸν ναό. Μὲ κριτήριο τὴν συγκύπτουσα κανένας μας δὲν δικαιολογεῖται, κανέναν λόγο δὲν μποροῦμε νὰ ἐπικαλεσθοῦμε γιὰ νὰ δικαιολογήσωμε τὴν ἀπουσία μας ἀπὸ τὸν ἐκκλησιασμό.

Εἴπαμε ὅμως ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς δὲν ἀπουσίαζε ἀπὸ τὸν ναό. Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικό. Στὸ ναὸ ἔγινε ἡ συνάντησις τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν συγκύπτουσα, καὶ βρῆκε ἡ γυναῖκα τὴν σωτηρία της καὶ λύθηκαν τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου. Στὸν ναὸ θὰ βροῦμε καὶ ἐμεῖς τὸν Χριστό. Στὸ ναὸ τελεσιουργοῦντα τὰ μεγάλα μυστήρια. Στὸ ναὸ γίνεται ἡ θεία λειτουργία καὶ μεταδίδεται ὁ Χριστὸς στοὺς πιστούς. Στὸ ναὸ φαίνεται χειροπιαστὰ ἡ ἕνωσις τῶν πιστῶν σὲ ἕνα σῶμα, τοῦ ὁποίου κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστός, καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Στὸ ναό, ὅπως ἡ συγκύπτουσα, θὰ βροῦμε καὶ ἐμεῖς, τὴν σωτηρία, τὴν λύτρωσι ἀπὸ τὰ δεσμὰ τοῦ διαβόλου.

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 23.11.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΝΑΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 12,16-21)

«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν»

Τοὺς εἶπε ὁ Κύριος μία παραβολή˙ Κάποιου πλουσίου ἀνθρώπου τὰ κτήματα ἔφεραν πλούσια παραγωγή. Καὶ σκεφτόταν μόνος του μέσα του λέγοντας˙ Τὶ νὰ κάνω, ποὺ δὲν ἔχω, ποῦ νὰ μαζέψω τοὺς καρπούς μου; Σκέφτηκε καὶ εἶπε˙ Αὐτὸ θὰ κάνω. Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες, καὶ ἐκεῖ θὰ συμμαζέψω ὅλα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου. Καὶ θὰ πῶ στὴν ψυχή μου˙ Ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ ποὺ σοῦ φθάνουν γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀναπαύσου, φᾶγε, πιές, διασκέδασε. Τοῦ εἶπε ὅμως ὁ Θεός˙ Ἄμυαλε, αὐτὴ τὴν νύκτα σοῦ ζητᾶνε τὴν ψυχή σου ἀπὸ σένα˙ αὐτὰ ποὺ ἀποθήκευσες, τίνος θὰ εἶναι; Ἔτσι θὰ πάθη ὅποιος θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Κάλεσε κάποιος τὸν Κύριο στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ τοὺς κάνη τὴν μοιρασιὰ τῆς πατρικῆς περιουσίας. Ἀφοῦ πρῶτα ὁ Κύριος ἀρνήθηκε μὲ τὴν ἐρώτησι˙ Ποιὸς μὲ κατέστησε δικαστή; Στὴν συνέχεια, γιὰ νὰ ἀπαλλάξη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πλεονεξία, εἶπε τὴν παραπάνω παραβολή.

Ὁ πλούσιος, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπος, ταλανιζόμαστε μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν χορταίνομε ποτέ. Ὅσα καὶ νὰ ἔχη ὁ ἄνθρωπος, ποτὲ δὲν λέγει˙ Φτάνει! Θέλει ὅλο καὶ περισσότερα, τὰ θέλει ὅλα. Αὐτὴ ἡ ἀκόρεστη δίψα γιὰ χρήματα, κτήματα, ἀγαθά, περιουσίες εἶναι βάσανο, εἶναι ἀρρώστια, εἶναι ἁμαρτία, εἶναι στὸ βάθος ἄρνησις τοῦ Θεοῦ. Ταλαιπωρεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ δημιουργεῖ ἔντασι ἀγωνίας, προκαλεῖ ἄγχος, ποὺ αὐτὸ τελικὰ σκοτώνει.

Ὁ ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς ἦταν πλούσιος. Δὲν τοῦ ἔλλειπε τίποτε. Οἱ ἀποθῆκες του ἦταν γεμᾶτες. Θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἤρεμος, εὐτυχής, χαρούμενος. Ὅμως δὲν ἦταν, Καὶ δὲν ἦταν, διότι ἦταν ἀχόρταγος πλεονέκτης. Δὲν χάρηκε καὶ δὲν εὐχαριστήθηκε, καὶ βεβαίως οὔτε τὸν Θεό εὐχαρίστησε, οὔτε ὅταν εἶχε μεγάλη εὐφορία, παραγωγή ἀσυνήθιστα μεγάλη, τόση, ποὺ δὲν χωροῦσε στὶς ἀποθῆκες του. Τώρα ποὺ «εὐφόρησεν ἡ χώρα», αὐτὸς ἔχει ἔγνοια, ἔχει ἀγωνία καὶ βασανίζεται ἀπὸ τὸ ἄγχος. Τὸ ἐρώτημα, ποὺ δὲν τὸν ἄφηνε οὔτε νὰ κοιμηθῆ ἦταν˙ Τὶ θὰ κάνω, ποὺ δὲν ἔχω, ποῦ νὰ ἀποθηκεύσω τοὺς καρπούς μου;

Πόσο παράξενα ἀκούγεται τὸ ἐναγώνιο ἐρώτημα τοῦ πλουσίου! Διότι νὰ ἀναρωτιέται ὁ πτωχὸς καὶ νὰ λέγη, πῶς θὰ τὰ βγάλω πέρα, καὶ πῶς θὰ θρέψω τὰ παιδιά μου; εἶναι πολὺ φυσικὸ ἐρώτημα. Ἀλλὰ νὰ ἀγωνιᾶ ὁ πλούσιος; Αὐτὸ τὸ βάσανο καὶ τὴν ἀγωνία δημιουργεῖ ἡ πλεονεξία.

Τέλος μετὰ ἀπὸ πολλὲς σκέψεις βρῆκε περιχαρὴς τὴν λύσι. Εἶπε˙ Αὐτὸ θὰ κάνω. Θὰ γκρεμίσω τὶς παλιὲς ἀποθῆκες καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες. Καὶ μετὰ θὰ πῶ στὴν ψυχή μου. Ἔχεις ἀγαθὰ γιὰ πολλὰ χρόνια, λοιπὸν ἀναπαύσου, φάε, πιὲς, διασκέδασε. Ὦ πόσο ἀνόητος καὶ ἄμυαλος εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Ποῦ βρῆκε τὸ δικαίωμα μόνος του νὰ ἀποφασίζη καὶ νὰ ἐξασφαλίζη πολλὰ χρόνια ζωῆς; Πῶς δὲν σκέφθηκε ποτέ, ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν ταΐζεται μὲ ὑλικὰ ἀγαθά; Ποιὸς τοῦ εἶπε ὅτι, τὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ ἔδωσε ἡ γῆ, εἶναι δικά του;  Σὲ λάθος δρόμο εἶναι αὐτὲς οἱ σκέψεις. Διότι ἦρθε ἡ κρίσιμη καὶ τραγικὴ ὥρα. Αὐτὸς δὲν σκέφθηκε τὸν Θεό. Ὅμως ὁ Θεὸς τὸν ἐπισκέφθηκε. Ἄμυαλε, τοῦ εἶπε, διότι ἄφρων εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει «σώας τὰ φρένας», τώρα πρέπει νὰ δώσης τὴν ψυχή σου, πεθαίνεις, καὶ αὐτὰ ποὺ ἀποθήκευσες καὶ ποὺ πίστευες ὅτι θὰ τὰ ἀπολαύσης μακροχρόνια τίνος θὰ εἶναι;

Πόσο ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ εἶναι αὐτὰ τὰ λόγια τῆς παραβολῆς, ἐσεῖς μπορεῖτε νὰ τὸ βεβαιώσετε. Γιὰ σκεφθεῖτε πόσες φορὲς στὴν ζωή μας δὲν εἶδαμε νὰ γίνωνται ἔτσι τὰ πράγματα; Πόσες φορὲς δὲν εἶπαμε γιὰ περιπτώσεις ἀπὸ τὴν καθημερινότητα˙ Τὸν καϋμένο, τώρα ποὺ εἶδε μιὰ ἄσπρη ἡμέρα καὶ φτιάχθηκε μὲ τόσο κόπο, πᾶνε ὅλα. Ὅσο θὰ χαιρόταν, πέθανε. Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια τὴν ζοῦμε καθημερινά, ὅμως μυαλὸ δὲν βάζομε. Ἐμεῖς ἐξακολουθοῦμε νὰ τρέχωμε γιὰ νὰ ἔχωμε, νὰ ἔχωμε πολλὰ ἀγαθά, ὄχι ὅσα μᾶς χρειάζονται, γιὰ τὴν ἐπιβίωσί μας, ἀλλὰ πολλὰ ἀγαθά «κείμενα εἰς ἔτη πολλά». Ἀχόρταγοι καὶ ἄμυαλοι καὶ ἄπληστοι. Δὲν ἀκοῦμε οὔτε τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ποὺ λέγει˙ «Νεκρώσατε τὰ μέλη ἡμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσία, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία». Ἡ πλεονεξία εἶναι εἰδωλολατρία, διότι βάζει στὴν θέσι τοῦ Θεοῦ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά.

Μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου θέλει ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὸ μεγάλο κακὸ τῆς πλεονεξίας, ἀπὸ τὸ δέσιμο τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, διότι περὶ αὐτοῦ πρόκειται. Ὁ ἄμυαλος πλούσιος δὲν κατάλαβε ποτὲ ὅτι, δὲν ἐξουσιάζει οὔτε τὴν ζωή του οὔτε τὰ ἀγαθά του. Δὲν μπορεῖ, παρὰ τὸν πλοῦτο του, νὰ μακραίνη τὴν ζωή του καὶ νὰ προσθέση χρόνια. Δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ τὰ πάρη μαζί του. Δὲν ὑπάρχουν σάβανα μὲ τζέπες. Καὶ ἀπὸ τὸ ἐρώτημα ποὺ τοῦ κάνει ὁ Θεός, «τίνι ἔσται;» φαίνεται ὅτι μᾶλλον δὲν εἶχε καὶ παιδιά, οἰκογένεια, συγγενεῖς, ποὺ θὰ τὰ κληρονομοῦσαν. Ὅμως ξέρομε, πάλι ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς ζωῆς, ὅτι οἱ κληρονόμοι, κατὰ κανόνα, δὲν μοιράζονται τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ σφάζονται μεταξύ τους ἢ καταλήγουν στὰ δικαστήρια.

Τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ δὲν γεμίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνον ὕλη, εἶναι καὶ πνεῦμα, εἶναι σῶμα ἀλλὰ καὶ ψυχή. Ἡ ψυχὴ δὲν τρέφεται μὲ καλαμπόκι οὔτε μὲ μπιφτέκι, δὲν ξεδιψάει μὲ ἀλκοόλ. Χρειάζεται πνευματικὴ τροφὴ, χρειάζεται λόγο Θεοῦ. Εἶπε ὁ Κύριος˙ «Δὲν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνο μὲ ψωμί, ἀλλὰ μὲ κάθε λόγο τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸ ἐμεῖς τὸ ξεχνᾶμε. Καὶ ἀντὶ νὰ φροντίζωμε περισσότερο τὴν ψυχὴ μας ποὺ εἶναι ἀθάνατη καὶ αἰώνια, τρέχομε καὶ παλεύομε καὶ ξενυχτᾶμε καὶ μεταναστεύομε, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσωμε μόνον τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, γιὰ τὸ σῶμα μας ποὺ εἶναι πρόσκαιρο καὶ φθαρτό. Αὐτὸ εἶναι ἀμυαλωσύνη.

Ἄφρον ἄνθρωπε, ὁ Θεὸς ζητάει τὴν ψυχή μας, δὲν ζητάει τὸ σῶμα μας. Γιὰ τὴν ψυχή, ποὺ θὰ μᾶς ζητήσει ὁ Θεὸς κάποια μέρα, τὶ κάνομε; Πόσο τὴν φροντίσαμε; Πόση ἀγωνία ἔχομε γιὰ τὴν σωτηρία της; Μᾶς  ἀπασχολεῖ τὸ θέμα ἢ ἔχομε τὴν ἐντύπωσι ὅτι θὰ ζήσωμε πάνω στὴν γῆ αἰώνια;

Γιὰ νὰ μὴ μᾶς βρῆ ὁ Θεὸς ἀπροετοίμαστους πρέπει νὰ φροντίσωμε τὴν ψυχή μας, ὥστε, ὅταν μᾶς τὴν ζητήσει, νὰ τὴ ἔχωμε ἕτοιμη νὰ τὴν παραδώσωμε στὸν Πλάστη της, τὸν δημιουργό της, στολισμένη μὲ τὴν ἀληθινὴ πίστι τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μὲ τὴν σωτήρια μετάνοια.

