Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 28.07.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΕΜΠΤῌ (Ρω 10,1-10)
Ἀπὸ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ποὺ ἀκούγεται την πέμπτη Κυριακὴ τῶν ἐπιστολῶν, εἶναι ὁ λόγος· «Ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει μὲ πόνο γιὰ τοὺς συμπατριῶτες του Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον ἀρνήθηκαν νὰ δεχθοῦν τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ τὸν ὁδήγησαν στὸν σταυρικὸ θάνατο. Ἡ εὐαίσθητη καρδιά του προσεύχεται στὸν Θεό, καὶ ζητάει τὴν σωτηρία τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ ἀμέσως ἐξηγεῖ γιατὶ δὲν βρῆκαν τὴν σωτηρία, παρ’ ὅλο ποὺ ἔχουν ζῆλο Θεοῦ. Ὁ λόγος περικλείεται μέσα στὴν φρᾶσι ποὺ ἀναφέραμε παραπάνω, καὶ τὴν ὁποία θὰ ἀναλύσουμε μὲ συντομία.
Προετοίμασε τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ὁ πανάγαθος καὶ φιλάνθρωπος Θεός μας. Σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ λέγεται οἰκονομία ἢ ἀπόρρητο μυστήριο, ὁ Υἱός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, θὰ συγκατέβαινε στὸ ἐπίπεδο τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν σάρκωσί του. Ὁ Θεὸς θὰ γινόταν ἄνθρωπος γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο. Μάλιστα προετοίμαζε τὸν κόσμο, μέσω τοῦ περιουσίου λαοῦ του, ὥστε ὅταν θὰ ἐρχόταν στὴ γῆ νὰ τὸν δεχθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Πραγματικά, «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεός τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ…». Καὶ ἐνῶ χρειάζονταν ὅλοι ἕναν Μεσσία, ἕναν λυτρωτή, ἕναν σωτῆρα, ὅταν ἦρθε στὴ γῆ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν τὸν ἀποδέχθηκαν καὶ δὲν τὸν ἀνεγνώρισαν. Καὶ κυρίως δὲν τὸν ἀνεγνώρισαν οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν προετοιμασμένοι ἀπὸ τοὺς προφῆτες. Δὲν συμφώνησαν μὲ τὴν διδασκαλία του. Ἀπέρριψαν τὸν ἀποκαλυπτικό του λόγο. Δυσφήμισαν τὰ θαύματά του, καὶ στὸ τέλος τὸν ὁδήγησαν στὸν σταυρικὸ θάνατο.
Γράφει λοιπὸν ὁ Παῦλος ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι ἀγνόησαν τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἀποδέχθηκαν τὸν τρόπο σωτηρίας ποὺ κήρυξε ὁ Χριστός. Ἀγνόησαν, δηλαδὴ παραμέρισαν καὶ δὲν ἀξιολόγησαν σωστὰ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία. Τὴν δικαίωσι τοῦ ἀνθρώπου τὴν δίνει ὁ Θεός. Καὶ τὴν δίνει μὲ τὸν δικό του τρόπο. Ἔχει τὸ δικό του σχέδιο. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως αὐτὸ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ τὸ ἀπέρριψαν καὶ ζήτησαν, καὶ ἐπεδίωξαν, νὰ στήσουν ἕνα δικό τους σχέδιο σωτηρίας. Πεισματικὰ ἐπέμεναν στὸ δικό τους σχέδιο, καὶ ἔτσι δὲν ὑποτάχθηκαν στὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ στὸν μοναδικὸ τρόπο σωτηρίας. Καὶ  μοναδικὸς τρόπος σωτηρίας αὐτὸς αὐτός, ποὺ τὸν ἐπέλεξε καὶ τὸν πραγματοποίησε ὁ πάνσοφος Θεός, διότι ἂν ὑπῆρχε καὶ ἄλλος τρόπος, τότε δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ ἀνάγκη τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου. Γιατὶ νὰ ταπεινωθῆ ὁ Θεός, νὰ γίνη ἄνθρωπος καὶ ἐδῶ στὴν γῆ νὰ πάθη; Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ γίνη ἡ ἐνανθρώπησις. Τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ εἶναι σωτήριο καὶ μοναδικό. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀντικατασταθῆ μὲ κανένα ἄλλο. Καὶ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἡ σωτηρία παρὰ μόνον μέσω τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ φρᾶσις «τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι», σημαίνει ὅτι ἤθελαν νὰ φτιάξουν δικό τους τρόπο σωτηρίας, κόντρα καὶ ἀντίθετα στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Στὴν οὐσία ἀπορρίπτουν τὸν ἴδιο τὸν Θεό, καὶ στὴν θέσι του τοποθετοῦν τὸν ἑαυτό τους. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἴδια ἁμαρτία ποὺ γκρέμισε τὸν Ἑωσφόρο ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ τὸν ἔκανε σκοτεινὸ πνεῦμα. Εἶναι ἡ ἴδια ἁμαρτία ποὺ ἔβγαλε τοὺς πρωτοπλάστους ἀπὸ τὸν παράδεισο, ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ὑποκαταστήση τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑποτάσσεται στὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Παῦλος προσεύχεται καὶ ἐλπίζει στὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἰσραήλ. Περιμένει κάποτε νὰ ξεχάσουν τὸ δικό τους σχέδιο σωτηρίας καὶ νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι μόνον οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλ’ ὅλοι μας, διότι σχεδὸν ὅλοι μας ἀκολουθοῦμε ὄχι τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία μας, ἀλλὰ τὸν δικό μας νόμο. Ἔχομε φθάσει σὲ τέτοιο σημεῖο αὐτονομήσεως ἀπὸ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὥστε ὁ καθένας μας νὰ ἀκολουθῆ ἕνα δικό του νόμο. Τὸν νόμο καὶ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ τὰ ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὶς ἑορτὲς της. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει σύστημα ἡμερῶν νηστείας, γιὰ νὰ περιορισθῶ μόνον σὲ αὐτά. Καὶ ἐμεῖς ἀντὶ νὰ προσπαθοῦμε νὰ ἐφαρμόσουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἔστω στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ, εἰσάγουμε δικές μας ἐντολές. Γινόμαστε νομοθέτες. Δὲν παραβαίνομε μόνο τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νομοθετοῦμε. Καὶ νομοθετοῦμε κατὰ κανόνα τελείως ἀντίθετα ἀπὸ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ λένε· Πιστεύω, ἀλλὰ στὸν ναὸ δὲν πηγαίνω. Πιστεύω, ἀλλὰ δὲν τοὺ πάω τοὺς παπάδες. Πιστεύω ἀλλὰ δὲν μοῦ χρειάζεται ἡ νηστεία, ἢ ἔχω τάμα νὰ νηστεύω μόνον τὴν Παρασκευή. Πιστεύω ἀλλὰ δὲν νομίζω ὅτι χρειάζεται ἡ ἐξομολόγησις. Τέτοιες καὶ μυριάδες παρόμοιες θέσεις ἐκφράζονται ἀπὸ πιστοὺς, οἱ ὁποῖοι στὴν θέσι τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ ὑψώνουν τὴν δική τους δικαιοσύνη. Καὶ ἐνῶ εἶναι ἕνας ὁ δρόμος τὴς δικαιώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέσω τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σχεδιάζει ὁ καθένας τὸν δικό του δρόμο καὶ τρόπο σωτηρίας.
Ἀλλ’ ὅπως ὁ Ἰσραὴλ δὲν βρῆκε τὴν δικαίωσι, ἐπειδὴ ἔστησε δικὴ του δικαιοσύνη καὶ δὲν ὑποτάχθηκε στὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι μένουν χωρὶς δικαίωσι σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ τόπο, ὅσοι δὲν ὑποτάσσονται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, στὸν ἴδιο τὸν Θεό, καὶ δὲν τὸν ἀναγνωρίζουν ὡς τὸν μόνο λυτρωτὴ καὶ σωτῆρα. Διότι σὲ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους, μετὰ τὴν ἀποξένωσι ἀπὸ τὴν θεία μακαριότητα, μετὰ τὴν ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τὸν παράδεισο, καὶ ἀφοῦ κόπηκε ἡ ἄμεση σχέσις μας μὲ τὸν Δημιουργό μας, σκοτίσθηκε ὁ νοῦς μας καὶ χάσαμε τὴν ἱκανότητα τῶν ὀρθῶν λογισμῶν. Ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ πατέρα, δὲν μποροῦμε νὰ σωθοῦμε μόνοι μας. Δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας μόνοι μας. Πολὺ περισσότερο δὲν μποροῦμε νὰ χαράξουμε δρόμο σωτηρίας μόνοι μας. Οἱ δικοί μας δρόμοι σωτηρίας ὁδηγοῦν σὲ ἀδιέξοδο καὶ ἀπώλεια καὶ ὄχι σὲ σωτηρία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς καλεῖ νὰ ὑποταχθοῦμε στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία μας. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος δρόμος ποὺ θὰ μᾶς ξαναφέρει κόντα στὸν Θεό, κοντὰ στὸν δημιουργό μας.
Ζῆλο εἶχε καὶ ὁ Ἰσραήλ, ἀλλ’ ἦταν χωρὶς ἐπίγνωσι. Καὶ ὁ καθένας μας ποὺ πορεύεται μὲ τὸν δικό του νόμο, νομίζει ὅτι πορεύεται σωστά. Ὅμως πλανᾶται. Θὰ σωθοῦμε μόνον ὅταν γκρεμίσωμε τὴν δική μας δικαιοσύνη καὶ ἐμπιστευθοῦμε ἀπόλυτα τὸν νόμο καὶ τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ.

Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 21.07.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΤΕΤΑΡΤῌ (Ρω 6,18-23)
Ἀκούσαμε τὸν ἀπόστολο Παῦλο σήμερα, τέταρτη Κυριακὴ τῶν ἐπιστολῶν, νὰ λέγη· «Νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον».
Κατὰ γράμμα ἡ λέξις «νυνί» σημαίνει «τώρα δά», «τώρα ἀκριβῶς». Μικρὴ λέξις, ἀλλὰ μὲ μεγάλη σημασία. Ἐξ ἄλλου, γνωρίζομε ὅτι, στὸ ἁγιογραφικὸ κείμενο τίποτε δὲν εἶναι χωρὶς σημασία. Καὶ ἡ πιὸ μικρὴ λέξις ἔχει τὴν θέσι της καὶ τὴν ἀξία της. Ἐδῶ δηλώνεται ἕνας σταθμὸς στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων μὲ τό «νυνί». Εἶναι ἡ μεγάλη ὥρα τῆς ἀλλαγῆς, τῆς μετανοίας, τῆς μεταστροφῆς τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ἀφήνει καὶ ἐγκαταλείπει ὁριστικὰ τὴν παλαιὰ κατάστασι τῆς ζωῆς μακριὰ καὶ χωρὶς Χριστό, χωρὶς ἀλήθεια, χωρὶς φῶς. Εἶναι ἡ εἴσοδος στὸν νέο κόσμο, στὴν νέα κατάστασι ποὺ ἔφερε στὴν γῆ ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ εἴσοδος στὴν ζωὴ τῆς χάριτος εἶναι ἡ εὐλογημένη ὥρα ποὺ συναντάει ὁ ἄνθρωπος τὸν Χριστό, ἀφήνει τὸ σκοτάδι καὶ χαίρεται τὸ φῶς τὸ ἀληθινό.
Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ρώμης, ἀλλὰ καὶ ὁ κάθε χριστιανός, πρὶν γνωρίσουν τὴν ἀληθινὴ πίστι ζοῦσαν μέσα στὴν πλάνη, δούλευαν στὴν ἁμαρτία, δηλαδὴ ἦταν ὑποδουλωμένοι στὴν ἁμαρτία. Ἡ ὑποδούλωσις στὴν ἁμαρτία εἶναι τὸ μεγαλύτερο κακὸ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, διότι τὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὁ αἰώνιος θάνατος καὶ ἡ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς του. Τὸν θάνατο τὸν νίκησε μόνον ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος ἦρθε στὸν κόσμο ἀκριβῶς γιὰ νὰ νικήση τὸν θάνατο καὶ νὰ χαρίση στὸν ἄνθρωπο τὴν αἰώνιο ζωή. Ὁ πιστὸς στὸν Χριστὸ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἁγιάζεται καὶ σώζεται.
Ὅταν γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στοὺς χριστιανοὺς τῆς Ρώμης, «τώρα ἀκριβῶς ποὺ ἐλευθερωθήκατε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία», τοὺς θυμίζει τὴν νέα κατάστασι στὴν ὁποία βρέθηκαν μετὰ τὴν εἴσοδό τους στὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ γνώρισαν τὸν Χριστό. Ἡ γνωριμία μὲ τὸν Χριστό εἶναι ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία, μία ζωὴ χωρὶς τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας. Ὁ λόγος δὲν εἶναι φιλοσοφικός, δὲν εἶναι μία θεωρία, ἀλλὰ μία πραγματικότητα τὴν ὁποία ζοῦν καὶ βιώνουν οἱ πιστοί, καὶ ἑπομένως γωρίζουν πολὺ καλὰ τὶ σημαίνει ἀπελευθέρωσι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, γνωρίζουν ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τους τὶ σημαίνουν τὰ λόγια τοῦ Παύλου. Θέλει ὅμως νὰ τοὺς στηρίξη νὰ μείνουν σταθεροὶ στὴν νέα κατάστασι. Γι’ αὐτὸ ἀναφέρεται στὴν συνέχεια καὶ κάνει λόγο γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα. Τοὺς λέγει ὅτι ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία προοδεύετε, ἔχετε προκοπὴ στὸν ἁγιασμό, μὲ τελικὸ στόχο καὶ σκοπὸ τὴν αἰώνιο ζωή.
