Σάββατο 25 Μαΐου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
26-5-2013


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΤΑΡΤΗ, ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ἰω 5, 1-15)



Στὴν ἀρχὴ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος γίνεται μιὰ περιγραφὴ τοῦ τόπου ὅπου ἔγινε τὸ θαῦμα. Περιγρέφεται ἡ κολυμβήθρα, ἡ ὁποία βρισκόταν κόντα στὴν προβατικὴ πύλη τῆς πόλεως τῶν Ἰεροσολύμων, καὶ δίδεται ἡ πληροφορία ὅτι κατὰ καιροὺς κατέβαινε ἄγγελος «καὶ ἐτάρασσε τὸ ὕδωρ». Αὐτὸ ἔδινε τὴν δυνατότητα στὸ πρῶτο εἰσερχόμενο στὸ νερό, νὰ θεραπεύεται ἀπὸ κάθε ἀσθένεια.

Ἐδῶ βρῆκε ὁ Κύριος ἄνθρωπο, ποὺ γιὰ τριάντα ὀκτὼ χρόνια περίμενε θεραπεία, καὶ τὸν ρώτησε ἂν θέλει νὰ γίνη καλά. Καὶ ἐκεῖνος παραπονέθηκε ὅτι δὲν ἔχει ἄνθρωπο νὰ τὸν βοηθήση γιὰ νὰ μπῆ στὴν κολυμβήθρα μετὰ τὴν ταραχὴ τοῦ ὕδατος. Καὶ τότε ὁ Κύριος τοῦ εἶπε· «Ἔγειρε, ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει». Καὶ αὐτὸς ἀμέσως ἔγινε ὑγιής, σήκωσε τὸ κρεββάτι καὶ περπάτησε. Ἦταν ὅμως Σάββατο, γι’ αὐτὸ τοῦ εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι δὲν πρέπει νὰ σηκώση τὸ κρεββάτι. Ὁ θεραπευμένος εἶπε ὅτι αὐτὴν τὴν ἐντολὴ τοῦ ἐδωσε ἐκεῖνος ποὺ τὸν ἔκανε καλά. Τὸν ρώτησαν ποιός εἶναι αὐτός; Εἶπε, δὲν τὸν ξέρω. Σὲ λίγο ὅμως τὸν συνάντησε ὁ Κύριος ἀνάμεσα στὸν κόσμο καὶ τοῦ εἶπε· «Ἴδε, ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε» γιὰ νὰ μὴν πάθης τὰ χειρότερα. Ἔφυγε ὁ ἄνθρωπος καὶ ἀνήγγειλε στοὺς Ἰουδαίους ὅτι ὁ Ἰησοῦς τὸν ἔκανε καλά.

Ὑπογραμμίζεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὅτι, αὐτὴ ἡ κατὰ καιροὺς παρουσία ἀγγέλου νὰ ἀναδεύη τὸ νερὸ τῆς κολυμβήθρας καὶ νὰ τοῦ προσδίδη τὴν ἰαματικὴ ἰδιότητα, φανερώνει τὴν ἀγάπη καὶ φροντίδα καὶ ἐνδιαφέρον τοῦ παναγάθου Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τοῦτο σὲ μιὰ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία εὑρίσκεται ὁ ἄνθρωπος στὴν ἀνταρσία καὶ ἀποστασία καὶ ἐξορία. Σὲ αὐτὸν τόν «πεπτωκότα», τὸν πεσμένο, ἄνθρωπο δείχνει τὴν φιλανθρωπία του ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς κρατάει τὸν δεσμὸ καὶ δὲν θέλει νὰ ἀποξενωθῆ παντελῶς. Μὲ τὴν ἀποστολὴ ἀγγέλου θυμίζει στὸν ἄνθρωπο τὴν παρουσία του καὶ τὴν φροντίδα του. Καὶ τοῦ ἀναζωπυρώνει τὴν ἐλπίδα νὰ περιμένη τὸν Μεσσία καὶ λυτρωτή. Ἀλλὰ καὶ σήμερα, στὴν ἐποχή τῆς χάριτος, ἔχει ὁ Θεὸς τοὺς ἀγγέλους του, τοὺς ἱερεῖς τῆς ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι ὡς ἐντολοδόχοι τοῦ Θεοῦ λειτουργοῦν. Καὶ ὅταν τελοῦν τὸν ἁγιασμό τῶν ὑδάτων, ὅπως ὁ ἄγγελος, ἀναδεύουν σταυροειδῶς τὸ νερὸ, καὶ μὲ τὶς λοιπὲς αὐχὲς, τὸ κοινὸ νερὸ γίνεται μέσον ἁγιασμοῦ «τοῖς τε ραντιζομένοις, τοῖς τε μεταλαμβάνουσιν» αὐτό. Ὁ Θεὸς χρησιμοποιεῖ κάθε μέσο γιὰ νὰ κρατάη πάντα θερμὴ τὴν σχέσι του μὲ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μέσα μᾶς δείχνει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας, ἀρκεῖ ἐμεῖς νὰ μποροῦμε καὶ νὰ θέλωμε νὰ τὸν δοῦμε.