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 16.11.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΓΔΟΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 10,25-37)

«Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»

Κάποιος νομικός, δηλαδὴ θεολόγος ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, πείραξε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε˙ Διδάσκαλε, τὶ νὰ κάνω γιὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή; Τοῦ ἀπάντησε˙ Στὸν νόμο τὶ γράφει; Τὶ διαβάζεις; Καὶ ἀπάντησε ὁ νομικός˙ Νὰ ἀγαπήσης Κύριο τὸν Θεό σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν δύναμι καὶ τὴν σκέψι, καὶ τὸν πλησίον σου, ὅπως τὸν ἑαυτό σου. Τοῦ εἶπε ὁ Κύριος˙ Καλὰ τὰ λές, αὐτὸ πρᾶξε καὶ θὰ ζήσεις. Γιὰ νὰ δικαιωθῆ ὅμως στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ρώτησε˙ Καὶ ποιὸς μοῦ εἶναι πλησίον; Τὸτε ὁ Ἰησοῦς εἶπε˙ Κάποιος ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα στὴν Ἱεριχώ, ἀλλ’ ἔπεσε στὰ χέρια ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν γδύσανε, τὸν πληγώσανε καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Συνέβη νὰ περνάη κάποιος ἱερέας, τὸν εἶδε καὶ τὸν προσπέρασε. Τὰ ἴδια ἔκανε καὶ ἕνας Λευΐτης. Ὅμως, κάποιος Σαμαρείτης περνῶντας ἦρθε κοντά του, τὸν εἶδε καὶ τὸν λυπήθηκε, καὶ ἀμέσως πλησίασε, τοῦ ἔδεσε τὰ τραύματα ρίχνοντας λάδι καὶ κρασί, μετὰ τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του καὶ τὸν ἔφερε σὲ πανδοχεῖο καὶ τὸν φρόντισε. Τὴν ἄλλη ἡμέρα πλήρωσε δύο δηνάρια στὸν χαντζῆ καὶ τοῦ εἶπε˙ Φρόντισέ τον, καὶ ὅ,τι ξοδέψεις, στὴν ἐπιστροφή μου θὰ σὲ ἀποζημιώσω. Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς σοῦ φαίνεται νὰ ἔγινε πλησίον στὸν κτυπημένο ἀπὸ τοὺς ληστές; Καὶ ἐκεῖνος εἶπε˙ Αὐτὸς ποὺ τοῦ ἔδειξε ἔλεος. Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς˙ Πήγαινε καὶ σὺ καὶ κᾶνε τὸ ἴδιο

Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου. Ἀκούσαμε καὶ τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο τὴν εἶπε ὁ Κύριος. Ἡ παραβολὴ εἶναι ἀπάντησι στὸ ἐρώτημα˙ Ποιὸς εἶναι πλησίον;

Θὰ τονίσωμε λοιπὸν τὴν τελευταία πρότασι, μὲ τὴν ὁποία ὁ Κύριος προτρέπει τὸν νομικὸ μὲ τὰ λόγια «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως».

Ὁ νομικὸς ρώτησε νὰ μάθη ποιὸς εἶναι πλησίον. Ἀλλὰ τελικὰ ὁ Κύριος ἀπάντησε ἀντιστρέφοντας τὴν θέσι. Πήγαινε, τοῦ εἶπε, νὰ γίνης πλησίον ἐσὺ στὸν συνάθρωπό σου, ποὺ σὲ ἔχει ἀνάγκη. Πήγαινε νὰ κάνης ὅ,τι ἔκανε ὁ Σαμαρείτης.

Ὁ Σαμαρείτης εἶδε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου ἕναν κτυπημένο, πληγωμένο, μισοπεθαμένο Ἰουδαῖο. Δὲν σκέφθηκε ἐκείνη τὴν ὥρα τὴν διαφορὰ ποὺ εἶχαν μεταξύ τους Σαμαρεῖτες καὶ Ἰουδαῖοι. Δὲν σκέφθηκε ὅτι μπορεῖ ἐκεῖ κοντὰ νὰ εἶναι οἱ ληστὲς, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ κάνουν καὶ σὲ αὐτὸν τὸ ἴδιο κακό. Δὲν σκέφθηκε τὴν δικὴ του δουλειὰ καὶ νὰ συνεχίση ἔτσι τὸν δρόμο του, γιὰ νὰ φθάση στὸν προορισμό του. Δὲν σκέφθηκε ὅτι εἶναι μόνος˙ τὶ θὰ μποροῦσε νὰ κάνη  χωρὶς τὴν βοήθεια κάποιου ἄλλου. Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν σκέφθηκε. Ἕνα μόνον πρᾶγμα σκέφθηκε˙ ὅτι ἕνας ἄνθρωπος πάσχει, καὶ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια. Καὶ ἁπλᾶ ἔτρεξε νὰ βοηθήση. Ὁ Σαμαρείτης ἔγινε πλησίον καὶ παρευρίσκεται τώρα καὶ βοηθάει τὸν πάσχοντα. Ὄχι μὲ λόγια μόνον, ἀλλὰ μὲ ἔργα, μὲ πράξεις θαυμαστές. Καθαρίζει τὶς πληγὲς μὲ κρασί καὶ λάδι. Ἀνεβάζει στὸ ζῶο του τὸν πληγωμένο. Τὸν διακομίζει στὸ κοντινότερο πανδοχεῖο. Πληρώνει ἀπὸ τὴν τσέπη του τὸν χαντζῆ. Ζητάει ἀπὸ τὸν χαντζῆ νὰ περιποιηθῆ τὸν πληγωμένο, μὲ τὴν ὑπόσχεσι ὅτι στὴν ἐπιστροφή θὰ τὸν ἀποπληρώσει, γιὰ ὅ,τι ἐπὶ πλέον ξοδεύσει. Ἀνεχώρησε μόνο ὅταν νόμισε ὅτι ἔκανε ὅσα μποροῦσε γιὰ τὸν συνάνθρωπό του. Αὐτὸς ὁ Σαμαρείτης ποὺ φέρθηκε μὲ τέτοιον τρόπο ὀνομάσθηκε «Καλὸς Σαμαρείτης».

Καί «Καλὸς Σαμαρείτης», εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ὁ πεσμένος καὶ μισοπεθαμένος εἴμασταν ἐμεῖς. Σὲ αὐτὴν τὴν κατάστασι μᾶς κατήντησε ὁ διάβολος καὶ ἡ ἁμαρτία. Ἡ λαμπερὴ εἰκόνα, ποὺ εἴχαμε ὅταν βγήκαμε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ἀμαυρώθηκε. Δὲν ἀφανίσθηκε, μόνον σκοτείνιασε, ἀμαυρώθηκε, ἔγινε ἀγνώριστη. Γίναμε ἕνας μισοπεθαμένος ἄνθρωπος. Ὁ ἱερέας καὶ ὁ Λευΐτης ποὺ μᾶς εἶδαν καὶ δὲν βοήθησαν, μόνον προσπέρασαν, εἶναι τὸ ἰουδαϊκὸ θρησκευτικὸ σύστημα, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ βοηθήση τὸν πεσμένο ἄνθρωπο. Μὲ τὸ τελετουργικὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν γίνεται σωτηρία. Μετά, «ὅτε ἦρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» πέρασε ἕνας ξένος, ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ξένος, διότι δὲν ἦταν μόνον ἄνθρωπος, ἀλλὰ Θεάνθρωπος. Καὶ μᾶς λυπήθηκε, καὶ μᾶς ἔδειξε ὅλη του τὴν ἀγάπη, χωρὶς ὅρια. Μᾶς καθάρισε τὶς πληγὲς μὲ τὸ κρασί καὶ τὸ λάδι. Αὐτὰ εἶναι τὰ Μυστήρια, τὸ Βάπτισμα καὶ ἡ Εὐχαριστία. Καὶ μᾶς ἔφερε στὸ πανδοχεῖο, στὴν Ἐκκλησία. Πανδοχέας, χαντζῆς, εἶναι οἱ κληρικοί μας, στοὺς ὁποίους ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ μᾶς περιποιηθοῦν. Καὶ στὴν ἐπιστροφή του, τὴν Δευτέρα Παρουσία, θὰ ἀποδώση στὸν καθένα τὸν κόπο του.

Ἐμεῖς ἀκοῦμε τὴν προτροπή του˙ «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως». Νὰ γίνωμε καὶ ἐμεῖς «Καλοὶ Σαμαρεῖτες». Νὰ γίνωμε πλησίον γιὰ τὸν συνάνθρωπό μας, ποὺ μᾶς ἔχει ἀνάγκη. Χωρὶς να ὑπολογίζωμε τὸν κόπο, χωρὶς νὰ λογαριάζωμε τὴν δαπάνη, χωρὶς νὰ σκεφτόμαστε τοὺς κινδύνους, χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζουν οἱ δικὲς μας δουλειὲς καὶ ἀνάγκες. Διότι δὲν ἔχομε χρόνο. Δὲν μποροῦσε ὁ Σαμαρείτης νὰ πῆ˙ Θὰ ἔρθω αὔριο. Μέχρι αὔριο ὁ μισοπεθαμένος θὰ εἶχε τελειώσει. Τὴν δική μας δουλειὰ θὰ τὴν κάνωμε αὔριο.

Ἐξ ἄλλου ἀπὸ τὸν συνάνθρωπο, ποὺ πονάει, δὲν μᾶς χωρίζει τίποτε. Μᾶς ἑνώνει ὁ πόνος. Ἡ συμφορὰ καὶ ἡ πληγὴ εἶναι ἴδια εἴτε εἶμαι Ἰουδαῖος εἴτε εἶμαι Σαμαρείτης. Ὁ πλησίον δὲν ἔχει ἐθνικότητα. Ὁ πόνος ἐκφράζεται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου. Πονεμένοι, δυστυχισμένοι, ἀνήμποροι ὑπάρχουν καὶ στὶς πιὸ πλούσιες χῶρες. Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος μᾶς προϊδέασε, γιὰ τὴν κατάστασι αὐτή, ὅταν εἶπε˙ «Τοὺς φτωχοὺς πάντοτε θὰ τοὺς ἔχετε». Καὶ ἑπομένως κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐπικαλεσθῆ ὁποιαδήποτε δικαιολογία, γιὰ νὰ μὴ γίνη «Πλησίον», γιὰ νὰ μὴ γίνη «Καλὸς Σαμαρείτης». Πάντοτε, στὴ ἄκρη τοῦ δρόμου, θὰ ὑπάρχουν οἱ πληγωμένοι, στοὺς ὁποίους θὰ πρέπει νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας. Ἀπὸ τὸ ἁγιογραφικὸ κείμενο συμπεραίνουμε ὅτι ὁ πεσμένος στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου δὲν ζήτησε βοήθεια ἢ συμπαράστασι. Ὁ Σαμαρείτης ἀπὸ μόνος του, μόνον ποὺ τὸν εἶδε, μόλις τὸν ἀντιλήφθηκε, ἀμέσως, τὸν σπαγχνίσθηκε, καὶ ἔτρεξε κοντά του γιὰ νὰ τὸν βοηθήση.  Δὲν περίμενε νὰ τὸν καλέσουν, αὐθόρμητα πρόσφερε τὴν βοήθειά του. Αὐτὰ τὰ περιστατικὰ μᾶς δείχνουν, πῶς φέρεται ὁ πλησίον.

Καὶ μποροῦμε ὅλοι νὰ γίνουμε «Πλησίον» ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσουμε.