Ποιὸς ὅμως τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία; Στὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ, καὶ γενικότερα στὴν ἀρχαιότητα ποὺ ὑπῆρχε δουλεία, μποροῦσε κάποιος νὰ ἀγοράση δούλους, ὅπως ἀγοράζομε σήμερα ζῶα ἢ μηχανήματα, καὶ νὰ τοὺς βάλη νὰ δουλεύουν σὲ δικές του ἐργασίες. Μποροῦσε ὅμως καὶ νὰ ἐξαγοράση κάποιος δούλους καὶ νὰ τοὺς ἀφήση ἐλεύθερους, νὰ τοὺς χαρίση δηλαδὴ τὴν ἐλευθερία. Αὐτοὶ λέγονταν ἀπελεύθεροι, καὶ συνήθως δίπλα στὸ ἀπελεύθεροι ἔμπαινε καὶ τὸ ὄνομα τοῦ κυρίου ποὺ τοὺς ἐξαγόραζε. Ἔτσι ὅσοι ἐπέστρεφαν ἀπὸ τὴν πλάνη τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἢ τῆς εἰδωλολατρείας ἦσαν ἀπελεύθεροι τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐδωσε τὸ αἷμα του γιὰ τὴν ἐξαγορὰ τῶν δούλων τῆς ἁμαρτίας γιὰ νὰ τοὺς χαρίση τὴν ἐλευθερία. Τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι «λύτρον ἀντὶ πολλῶν». Καὶ λύτρα εἶναι τὰ χρήματα ποὺ δίνονται γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσι δούλων καὶ σκλάβων καὶ αἰχμαλώτων.
Ὅλοι οἱ πιστοὶ εἴμαστε ἀπελεύθεροι τοῦ Χριστοῦ. Ἀναγνωρίζομε ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς ἐξαγόρασε. Ψάλλει δὲ ἡ Ἐκκλησία σὲ ἕνα τροπάριο τῶν Παθῶν· «Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου αἵματι, τῷ Σταυρῷ προσηλωθείς καὶ τῇ λόγχῃ κεντηθεὶς, τὴν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις…». Καὶ ἐμεῖς ἀποδεχθήκαμε τὴν προσφορὰ τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τὴν θέλησί μας τὸν ἀκολουθήσαμε. Ὁ Κύριος ἔδωσε τὸ αἷμα του καὶ ἐμεῖς ἀναθέτομε τὴν ζωή μας στὰ χέρια τοῦ. Αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει ὁ λόγος τοῦ Παύλου· «δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ». Ὁ Θεὸς δὲν θέλει δούλους, δὲν κάμνει σκλάβους, χαρίζει ἐλευθερία, μᾶς ἀπαλλάσσει καὶ μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία μὲ τὸ αἷμα του. Ἐμεῖς μὲ τὴν θέλησί μας τὸν ἀκολουθοῦμε, χωρὶς κανένας νὰ μᾶς ἐξαναγκάζει. Τὸ ὑπογραμμίζομε αὐτό, διότι, ὅ,τι γίνεται μὲ τὴν θέλησί μας, εἶναι ἡ ἐπιλογή μας. Τὴν δουλεία κανεὶς δὲν τὴν ἐπιλέγει. Ἡ δουλεία ἐπιβάλλεται καὶ εἶναι ἀναγκαστική, γίνεται παρὰ τὴν θέλησί μας.
Ἔτσι «ἀπελευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ» σημαίνει ὅτι χαιρόμαστε ποὺ ἐλευθερωθήκαμε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ ἀπὸ καρδιᾶς θέλομε νὰ ζοῦμε κάτω ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἐπιλέγομε μόνοι μας, μὲ τὴν θέλησί μας, νὰ κάνωμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή μας. Γινόμαστε ἔτσι θεληματικά «δοῦλοι τοῦ Θεοῦ», μὲ τελικὸ στόχο τὴν αἰώνιο ζωή. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ὁ χαρακτηρισμός «δοῦλος Θεοῦ», εἶναι ὄχι ὑποτιμητικὸς ἀλλὰ τιμητικός. Ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος χαρακτηρίζει μὲ καμάρι τὸν ἑαυτό του, δοῦλο τοῦ Θεοῦ, ὡς πρῶτο τίτλο, δίπλα στὸ ὄνομά του, στὶς πρὸς Ρωμαίους, πρὸς Φιλιππησίους καὶ πρὸς Τίτο ἐπιστολές του. Στὴν δὲ πρὸς Φιλήμονα αὐτοχαρακτηρίζεται «δέσμιος τοῦ Χριστοῦ».