Θαυμάζω, ἀλλὰ καὶ τρομάζω μὲ τὸν παράλυτο! Ἔχει ἀτέλειωτη ὑπομονή. Νὰ μετρήσω τὰ χρόνια; Τριάντα καὶ ὀκτώ. Κοντὰ στὶς τέσσερις δεκαετίες ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς περιμένει τὴν εὐκαιρία του καὶ ἐλπίζει κάποτε νὰ πέση πρῶτος στὴν κολυμβήθρα μετὰ τὴν ταραχὴ τοῦ ὕδατος ἀπὸ τὸν ἄγγελο. Πόσες φορὲς νὰ προσπάθησε καὶ δὲν πρόλαβε, ἀλλὰ ἔβλεπε ἄλλους νὰ τὰ καταφέρνουν πρὶν ἀπὸ αὐτὸν καὶ νὰ φεύγουν ὑγιεῖς; Πόσα ἀποθέματα ὑπομονῆς διέθετε; Ὁ κόσμος ὅλος ἄλλαζε γύρω του, καὶ αὐτὸς περίμενε τὴν εὐκαιρία. Ποτὲ ὅμως δὲν ἀπελπίσθηκε, δὲν τὰ παράτησε, δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν κολυμβήθρα, ἀλλὰ περίμενε ὑπομονετικὰ τὴν εὐλογημένη ὥρα. Καὶ αὐτὴ ἡ ὥρα δὲν ἦταν ὥρα ἀγγέλου, ποὺ θὰ τάρασσε τὸ ὕδωρ, ἀλλ’ ἐκείνου ποὺ ἔστελνε τὸν ἄγγελο. Ἦρθε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος νὰ βραβεύση τὴν ὑπομονὴ τοῦ παραλύτου. Ὁ παράλυτος ἐξέφρασε τὸ παράπονό του· Εἶπε, «ἄνθρωπον οὐκ ἔχω». Δὲν παραπονιέται γιὰ τὰ τόσα χρόνια ἀναμονῆς. Δὲν ἔχει ἄνθρωπο νὰ τὸν βοηθήση τὴν κατάλληλη στιγμή, αὐτὸς εἶναι ὁ πόνος του. Δανείζομαι μία πρότασι ἀπὸ τὴν ὑμνολογία τῆς ἡμέρας ποὺ καλύπτει τὸν ὅποιο ἀνθρώπινο λογισμό. Ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας σὲ ἕνα τροπάριο· «Διὰ σὲ ἄνθρωπος γέγονα, διὰ σὲ σάρκα περιβέβλημαι, καὶ λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω;». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἔχη ὁ ἄνθρωπος δίπλα του ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μὴ μείνη κανένας ἄνθρωπὸς μόνος. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ μὴ μείνη κανένας ἄνθρωπος ἀγκυλωμένος στὴν ἁμαρτία.
Ἐπιμένω σὲ ἕνα σημεῖο καὶ τὸ μεγενθύνω, γιὰ νὰ προσέξωμε καὶ νὰ ἀξιολογήσωμε τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὅταν ὁ Κύριος συνάντησε μέσα στὸ πλῆθος, τὸν παράλυτο ποὺ θεράπευσε, τοῦ εἶπε· «Ἴδε, ὑγιὴς γέγονας· μηκέτι ἁμάρτανε». Δηλαδὴ ὁ Κύριος θεράπευσε ἕναν ἁμαρτωλό. Θεράπευσε ἕνα παράλυτο, ποὺ αἰτία τῆς παραλυσίας του ἦταν ἡ ἁμαρτία. Ὁ Κύριος δείχνει τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν ἁμαρτωλό. Γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἔγινε ἄνθρωπος. Τὸν ἁμαρτωλὸ θέλει νὰ σώση. Τὸν θεραπευμένο ἁμαρτωλὸ ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γιὰ νὰ μὴν πάθη τὰ χειρότερα. Διότι ἡ ὑποτροπὴ δημιουργεῖ δυσάρεστες καταστάσεις, τόσο στὶς σωματικὲς ἀσθένειες, ποὺ ὅταν ἐπανεμφανίζονται  δύσκολα θεραπεύονται, ὅσο καὶ στὴν περίπτωσι τῆς ἁμαρτίας. Γιὰ τὴν ὑποτροπὴ τῆς ἁμαρτίας γράφει ὁ ἀπόστολος Πέτρος· «γέγονεν αὐτοῖς τὰ ἔσχατα χείρονα τῶν πρώτων». Ἀναφέρει καὶ μία τότε γνωστὴ παροιμία· Χοῖρος, πού, ἀφοῦ λούσθηκε καὶ καθαρίσθηκε, κυλίσθηκε πάλι μέσα στὴν λάσπη. Γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος προειδοποιεῖ τὸν θεραπευμένο, νὰ προσέξη, διότι ἐπιστρέφοντας στὴν ἁμαρτία κινδυνεύει νὰ πάθη τὰ χειρότερα. Χειρότερα ἀπὸ τὰ τριάντα ὀκτώ χρόνια παραλυσίας.
Ἀκόμα στὸν λόγο τοῦ τροπαρίου ἔχει καίρια σημασία τό· Διὰ σέ. Τὸ θέμα τῆς σωτηρίας εἶναι προσωπικό. Δὲν εἴμαστε μία μάζα, ἕνα μπουλούκι, ἕνας ἀριθμὸς φορολογικοῦ, ἢ ὁποιουδήποτε, μητρώου. Γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία του εἴμαστε πρόσωπα μοναδικὰ καὶ ἀνεπανάληπτα. Εἴμαστε ὁ καθένας μας μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἁγίου, ποὺ φέρομε ἀπὸ τὴν εἴσοδο, μὲ τὴν βάπτισί μας, στὴν Ἐκκλησία. Ἔτσι μᾶς ἀναγνωρίζει ὁ Θεός. Καὶ γιὰ χάρι μας, ὅταν χαθοῦμε, ὅταν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ αὐτὸν, ἀφήνει τὰ ἐνενήντα ἐννέα πρόβατα καὶ ψάχνει νὰ μᾶς βρῆ. Ἔτσι ἀκριβῶς βρῆκε τὸν παράλυτο στὴν κολυμβήθρα τῆς προβατικῆς πύλης, καὶ τὸν κάλεσε πάλι κοντά του. Καὶ ἂν, ὅσοι προλάβαιναν καὶ ἔπεφτα στὴν κολυμβήθρα μετὰ τὴν ταραχὴ τοῦ ὕδατος, θεραπεύονταν σωματικὰ ἀπὸ κάθε ἀσθένεια, ὁ παράλυτος, ποὺ τὸν βρῆκε ὁ Χριστός ἔφυγε θεραπευμένος ὄχι μόνον στὸ σῶμα, ἀλλὰ καὶ στὴν ψυχή. Καὶ ὁ Χριστὸς ἦρθε, γιὰ νὰ σώση τὴν ψυχὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου, νὰ σώση τὸν καθένα προσωπικά.
 

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
19-5-2013





ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΡΙΤΗ, ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ (Μρ 15,43-16,8)
 