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 09.11.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΒΔΟΜΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 8,41-56)
«Προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ»
 
Κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἰάειρο καὶ ἦταν ἄρχων τῆς συναγωγῆς, πλησίασε τὸν Ἰησοῦ, πέφτοντας στὰ πόδια του, καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ μπῆ στὸ σπιτι του, διότι ἡ δωδεκάχρονη, μονάκριβη, κόρη του πέθαινε. Στὸ δρόμο γιὰ τὸ σπίτι, οἱ ὄχλοι συνωστίζονταν, καὶ κάποια γυναῖκα, ποὺ ἀπὸ δώδεκα χρόνων αἱμορραγοῦσε καὶ εἶχε ξοδέψει πολλὰ σὲ ἰατροὺς χωρὶς νὰ βρῆ θεραπεία, πλησίασε ἀπὸ πίσω, ἀκούμπησε τὴν ἄκρη τοῦ ἱματίου τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε˙ Ποιὸς μὲ ἀκούμπησε; Καὶ ἐπειδὴ κανένας δὲν ὁμολογοῦσε, εἶπε ὁ Πέτρος˙ Δάσκαλε, ἐδῶ μᾶς σμπρώχνουν καὶ μᾶς συνθλίβουν καὶ ἐσὺ λὲς ποιὸς μὲ ἀκούμπησε;  Ὁ Ἰησοῦς εἶπε˙ Κάποιος μὲ ἀκούμπησε, ἐγὼ ἔννοιωσα ὅτι βγῆκε ἀπὸ μένα μία δύναμι. Ὅταν ἡ γυναῖκα κατάλαβε ὅτι ἔγινε ἀντιληπτή, μὲ τρόμο πλησίασε, γονάτισε καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους τὰ εἶπε ὅλα, καὶ ὅτι θεραπεύθηκε τότε. Αὐτὸς τῆς εἶπε˙ Θυγατέρα, θάρρος ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε, προχώρα εἰρηνικά. Καὶ, ἐνῶ ἀκόμα μιλοῦσε, ἦρθαν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ ἀνήγγειλλαν τὸν θάνατο τῆς θυγατέρας, ἂς μὴ κουράζει τὸν διδάσκαλο. Τὸ ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε˙ Μὴ φοβᾶσαι, μόνο πίστευε, καὶ θὰ σωθῆ. Ἦρθαν στὸ σπίτι καὶ δὲν ἄφησε κανέναν νὰ μπῆ παρὰ μόνο τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ Ἰάκωβο, τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ. Ὅλοι τὴν ἔκλαιγαν, καὶ ὁ Κύριος τοὺς εἶπε˙ Μὴν κλαῖτε, δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται. Ἀλλὰ αὐτοὶ κορόϊδευαν, διότι ἤξεραν ὅτι πέθανε. Ὁ Χριστὸς τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἐξω, ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ φώναξε˙ «Ἡ παῖς, ἐγείρου». Καὶ ἀμέσως ἐπέστρεψε ἡ ψυχή της καὶ σηκώθηκε τὴν ἴδια στιγμή. Ὁ Χριστὸς ἐδωσε ἐντολὴ νὰ τῆς δώσουν νὰ φάη. Κατάπληκτοι ἔμεινα οἱ γονεῖς, ἀλλ’ αὐτὸς τοὺς παρήγγειλλε νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν τίποτε.
Ἡ σημερινὴ περικοπὴ λέγεται «ἡ ἀνάστασις τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου», ἀλλὰ περιέχεται καὶ μία ἀκόμη θαυμαστὴ ἐνέργεια τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης. Καὶ σήμερα θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ αὐτὸ τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ τονίσωμε μία λεπτομέρεια.
Ἡ αἱμορροοῦσα γυναῖκα, τῆς ὁποίας ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας διέσωσε τὸ ὄνομα, εἶναι ἡ ἁγία Βερονίκη, πλησίασε μέσα στὴν κοσμούρα κρυφὰ τὸν Κύριο. Ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἀπογητευμένη, ἀφοῦ ἐνῶ ξόδεψε τὴν περιουσία της σὲ ἰατρούς, θεραπεία δὲν βρῆκε. Ἄκουσε ὅμως γιὰ τὸν Χριστό. Σὲ αὐτὸν ἀπέθεσε τὶς ἐλπίδες της. Δὲν ἤθελε νὰ ἐνοχλήση τὸν Κύριο. Δὲν θὰ ζητοῦσε τίποτε. Δὲν θὰ μιλοῦσε στὸν Χριστό. Μόνον θὰ ἀκουμποῦσε τὸ ἱμάτιό του. Πίστευε μέσα της ὅτι τῆς εἶναι ἀρκετὸ μόνο νὰ ἀκουμπήση τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ γίνη καλά. Τὰ θαύματα ξεκινᾶνε ἀπὸ τέτοια πίστι. Ἡ πίστις εἶναι μεγάλη μυστικὴ δύναμις, ποὺ μπορεῖ νὰ μετακινήση βουνά, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας. Νόμιζε ὅμως ὅτι ἡ θεραπεία της μπορεῖ νὰ γίνη χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῆ ὁ Κύριος. Καὶ τώρα ποὺ ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει ὅτι κάποιος τὸν ἀκούμπησε, ἀναγκάσθηκε ἡ γυναῖκα νὰ φανερωθῆ. Καὶ μπροστὰ σὲ ὅλον τὸν κόσμο ὁμολογεῖ τὴν ἀρρώστειά της, ἀλλὰ καὶ τὴν θεραπεία της.
Ἐδῶ τονίζομε δύο σημεῖα γιὰ νὰ τὰ δοῦμε μὲ προσοχή.
Τόσοι ἄνθρωποι ἦταν γύρω καὶ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέγει˙ «Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;» Ὁ συνωστισμὸς ἦταν μεγάλος, συνέθλιβαν τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ μόνον ἡ γυναῖκα ἔλαβε δύναμι ἀπὸ τὸν Κύριο. Αὐτὴ ποὺ τὸν πλησίασε μὲ πίστι. Αὐτὸ εἶναι μάθημα γιὰ μᾶς. Δὲν ὀφελεῖ σὲ τίποτε αὐτὸ ποὺ κάνουμε ὅταν πηγαίνομε νὰ προσκυνήσωμε κάποια εἰκόνα, λείψανα ἁγίων, τὸν Ἐπιτάφιο, νὰ πάρουμε ἀντίδωρο, καὶ ἀκόμα καὶ νὰ κοινωνήσωμε. Τότε ποὺ ὅλοι σμπρώχνουμε, συνωστιζόμαστε, γιὰ νὰ εἴμαστε κοντὰ ἢ νὰ εἴμαστε πρῶτοι. Τόσοι ἄνθρωποι ὄχι μόνον ἦσαν κοντά στὸν Κύριο, ἀλλὰ τὸν συνέθλιβαν. Αὐτοὶ δὲν ὠφελήθηκαν σὲ τίποτε. Τὴν χάρι τὴ ἔλαβε ἡ γυναῖκα τῆς πίστεως. Με τὸν συνωστισμό μας ὄχι χάρι δὲν παίρνομε, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἁμαρτάνωμε μὲ τὴν ἀκαταστασία ποὺ δημιουργοῦμε καὶ μὲ τὴν ἀσέβεια ποὺ δείχνομε. Δὲν σεβόμαστε τὴν ἱερὴ στιγμὴ τῆς θείας κοινωνίας, μὲ τὴν μανία μας νὰ κοινωνοῦμε πρῶτοι. Δὲν εὐλαβούμαστε τὰ ἅγια λείψανα μὲ τὸν συνωστισμό. Καὶ τελικὰ, ὅπως ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ συνέλθιβαν τὸν Κύριο δὲν πῆραν χάρι καὶ εὐλογία, ἔτσι μένουμε καὶ ἐμεῖς χωρὶς πνευματικὴ ὠφέλεια.
Εἶναι ἐπίσης πολύ σημαντικὸ νὰ καταλάβωμε ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἐνεργεῖ μὲ βία, ἐξαναγκασμό, μηχανιστικὸ ἢ μαγικὸ τρόπο. Ὁ Κύριος αἰσθάνθηκε τὴν χάρι ποὺ ἔδωσε στὴν γυναῖκα. Δὲν μεταδίδει μηχανικά, ἔτσι μαγικά, ἐνέργεια, ἀλλὰ συνειδητά, μὲ πλήρη ἐπίγνωσι. Καὶ πάλι ὅταν ρωτάει ποιὸς τὸν ἀκούμπησε, δὲν τὸ κάνει γιὰ νὰ μάθη. Αὐτὸς ξέρει. Τὸ κάνει γιὰ νὰ ἀποκαλύψη καὶ νὰ βραβεύση ἔτσι τὴν πίστι τῆς γυναικός, ἀλλὰ καὶ νὰ μᾶς διδάξη πῶς πρέπει νὰ τὸν προσεγγίζωμε. Ἡ γυναῖκα μὲ τὴν πίστι της κερδίζει τὴν θεραπεία καὶ τὴν σωτηρία της. Ἑπομένως σημασία δὲν ἔχει τὸ πόσο κοντὰ εἴμαστε τοπικὰ ἢ σωματικά, ἀλλὰ πόση πίστι καὶ εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ ἔχομε, ὅταν προσεγγίζουμε τὰ θεῖα. Πόσο συνειδητὰ καὶ εἰλικρινὰ μετέχομε. Τὸ ἴδιο ἀνώφελη εἶναι καὶ ἡ καύχησίς μας ὅτι γνωρίσαμε, εἴδαμε, ἐπισκεφθήκαμε καὶ προσκυνήσαμε κάποιο ἅγιο τόπο ἢ πρόσωπο ἀναγνωρισμένης ἁγιότητος. Τὸ ὤφελος ἀπὸ τέτοια προσκυνήματα καὶ ἐπισκέψεις σὲ ἅγια πρόσωπα εἶναι μεγάλο, ὅταν αὐτὰ ἐπενενεργοῦν στὴν ψυχή μας. Ὅταν μᾶς δημιουργοῦν κατάνυξι, συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας, ἐπιθυμία γιὰ μετάνοια, στερέωσι στὴν πίστι, ἀποφασιστικότητα γιὰ ἐντονώτερη πνευματικὴ ζωή, ζῆλο γιὰ νὰ ἀκολουθήσωμε τὸν δρόμο τῆς ἁγιότητος. Καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τὰ κάνωμε. Ἡ αἱμορροοῦσα ἤθελε νὰ πλησιάση τὸν Κύριο, γιὰ νὰ θεραπευθῆ. Καὶ ἐμεῖς ἀποζητοῦμε τὴν θεραπεία μας καὶ γιὰ τὸ σῶμα καὶ γιὰ τὴν ψυχή. Ἡ προσέγγισίς μας θὰ εἶναι ἐπωφελής, ἐὰν γίνεται μὲ τὸν τρόπο ποὺ προσεγγίζει τὸν Κύριο καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος.
Ἡ ἁγία Βερονίκη ποὺ ἐλεήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, ἄμποτε νὰ πρεσβεύη στὸν Ἐλεήμονα Κύριο, νὰ δείξη καὶ σὲ ἐμᾶς τὴν χάρι ποὺ ἔδειξε σ’ αὐτὴν.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 02.11.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΜΠΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 16,19-31)
«Νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι»
 