Κάποιοι ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τὴν λέξι «δοῦλος». Θεωροῦν ἀπαράδεκτο τὸν χαρακτηρισμό, καὶ δυσκολεύονται νὰ συμφωνήσουν μὲ τὴν ἁγία Γραφή. Πῶς εἶναι δυνατόν, λένε, νὰ εἴμαστε δοῦλοι; Νομίζω ὅτι ἐξηγήθηκε ἡ ἔννοια. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μὲ τὴν θέλησί μας ἐπιλέγομε νὰ ἀκολουθήσωμε τὸν Χριστό, αὐτομάτως ἀποδεχόμαστε τὸ θέλημά του καὶ συμφωνοῦμε νὰ κάνωμε, ὄχι τὸ θέλημά μας ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Ἡ δυνατότητα ἐπιλογῆς εἶναι ἡ οὐσία τῆς ἐλευθερίας, ἀλλὰ καὶ τῆς εὐθύνης. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει τιμὴ καὶ βραβεῖο. Ἡ Ἐκκλησία λέγει· «Βαπτίζεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ…», ἢ «χρίεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ…», ἢ «στέφεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ…» κατὰ τὴν τέλεσι τῶν μυστηρίων, ὅπου ἡ συμμετοχὴ εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τοῦ ἀνθρώπου ποὺ θέλει νὰ σωθῆ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἁμαρτία ὁδηγεῖ στὸν θάνατο. Τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐπιλέγει τὸν Θεὸ γιὰ νὰ σωθῆ, διότι μόνον ἡ ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τῆς ἐλευθερίας τὸν ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία. «Νυνὶ δὲ ἐλευθερωθέντες ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δὲ τῷ Θεῷ ἔχετε τὸν καρπὸν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τὸ δὲ τέλος ζωὴν αἰώνιον».

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 14.07.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΤΡΙΤῌ, ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ, (Τιτ 3,8-15)
Ἡ Κυριακὴ ποὺ γίνεται μετὰ τὶς δεκατρεῖς Ἰουλίου εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς τετάρτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἢ τῶν ἕξι Οἰκουμενικῶν. Καὶ κατ’ αὐτὴν ἀκούγεται τὸ ἐπιλεγμένο ἀπὸ τὴν πρὸς Τίτο ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀνάγνωσμα. Τὸ ὁποῖο ἀκούγεται ἐπίσης καὶ κατὰ τὴν Κυριακὴ ποὺ γίνεται μετά τὶς ἔνδεκα Ὀκτωβρίου.
Οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι συγκαλοῦνται γιὰ νὰ ἀντιμετωπίσουν σοβαρὰ προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἀφοροῦν στὴν σωτηρία τῶν πιστῶν. Βεβαίως μία Οἰκουμενικὴ Σύνοδος λειτουργεῖ καὶ ὡς νομοθετικὸ σῶμα ἢ ὡς δικαστικό καὶ ἔχει πολλὲς ἀρμοδιότητες. Κυρίως ὅμως ἀντιμετωπίζει τὸν μεγαλύτερο κίνδυνο γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Καὶ αὐτὸς εἶναι ἡ αἵρεσις, ἡ πλάνη, ἡ λαθεμένη πίστις, ἡ διάστασις ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Διότι ἡ αἵρεσις ἀκυρώνει τὴν σωτηρία. Χωρὶς ἀληθινὴ πίστι, χωρὶς τὴν ἀλήθεια ποὺ ἀποκάλυψε ὁ Χριστὸς καὶ διασώζει ἡ Ἐκκλησία, σωτηρία δὲν ὑπάρχει. Καὶ στὰ θέματα τὴς πίστεως συγκατάβασις δὲν χωράει. Δηλαδὴ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε «ἂς εἶναι, αὐτὸ δὲν πειράζει». Ἡ οἰκονομία ὑπάρχει, καὶ εὐτυχῶς ποὺ ὑπάρχει, στὰ θέματα τοῦ ἤθους, στὶς παραβάσεις τοῦ νόμου καὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ μπορεῖ ὁ πνευματικὸς νὰ πῆ· «Αὐτὸ εἶναι κακό, ἀλλὰ μὴν τὸ ξανακάνης, ἢ δὲν πειράζει». Σὲ καμμία ὅμως περίπτωσι δὲν θὰ πῆ «δὲν πειράζει» σὲ θέματα πίστεως. Δὲν γίνεται ἀνεκτὴ μηδέποτε ἡ παραμικρὴ ἄρνησις της θεότητος τοῦ Ἰησοῦ, γιὰ παράδειγμα. Ἂν δηλαδὴ κάποιος δὲν πιστεύει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεός, δὲν γίνεται δεκτός.