Τὴν τρίτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὰ πρόσωπα ἐκεῖνα, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν, ποὺ προσέφεραν στὸν Κύριο τὶς τελευταῖες κατὰ ἄνθρωπο νεκρικὲς τιμές.
Ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ἀριμαθαία τόλμησε νὰ ζητήση ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, γιὰ νὰ τὸ θάψη. Ὁ Πιλᾶτος ἀπόρησε γιὰ τὸν θάνατο καὶ ζήτησε νὰ τὸ ἐπιβεβαιώση ὁ ἁρμόδιος ἀξιωματικός. Ὁ κεντυρίων, ἑκατόνταρχος στὰ ἑλληνικά, ἐνημερώνει ἐπίσημα ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ὁ Πιλᾶτος δωρίζει τὸ σῶμα στὸν Ἰωσήφ. Ὁ ὁποῖος σὲ ἀγορασμένη σινδόνα τυλίγει τὸ σῶμα καὶ τὸ τοποθετεῖ σὲ καινούριο λαξευμένο τάφο. Κλείνει δὲ τὴν εἴσοδο μὲ μεγάλη πέτρα. Παροῦσες ἦταν ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰωσῆ. Καὶ πολὺ πρωΐ τῆς πρώτης ἡμέρας μετὰ τὸ Σάββατο, δηλ. γιὰ μᾶς Κυριακή, πορεύθηκαν πρὸς τὸ μνῆμα, μὲ τὴν σκέψι μόνο, ποιὸς θὰ ἀποκυλήση τὴν πέτρα ἀπὸ τὴν εἴσοδο τοῦ μνημείου, ποὺ ἦταν μεγάλη. Πλησιάζοντας ὅμως διαπίστωσαν ὅτι ἤδη ἡ εἴσοδος εἶναι ἀνοικτή. Καὶ μπαίνοντας στὸ μνημεῖο εἶδαν τὸν λευκοφορεμένο νεανίσκο στὰ δεξιά, καί «ἐξεθαμβήθησαν». Τὶς καθησυχάζει ὁ ἄγγελος, καὶ τὶς πληροφορεῖ ὅτι αὐτός, τὸν ὁποῖο ζητεῖτε «ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε». Βλέπετε  τὸν τόπο ὅπου τὸν ἔβαλαν. Ἀλλὰ πηγαίνετε τώρα νὰ πῆτε στοὺς μαθητές του, καὶ τὸν Πέτρο, ὅτι θὰ συναντηθοῦν, ὅπως τοὺς τὸ εἶπε, στὴν Γαλιλαία. Αὐτὲς ἔφυγαν μὲ γρήγορο ρυθμό. Τὶς εἶχε καταλάβει «τρόμος καὶ ἔκστασις». Καὶ στὸν δρόμο δὲν εἶπαν σὲ κανέναν τίποτε, διότι «ἐφοβοῦντο».
Τὰ γεγονότα αὐτὰ, μὲ τὴν ἐπιβεβαίωσι τοῦ θανάτου τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴν ταφή του, ἔγιναν τὴν Παρασκευή, ἡμέρα τῆς σταυρώσεως. Φαίνεται ὅτι ὅλα πλέον τελείωσαν. Γιὰ νὰ συνεχίσω τὸ γράψιμο χρειάσθηκα μακρό χρόνο σκέψεων. Ξετύλιγα μπροστά μου τὴν σκηνή. Ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὸν κρυφὸ μαθητὴ τοῦ Κυρίου, τὸν Νικόδημο, νὰ τολμοῦν νὰ ζητήσουν τὸ νεκρὸ σῶμα ἑνὸς σταυρωμένου! Σκεφθεῖτε ὅτι ὁ σταυρικὸς θάνατος ἦταν ὁ πιὸ ἄτιμος, καὶ μόνον γιὰ κακοὺργους. Ἡ βαρειὰ ἀτμόσφαιρα τῶν ἡμερῶν κυνηγάει τοὺς συνεργάτες τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ ἀπὸ φόβο ἀμπαρώνουν τὶς πόρτες τοῦ χώρου ποὺ ἔχουν μαζευθῆ. Ὁ Ἐταυρωμένος μόνος, ἐγκαταλειμμένος ἀπὸ τοὺς μαθητές του, δέχεται τὶς λοιδωρίες καὶ τοὺς ἐμπαιγμοὺς τῶν περαστικῶν. Ἐξαίρεσις εἶναι ὁ ἑκατόνταρχος, ποὺ ὁμολογεῖ τὴν θεότητα τοῦ Ἰησοῦ. Χρειαζόταν μεγάλη τόλμη γιὰ νὰ ζητήση κανεὶς τὸ σῶμα ἑνός «κακούργου». Ἄμεσος ἦταν ὁ κίνδυνος νὰ κατηγορηθῆ καὶ νὰ συλληφθῆ. Ἀπὸ αὐτὸν τὸν κίνδυνο ἀναγκάσθηκε νωρίτερα ὁ Πέτρος νὰ γίνη ἀρνητὴς τοῦ Ἰησοῦ. Ἐξ ἄλλου θεωρεῖται δικαιολογημένη ἡ ἀπογοήτευσις γιὰ πολλούς, διότι περίμεναν ἕνα ἐγκόσμιο βασίλειο, στὸ ὁποῖο κάποιοι διεκδικοῦσαν πρῶτες θέσεις. Μὲ τὴν γνωστὴ ἐξέλιξι τῶν γεγονότων, δηλ. τὴν σταύρωσι καὶ ταφή, φαινόταν νὰ σβήνη κάθε ἐλπίδα. Τὰ σημειώνω αὐτὰ γιὰ νὰ φανῆ τὸ κουράγιο τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικοδήμου, νὰ ἐπιμένουν νὰ ζητᾶνε τὸ σῶμα τοῦ Ἐσταυρωμένου, γιὰ νὰ τὸ θάψουν. Καὶ ἀναπάντεχα τοὺς δόθηκε πολυτιμώτατο δῶρο, τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Ἴσως καὶ ὁ Πιλᾶτος θεώρησε μιὰ καλή, καὶ στὴν κατάλληλη ὥρα, εὐκαιρία τὸ αἴτημα τοῦ Ἰωσήφ, διότι ἔπρεπε οἱ ὑπηρεσίες του, νὰ φροτίσουν γιὰ τὴν ταφὴ τοῦ «Ξένου». Πόση πίστι καὶ ἀγάπη εἶχε ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος γιὰ νὰ φροντίσουν τὸν Κύριο κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες! Τὸν κατέβασαν ἀπὸ τὸν Σταυρό. Μετά, κατὰ τὴν συνήθεια τῆς ἐποχῆς, καθάρισαν τὶς πληγές, ἀρωμάτισαν τὸ σῶμα, τὸν τύλιξαν στὸ σουδάριο, καὶ τὸν ἔθαψαν. Τὶ τιμὴ γιὰ τοὺς ἐνταφιαστὲς τοῦ Κυρίου! Τὴν μεθεπόμενη ἡμέρα θὰ ζητάει ὁ Θωμᾶς νὰ ψηλαφήση τὶς πληγές. Τώρα ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος ὅλο τὸ σῶμα τὸ φροντίζουν μὲ τὰ χέρια τους καὶ ἀποδίδουν τὶς τελευταῖες νεκρικὲς τιμὲς στὸν Ἰησοῦ, σώζοντας ἔτσι τὴν τιμὴ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, ἔναντι τοῦ ἀδίκως σταυρωθέντος Χριστοῦ.
Τὸ Σάββατο πέρασε μὲ ἡσυχία. Καὶ μόνον μετὰ τὴν δύσι τοῦ ἡλίου ἄρχισαν οἱ γυναῖκες νὰ κινοῦνται, νὰ ἑτοιμάζωνται, ὅπως μὲ τὴν ἀγορὰ ἀρωμάτων, γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ μνῆμα. Στοὺς δύο τολμηροὺς ἄνδρες θὰ προστεθοῦν καὶ πέντε τολμηρὲς γυναῖκες, ποὺ θὰ πορευθοῦν, στὸ ἴδιο βαρὺ κλῖμα, πρὸς τὸ μνημεῖο. Σκέφτονται μόνον τὴν μεγάλη πέτρα μὲ τὴν ὁποία εἶναι σφραγισμένος ὁ τάφος. Φαίνεται ὅτι δὲν εἶχαν πληροφορία γιὰ τὴν κουστωδία. Διότι ἡ κουστωδία τοποθετήθηκε τὸ Σάββατο, ὅπως γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος· «Τῇ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ τὴν παρασκευήν, συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς…» καὶ ζήτησαν ἀπὸ τὸν Πιλᾶτο τὴν φρούρησι τοῦ τάφου γιὰ τρεῖς ἡμέρες. Ὁ μεγάλος λίθος δὲν στάθηκε ἐμπόδιο γιὰ τὶς γυναῖκες. Πῆγαν αὐτὲς ἔχοντας στὰ χέρια τους ἀρώματα, καὶ στὶς καρδιές τους τὴν ἀπέραντι ἀγάπη πρὸς τὸν Κύριο. Μιὰ ἀγάπη πού, κατὰ τὸν Ἰωάννη, «ἔξω βάλλει τὸν φόβον». Αὐτὲς λοιπὸν ἀξιώθηκαν πρῶτες νὰ δοῦν ἄδειο τὸν τάφο τοῦ Χριστοῦ, νὰ δοῦν ἄγγελο καὶ νὰ μιλήσουν μὲ αὐτόν, νὰ πληροφορηθοῦν γιὰ τὴν ἀνάστασι τοῦ Κυρίου καὶ νὰ πάρουν τὴν ἐντολὴ νὰ τὴν κηρύξουν στοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ἀνταμείφθηκε ὁ πόθος καὶ ἡ ἀγάπη τους πρὸς τὸν Χριστό, νὰ ἀναδειχθοῦν κήρυκες καὶ ἀπόστολοι τοῦ θριάμβου τοῦ Χριστοῦ ἐναντίον τοῦ θανάτου, κήρυκες τῆς Ἀναστάσεως.
Σὲ αὐτὲς τὶς μυροφόρες γυναῖκες, τὶς πρῶτες ποὺ βεβαιώνουν ὅτι ὁ τάφος εἶναι ἄδειος, καὶ στοὺς δύο ἐνταφιαστὲς τοῦ Κυρίου, σοφὰ καὶ δίκαια ἀφιερώνει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν τρίτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα.
Ἡ περίπτωσις τῶν προσώπων αὐτῶν ἐπιβεβαιώνει τὴν παγιωμένη ἀπὸ τὸτε, ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀλήθεια. Καὶ στὴν πιὸ δύσκολη κατάστασι ἢ θέσι, στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ βρεθῆ ἡ Ἐκκλησία, ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ὅτι κυριαρχεῖ ἡ πλάνη καὶ τὸ κακό, πάντα θὰ ὑπάρχουν, αὐτοὶ ποὺ δὲν φαίνονται, κάποιος Νικόδημος καὶ Ἰωσήφ, κάποιες μυροφόρες γυναῖκες, πού, ὄχι μόνον θὰ κρατοῦν στὴν καρδιά τους τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό, θὰ κρατοῦν τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ θὰ τολμοῦν νὰ τὴν διακηρύττουν. Ὄχι τόσο μὲ λόγια ἀλλὰ μὲ τὴν καθημερινὴ πρακτικὴ τῆς ζωῆς. Θὰ λατρεύουν τὸν Κύριο προσφέροντάς του τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πρέπουσα τιμή.
Αὐτὲς οἱ λίγες ἀλλὰ εὐλογημένες ψυχές, ποὺ ἔμειναν πιστὲς στὸν Κύριο στὶς κρίσιμες ὧρες, ἀποτελοῦν τὸ εὐλογημένο «Λεῖμμα», τὸ λεγόμενο «Μικρό ποίμνιο», ποὺ δὲν θὰ ἐκλείψη ποτέ ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐμεῖς, ἀλήθεια, μποροῦμε καὶ θέλομε νὰ εἴμαστε στὸ μικρὸ ποίμνιο;