Καὶ πάλι παραβολὴ ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο, τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου.
Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος ποὺ ντυνόταν πάντα μὲ πορφύρα καὶ βύσσο, καὶ καθημερινὰ εἶχε πλούσιο τραπέζι. Ἦταν καὶ ἕνας πτωχός, ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, καὶ ἦταν πληγωμένος καὶ πεταμένος στὴν πορτάρα τοῦ πλουσίου, μήπως καὶ φάη κανένα ψίχουλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔπεφτα ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου, καὶ ἐπὶ πλέον τὰ σκυλιὰ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές. Ἦρθε ὅμως ἡ ὥρα νὰ πεθάνη ὁ πτωχὸς καὶ νὰ τὸν μεταφέρουν οἱ ἄγγελοι στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ. Πέθανε καὶ ὁ πλούσιος καὶ τὸν ἔθαψαν. Ἀπὸ τὸν ᾅδη ὅπου βασανιζόταν σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακρυὰ τὸν Ἀβραὰμ νὰ ἔχη στὴν ἀγκαλιά του τὸν Λάζαρο. Φώναξε τότε καὶ εἶπε˙ Πατέρα Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ μοῦ δροσίση τὴν γλῶσσα μὲ τὴν ἀκρη τοῦ δακτύλου του, διότι  καίγομαι. Ὁ Ἀβραὰμ τοῦ ἀπάντησε˙ Παιδί μου θυμήσου ὅτι σὺ ἀπόλαυσες τὰ ἀγαθά σου στὴν ζωή σου, καὶ ὁ Λάζαρος ἐπίσης τὰ κακά. Τώρα ἐδῶ καλοπερνᾶ καὶ σὺ ὑποφέρεις. Ἐπὶ πλέον μᾶς χωρίζει χάσμα, ποὺ δὲν μποροῦμε, καὶ νὰ θέλωμε, νὰ τὸ περάσουμε, οὔτε ἐσεῖς ἐδῶ νὰ ‘ρθῆτε. Καὶ εἶπε˙ Σὲ παρακαλῶ νὰ τὸν στείλης στὸ σπίτι μου, διότι ἔχω ἄλλους πέντε ἀδελφούς, νὰ τοὺς μιλήση, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν καὶ ἐκεῖνοι στὸν τόπο αὐτὸ μὲ τὰ βάσανα. Τοῦ λέγει ὁ Ἀβραάμ˙ Ἔχουν τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, αὐτοὺς νὰ ἀκούσουν. Καὶ ξανὰ εἶπε˙ Ὄχι, πατέρα Ἀβραάμ, ἀλλὰ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει καὶ τοὺς μιλήσει, θὰ μετανοήσουν. Γιὰ νὰ τοῦ πῆ τελικά˙ Ἐὰν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, τότε, καὶ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἀναστηθῆ, δὲν θὰ πεισθοῦν.
Ὅλοι ἔχομε μία ἀπορία καὶ θέλομε νὰ μάθωμε καὶ νὰ ξέρωμε τὶ γίνεται μετὰ τὸν θάνατο. Ἂν ὑπάρχει κάτι, καὶ τί. Σὲ αὐτὸ τὸ ἐναγώνιο ἐρώτημα ἀπαντάει ὁ Κύριος μὲ τὴν σημερινὴ παραβολή. Ἀνοίγει ὁ Κύριος ἕνα παράθυρο στὸν οὐρανό, ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ δοῦμε τὴν συνέχεια τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὸν θάνατο. 
Τὸ σίγουρο καὶ βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν τελειώνει στὸν τάφο. Ἡ πλάκα τοῦ τάφου εἶναι μία πόρτα ἀπὸ τὴν ὁποία περνᾶμε καὶ μπαίνομε σὲ ἕναν ἄλλο κόσμο, καὶ αὐτὸν τὸν κόσμο μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος. Ἑπομένως κρατᾶμε ὡς σίγουρο ὅτι ὑπάρχει συνέχεια. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ λένε˙ Καὶ ποιὸς ἦρθε ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μᾶς πῆ τὶ ὑπάρχει; Θέλετε πιὸ ἔγκυρο μάρτυρα ἀπὸ τὸν Χριστό; Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν πνευμάτων, καὶ μᾶς μιλάει καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει καὶ μᾶς ἀπαντάει μὲ τὸν πιὸ πειστικὸ τρόπο στὸ ἐρώτημα ποὺ μᾶς βασανίζει. Ναὶ, ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος, ὡς συνέχεια ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ποὺ περνᾶμε τώρα, κόσμος πνευματικὸς καὶ αἰώνιος.
Στὸν μετὰ τὸν θάνατο κόσμο, λέγει ὁ Κύριος, ὑπάρχουν δύο τόποι, δύο καταστάσεις. Ὑπάρχει «ὁ κόλπος τοῦ Ἀβραὰμ» καὶ «ὁ τόπος τῆς βασάνου». Οἱ δύο αὐτὲς καταστάσεις λέγονται ἀλλοιῶς, παράδεισος καὶ κόλασις. Αὐτὰ συναντᾶμε μετὰ τὸν θάνατο. Βέβαια σήμερα ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ ἀκούη γιὰ κόλασι καὶ παράδεισο. Κλείνει τὰ μάτια του στὴν πραγματικότητα, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος, καὶ δὲν θέλει νὰ δῆ τὴν ἀλήθεια. Μᾶς λένε πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν μιλᾶμε γιὰ κόλασι. Πραγματικὰ, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ποὺ μᾶς τὰ ἀποκαλύπτει, δὲν θὰ μιλοῦσαμε γιὰ κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει. Ὅμως ὁ ἀληθινὸς λόγος τοῦ Ἰησοῦ πρέπει νὰ ἀκούγεται καὶ νὰ διαλαλῆται, εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε ὄχι. Μὲ εὐγνωμοσύνη πρέπει νὰ ἀκοῦμε τὸν Κύριο, καὶ νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ δὲν ἔκρυψε τίποτε, ἀλλὰ μᾶς τὰ ἀποκάλυψε ὅλα, γιὰ νὰ ξέρωμε ἐμεῖς, τὶ πρέπει νὰ κάνωμε, ἀφοῦ ξέρομε τώρα τὶ μᾶς περιμένει μετὰ τὸν θάνατο.
Ὑπάρχει λοιπὸν, κόλασις καὶ παράδεισος. Ὁ πτωχὸς Λάζαρος, βλέπετε εἶναι γραμμένο καὶ τὸ ὄνομα τοῦ πτωχοῦ, ἐδῶ στὴν πρόσκαιρη ζωή του  περνοῦσε δύσκολα καὶ ὑπέφερε. Ὅμως εἶχε ὑπομονὴ καὶ καρτερία. Ἦταν εὐχαριστημένος καὶ μὲ τὰ ψίχουλα, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου, γιὰ νὰ σπάση τὴν πεῖνα του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ἦταν περιορισμένα, διότι τὰ σκυλιὰ ποὺ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές, λίγα τοῦ ἄφηναν. Ἔτσι ἀγόγγυστα πέρασε τὴν ζωή του. Ἀλλὰ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, ἄγγελοι παρέλαβαν τὴν ψυχή του καὶ τὴν ἔφεραν στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, δηλαδή στὸν παράδεισο. Ἐδῶ στὴν γῆ, πτωχὸς ἀλλὰ μὲ ὑπομονή, πληγωμένος ἀλλὰ μὲ καρτερία, δυστυχισμένος ἀλλὰ χωρὶς κανένα γογγυσμό. Μετὰ τὸν θάνατο εἶχε συντροφιὰ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ τὸν πῆγαν στὸν παράδεισο.
Ὁ πλούσιος, ἐδῶ στὴ γῆ περνοῦσε τὴν ζωή του πλουσιοπάροχα, μὲ ἄνεσι πλούτου, καὶ διασκέδασι, τὰ εἶχε ὅλα, καὶ τὸ γλέντι σὲ καθημερινὴ βᾶσι. Μετὰ τὸν θάνατο, λέγει ὁ Κύριος, ἁπλῶς τὸν ἔθαψαν. Σίγουρα τοῦ κάνανε πλούσια κηδεία, μὲ μπάντες, καὶ λόγους, καὶ στεφάνια, καὶ κόσμο πολύ. Δὲν ἦρθαν ἄγγελοι νὰ τοῦ πάρουν τὴν ψυχή, ἀλλὰ βρέθηκε στὸν «τόπο τῆς βασάνου». Αὐτὸς ποὺ τὰ εἶχε ὅλα, τὼρα παρακαλάει γιὰ μιὰ σταγόνα νερό, νὰ δροσίση τὴν κάψα του.
Ὁ πτωχὸς μετὰ θάνατον βρέθηκε στὸν παράδεισο, ὄχι διότι ἦταν πτωχὸς, ἀλλὰ διότι εἶχε ὑπομονὴ, καρτερία καὶ ἐλπίδα. Ὁ πλούσιος βρέθηκε στὴν κόλασι, ὄχι διότι ἦταν πλούσιος, ἀλλὰ διότι ἦταν σκληρὸς, φίλος τῶν ἡδονῶν, χωρὶς ἀγάπη, ἄκαρδος. Πλούσιος ἦταν καὶ ὁ Ἀβραάμ, ἀλλὰ δὲν ἔτρωγε ποτὲ, ἄν δὲν εἶχε ξένον στὸ τραπέζι νὰ φάη μαζί του. Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς ἔβλεπε τὸν πτωχὸ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸν ἄφηνε νηστικό, μὰ οὔτε καὶ οἱ ὑπηρέτες τοῦ σπιτιοῦ δὲν τὸν λογάριαζαν καὶ δὲν τὸν συμπονοῦσαν, ἀλλὰ τὸν ἄφηναν νὰ ὑποφέρη. Στὸ τέλος βεβαίως κέρδισε ἡ ὑπομονή, ἡ καρτερία καὶ ἡ ἀγογγυσία τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου. Στὴν γῆ ὑπέφερε, ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ εὐφραίνεται, ἀντίθετα ὁ σκληρὸς καὶ ἄκαρδος πλούσιος, στὴν γῆ εὐφραινόταν καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς, ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατο, βρέθηκε στὸν τόπο τῆς αἰωνίου βασάνου. Ὁ Κύριος μᾶς ἄφησε νὰ δοῦμε πέρα ἀπὸ τὸν τάφο, καὶ μᾶς δίδαξε ἀκόμη καὶ τὶ πρέπει νὰ κάνωμε ἐδῶ στὴν ζωή, γιὰ νὰ ἔχωμε ἐκεῖ μιὰ θέσι στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, μιὰ θέσι στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Δηλαδὴ μᾶς δίδαξε τὸν δρόμο γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 19.10.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 7,11-16)
«Μή κλαῖε!»
 Θαῦμα ἀναστάσεως νεκροῦ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Πορευόταν ὁ Κύριος πρὸς μία πόλι ποὺ τὴν ἔλεγαν Ναΐν. Καὶ βέβαια τὸν Κύριο ἀκολουθοῦσαν ἀρκετοὶ μαθητές του καὶ πολὺς κόσμος. Καὶ ὅταν πλησίασαν στὴν πύλη, γιὰ νὰ μποῦν στὴν πόλι, νά, καὶ μετέφεραν γιὰ ταφὴ νεκρὸ μοναχοπαίδι, καὶ ἡ μάνα του ἦταν χήρα, καὶ συνόδευε μαζί τους κόσμος πολὺς ἀπὸ τὴν πόλι. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Κύριος, τὴν σπλαγχνίσθηκε καὶ τῆς εἶπε˙ Μήν κλαῖς. Καὶ πλησιάζοντας ἀκούμπησε τὸ χέρι του στὸ φέρετρο, καὶ οἱ νεκροκουβαλητὲς στάθηκαν, καὶ εἶπε˙ Νέο παιδί, σὲ σένα σοῦ λέγω, σήκω ὄρθιο. Καὶ ὁ νεκρὸς ἀνακάθισε καὶ ἄρχισε νὰ μιλάη, καὶ τὸν παρέδωσε στὴν μητέρα του ζωντανό. Ὅλους τοὺς ἔπιασε φόβος καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ λέγοντας ὅτι, παρουσιάσθηκε μεγάλος προφήτης ἀνάμεσά μας, καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό του.
Ὁ Κύριος ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ἔσβησε τὸν πυρετὸ τῆς πεθερᾶς τοῦ Πέτρου, ἔδωσε φῶς σὲ τυφλούς, φωνὴ σὲ κωφούς, ἔδιωξε λέπρα, σήκωσε παραλύτους, καθάρισε δαιμονισμένους, ἀνέστησε νεκρούς. Ἀνέστησε τὸν υἱὸ τῆς χήρας στὴν Ναΐν. Μόνο μὲ μία φρᾶσι. Τόσο ἁπλᾶ!
Ἔξω ἀπὸ τὴν Ναΐν ἔγινε μία συνάντησις. Ἀπὸ τὴν πόλι ἔβγαινε μία πορεία καὶ πλῆθος κόσμου, ποὺ συνόδευαν νεκρὸ στὴν τελευταία του κατοικία. Μπροστὰ ἦταν ὁ νεκρὸς. Στὴν πόλι ἔμπαινε μία ἄλλη πορεία ποὺ συνόδευε τὸν κύριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τὸν Χριστό. Ὁ θάνατος ἀπὸ τὴν μία καὶ ἡ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Καὶ ὁ Χριστὸς κάλεσε τὸν πεθαμένο νὰ γυρίση στὴν ζωή. Ὁ νεκρὸς ὑπήκουσε καὶ γύρισε πίσω. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ νεκροκράββατο, καὶ ὁ Χριστὸς τὸν παρέδωσε στὴν μητέρα του, ποὺ ἦταν χήρα καὶ τὸ παιδί της ἦταν μονάκριβο. Ἡ ἀνάστασις ἔγινε μπροστὰ στὰ μάτια αὐτῶν ποὺ συνόδευαν τὸν νεκρὸ καὶ αὐτῶν ποὺ συνόδευαν τὴν ζωή. Ἡ ζωὴ νίκησε τὸν θάνατο. Τὸ θαῦμα ἔγινε.
Τὰ θαύματα ὁ Κύριος δὲν τὰ κάνει γιὰ νὰ θαμπώση καὶ νὰ ἐκπλήξη τὸν κόσμο. Τὰ κάνει γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀληθινὸ καὶ παντοδύναμο Θεό. Μὲ τὰ θαύματα, ποὺ κάνει ὁ Κύριος, ἀποκαλύπτεται, φανερώνεται ποιὸς εἶναι, γιὰ νὰ τὸν πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ σωθοῦν. Αὐτὸς ποὺ διατάζει τὸν ἄνεμο νὰ σιωπήση καὶ αὐτὸς ποὺ διατάζει τὸν νεκρὸ νὰ σηκωθῆ, εἶναι ὁ ἴδιος, εἶναι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινός, ποὺ ἦρθε στὴν γῆ ὡς ἄνθρωπος γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο.
Ἀποκαλύπτεται ὡς Θεὸς ποὺ ἐξουσιάζει τὴν φύσι, ποὺ θεραπεύει τὶς πιὸ μικρὲς μέχρι τὶς πιὸ βαρειὲς ἀσθένειες, διώχνει τὰ πονηρὰ πνεύματα, καὶ νικάει τὸν θάνατο. Ἀποκαλύπτεται ὄχι μόνο ὡς Θεός, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὸν θάνατο ἐξουσιαστής, ἀλλὰ καὶ Θεὸς φιλάνθρωπος. Εἶδε τὴν συνοδεία τοῦ νεκροῦ, τὸν κόσμο νὰ θλίβεται, τὴν μάνα χήρα καὶ ἔρημη μετὰ τὸν θάνατο τοῦ μονάκριβου υἱοῦ της. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἄφησαν τὸν Κύριο ἀσυγκίνητο. Τὸν βλέπομε, χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήση κανεὶς, νὰ σπεύδη νὰ παρηγορήση τὴν μάνα καὶ νὰ τῆς λέγει˙ «Μή κλαῖε!»
Σὲ μιὰ τέτοια στιγμή ἀβάσταχτου θρήνου χήρας, γιὰ τὸν θάνατο τοῦ μονάκριβου, δὲν βοηθάει ἡ προτροπή˙ «Μή κλαῖε!» Ὅμως ἐδῶ τὸ λέει ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τί θὰ ἐπακολουθήσει. Αὐτὸς ἐξουσιάζει τὰ πάντα, καὶ τὸν θάνατο. Σὲ λίγο, μπροστὰ τὰ ἔκπληκτα μάτια ὅλων, θὰ παραδώση ζῶντα τὸν υἱὸ στὴν θλιμμένη μητέρα. Ἐξουσιαστικὰ καὶ μὲ τὴν θεϊκή του παντοδυναμία, λέγει ὁ Κύριος στὴν μητέρα νὰ μὴν κλαίη.
Τὴν ἴδια προτροπὴ δίνει ὁ Κύριος σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Διότι, ὅπως ἔχει τὴν δύναμι καὶ ἐξουσία νὰ σταματάη τὴν πορεία τοῦ θανάτου καὶ νὰ ἀνασταίνη τὸν υἱὸ τῆς χήρας στὴν Ναΐν, ἔτσι ἔχει τὴν δύναμι καὶ ἐξουσία νὰ ἀνασταίνη ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅλους μᾶς περιμένει ὁ θάνατος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει˙ «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι χωρίζεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο ἐπανέρχεται ἀπὸ ὅπου προῆλθε, ἡ ψυχὴ ὅμως δὲν πεθαίνει, δὲν χάνεται, δὲν σβήνει, δὲν ἐξαφανίζεται. Περιμένει τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ ἑνωθῆ πάλι μὲ τὸ σῶμα της, ὅπως ἔγινε στὴν Ναΐν. Κάλεσε ὁ Κύριος τὴν ψυχὴ τοῦ νέου νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸ σῶμα της. Καὶ ἔτσι ἔγινε. Φώναξε ὁ Κύριος˙ «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» καὶ ὁ νέος σηκώθηκε ἀμέσως. Οἱ ψυχὲς τῶν τεθνεώτων ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου περιμένουν αὐτὴν τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ θὰ γίνη ὅταν τὸ θελήση ὁ Κύριος. Εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνη αὐτό, γιὰ νὰ ἀποδοθῆ στὸν καθένα, κατὰ τρόπο ἀπόλυτα δίκαιο, ὅ,τι τοῦ ἀξίζει. Ὁ Παῦλος λέγει, ὅτι μᾶς περιμένει μιὰ φορὰ ὁ θάνατος, καὶ συνεχίζει, «Μετὰ δὲ ταῦτα κρίσις».
Στὴν Ναΐν ἀπέδειξε ὁ Κύριος ὅτι τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θὰ συναντηθῆ μὲ τὴν ἀθάνατη ψυχή του. Μὲ τὸν θάνατο σταματάει ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἡ ζωὴ συνεχίζεται, διότι ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιὰ νὰ ζῆ ἀθάνατος στὴν αἰωνιότητα μαζί μὲ τὸν Κύριο.
Αὐτὴ ἡ ἐλπίδα εἶναι καὶ ἡ μεγάλη παρηγοριά μας, σὲ ὧρες θλίψεων γιὰ τὸν θάνατο ἀγαπημένων μας προσώπων. Δὲν εἶναι ἁμαρτία ἡ θλῖψις γιὰ τὸν θάνατο προσφιλῶν μας προσώπου. Ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀπελπισία, ποὺ μᾶς παραλύει ἀπὸ κάθε πνευματικὴ προσπάθεια. Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπελπισία μᾶς ὁδηγεῖ πολλὲς φορὲς στὴν ἄρνησι τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς συμβαίνει πολλὲς φορὲς ἡ θλῖψις καὶ ἡ δοκιμασία, ἀντὶ νὰ μᾶς φέρουν πιὸ κοντὰ στὸν Θεό, νὰ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἄρνησι καὶ ἀπιστία.
Στὴν Ναΐν ἔδειξε ὁ Κύριος ὅτι γνωρίζει τὰ προβλήματά μας καὶ μᾶς ἀντιλαμβάνεται. Ἐμεῖς πρέπει νὰ τοῦ ἔχωμε ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ δεχόμαστε ὅσα αὐτὸς ἐπιτρέπει νὰ γίνωνται στὴν ζωή μας, διότι εἶναι κατὰ τὴν θέλησί του. Βλέπομε τὴν γυναῖκα πῶς δέχεται τὸν παρηγορη-τικὸ λόγο τοῦ Κυρίου. Δὲν λέγει˙ «Δὲν βλέπεις τὶ τραβάω; Τί μοῦ λὲς νὰ μήν κλαίω;», ἀλλὰ περιμένει καὶ ἐλπίζει, καὶ στὸ τέλος ἐπιβραβεύεται.
Ὁ Κύριος μᾶς λέγει νὰ μὴν θρηνοῦμε, νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε. Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωή. Ἦρθε ἐδῶ στὴν γῆ γιὰ νὰ χαρίση τὴν ζωὴ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἄν τὰ χρόνια τοῦ βίου μας εἶναι μετρημένα ἐδῶ στὴν γῆ, τὰ χρόνια τῆς ζωῆς μας κοντὰ στὸν Κύριο εἶναι ἀμέτρητα καὶ ἀτελεύτητα στὸν οὐρανό. Λέγει˙ «Ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσιν καὶ περισσὸν ἔχωσι». Δηλ. Ἦρθα γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ζωὴ καὶ περισσότερο ἀπὸ τὴν ζωή. Τὸ περισσότερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ στοὺς οὐρανούς.