Ὁ Θεὸς ἀγαπάει τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, καὶ ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἁμαρτωλό, συγκαταβαίνει ὁ Κύριος καὶ γίνεται ἄνθρωπος. Δὲν ἦρθε νὰ καλέση τοὺς δικαίους, ἀλλὰ τοὺς ἁμαρτωλοὺς, σὲ μετάνοια. Καὶ ἐνῶ γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἐκδηλώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν πιὸ θαυμαστὸ τρόπο, πάνω στὸν Γολγοθᾶ μὲ τὴν σταύρωσι τοῦ Κυρίου, γιὰ τὸν αἱρετικὸ γράφει ὁ Παῦλος· «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος». Δηλαδὴ στὸν αἱρετικό, ἂν μετὰ ἀπὸ μία καὶ δύο συμβουλές, δὲν ἀκούει ἀλλὰ ἐπιμένει μὲ πεῖσμα στὴν πλάνη του, μὴ τοῦ μιλᾶς πλέον, διότι ἔχει ἀποκλίνει καὶ παραμένει στὴν πλάνη του, καὶ εἶναι ἔτσι καταδικασμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό. Ὁ δὲ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ εὐαγγελιστὴς τῆς ἀγάπης, γράφει γιὰ τὸν αἱρετικό· «εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε». Ὅποιος ἔρχεται μὲ τὴν πλάνη ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός, αὐτὸς δὲν πρέπει νὰ γίνεται δεκτὸς οὔτε στὸ σπίτι, ἀλλὰ οὔτε καλημέρα νὰ τοῦ λέτε. Ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου ἀντιλαμβανόμαστε πόσο μεγάλο κακὸ εἶναι ἡ αἵρεσις καὶ πόση ζημία μπορεῖ νὰ προκαλέση στὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία συγκαλεῖ Σύνοδο, καὶ μάλιστα Οἰκουμενική, ὅταν ἐμφανίζονται πλανεμένες διδασκαλίες, ποὺ διαστρέφουν τὴν ἀλήθεια, τὴν ὁποία δίδαξε καὶ φανέρωσε καὶ ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς.
Στὴν διδασκαλία του κανένας δὲν μπορεῖ νὰ προσθέση, ἢ νὰ ἀφαιρέση, ἢ νὰ διορθώση τὸ παραμικρό. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνη οὔτε οἰκουμενικὴ σύνοδος. Μία Σύνοδος Οἰκουμενικὴ ἀποφαίνεται γιὰ τὴν ἀλήθεια, ὅταν αὐτὴ ἀφμισβητεῖται ἢ φανερὰ κηρύττεται ἡ πλάνη. Δὲν εἰσάγει ποτὲ καινούργια πίστι, πέρα ἀπὸ αὐτὴν ποὺ κήρυξε ὁ Χριστός, ἀλλὰ τὴν ἀποκαθαίρει ἀπὸ τὴν αἵρεσι καὶ μὲ σύντομο καὶ σαφῆ λόγο, τὸ δόγμα, διδάσκει ποιὰ εἶναι ἡ ἀληθινὴ πίστις, ἡ πίστις ποὺ σώζει.
Κατὰ τὴν τέταρτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο μάλιστα ὑπῆρξε θεία καὶ ἄνωθεν ἐπιβεβαίωσις μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Αὐτὴ συγκροτήθηκε τὸ 451 στὴν Χαλκηδόνα κατὰ τῶν Μονοφυσιτῶν. Ἔγιναν πολλὲς συζητήσεις, καὶ συμφώνησαν μεταξύ τους, καὶ οἱ ὀρθόδοξοι καὶ οἱ φρονοῦντες τὰ ἀντίθετα, στὶς Συνόδους βλέπετε μετέχουν ὅλοι, συμφώνησαν νὰ γράψουν τὰ δύο μέρη, σὲ ξεχωριστὸ βιβλίο τὴν πίστι τους, καὶ νὰ ζητήσουν τὴν ψῆφο τοῦ Θεοῦ. Ἔβαλαν τὰ δύο βιβλία στὴν λάρνακα μὲ τὸ λείψανο τῆς ἁγίας Εὐφημίας. Ἡ λάρνακα καὶ τὸ λείψανο τῆς ἁγίας σώζεται μέχρι σήμερα στὸν ναὸ τοῦ Πατριαρχείου στὸ Φανάρι. Καὶ μετὰ τριῶν ἡμερῶν ὁλονύκτιες δεήσεις, ἄνοιξαν τὴν λάρνακα, καὶ μὲ τὴν παρουσία τῶν ἀρχόντων, βρῆκαν τὸ βιβλίο τῶν αἱρετικῶν στὰ πόδια τῆς Μάρτυρος, τὸ δὲ βιβλίο μὲ τὴν πίστι τῶν ὀρθοδόξων νὰ τὸ κρατάη στὰ χέρια τῆς ἡ ἁγία. Αὐτὴ ἦταν ἡ ψῆφος τοῦ Θεοῦ.
Ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας σήμερα τοὺς Πατέρες ποὺ διασφάλισαν τὴν ἀληθινὴ πίστι καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Οἱ ἀποφάσεις τους ἔχουν πανανθρώπινο χαρακτῆρα καὶ ἰσχύουν γιὰ ὅλους τοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν αἰώνων, καὶ παραμένουν ἀμετάβλητες. Ἐφ’ ὅσον ἕνας εἶναι ὁ Κύριος, μία εἶναι ἡ πίστις καὶ μία ἡ Ἐκκλησία, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνωνται ἀλλαγές καὶ προσαρμογὲς. Ἔτσι ἐμεῖς ἔχομε ἕνα χρέος καὶ μία ὑποχρέωσι· Νὰ παραμένωμε σταθεροὶ στὴν πίστι τῶν Πατέρων μας, στὴν πίστι ποὺ οἱ Πατέρες παρέλαβαν ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν αὐτήκοοι καὶ αὐτόπτες τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου. Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ Παράδοσίς μας.
Δὲν δεχόμαστε ἀλλότριες διδασκαλίες. Δὲν ἐπιτρέπομε σὲ αἱρετικοὺς νὰ μᾶς κάνουν μαθήματα πίστεως. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης γράφει νὰ μὴν τοὺς δεχόμαστε οὔτε στὰ σπίτια μας. Ἔχομε τὴν ἀλήθεια καὶ δὲν πρέπει κανένας νὰ μᾶς παραπλανήση. Καὶ ὅταν δὲν γνωρίζομε ὅλη τὴν πίστι μας, τότε ταυτίζομε τὴν πίστι μας μὲ τὴν πίστι τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Λέμε· πιστεύω ὅ,τι διδάσκει ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, πιστεύω ὅ,τι πιστεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι ἀγωνίσθηκαν γιὰ τὴν ἀλήθεια, καὶ τὴν διασφάλισαν μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὥστε ἐμεῖς, καὶ ὅταν δὲν ἔχομε θεολογικὲς γνώσεις καὶ εἰδικὲς σπουδές, νὰ κατέχωμε τὴν ἀληθινὴ πίστι.
Τὸ χρέος μας εἶναι μεγάλο καὶ πρὸς τὰ παιδιά μας, στὰ ὁποῖα πρέπει νὰ παραδόσουμε τὴν πίστι ποὺ παραλάβαμε. Νὰ ὑπάρχη συνέχεια στὴν διαδοχή. Ἀτόφια παραλαμβάνομε τὴν πίστι μας μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ τέτοια τὴν διακρατοῦμε γιὰ τὴν δική μας σωτηρία, ἀλλὰ καὶ ἔτσι ἀνόθευτη τὴν παραδίδουμε στὴν νέα μας γενιά.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 07.07.2013


ΚΥΡΙΑΚῌ ΔΕΥΤΕΡᾼ, (Γαλ 3,23-39.4,1-5)
Σήμερα εἶναι ἡ δεύτερη Κυριακὴ τῶν ἐπιστολῶν τοῦ ἀποστόλου Παύλου, δηλαδὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιόδου ποὺ ἀρχίζει μὲ τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων. Συμβαίνει ὅμως νὰ εἶναι καὶ ἡ ἑορτὴ τῆς ἁγίας Κυριακῆς, καὶ σύμφωνα μὲ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας μας διαβάζεται καὶ ἀκούγεται τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ὄχι ἀπὸ τὸ Κυριακοδρόμιο, ἀλλὰ τῆς ἁγίας ἀπὸ τὸ μηνολόγιο. Καὶ αὐτὸ τὸ ἀνάγνωσμα ἀκούγεται συχνά, σχεδὸν σὲ κάθε ἑορτὴ  ὁσιομάρτυρος.
Σήμερα θὰ σταθοῦμε στὸ πρῶτο μέρος τῆς περικοπῆς ποὺ λέγει· «Πρὶν φανερωθῆ ἡ σωτηρία μέσα ἀπὸ τὴν πίστι, εἴμασταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίβλεψι τοῦ νόμου, μαντρωμένοι με σκοπὸ νὰ σωθοῦμε μὲ τὴν πίστι, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ ἀποκαλυφθῆ. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ νόμος λειτούργησε ὡς παιδαγωγός, ποὺ μᾶς ἑτοίμαζε νὰ δεχθοῦμε τὸν Χριστό, ὥστε νὰ δικαιωθοῦμε μὲ τὴν πίστι». Ἐδῶ φαίνεται καὶ κάτι ἄλλο πολὺ σημαντικό· Δὲν ἔρχεται ἡ ἐποχὴ τῆς πίστεως μηχανικὰ ἢ τυχαῖα. Ὁ Θεὸς ἔχει σχέδιο. Ἀπὸ τώρα δηλώνεται ὅτι πρόκειται νὰ ἀποκαλυφθῆ στὸ μέλλον, καὶ αὐτὸ εἶναι γνωστό. Λέγει· «εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι». Δὲν θὰ ἐμφανισθῆ ξαφνικὰ ἡ σώζουσα πίστις, ἀλλὰ εἶναι προσχεδιασμένη καὶ προγραμματισμένη ἡ παρουσία της, ἡ ὁποία καὶ θὰ γίνη στὸν κατάλληλο καιρό, «ὅταν ἔρθη τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου».