Σάββατο 11 Μαΐου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
12-5-2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ

ἤτοι ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΘΩΜΑ (Ἰω 20,19-31)

Ἑορτάσαμε τὴν μεγάλη καὶ λαμπροφόρο ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας, κλείσαμε τὴν καινούρια ἑβδομάδα, τὴν Διακαινήσιμη, καὶ βρισκόμαστε στὴν δεύτερη Κυριακὴ τοῦ Πεντηκοσταρίου, ποὺ εἶναι γνωστὴ ὡς Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ. Διευκρινίζεται ὅτι δὲν εἶναι ἡ μνήμη τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ, ἀλλὰ ἡ ψηλάφησις ποὺ ἔκανε ὁ Θωμᾶς στὸ σῶμα τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ. Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ ἐνώπιον τῶν μαθητῶν του, μὲ τὶς ὁποῖες ἀσφαλῶς ἐπιβεβαιώνεται τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως.
Οἱ μαθητὲς ἦταν συγκεντρωμένοι στὸ σπίτι μὲ κλειστὲς τὶς πόρτες γιὰ τὸν φόβο τὼν Ἰουδαίων. Ἐκεῖ ξαφνικὰ ἐμφανίσθηκε τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως ὁ Κύριος καὶ τοὺς χάρισε τὴν εἰρήνη, καὶ στὴν συνέχεια τοὺς ἔδειξε τὶς πληγὲς τοῦ πάθους, ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ τὴν λόγχη. Ὅπως ἦταν ἑπόμενο χάρηκαν οἱ μαθητές, ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο. Σὲ αὐτὴν τὴν πρώτη συνάντησι, οἱ «Μαθητές» γίνονται «Ἀπόστολοι». Τοὺς ἐξήγησε ὅτι «καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς». Ἀπεστάλη ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸν Πατέρα ἐδῶ στὴν γῆ, γιὰ νὰ φέρη τὴν σωτηρία στοὺς ἀνθρώπους, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἀποστέλει τώρα ὁ Κύριος τοὺς μαθητές του ἀποστόλους τοῦ μηνύματός του στὸν κόσμο. Γιὰ τὴν ἀποστολὴ αὐτὴ τοὺς ἐνισχύσει μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Γι’ αὐτὸ, ἀφοῦ πρῶτα τοὺς ἐμφύσησε, στὴν συνέχεια τοὺς εἶπε· «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον», καὶ τοὺς ἐκχώρησε τὴν ἐξουσία νὰ δένουν καὶ νὰ λύνουν τὶς ἁμαρτίες τῶν πιστῶν.
Ἀπὸ τὴν πρώτη αὐτὴ συνάντησι τοῦ ἀναστάντος Κυρίου μὲ τοὺς μαθητές του ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς. Πληροφορηθεὶς γιὰ τὴν φανέρωσι τοῦ Κυρίου ἐξέφρασε τὴν δυσπιστία του. Δὲν δέχθηκε τὴν μαρτυρία δέκα ἀνθρώπων, δέκα συμμαθητῶν του, ἀλλ’ ἐμπιστεύεται στὴν δική του αἴσθησι ὁράσεως καὶ ἀφῆς, γιὰ νὰ πιστέψη.
Ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας σημειώνει ὅτι ὁ Κύριος «τὸν Θωμᾶν οὐ κατέλιπε, τῷ τῆς ἀπιστίας καταβαπτίζεσθαι κλύδωνι». Ἔτσι ὁ Κύριος μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἠμέρες, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ Θωμᾶς βούλιαζε στὴν τρικυμία τῆς ἀπιστίας, ἐμφανίζεται πάλι στὸν ἴδιο τόπο καὶ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, παρόντος καὶ τοῦ Θωμᾶ, τοῦ ὁποίου τὸ αἴτημα ἱκανοποιεῖ. Τὸν καλεῖ νὰ ψηλαφήση τὶς πληγὲς τῶν καρφιῶν καὶ  τῆς λόγχης. Τοῦ λέγει· «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Πολλοὶ Πατέρες ἀμφιβάλλουν ἂν ὁ Θωμᾶς τόλμησε νὰ ψηλαφήση. Σίγουρο εἶναι ὅτι διαλύθηκε κάθε ἀμφιβολία στὴν ψυχή του, καὶ τότε ξέσπασε σὲ μιὰ συγκλονιστικὴ καὶ σωτήρια ὁμολογία· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Θὰ μποροῦσε κάλλιστα στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ τελειώση τὸ κείμενο μὲ τὴν περιγραφή τῆς νέας ἐμφανίσεως τοῦ Κυρίου. Ὅμως δὲν εἶναι μόνον ὁ Θωμᾶς, γιὰ τὸν ὁποῖο ἦρθε ὁ Κύριος. Σὰν τὸν Θωμᾶ εἴμαστε ὅλοι. Καὶ γιὰ νὰ στηρίξη ὅλους μας ὁ Κύριος, συνεχίζει τὸν διάλογο μὲ τὸν μαθητή του, γιὰ νὰ ἀκούσωμε ὅλοι τὸν μακαρισμό· «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Δὲν ἦταν συμπτωματικὴ ἡ ἀπουσία τοῦ Θωμᾶ κατὰ τὴν πρώτη