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 05.10.2014


ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 6,31-36)

«Καὶ ἔσεσθε υἱοὶ τοῦ ὑψίστου»
«Εἶπεν ὁ Κύριος», καὶ ἐμεῖς δώσαμε προσοχὴ καὶ τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς λέγη˙

Ὅπως θέλετε νὰ σᾶς φέρωνται οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἐσεῖς νὰ κάνετε σὲ αὐτοὺς τὸ ἴδιο. Καὶ ἐὰν ἀγαπᾶτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ποιὸ τὸ ὄφελος; Ἀφοῦ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀγαποῦν ὅσους τοὺς ἀγαποῦν. Καὶ ἐὰν κάνετε τὸ καλὸ σὲ αὐτοὺς ποὺ σᾶς κάνουν καλό, ποιὰ χάρι ἔχετε; Ἀφοῦ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ ἴδιο κάνουν. Καὶ ἐὰν δανείζετε ἀπὸ ὅπου ἐλπίζετε νὰ κερδίσετε, ποιὰ χάρι ἔχετε; Ἀφοῦ καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ σὲ ἁμαρτωλοὺς δανείζουν γιὰ νὰ πάρουν πίσω τὰ ἴδια. Ἐσεῖς, ἀντίθετα, νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, κάνετε τὸ καλὸ καὶ νὰ δανείζετε, χωρὶς νὰ ἀπελπίζεσθε, καὶ θὰ εἶναι ἡ ἀμοιβή σας μεγάλη καὶ θὰ γίνετε παιδιὰ τοῦ Ὑψίστου, διότι αὐτὸς παρευρίσκεται καὶ στοὺς ἀχαρίστους καὶ στοὺς πονηρούς. Λοιπὸν νὰ γίνεσθε σπλαγχνικοί, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ Πατέρας σας εἶναι φιλεύσπλαγχνος.

Εἶπε καὶ ἄλλα ὁ Κύριος. Ἐδῶ ἔχομε μόνο ἕνα μέρος ἀπὸ τὴν μεγάλη διδασκαλία ποὺ ἔκανε στὸ Ὄρος. Καὶ στὸ σύντομο αὐτὸ κείμενο, μικρὸ μέρος θὰ πάρουμε. Μόνον τὴν ἀρχή. «Καὶ καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Νὰ, μόνο μία φρᾶσι ποὺ κλείνει μέσα της ὅλο τὸν νόμο, ὅλες τὶς διατάξεις συμπεριφορᾶς, ποὺ πρέπει νὰ ξέρη ὁ ἄνθρωπος, καὶ νὰ ἐφαρμόζη στὴν ζωή του, γιὰ νὰ εἶναι, ὅπως μᾶς θέλει ὁ Κύριος.

Κάποιοι τὴν φρᾶσι αὐτὴ τὴν ὀνόμασαν, «χρυσὸ κανόνα». Καὶ πραγματικὰ εἶναι καθαρός, πολύτιμος ὁδηγός, γιὰ μιὰ χριστιανικὴ ζωή. Ὅταν τραβᾶμε μὲ τὸ χέρι μας μία γραμμή, ποτὲ δὲν εἶναι ἴσια, δὲν καταφέρνομε νὰ κάνωμε ὁλόϊσια γραμμή. Ἂν ὅμως ἔχομε ὁδηγὸ τὸ χαράκι, τὸτε ἡ γραμμὴ εἶναι ἴσια τελείως. Καὶ στὴν πνευματική, τὴν χριστιανικὴ ζωή, γιὰ νὰ πορευώμαστε σωστά, σὲ ἴσιο δρόμο, χρειαζόμαστε ὁδηγό, χρειαζόμαστε χαράκι.

Ἕνα τέτοιο χαράκι μᾶς δίνει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Εἶναι ὁδηγὸς σύντομος, ἁπλός, ὅλοι τὸν καταλαβαίνομε καὶ εὔκολα τὸν μαθαίνομε. Ἀντὶ νὰ ἔχομε ἕναν κατάλογο ἀπὸ διατάξεις, ποὺ δύκολα τὶς μαθαίνομε, ἔχομε μία μόνον διάταξι. Οἱ Ἑβραῖοι γιὰ τὸν νόμο εἶχαν ἑκατοντάδες διατάξεις, τόσες ποὺ ποτὲ κανένας δὲν μποροῦσε νὰ τὶς μάθη, καὶ ἄρα δὲν μποροῦσε νὰ τὶς ἐφαρμόση. Ὑπῆρχαν διατάξεις ποὺ καθορίζανε καὶ τὶς πιὸ μικρὲς λεπτομέρειες τῆς θρησκευτικῆς συμπεριφορᾶς.

Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο τὰ πράγματα ἀλλάζουν. Ὁ Κύριος κινούμενος ἀπὸ φιλανθρωπία, γιὰ νὰ κάνη εὔκολο τὸν δρόμο μας, ἄφησε ἕναν κανόνα, ποὺ λέει ἁπλᾶ˙ Ὅπως θέλετε νὰ συμπεριφέρωνται σὲ σᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ἐσεῖς νὰ κάνετε τὸ ἴδιο σὲ αὐτούς. Μέτρο εἴμαστε ἐμεῖς, ὁ ἐαυτός μας, ποὺ τὸν ἀγαπᾶμε καὶ τὸν φροντίζομε. Ἔρχεται, γιὰ παράδειγμα, κάποιος πεινασμένος καὶ μοῦ ζητάει νὰ τοῦ δώσω ἕνα κομμάτι ψωμί. Ἐκείνη τὴν ὥρα δὲν ψάχνω νὰ βρῶ τί λέει ὁ νόμος νὰ κάνω, ἀλλὰ βάζω τὸν ἑαυτό μου στὴν θέσι του, καὶ λέω μέσα μου˙ Ἂν ζητιάνευα ἐγώ, ἀσφαλῶς θὰ ἤθελα νὰ μοῦ δώσουν. Ἔτσι αὐτομάτως ξέρω τί πρέπει νὰ κάνω. Αὐτὸ εἶναι ἕνα παράδειγμα, καὶ τέτοια παραδείγματα θὰ μπορούσαμε νὰ ἀραδιάσουμε πολλά, ἀπὸ τὶς πιὸ ἁπλὲς περιπτώσεις μέχρι καὶ τὰ πιὸ σοβαρά προβλήματα.

Ὁ χρυσὸς κανόνας δημιουργεῖ βεβαίως καὶ κάποιες ὑποχρεώσεις καὶ εὐθῦνες σὲ μᾶς. Ἕνας τόσο ἁπλὸς νόμος δὲν ἀφήνει περιθώρια σὲ κανέναν νὰ λέη˙ Δὲν ἤξερα. Δὲν ὑπάρχουν δικαιολογίες γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε συνεπεῖς μὲ τὶς ἀρχὲς τῆς πίστεώς μας.

Ἀκόμα ὁ χρυσὸς κανόνας δείχνει τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Σκεφθεῖτε γιὰ λίγο νὰ ἦταν ἀνάγκη νὰ ξέρωμε ὅλον τὸν νόμο. Ποιὸς θὰ μποροῦσε νὰ τὸν μάθη; Ἴσως αὐτοὶ ποὺ ξέρουν γράμματα. Καὶ οἱ ἄλλοι τὶ θὰ κάνουν; Εἶναι δίκαιο νὰ μποροῦν νὰ σώζωνται οἱ γραμματισμένοι καὶ μορφωμένοι καὶ νὰ μὴν μποροῦν νὰ σωθοῦν οἱ ὀλιγογράμματοι; Ὄχι. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεός μας ὁ φιλάνθρωπος, ἔκλεισε σὲ μιὰ μόνο πρότασι ὅλο τὸν νόμο, ὥστε νὰ μποροῦν ὅλοι, σοφοὶ καὶ ἀγράμματοι, νὰ ἔχουν τὶς ἴδιες εὐθῦνες καὶ ὑποχρεώσεις. Νὰ μποροῦν νὰ ξέρουν ὅλοι τὰ καθήκοντα καὶ τὶς ὑποχρεώσεις τους.

Ὁ χρυσὸς κανόνας δὲν λέγει μόνον τὶ πρέπει νὰ κάνουμε, ἀλλὰ καὶ τὶ δὲν πρέπει νὰ κάνουμε. Κριτήριο εἶναι πάλι ὁ ἑαυτός μας. Τί δὲν θέλω νὰ μοῦ κάνουν, αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ τὸ κάνω στοὺς ἄλλους. Δὲν θέλω νὰ μὲ κλέβουν; Δὲν πρέπει ἑπομένως νὰ κλέβω τοὺς ἄλλους. Δὲν θέλω νὰ μοῦ λένε ψέματα; Δὲν πρέπει νὰ λέω καὶ ἐγὼ στοὺς ἄλλους ψέματα. Εἶναι τόσο ἁπλᾶ!

Καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, πρὶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς χάριτος, ὑπῆρχε ὁ χρυσὸς κανόνας, ἀλλὰ σὲ ἀρνητικὴ διατύπωσι. Ἔλεγε˙ «Αὐτὸ ποὺ ἐσὺ μισεῖς , σὲ ἄλλον μὴ τὸ κάνης». Ἐδῶ στὸν παλαιὸ νόμο, ἐνῶ μὲ ἀπέτρεπε ἀπὸ τὸ κακὸ, δὲν ἔκαμνε λόγο γιὰ τὴν ὑποχρέωσι νὰ κάνω τὸ καλό. Δὲν ἄφηνε περιθώρια νὰ κάνω τὸ κακό. Ὁ Κύριος ὅμως, μὲ τὴν συμπλώρωσι τοῦ νόμου, ζητάει ὄχι μόνο νὰ μὴν κάνουμε τὸ κακὸ, ἀλλὰ καὶ νὰ κάνουμε ἐπὶ πλέον τὸ καλό.

Ὁ χρυσὸς κανόνας εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνη πρᾶξι στὴν ζωή μας. Αὐτὸς νὰ ρυθμίζη τὴν ζωή μας, τὶς ἐνέργειές μας, τὰ λόγια μας, ὅλη μας τὴν συμπεριφορά. Καὶ πρέπει αὐτὸ νὰ γίνη, διότι αὐτὸ εἶναι καὶ τὸ συμφέρον μας. Μᾶς συμφέρει νὰ πορευώμαστε σύμφωνα μὲ τὸν χρυσὸ αὐτὸ νόμο τοῦ Θεοῦ, διότι θὰ γίνη καλύτερη ἡ ζωή μας ἐδῶ. Δὲν θὰ ὑπάρχει ἡ ἀδικία καὶ τὸ παράπονο, θὰ κυριαρχεῖ ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ ἰσότητα.

Τὸ συμφέρον εἶναι μεγαλύτερο ὅταν τὸ θέμα ἀναφέρεται στὴν ἄλλη ζωή. Καὶ γιὰ μᾶς, ποὺ θέλομε νὰ λεγώμαστε πιστοί, τὸ ζητούμενο δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ ζωή, ἀλλὰ ἡ αἰώνια, ἡ ἄλλη ζωὴ ποὺ δὲν ἔχει τέλος. Καὶ τὸν νόμο του τὸν ἔδωσε ὁ Θεός, καὶ γιὰ τὴν ἐδῶ βεβαίως ζωή, καὶ ἡ ἐδῶ ζωὴ νὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, νὰ εἶναι ἁρμονική, εἰρηνική, ἀνθρώπινη καὶ μὲ καλοσύνη, ἀλλὰ τὸν ἔδωσε κυρίως γιὰ τὴν ἀπόκτησι τῆς ἄλλης, στὸν οὐρανό. Ἐπειδὴ δὲ «ὁ Θεὸς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι», θέλει ὅλοι οἱ ἄνθωποι νὰ σωθοῦν, γι’ αὐτὸ ἐδωσε ἁπλὸ νόμο, γιὰ νὰ μποροῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἐφαρμόζοντάς τον, νὰ σωθοῦν. Τώρα δικαιολογίες δὲν ὑπάρχουν, ὅποιος θέλει μπορεῖ. Ἀρκεῖ νὰ θέλωμε. Ἀμήν.

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 28.09.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 5,1-11)

«Ἐπὶ δὲ τῷ ῥήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον»

 Ἡ περασμένη Κυριακὴ ἦταν ἡ Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσι. Καὶ ἀπὸ τὴν σημερινὴ Κυριακὴ ἀρχίζει, γιὰ τὰ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα, ἡ περίοδος τοῦ εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, ἡ ὁποία ἐκτείνεται μέχρι τὴν ἀρχὴ τῆς Μεγάλης τεσσαρακοστῆς, μὲ δύο διακοπὲς γιὰ τὰ εὐγγέλια πρὸ καὶ μετὰ τὶς ἑορτὲς τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Φώτων.

Στὴν σημερινὴ πρώτη Κυριακὴ τοῦ Λουκᾶ ἀκούσαμε τὸ ἀνάγνωσμα τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας καὶ τῆς κλήσεως τῶν πρώτων μαθητῶν. Ὁ εὐαγγελιστὴς περιγράφει μιὰ θαυμάσια εἰκόνα. Ὁ Κύριος καθισμένος στὴν πλώρη μιᾶς βάρκας διδάσκει τὸν λαό, ποὺ εἶναι καθισμένος στὴν παραλία τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας. Καὶ ἀφοῦ ὁλοκλήρωσε τὴν διδασκαλία του, προέτρεψε τὸν ἰδιοκτήτη τῆς βάρκας, ποὺ ἦταν ὁ Πέτρος, νὰ πάη γιὰ ψάρεμα μέρα μεσημέρι. Τότε ἐκεῖνος τοῦ εἶπε˙ Δάσκαλε, κουρασθήκαμε ὅλη τὴν νύκτα ψαρεύοντας, ἀλλὰ δὲν πιάσαμε τίποτε, ἐπειδὴ ὅμως τὸ λὲς ἐσὺ θὰ ρίξω πάλι τὰ δίκτυα. Καὶ ρίχνοντας τὰ δίκτυα γέμισαν ἀπὸ ψάρια τόσα ποὺ θὰ ἔσκιζαν τὰ δίκτυα. Ζήτησαν τότε νὰ ἔρθουν καὶ οἱ συνέταιροί τους μὲ τὴ ἄλλη βάρκα, ποὺ γέμισε καὶ αὐτὴ μέχρι ποὺ θὰ βούλιαζε ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ψαριῶν. Ὁ Πέτρος τότε γονατιστὸς τοῦ εἶπε˙  Βγὲς ἀπὸ τὴν βάρκα μου διότι εἶμαι ἀνάξιος νὰ εἶμαι μαζί σου. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔμεινα ἔκθαμβοι γιὰ τὸ θαυμαστὸ πλῆθος ψαριῶν. Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Κύριος˙ Μὴ φοβᾶσαι ἀπὸ τώρα θὰ γίνης ψαρᾶς ἀνθρώπων. Καὶ ἄφησαν ὅλοι τὰ πάντα καὶ τὸν ἀκολούθησαν.

Θαυμάζομε καὶ ἐμεῖς γιὰ τὸν τρόπο, ποὺ ὁ Κύριος ἐκμεταλλεύεται κάθε δυνατότητα καὶ εὐκαιρία, προκειμένου νὰ κηρύξη καὶ νὰ διδάξη. Μία βάρκα ἔγινε ὁ καλύτερος ἄμβωνας, καὶ ἡ παραλία ἡ καλύτερη αἴθουσα κατηχητικοῦ. Διδάκαλος βεβαίως ὁ μόνος τέλειος Διδάσκαλος, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Γιὰ τὸν Κύριο προηγεῖται ἡ διδασκαλία, ὁ λόγος, καὶ μετὰ ἀκολουθεῖ ἡ ἐπαγγελματικὴ ἀσχολία. Αὐτὸ εἶναι ἕνα σημεῖο τὸ ὁποῖο δὲν τὸ προσέχουμε καὶ δὲν τοῦ δίνομε τὴν σημασία ποὺ πρέπει. Ἐμεῖς πάντα βάζομε πρῶτα τὴν δουλειά μας καὶ μετὰ τὴν φροντίδα τῆς ψυχῆς. Καὶ δὲν καταλαβαίνομε ὅτι ἂν δὲ βάλλομε πρῶτα τὸν Θεό, ὅλος ὁ κόπος μας θὰ εἶναι χαμένος, καὶ θὰ λέμε αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Πέτρος «κοπιάσαντες δι’ ὅλης τῆς νυκτὸς οὐδὲν ἐλάβομεν».

Τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Κύριος ἀνέβηκε στὴν βάρκα νὰ διδάξη, οἱ ψαράδες εἶχαν γυρίσει μὲ ἄδεια χέρια ἀπὸ ὁλονύκτιο ψάρεμα. Τώρα ἀκοῦνε τὴν διδασκαλία σαγηνεμένοι, ἀλλὰ καὶ τὴν προτροπὴ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ πᾶνε νὰ ψαρέψουν. Τί ἔπρεπε νὰ κάνουν; 

Ὁ Πέτρος εἶναι ἐπαγγελματίας ψαράς. Ξέρει πολὺ καλὰ ὅτι τὸ ψάρεμα γίνεται τὴν νύκτα καὶ ὄχι τὴν ἡμέρα. Ξέρει ὅτι καὶ τὶς νύκτες ποὺ ἔχει φωτεινὸ φεγγάρι πάλι εἶναι προβληματικὸ τὸ ψάρεμα. Καὶ τώρα, μετὰ τὴν διδασκαλία ποὺ ἄκουσε, ἐπειδὴ τὸ λέει ὁ Κύριος δέχεται νὰ πάη στὸ ψάρεμα, παρ’ ὅλο ποὺ αὐτὸ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὰ δεδομένα τῆς ψαρικῆς. Καὶ ἔχει βαρύτητα ἡ ἀναγνώρισι καὶ ἐμπιστοσύνη ποὺ ἔδειξε στὸν Χριστό. Θὰ κάνη κάτι ποὺ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὴν λογικὴ. Εἶναι ἀντίθετο μὲ τοὺς νόμους καὶ τὰ δεδομένα τοῦ ἐπαγγέλματος τοῦ ψαρᾶ. Ἀλλὰ γιὰ τὸν Πέτρο, εἶναι πιὸ σημαντικὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου. Δείχνει νὰ ἔχη μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη στὸν λόγο τοῦ Κυρίου, παρὰ στὴν καθημερινὴ πρακτικὴ καὶ λογική, αὐτὴ εἶναι ἡ πίστις. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν πέρα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε προσδοκία. Ὁ κόπος τῆς νύκτας, ἡ δουλειὰ ποὺ ἔγινε ὅπως καὶ ὅποτε ἔπρεπε, δὲν εἶχε ἀποτέλεσμα. Ἡ ὑπακοὴ στὸν λόγο τοῦ Κυρίου ἀνέτρεψε τοὺς νόμους καὶ ἔφερε ἀνέλπιστο ἀποτέλεσμα, κόντρα στὴν λογική. Μέρα μεσημέρι ἀνέλπιστα πλούσια ψαριά. Καὶ ἀκοῦμε ἕνα παράξενο λόγο ἀπὸ τοὺς κήρυκες στὶς ἐκκλησίες˙ Πίστι εἶναι νὰ περιμένης ἥλιο τὰ μεσάνυκτα καὶ ἀστροφεγγιὰ τὸ μεσημέρι. Παράλογα φαίνονται, ἀλλὰ πίστι εἶναι νὰ ἐλπίζης, ὄχι σὲ αὐτὰ ποὺ ξέρεις ἢ βλέπεις, ἀλλὰ σὲ αὐτὰ ποὺ λέει ὁ Κύριος. Πίστεψε ὁ Πέτρος ἔτσι ἁπλᾶ στὰ λόγια τοῦ Κυρίου καὶ πράγματι εἶδε νὰ γίνεται τὸ πιὸ παράξενο πρᾶγμα. Καὶ ὅλοι ἔμειναν ἔκθαμβοι ἀπὸ τὸ θαῦμα. Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸ φαντασθῆ, ἀλλὰ καὶ οὔτε νὰ ἀρνηθῆ τὸ θαῦμα.

Πρέπει νὰ προσέξουμε ἰδιαιτέρως τὴν  στάσι τοῦ Πέτρου. Ὁ Πέτρος δὲν βλέπει νὰ πάμπολλα ψάρια, δὲν θαμπώθηκε, ἀλλὰ εἶδε καλύτερα τὸν ἑαυτό του. Ὅσο βλέπει κοντά του τὸν Κύριο νὰ ἐνεργῆ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα, τόσο ὁ Πέτρος βλέπει πιὸ ἁμαρτωλὸ τὸν ἑαυτό του καὶ ἀνάξιο νὰ εἶναι κοντὰ στὸν Κύριο. Γονατίζει καὶ ζητάει νὰ φύγη ὁ Κύριος, ὄχι διότι δὲν τὸν θέλει, ἀλλὰ διότι βλέπει τὴν ἀναξιότητά του. Καὶ ὁ Κύριος τὸν καθησυχάζει καὶ ὄχι μόνον δὲν φεύγει, ἀλλὰ ἀναθέτει στὸν Πέτρο μεγάλα καὶ σπουδαῖα καθήκοντα. Τὸν κάνει ἁλιέα ἀνθρώπων.