συνάντησι. Ἤθελε ὁ Κύριος, μὲ πολὺ παραστατικὸ τρόπο, νὰ χαράξη τὸν δρόμο τῆς πίστεως. Ἡ προτροπὴ εἶναι· «Μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Πιστὸς ὅμως μὲ προϋποθέσεις δὲν μπορεῖ νὰ γίνη κανείς. Τὶς προϋποθέσεις, ποὺ θέτομε, γιὰ νὰ πιστεύσωμε, ὁ Κύριος τὶς ἀχρηστεύει. Δὲν γίνεται πίστις μὲ ὅρους, ποὺ ἐμεῖς βάζομε. Τὸ θέμα εἶναι ἁπλό. Ὁ Κύριος μιλάει, ἀποκαλύπτεται, φανερώνεται σὲ μᾶς, καὶ ἐμεῖς τὸν δεχόμαστε χωρὶς δισταγμὸ καὶ ἀμφιβολία. Αὐτὴ ἡ ἄμεση καὶ χωρὶς προϋποθέσεις καὶ ὅρους ἀποδοχὴ εἶναι πίστις. Καὶ ἀφοῦ πιστεύσομε, μπορεῖ νὰ ἐπιβεβαιωθῆ ἡ πίστις μὲ σημεῖα. Ὄχι ὡς προϋπόθεσις, ἀλλ’ ὡς ἐπιβεβαίωσις. Γράφει ὁ εὐαγ. Μᾶρκος· «Ἐκεῖνοι ἐξελθόντες ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων». Τὰ σημεῖα, ποὺ ζητᾶμε, ἔρχονται γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴν πίστι μας. Ἡ πίστις πάντοτε ἀγγέλλεται, ἐκτίθεται, διδάσκεται καὶ ἔτσι γίνεται ἀποδεκτή. «Ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ρήματος Θεοῦ», θὰ πῆ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Δηλαδὴ γίνεται λόγος γιὰ τὸν Θεό καὶ ἐμεῖς πιστεύομε. Οἱ Ἀπόστολοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἄκουσαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο τὸν λόγο τῆς σωτηρίας. Αὐτοὶ τὸ μεταφέρουν σὲ ἐμᾶς. Ἐμεῖς τὸν δεχόμαστε διότι τὸ βεβαιώνουν αὐτοὶ οἱ πρῶτοι μάρτυρες, ποὺ εἶναι αὐτήκοοι καὶ αὐτόπτες. Πάλι ὁ Παῦλος θὰ πῆ ὅτι ὁ λόγος τῆς σωτηρίας· «ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη».
Ἡ ψηλάφησις τοῦ Θωμᾶ εἶναι ἱστορικὸ γεγονός μὲ μεγάλη σημασία γιὰ τὴν στερέωσι τῆς πίστεώς μας, τοῦ καθενός μας ξεχωριστά. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὸ ἑορτάζει τὴν ἑπομένη μετὰ τὸ Πάσχα Κυριακή, καὶ διότι ἔγινε ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν πρώτη ἐμφάνισι, ἀλλὰ καὶ διότι ἔχει καθοριστικὴ σημασία ὁ μακαρισμός τοῦ Κυρίου γιὰ τούς «μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Ὁ μακαρισμὸς προῆλθε ὡς ἀπάντησις στὸν δισταγμὸ τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ. Νὰ μὴν ἐπιζητοῦμε σημεῖα, νὰ μὴ κλείνωμε τὴν καρδιά μας στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἐμπόδια ποὺ βάζομε ἐμεῖς μᾶς ἐξαιροῦν ἀπὸ τὸν μακαρισμό τοῦ Κυρίου. Γιὰ νὰ μᾶς μακαρίζη ὁ Κύριος, θὰ ἀκοῦμε καὶ θὰ δεχόμαστε, θὰ ἀκοῦμε καὶ θὰ πιστεύουμε.
Ἀλλὰ καὶ βεβαίως θὰ ὁμολογοῦμε, ὅπως καὶ ὁ Θωμᾶς· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Διότι αὐτὸς ποὺ πιστεύει δὲν μπορεῖ, καὶ δὲν πρέπει, νὰ μὴν ὁμολογῆ δημοσίως τὴν πίστι του. Καὶ ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι γιὰ νὰ γίνη αὐτὴ ἡ ὁμολογία.
Τονίζω ἀκόμη καὶ μία λεπτομέρεια ἀπὸ τὴν ὁμολογία τοῦ Θωμᾶ. Φαίνεται ἀσήμαντο ἐκεῖνο τό «μου», ποὺ ἐπαναλαμβάνεται. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἐδῶ ὅμως ἀποκαλύπτεται μία σωτήρια ἀλήθεια. Ὁ Θωμᾶς δὲν λέγει γενικὰ καὶ ἀόριστα, εἶσαι «ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός», ἀλλὰ ὁ δικός μου Κύριος καὶ ὁ δικός μου Θεός. Ὑπάρχει καὶ ἀναπτύσεται μία προσωπικὴ ἀγαπητικὴ σχέσις μεταξὺ τοῦ πιστοῦ καὶ τοῦ Κυρίου. Σχέσι ποὺ φανερώνει τὸ βάθος τῆς πίστεως. Οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ τὰ ἐπίθετα μὲ τὰ ὁποῖα ἐπικαλούμαστε τὸν Κύριο, ἤ τὸν προσφωνοῦμε στὶς προσευχές μας. Ὅσο πιὸ ἀγαπητικὴ εἶναι ἡ προσφώνησις τόσο στενότερη εἶναι ἡ σχέσις μας καὶ τόσο πιὸ δυνατή ἡ πίστις μας. Μποροῦμε, ἢ ἔχομε φθάσει στὸ σημεῖο, νὰ τὸν ἀποκαλοῦμε «χαρά μου», «ψυχή μου», «σωτῆρα μου», «ζωή μου», κτλ., ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσε ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ ἢ ὁ πατὴρ Παΐσιος; Εἶναι ὁ δικός μου Σωτήρας ὁ Κύριος;