Ἔτσι εἶναι. Ὅσο πλησιάζει κανεὶς τὸ φῶς, τόσο καλύτερα βλέπει. Ὅσο περισσότερο φωτίζεται, τόσο διακρίνει καὶ τὶς πιὸ μικρὲς λεπτομέρειες. Σὲ ἕναν θαμπὸ καθρέπτη μόλις διακρίνομε τὸ πρόσωπο, ὅσο πιὸ λαμπερὸς καὶ καθαρὸς εἶναι ὁ καθρέπτης τόσο καλύτερα βλέπομε τὰ πράγματα.

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ πλησιάζει τὸν Κύριο, καταλαμβάνεται ἀπὸ φόβο ὄχι ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ γεγονός ὅτι ὁ Κύριος τὸν κάνει νὰ δῆ καλύτερα τὸν ἐαυτό του. Μέσα ἀπὸ τὸν Κύριο βλέπομε καλύτερα τὸν ἑαυτό μας. Καὶ βεβαίως ὁ Κύριος δὲν φεύγει. Ἀλλοίμονο ἂν ὁ Κύριος μᾶς ἐγκατέλειπε. Ἡ ἀναγνώρισις τῆς ἀναξιότητός μας, τῆς ἁμαρτωλότητός μας, μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ στὸν Κύριο. Αἰσθανόμαστε περισσότερο τὴν ἀνάγκη τῆς παρουσίας του. Καὶ ἐκεῖνος μᾶς δίνει πλουσιώτερη τὴν χάρι του. Δὲν μᾶς διώχνει, μᾶς δέχεται καὶ μᾶς ἀνέχεται καὶ μᾶς ἁγιάζει.

Τὸ πρόβλημά μας εἶναι πότε θὰ καταλάβομε ὅτι χωρὶς τὸν Κύριο δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτε; Πότε θὰ μάθουμε, ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ ἐμπιστευόμαστε τὸν ἑαυτό μας, τὴν ζωή μας, τὰ πάντα, στὸν Κύριο; Οἱ δικές μας δυνάμεις εἶναι περιορισμένες. Οἱ δικές μας δυνατότητες δὲν μποροῦν νὰ λύσουν ὅλα τὰ προβλήματά μας. Γι’ αὐτὸ γονατιστοὶ ζητᾶμε τὴν χάρι του καὶ τὴν βοήθειά του. Ξεκινᾶμε πάντα ἀπὸ τὸν Κύριο. Πρῶτα ὁ Κύριος καὶ μετὰ ἐμεῖς. Ἀπόλυτη ἡ ἐμπιστοσύνη μας στὸν Κύριο. Καὶ ὅσο περισσότερο τὸν προσεγγίζομε, τόσο καθαρότερα θὰ βλέπωμε τὸν ἑαυτό μας. Καὶ τόσο περισσότερο θὰ νοιώθουμε τὴν ἀνάγκη τῆς παρουσίας του στὴν ζωή μας. Μακάρι νὰ γίνη!

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 21.09.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ (Μρ 8,34-9,1)
«Καὶ ἀκολουθείτω μοι»
Εἶπε ὁ Κύριος˙ Ὅποιος θέλει νὰ μὲ ἀκολουθήση, ἂς ἀπαρνηθῆ τὸν ἑαυτό του, ἂς σηκώση τὸν σταυρό του, καὶ ἂς μὲ ἀκολουθήση. Διότι ὅποιος θὰ θελήσει νὰ σώση τὴν ψυχή του, θὰ τὴν χάσει. Καὶ ὅποιος θὰ χάσει τὴν ψυχή του γιὰ χάρι μου καὶ γιὰ τὸ εὐαγγέλιο, αὐτὸς θὰ τὴν σώσει. Ἀλήθεια τί θὰ ὠφελήσει ἕναν ἄνθρωπο, ἐὰν κερδήσει ὅλον τὸν κόσμο, ἀλλὰ ζημιωθῆ τὴν ψυχή του; ἢ τί ἀντάλλαγμα μπορεῖ νὰ δώση ἄνθρωπος γιὰ τὴν ψυχή του;  Ἀλλὰ καὶ ὅποιος ντρέπεται γιὰ μένα καὶ τὰ λόγιά μου σὲ αὐτὴν τὴν μοιχαλίδα καὶ ἁμαρτωλὴ γενεά, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, θὰ τὸν ντροπιάσει, ὅταν ἔρθη μὲ τὴν δόξα τοῦ πατέρα του καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους του. Καὶ συμπλήρωσε˙ Ἀλήθεια σᾶς λέγω ὅτι, κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἐδῶ, δὲν θὰ δοκιμάσουν τὸν θάνατο, ἐὰν πρῶτα δὲν ἰδοῦν τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ νὰ ἔρχεται δυναμικά.

Σήμερα ποὺ εἶναι ἡ Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσι ἀκούσαμε ἅλλη μία εὐαγγελικὴ περικοπή, ἡ ὁποία ἀναφέρεται καὶ αὐτὴ στὸν Σταυρό. Καὶ μὲ αὐτὴ τὴν περικοπὴ κλείνει ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι ὁ σταυρός, στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο, εἶναι ὁ δικός μας σταυρὸς, ὁ σταυρὸς τοῦ κάθε πιστοῦ. Θὰ δοῦμε μόνο τὴν πρώτη φρᾶσι ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου.

Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τονίζεται τὸ˙ «ὅστις θέλει». Πάνω σὲ αὐτὸ ἔγιναν, γίνονται καὶ θὰ γίνωνται, ἀτελείωτες συζητήσεις, διότι εἶναι πολὺ βασικὸ θέμα ἡ ἐλεύθερη ἐπιλογή, ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει ὁ Κύριος νὰ κάνουμε. Θὰ τὸ ποῦμε ἁπλᾶ. Μπορεῖ ὁ Θεὸς, μὲ τὴν παντοδυναμία του, νὰ μᾶς καλέση νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε, καὶ νὰ μὴν μπορῆ κανεὶς νὰ ἀρνηθῆ στὴν πρόσκλησί του. Νὰ μᾶς καλέση καὶ νὰ γίνη αὐτὸ ἔργο γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως. Νὰ γίνουμε ὅλοι τέλειοι χριστιανοὶ ὀρθόδοξοι. Ὅμως αὐτὸν τὸν τρόπο ὑπακοῆς στὸ θέλημά του, νὰ τὸν ὑπακοῦμε δηλαδὴ χωρὶς νὰ μᾶς ρωτάη καὶ νὰ μὴν ἀποφασίζωμε ἐμεῖς, ἀν θέλομε νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε ἢ ὄχι, δὲν τὸν θέλει ὁ Θεός, διότι αὐτὸ εἶναι ἐξαναγκασμός. Καὶ ὁ Θεὸς μᾶς καλεῖ νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε μετὰ ἀπὸ δική μας ἐλεύθερη ἐπιλογή, χωρὶς βία καὶ ἐξαναγκασμό.

Κάνει τὴν πρόσκλησι ὁ Θεὸς καὶ ἀνταποκρίνεται ὅποιος θέλει. Κανένας δὲν ἐξαναγκάζεται. Ἀλήθεια, μᾶς ἀνάγκασε ποτέ κανένας νὰ πιστεύσωμε; Πῆρε ποτὲ ἡ Ἐκκλησία παρουσίες τὴν Κυριακὴ γιὰ νὰ δῆ πόσοι καὶ ποῖοι καὶ γιατὶ ἀπουσιάσαμε ἀπὸ τὸν ναό; Μήπως, γιὰ νὰ μᾶς κοινωνήση ὁ ἱερέας, μᾶς ζήτησε ποτὲ βεβαίωσι ἀπὸ τὸν πνευματικὸ ὅτι ἐξομολογηθήκαμε; Ὄχι! Ἐλεύθερα ἀποφασίζει ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀκολουθεῖ ἢ δὲν ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό. Τότε μόνον ἔχει ἀξία ἡ πίστις μας, ὅταν τὴν ἐπιλέγουμε ἐμεῖς. Καὶ τότε μόνον ἔχομε εὐθύνη, καὶ βεβαίως συνέπειες. Ἐὰν εἴμαστε ἀναγκασμένοι, δὲν ἔχομε καμμία εὐθύνη, ἀλλὰ καὶ καμμία ἀξία. Τὰ νευρόσπαστα καὶ τὰ ρομπὸτ κάνουν ὅ,τι θέλει τὸ ἀφεντικό. Ὁ ἐλεύθερος κάνει, μὲ δική του εὐθύνη, αὐτὸ ποὺ θέλει. Ἐδῶ ὅμως εἶναι καὶ ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ἡ εἰδοποιός, ἡ οὐσιαστικὴ διαφορὰ ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα, ποὺ δὲν ἔχουν δική τους βούλησι.

Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἐκλέγει κάποιος τὸν δρόμο νὰ ἀκολουθήση τὸν Χριστό, τὸ πρῶτο ποὺ πρέπει νὰ κάνη εἶναι νὰ ἀρνηθῆ τὸν ἑαυτό του. Ὁ μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ δὲν κάνει τὸ δικό του, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ. Δὲν ζεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἀδελφό του, τὸν πλησίον, αὐτὸ λέγεται καὶ εἶναι αὐταπάρνησις. Νωρίτερα, ὅταν ὁ Κύριος μίλησε στοὺς μαθητές του καὶ τοὺς ἀποκάλυψε ὅτι πρέπει νὰ σταυρωθῆ γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, ὁ Πέτρος τὸν πῆρε ἰδιαιτέρως καὶ, κατὰ κάποιο τρόπο, τοῦ ὑπέδειξε νὰ μὴν θυσιασθῆ. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Χριστὸς τὸν βαρὺ λόγο˙ «φύγε πίσω μου σατανᾶ διότι αὐτὴ ἡ σκέψις δὲν εἶναι τοῦ Θεοῦ». Καὶ ἐφ’ ὅσον ὁ Κύριος θυσιάζεται γιὰ τοὺς ἄλλους, τὸ ἴδιο πρέπει νὰ κάνουν καὶ οἱ μαθητὲς του, οἱ πιστοί του, ἐμεῖς. Κόβομε τὸ δικό μας θέλημα καὶ κάνομε μόνον τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, αὐτὸ εἶναι αὐταπάρνησις. Αὐτὸς ποὺ ἀρνεῖται τὸν ἑαυτό του ζεῖ γιὰ τὸ καλὸ τῶν ἄλλων μὲ πλήρη ὅμως ὑποταγὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἀκούγεται δύσκολο αὐτό. Ναί, εἶναι δύσκολο. Γι’ αὐτὸ λέγει μετὰ ὁ Κύριος˙ «Καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ». Ὁ Χριστὸς μᾶς δίνει ἕναν σταυρὸ νὰ σηκώσουμε. Σήκωσε ὁ ἴδιος τὸν δικό του. Καὶ ἐμεῖς, ὡς μαθητές του, θὰ σηκώσουμε τὸν δικό μας σταυρό. Ὅταν εἶπε ὅτι πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας δὲ ἔβαλε μέτρο. Πόσο νὰ ἀρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας; Τελείως, ἐὰν χρειασθῆ καὶ μέχρι τὸν θάνατο θὰ φθάσουμε καὶ μάλιστα θάνατο ἀπὸ τοὺς πιὸ ὀδυνηρούς, ὅπως ὁ σταυρικός. Βεβαίως δὲν γίνεται λόγος γιὰ κάποιο ξύλινο σταυρό, ἀλλὰ γιὰ τὸ βάρος ὅλης τῆς νέας ζωῆς κάτω ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Πήραμε τὴν ἀπόφασι καὶ ἀφήνομε πίσω μας τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, καὶ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ συμμορφωθοῦμε μὲ τὸ ὑπόδειγμα ποὺ μᾶς ἄφησε ὁ Κύριος

Θλίψεις ποὺ μᾶς στέλνει ἡ Θεία Πρόνοια, θλίψεις ἀπὸ διωγμούς, ἀλλὰ καὶ κάθε στενοχώρια, ποὺ συμβαίνει στὴν ζωή μας, εἶναι ὁ σταυρός μας. Ὁ δικός μας σταυρός, ποὺ δίνεται στὸν καθένα ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο ποὺ δίνει ὁ Θεός. Ἐκεῖνος γνωρίζει τὴν ἀντοχή μας, ἐκεῖνος κατασκευάζει καὶ τὸν σταυρό μας. Ποτὲ δὲν ἀδικεῖ, δὲν φορτώνει κανέναν μὲ βάρος, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ σηκώση. Γιὰ νὰ τὸ ἐπιτρέπη ὁ Θεὸς, σημαίνει ὅτι εἶναι μετρημένο καὶ κομμένο γιὰ μᾶς, τὸ ὁποιοδήποτε κακὸ, δοκιμασία, θλῖψις ἢ πειρασμός. Ἕνας πατέρας δὲν δίνει ποτὲ δηλητήριο στὸ παιδί του, ὅμως τὸ παιδαγωγεῖ, τὸ σκληραγωγεῖ, καὶ πάντα κατὰ τέτοιο τρόπο καὶ μέτρο, ποὺ τὸ παιδί του θὰ βγῆ κερδισμένο καὶ δυνατὸ ἀπὸ τὴν δοκιμασία. Ὁ οὐράνιος πατέρας ξέρει, καὶ πρέπει νὰ τὸν ἐμπιστευθοῦμε, καὶ σίγουροι γιὰ τὴν ἀγάπη του νὰ τὸν ἀκολουθοῦμε.

Γι’ αὐτὸ λέγει στὴν συνέχεια˙ «Καὶ ἀκολουθείτω μοι». Πέρνομε τὴν ἀπόφασι ἐλεύθερα, θέλομε νὰ πᾶμε πίσω του, μαθητές του. Προχωρᾶμε στὴν αὐταπάρνηση, σηκώνουμε τὸν σταυρό μας, καὶ τὸν ἀκολουθοῦμε. Τὸν ἀκολουθοῦμε συνεχῶς, μέχρι τέλους. Δὲν ξεστρατίζομε, ἄλλοτε ἐδῶ ἄλλοτε ἐκεῖ, οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερά. Μόνον ἀκολουθοῦμε πίσω ἀπὸ τὸν Χριστό. Οὔτε πολὺ περισσότερο δὲν γυρίζομε πίσω. Ἀκολουθοῦμε σταθερά, καὶ συνέχεια μέχρι τέλους, τὸν Κύριο. Καὶ βλέπομε τὴν πορεία τοῦ Κυρίου. Σταυρώθηκε, σήκωσε τὸν σταυρό του μέχρι τέλους, ἀλλὰ μετὰ ἦρθε ἡ ἀνάστασις. Αὐτὴ ἡ ἀνάστασις φωτίζει τὸν δρόμο μας.

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 07.09.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ (Ἰω.3.13-17)
«Ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον»
 Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι τὶς τρεῖς μεγάλες ἑορτές, τὰ Χριστούγεννα, τὰ Θεοφάνεια καὶ τὴν Ὕψωσι τοῦ τιμίου σταυροῦ, νὰ τὶς πλαισιώνη μὲ Κυριακὲς πρὸ καὶ μετὰ τὴν ἑορτή. Ἔτσι ἡ σημερινὴ Κυριακὴ λέγεται Κυριακὴ πρὸ τῆς ‘Υψώσεως. Καὶ οἱ ἀποστολικὲς καὶ εὐαγγελικὲς περικοπὲς αὐτῶν τῶν Κυριακῶν σχετίζονται μὲ τὴν ἑορτή.
Ἐρχόμαστε τώρα νὰ δοῦμε τὴν σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή.
Εἶπε ὁ Κύριος˙ Κανένας δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, παρὰ μόνον αὐτὸς ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, δηλαδὴ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι στὸν οὐρανό. Καὶ ὅπως ὁ Μωϋσῆς ὕψωσε τὸ φίδι στὴν ἔρημο, ἔτσι πρέπει νὰ ὑψωθῆ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ὁ κάθε ἕνας ποὺ πιστεύει σ’ αὐτὸν νὰ μή χάνεται, ἀλλὰ νὰ ἔχη ζωὴ αἰώνια. Διότι τόσο ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε ἔδωσε τὸν μονογενῆ υἱό του, ἔτσι ποὺ ὁ κάθε ἕνας ποὺ πιστεύει σ’ αὐτὸν νὰ μή χάνεται, ἀλλὰ νὰ ἔχη ζωὴ αἰώνια. Ἐξ ἄλλου ὁ Θεὸς δὲν ἔστειλε τὸν υἱό του νὰ κρίνη τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ σωθῆ μέσω αὐτοῦ ὁ κόσμος.
Αὐτὰ ποὺ ἀκούσαμε σήμερα εἶναι ἕνα μέρος ἀπὸ τὸν λυτρωτικὸ διάλογο ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς μὲ τὸν κρυφὸ μαθητή του Νικόδημο, ὁ ὁποῖος τὸν ἐπισκέφθηκε νύκτα καὶ εἶχε μαζί του μακρᾶ συζήτησι. Στὴν συζήτησι τοῦ ἀποκάλυψε οὐράνιες ἀλήθειες, σωτήριες γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Πῶς ἐπιτυγχάνεται ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου; Μὲ τὴν σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου μας. Αὐτὸ γιὰ νὰ τὸ καταλάβη ὁ Νικόδημος, καὶ γιὰ νὰ τὸ καταλάβωμε καὶ ἐμεῖς στὴν συνέχεια, ἀνατρέχει ὁ Κύριος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ θυμίζει ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὴν ζωὴ τοῦ περιούσιου λαοῦ.
Ὅταν οἱ Ἑβραῖοι βρίσκονταν στὴν ἔρημο, πορευόμενοι πρὸς τὴν γῆ τῆς ἐπαγγελίας, ἐξ αἰτίας τῆς σκληροκαρδίας τους, ἔβγαλε ἡ γῆ φίδια φαρμακερά, τὰ ὁποῖα θανάτωναν τὸν λαό. Ὁ κίνδυνος ἦταν μεγάλος νὰ ἀφανισθοῦν ὅλοι. Τότε, ὅπως καὶ σὲ ὅλες τὶς δύσκολες περιστάσεις, ὁ Μωϋσῆς μὲ τὴν προσευχή του ζήτησε τὴν βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ὁ Θεὸς ὑπέδειξε νὰ κατασκευάση ἕνα χάλκινο φίδι, νὰ τὸ καρφώση σὲ ἕνα μακρὺ ξύλο καὶ νὰ τὸ σηκώση ψηλά, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ τὸ βλέπουν ὅλοι. Ὅσοι στρέφανε τὸ βλέμμα τους στὸ χάλκινο φίδι γλύτωναν ἀπὸ τὸ δηλητήριο τῶν φιδιῶν. Ἔτσι σώθηκε καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωσι ὁ λαός.
Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ τὸ ἤξερε ὁ Νικόδημος ὡς νομοδιδάσκαλος, τὸ ἤξερε καὶ ὅλος ὁ λαός, ὅμως δὲν καταλάβαινε τὴν σημασία του. Ἔρχεται τώρα ὁ Κύριος καὶ τὰ ἐξηγεῖ ὅλα, διασαφηνίζει τὴν σημασία γνωστῶν περιστατικῶν.
Λέγει, «ὅπως ὁ Μωϋσῆς…», δηλαδὴ ὅπως τότε σώθηκε ὁ λαός, ἔτσι καὶ τώρα θὰ σωθῆ, καὶ θὰ σώζεται πάντα, μὲ τὴν ὕψωσι τοῦ Χριστοῦ πάνω στὸν Σταυρό, ἔτσι ὥστε κάθε ἕνας ποὺ θὰ πιστεύει στὸν σταυρωμένο Χριστὸ δὲν θὰ χάνεται, ἀλλὰ θὰ ἔχει ζωὴ αἰώνια. Ἐκεῖ στὴν ἔρημο τὸ δηλητήριο τῶν φιδιῶν θανάτωνε τοὺς ἀνθρώπους. Μᾶς θανατώνει ἐμᾶς ὁ διάβολος, καὶ τὸ δηλητήριο εἶναι ἡ ἁμαρτία. Μὲ τὸ περιστατικὸ ἀπὸ τὴν ἔρημο ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς στὸν Νικόδημο ὅτι ἡ σταυρικὴ θυσία τοῦ Κυρίου φέρνει τὴν λύτρωσι στὸν ἄνθρωπο. Στὴν ἔρημο δόθηκε ἡ προτύπωσις τῆς δυνάμεως τοῦ Σταυροῦ, προαναγγέλθηκε ἡ σωτηρία μὲ τὴν σταύρωσι τοῦ Κυρίου. Ὁ ἐσταυρωμένος Κύριος  εἶναι τὸ ἀντίδοτο στὸ θανατηφόρο δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας. Γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἐμεῖς ἀπὸ τὸ δηλητήριο καὶ τὸν θάνατο, θὰ κάνωμε ὅ,τι ἔκαναν οἱ Ἑβραῖοι στὴν ἔρημο. Ἐκεῖνοι κοίταζαν τὸ χάλκινο φίδι καὶ σώζονταν ἀπὸ τὸ θάνατο. Ἐμεῖς καλούμαστε νὰ πιστεύσωμε στὸν ἑσταυρωμένο γιὰ νὰ ἔχωμε ὄχι ἁπλῶς ζωή, ἀλλὰ ζωὴ αἰώνια. Ἔτσι μίλησε Κύριος στὸν Νικόδημο˙ «Πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον».
Στὴν συνέχεια τοῦ διαλόγου ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος καὶ τὸν λόγο, γιὰ τὸν ὁποῖο τὸ κάνει αὐτό. Καὶ ὁ λόγος εἶναι μόνον ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Τὸ μέγεθος τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μετριέται μὲ τὸν Σταυρό. Θέλεις νὰ μάθῆς πόσο σὲ ἀγαπάει ὁ Θεός; Κύτταξε τὸν Σταυρό. Πόσο μᾶς ἀγαπάει ὁ Θεός; Τόσο, ποὺ ἔδωσε τὸν Υἱό του τὸν μονογενῆ, ὥστε ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει σὲ αὐτὸν νὰ μὴ χάνεται, ἀλλὰ νὰ ἔχη ζωὴ αἰώνια, ἐπαναλαμβάνει.
Πόση, ἀλήθεια, πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ποὺ θυσιάζει τὸν μονογενῆ τοῦ Υἱό, γιὰ ἀνθρώπους ποὺ εἶναι μακρυά του, ποὺ εἶναι ἐχθροί του; Διότι λέγει˙ «Ἐνῶ ἀκόμα εἴμασταν ἁμαρτωλοί, ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ μᾶς». Ποιὸς θυσιάζεται γιὰ τὸν ἔχθρό του; Ποιὸς θυσιάζεται γιὰ κάποιον ποὺ τοῦ εἶναι μακρυά; Αὐτὸ ποὺ δὲν χωράει στὸ νοῦ μας, ἀυτὸ ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ἐξηγήσουμε, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ συλλάβουμε, εἶναι τὸ ἄπειρο. Ἀπειρη εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μιὰ ἀγάπη ποῦ τοὺς χωράει ὅλους. Μιὰ ἀγάπη ποὺ χωράει καὶ τοὺς ἐχθροὺς ἀκόμα. Μιὰ ἀγάπη ποὺ καλύπτει ὅλου τοὺς ἀνθρώπους.
Τὴν ἀγάπη του ὁ Θεός τὴν ἔδειξε, τὴν φανέρωσε, καὶ ἀπέδειξε πόσο μᾶς ἀγαπάει. Σὲ αὐτὴν τὴν ἀγάπη ἀνταποδίδομε τὴ δική μας ἀγάπη; Ἀνταποκρινόμαστε μὲ ἀγάπη στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Αὺτὸ εἶναι ἕνα ἐρώτημα. Ἐδῶ  εἶναι καὶ ἡ δική μας εὐθύνη. ;
Τὶ ζητάει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Θεός, γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς ἔδειξε; Στὸν διάλογο ποὺ ἔκανε μὲ τὸν Νικόδημο τὰ ἀποκάλυψε ὅλα ὁ Κύριος. Εἶπε˙ Ὁ Πατέρας δίνει τὸν Υἱό του νὰ σταυρωθῆ, «ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μή ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον». Ὁ Χριστὸς μας σταυρώθηκε, ἀλλὰ σώζεται ὅποιος πιστεύει σὲ αὐτόν. Ἐὰν μείνωμε ἀδιάφοροι στὰ θέματα τῆς πίστεως καὶ ἀμελήσωμε, τότε σὲ τίποτε δὲν θὰ μᾶς ὀφελήσει ἡ θυσία τοῦ Κυρίου μας. Χρειάζεται λοιπὸν νὰ πιστεύσωμε στὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε˙ «Κηρύσσομεν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ τοῦτον ἐσταυρωμένον». Ὁ ἐσταυρωμένος Κύριος ζητάει νὰ τὸν ἐμπιστευθοῦμε. Αὐτὸς εἶναι ἡ μοναδικὴ σωτηρία. Ἐκεῖ στὴν ἔρημο μὲ τὰ φίδια, ὑπῆρχε τὸ χάλκινο φίδι ὡς ἀντίδοτο, αὐτὸ ὑπέδειξε ὁ Θεός, δὲν τὸ ἔκανε μόνος του ὁ Μωϋσῆς, δὲν τὸ ἐπενόησε ὁ Μωϋσῆς, καὶ ὅσοι τὸ βλέπανε σώζονταν, ὅσοι δὲν ἤθελαν νὰ τὸ βλέπουν πέθαιναν κάτω ἀπὸ φρικτοὺς πόνους.
Γιὰ μᾶς ἡ Σταύρωσις ἔγινε. Ἡ σταυρικὴ θυσία εἶναι ἡ λύτρωσίς μας. Ὅσοι θέλομε νὰ σωθοῦμε ἔχομε τὸν τρόπο. Πιστεύομε στὸν Ἐσταυρωμένο Κύριο καὶ ἡ πίστις μας αὐτὴ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὸν δηλητήριο τῆς ἁμαρτίας, νικᾶ τὸν θάνατο καὶ μᾶς χαρίζει ζωὴ αἰώνια.