Σάββατο 4 Μαΐου 2013



ΠΑΣΧΑ  ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ

Πάσχα εἶναι ἡ διάβασις, τὸ πέρασμα. Τὸ πέρασμα τῆς Ἐρυθρᾶς θαλάσσης ἀπὸ τὸν περιούσιο λαό ἔμεινε ὡς προτύπωσις τῆς διαβάσεως ἀπὸ τὸν θάνατο στὴν ζωή, ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό, τελικὰ προτύπωνε τὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐφ ’ὅσον, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, πιστεύομε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἀνέστη, ἔτσι ὁ Θεὸς καὶ τοὺς κοιμηθέντας, διὰ τοῦ Ἰησοῦ, θὰ τοὺς πάρη πάρη μαζί του. Καταλαβαίνομε ὅτι μᾶς περιμένει ὅλους μία ἀνάστασις, ἕνα πέρασμα ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς στὸν κόσμο τῆς ἀφθαρσίας καὶ αἰωνίου ζωῆς.
Τὸ Γένος μας ζυμωμένο μὲ τὸ θαῦμα τῆς Ἀναστάσεως, ἀνέδειξε τὸ Πάσχα πηγὴ δυνάμεως σὲ ὅλες τὶς δύσκολες στιγμὲς τῆς πολυτάραχης πορείας του. Καὶ πάντα, ἀπόδειξις τὸ ὅτι ὑπάρχομε ἀκόμα, ἔκαμνε τὴν διάβασι, τὸ πέρασμα, καὶ ξεπερνοῦσε τὰ δύσκολα. Στηριγμένο στὴν στέρεη πέτρα τῆς πίστεως στὸν Χριστό, νικοῦσε τὴν φθορὰ καὶ συνέχιζε τὴν ἱστορικὴ πορεία στὸν κόσμο. Πάντα ἔκαμνε Πάσχα. Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ, τὸ Πάσχα τὸ θρησκευτικό, γινόταν Πάσχα τοῦ Ἔθνους, Πάσχα τὸ Ἑλληνικόν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐξακολουθεῖ τὸ Πάσχα νὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἑορτὴ τῶν Ἑλλήνων, ἔστω καὶ ἂν τὸ θρησκευτικὸ μέρος τῆς ἑορτῆς εἶναι ἀπομειωμένο σήμερα.
Οἱ τουρκοπατημένοι ραγιάδες ἔδιναν καὶ ἔπαιρναν τὴν εὐχή «Καλὴ Ἀνάστασι», ἢ «Καλὸ Πάσχα». Τὴν ἄκουγαν οἱ κατακτητὲς καὶ τὴν ἀνέχονταν ὡς θρησκευτική. Ὅμως οἱ Ἕλληνες ἐννοοῦσαν τὴν ἀνάστασι τοῦ Γένους, ἔδιναν ἐθνικὸ νόημα καὶ περιεχόμενο στὴν πασχαλιάτικη εὐχή. Τὸ Πάσχα γιὰ τοὺς Ἕλληνες, σήμαινε τὴν ἀνάστασι τοῦ Γένους, σήμαινε τὴν Ἐθνεγερσία, τὴν ὁποία καὶ ὁ Πατροκοσμᾶς τὴν συνέδεσε μὲ δύο Πασχαλιές.
Τότε ποιός «λογικός» ἄνθρωπος στηριγμένος στους ἀριθμοὺς καὶ ὅλα τὰ δεδομένα, μποροῦσε νὰ περιμένη τὴν ἐξανάστασι τοῦ Γένους; Καὶ ὅμως οἱ πρόγονοί μας ἔκαναν τὸ θαῦμα, διότι θαῦμα εἶναι ἡ ὑπέρβασι τῶν φυσικῶν δεδομένων γιὰ μιὰ στιγμή, χωρὶς αὐτὰ νὰ καταργοῦνται. Αὐτὸ τὸ θαῦμα δὲν ἦταν τὸ πρῶτο. Οἱ Ἕλληνες τὸ ἔζησαν πολλὲς φορὲς στὸ παρελθόν. Θέλω νὰ πῶ ὅτι καὶ τώρα τὸ θαῦμα θὰ ξαναγίνη σὲ πεῖσμα ὅλων τῶν δαιμόνων τῆς κολάσεως. Κόντρα σὲ τόκους καὶ δανειστὲς καὶ ἀγορές. Οἱ Ἕλληνες μπορεῖ νὰ εἴμαστε «ἀνάδελφο γένος», δηλαδὴ μπορεῖ νὰ μὴν ἔχωμε ἀνθρώπους για στήριγμα, ἀλλὰ ἔχομε τὸν «Κύριο τῶν δυνάμεων» μαζί μας. Καί «εἰ ὁ Κύριος μεθ’ ἡμῶν οὐδεὶς καθ’ ἡμῶν». Μὲ τὸν Κύριο μαζί μας, Πάσχα θὰ κάνωμε πάλι.
Πάσχα θὰ κάμνωμε πάντα, ὅσο ὁ Κύριος θὰ εἶναι μαζί μας, ποὺ σημαίνει ὅσο ἐμεῖς θὰ στηριζόμαστε στὸν Κύριο. Θεμέλιο σταθερὸ εἶναι μόνον ὁ Χριστός, ὁ μόνος ποὺ νίκησε τὸν θάνατο καὶ τὴν φθορά, ὁ μόνος ποὺ δίνει βέβαιη ἐλπίδα στὸν ἄνθρωπο. Καὶ μᾶς προειδοποιεῖ μὲ τὸν ἀδιάψευστο λόγο του· «Μὴ πεποίθατε ἐπ’ ἄρχοντας ἐπὶ υἱοὺς ἀνθρώπων οἷς οὐκ ἔστι σωτηρία».
Στὸν νικητὴ τοῦ θανάτου ἀποθέτομε τὶς ἐλπίδες μας. Σὲ αὐτὸν στρεφόμαστε, μετανοημένοι γιὰ τὴν ἀσέβειά μας, καὶ περιμένομε μὲ τὴν παντοδύναμη δεξιά του νὰ περάσωμε τὴν θάλασσα τῶν δυσκολιῶν, καὶ νὰ συνεχίσωμε τὴν ἱστορικὴ πορεία μας.   Καλό Πάσχα Ἑλληνικό!
(Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ "ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΕΣ ")
ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
5-5-2013



ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ (Ἰω 1,1-17)


Χριστὸς Ἀνέστη! Ἀληθῶς Ἀνέστη! Τὸ Πάσχα εἶναι ἡ ἑορτὴ τῶν ἑορτῶν, ὁ θρίαμβος τοῦ Χριστοῦ, ἡ νίκη κατὰ τοῦ θανάτου, ὁ δρόμος γιὰ τὴν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου. Λαοὶ ἀγαλλιᾶσθε!
Καὶ γιὰ νὰ ἔλθωμε στὸ θέμα μας, ποὺ εἶναι ἡ σύντομη παρουσίασις τῶν κυριακάτικων εὐαγγελικῶν ἀναγνωσμάτων, ἐπισημαίνομε ὅτι ἀπὸ σήμερα ἀρχίζει ἡ περίοδος τοῦ Ἰωάννου, καὶ ὁλοκληρώνεται τὴν Πεντηκοστή. Ὁ Ἰωάννης εἶναι ὁ θεολογικώτερος τῶν εὐαγγελιστῶν, ὁ πρῶτος Θεολόγος ἀπὸ τοὺς τρεῖς ποὺ ἀναγνωρίζει ἡ Ἐκκλησία μας. Καὶ ἀσφαλῶς, ὡς θεοφώτιστος, μᾶς εἰσάγει στὸν γνόφο τῆς θεογνωσίας καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει θέματα καὶ νοήματα οὐράνια.
Γιὰ τὸ Πάσχα, τὴν πρώτη Κυρικακὴ τῶν κατὰ Ἰωάννη εὐαγγελίων, ἔχομε τὴν ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου του, καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς Θεολογίας. Δηλαδὴ τὴν διδασκαλία περὶ τοῦ Θεοῦ Λόγου. Ὁ Ἰωάννης μὲ τρόπο θαυμάσιο, λόγο ποιητικό, σύντομο καὶ ἐπιγραμματικὸ βάζει τὸ θεμέλιο τῆς Θεολογίας· «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν· πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο». Ἀπὸ ὅλο τὸ εὐγγελικὸ ἀνάγωσμα θὰ ἐπιμείνω στὴν πρώτη αὐτὴ πρότασι. Καὶ μὲ λίγη καλὴ διάθεσι, καὶ πιὸ πολὺ μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, θὰ προσπαθήσωμε νὰ θεολογήσωμε καὶ ἐμεῖς, ὅσο βεβαίως μᾶς τὸ ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις. Δὲν ἀγνοοῦμε ὅτι μπαίνομε σὲ δύσκολα θέματα καὶ χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή.
Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ θεολογικὴ πρότασις ἢ φρᾶσις, ἀλλ’ ἀποτελοῦν θεμέλιο τῆς πίστεως καὶ ὀχύρωμα ἀσφαλείας γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ὄχι ἁπλᾶ θεμέλιο, ἀλλ’ ἰσχυρότατο θεμέλιο καὶ ἐμετακίνητο, ποὺ δὲν ἐπιδέχεται καμμία προσθαφαίρεσι, ἢ παρερμηνεία. Ἐκφράζεται μὲ λόγο σαφῆ καὶ ξεκάθαρο, χωρὶς ὑπονοούμενα. Διότι λέγει· «Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος», καὶ δὲν εἶπε, «στὴν ἀρχὴ ἔγινε ὁ Λόγος». Διαφέρει τὸ «ἦταν» ἀπὸ τὸ «ἔγινε». Ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ εὐγγελιστοῦ φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ἡ ὑπόστασι, δηλαδὴ ἡ ὕπαρξις καὶ παρουσία, τοῦ Υἱοῦ δὲν ἔχει ἀρχή. Ὁ Υἱὸς εἶναι ἄναρχος.
Πέρα ἀπὸ τὴν ὑπόστασι μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν σχέσι τοῦ Υἱοῦ μὲ τὸν Πατέρα, ὅταν λέγει στὴν συνέχεια· «Καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν». Μὲ αὐτὸν τὸν λόγο ἔδειξε ὅτι ἡ οὐσία Πατρός καὶ Υἱοῦ εἶναι ἀδιαίρετη. Ἡ ἀποκάλυψις αὐτὴ ἀποτελεῖ μεγάλη βροντὴ, καὶ ἰσχυρότατο ράπισμα τοῦ εὐαγγελιστοῦ κατὰ τῶν εἰδωλολατρῶν, διότι ἡ κοινὴ καὶ ἀδιαίρετη οὐσία δὲν ἀφήνει περιθώρια γιὰ ὁποιαδήποτε πλάνη. Ἐδῶ ἔχομε ἁγιογραφικὴ κατοχύρωσι γιὰ τὴν ἑνότητα καὶ μοναδικότητα τοῦ Θεοῦ. Ὁ λόγος τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου τονίζει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας.
Ἡ φύσις Πατρὸς καὶ Υἱοῦ εἶναι ἀπαράλλακτη, ἴδια ἀκριβῶς, χωρὶς καμμία διαφορά ἢ παραλλαγή. Τοῦτο ἀκριβῶς, δηλαδὴ ἡ ταυτότητα, βεβαιώνεται μὲ τό· «Καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Καὶ ἐκτὸς τοῦ ὅτι φανερώνει τὸ ἀπαράλλακτο τῆς φύσεως Πατρὸς καὶ Υἱοῦ, συγχρόνως αὐτὸς ὁ λόγος ἀναιρεῖ τὴν Ἰουδαϊκὴ πλάνη. Διότι οἱ Ἰουδαῖοι, δυστυχῶς, δὲν μπόρεσαν νὰ διακρίνουν στὸν πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ τὸν ἀναμενόμενο καὶ προφητευμένο Μεσσία. Δὲν τὸν ἀναγνώρισαν, καὶ παρέμειναν δέσμιοι τῆς πλάνης τους. Στὴν ἴδια δὲ κατηγορία ἀνήκουν καὶ σήμερα ὅλο ὅσοι δὲν ἀναγνωρίζουν τὸν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Θεό. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος φωνάζει· «Καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος». Ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός.
Καὶ στὴν συνέχεια μὲ τὴν φρᾶσι «Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν», ἀποκαλύπτει ὅτι Πατέρας καὶ Υἱὸς εἶναι αἰώνιοι. Δὲν ἔχουν ἀρχή, οὔτε τέλος. Εἶναι πάνω καὶ ἔξω ἀπὸ τὸν χρόνο, διότι καὶ ὁ χρόνος, ὅπως καὶ ὁ χῶρος, εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Υἱὸς εἶναι καὶ ὁ Δημιουργός. Διότι λέγει ὁ εὐαγγελιστής· «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο». Ἀπὸ αὐτὸν ἔγιναν τὰ πάντα. Ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο αὐτὸ ὁ ἅγιος Πρόκλος, πατριάρης Κωνσταντινουπόλεως γράφει· «Ὁ οὐρανὸς εἶναι κτίσμα του, ἡ γῆ ποίημά του, ἡ θάλασσα ἔργο του, ὁ ἁέρας παραγωγή του, τὸ φῶς ἀπὸ τὸ τίποτε, οἱ ἄγγελοι δοῦλοι του, οἱ δυνάμεις λειτουργοί του, τὰ Χερουβὶμ θρόνος του· Ὁ Πατέρας, Θεός· Ὁ Υἱὸς, Λόγος καὶ Θεός· Ἀλλὰ καὶ τὸ ἅγιον Πνεῦμα, Θεός. Ὁ ἀριθμὸς τῆς ὑποστάσεως δὲν ἀραίωσε τὴν φύσι, οὔτε ἡ Τριάδα μοίρασε τὴν οὐσία. Ἀλλ’ εἶναι ἡ Τριάδα ὁμοούσιος στὴν δύναμι, στὴν θεότητα, στὴν ἀγαθότητα, ποὺ θεμελίωσε καὶ τήρησε τὴν πίστι μας, ἀσφάλισε τὴν Ἐκκλησία, ἁγίασε τὴν οἰκουμένη, κατήργησε τὸν διάβολο, μαστίζει καὶ λυώνει τοὺς δαίμονες, νέκρωσε τὴν περιτομὴ τῶν Ἰουδαίων, ἔδιωξε τὴν πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν καὶ ἔφραξε τὰ στόματα τῶν αἱρετικῶν».
Σήμερα Κυριακὴ τοῦ Πάσχα, ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας, τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα δίνει τὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τοῦ Ἰησοῦ, ποὺ μετὰ τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν ταφή, προῆλθε ἀπὸ τὸ μνῆμα ἀναστημένος. Ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ δὲν ἦταν ἕνας «ψιλός», μὲ γιώτα, ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ποὺ σαρκώθηκε καὶ ἔγινε ἄνθρωπος. Ὑπακούοντας στὴν θέλησι τοῦ Πατρός, θεληματικὰ ταπεινώνεται, καὶ φθάνει μέχρι τὸν θάνατο γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅτι «ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ». Δηλαδὴ ἄδειασε κατὰ κάποιο τρόπο τὸν ἑαυτό του καὶ θεληματικὰ σμίκρυνε  πρόσκαιρα τὴν θεϊκή του δόξα καὶ πῆρε τὴν μορφὴ δούλου γενόμενος ὅμοιος μὲ ἐμᾶς στὸ σχῆμα καὶ τὴν μορφή, ἐνῶ δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι ὁ τέλειος Θεός, καὶ ταπείνωσε τὸν ἑαυτό του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου καὶ μάλιστα σταυρικοῦ.
Αὐτὸς εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου. Αὐτὸς διέλυσε τὸ βασίλειο τοῦ ᾍδου. Καὶ σήμερα Ἐκκλησία ἐπιδεινύει τὴν δύναμι καὶ τὴν ἐξουσία ποὺ τῆς χάρισε Χριστός ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὅταν λέγει θριαμβευτικά· «Ποῦ σου, θάνατε, τὸ κέντρον; Ποῦ σου, ᾃδη, τὸ νῖκος; Ἀνέστη Χριστός, καὶ σὺ καταβέβλησαι. Ἀνέστη Χριστός, καὶ πεπτώκασι δαίμονες, Ἀνέστη Χριστός, καὶ χαίρουσιν Ἄγγελοι, Ἀνέστη Χριστός, καὶ ζωὴ πολιτεύεται, Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος. Χριστὸς γὰρ ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχὴ τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο.» Ὁ Χριστὸς ἔκανε τὴν ἀρχὴ καὶ ἀναστήθηκε. Τὴν δική του Ἀνάστασι πρόκειται νὰ ἀκολουθήση καὶ ἡ ἀνάστασις ὅλων τῶν κεκοιμημένων. ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!