Μέσα στὸ ἀπόρρητο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, προβλεπόταν ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου. Σάρκωσις τοῦ Λόγου εἶναι ἡ φανέρωσις τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἀποκάλυψις τῆς θεότητος δὲν ἔγινε διὰ μιᾶς. Ἔγινε σταδιακά. Γιὰ πολὺ μεγάλο χρονικὸ διάστημα στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου, ἦταν γνωστὸς ὁ Κύριος. Δὲν γίνεται λόγος γιὰ πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, παρὰ μόνον συμβολικὰ καὶ μὲ εἰκόνες. Γίνεται ὅμως συστηματικὴ προετοιμασία γιὰ νὰ μπορέσουν οἱ ἄνθρωποι νὰ δεχθοῦν πλέον τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος. Μεθοδικὰ καὶ μὲ σύστημα κατευθύνει ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο νὰ αἰσθανθῆ τὴν ἀνάγκη τοῦ Μεσσία καὶ λυτρωτοῦ καὶ νὰ τὸν ἀναζητήση, νὰ τὸν περιμένη. Δὲν ἔπρεπε νὰ λησμονήσουν οἱ ἄνθρωποι τὴν ὑπόσχεσι ποὺ ἔδωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ὅτι θὰ ἀποστείλη τὸν λυτρωτή. Ἔτσι ἐπέλεξε ἕνα λαό, ποὺ θὰ λειτουργοῦσε ὡς προζύμι, γιὰ νὰ ζυμωθῆ ὅλο τὸ φύραμα, νὰ διατηρηθῆ ἡ μονοθεΐα καὶ ἡ πίστι στὸν ἴδιο. Ὁ Κύριος, τὸν λαὸ ποὺ ἐπέλεξε, τὸν ἀσφάλισε μὲ τὸν νόμο, ὅπως ἡ μάνα ἀσφαλίζει τὸ νήπιο παιδάκι της μέσα στὸ παρκοκρέββατο. Φαίνεται, καὶ εἶναι, φυλακισμένο τὸ νήπιο μέσα στὸ πάρκο, ἀλλὰ συγχρόνως δὲν κινδυνεύει ἀπὸ διαφόρους κινδύνους ποὺ τὸν ἀπειλοῦν λόγω τῆς νηπιακῆς του ἡλικίας. Τὸ νήπιο μόλις μεγαλώσει λίγο, βγαίνει ἀπὸ τὸ πάρκο καὶ ἀφήνεται ἐλεύθερο. Πλέον δὲν τοῦ χρειάζεται τό «μάντρωμα». Ἀκριβῶς καὶ ὁ Θεός, μὲ τὸν νόμο ποὺ ἔδωσε στὸν ἄνθρωπο, τὸν ἀσφάλισε καὶ τὸν περιφρούρησε, τὸν μάντρωσε, μέχρι νὰ ἔρθη ἡ πίστις, δηλαδὴ μέχρι νὰ φανερωθῆ ὁ Υἱός, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος. Μέχρι τότε ἔπρεπε νὰ διαφυλαχθῆ ἀπὸ τὸν κίνδυνο, κυρίως τῆς εἰδωλολατρίας καὶ πολυθεΐας. Ὅταν ὅμως θὰ ὡρίμαζε πνευματικά, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ δεχθῆ τὴν ἀποκάλυψι καὶ τοῦ Υἱοῦ, δὲν θὰ εἶχε τὴν ἀνάγκη τοῦ νόμου, διότι ἡ δικαίωσις θὰ γινόταν μὲ τὴν πίστι στὸν Χριστό.
Ὁ κατάλληλος καιρὸς λέγεται στὴν ἁγία Γραφή «πλήρωμα τοῦ χρόνου», καὶ τὸ ἀκούσαμε στὸν σημερινὸ ἀπόστολο. Βεβαίως δὲν πρόκειται γιὰ ἀριθμητικὸ συμπλήρωμα χρόνων, ἀλλὰ γιὰ τὴν ὅλη κατάστασι ἀπὸ κάθε πλευρά. Γιὰ παράδειγμα μέσα στὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου νοεῖται καὶ ἡ γενικότερη πολιτιστικὴ κατάστασις. Καὶ ἀναφέρεται ὡς δεῖγμα ἡ γλῶσσα. Εἶχε προηγηθεῖ ἡ ἐπικράτησις τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου, ποὺ ἦταν καὶ τὸ μεγαλύτερο μέρος τοῦ  τότε γνωστοῦ κόσμου. Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος ἑνοποίησε πολιτιστικὰ ὅλη τὴν Ἀνατολὴ καὶ οἱ ἄνθρωποι εἶχαν κοινὸ γλωσσικὸ ὄργανο, μία γλῶσσα, τήν «Κοινὴ», ὅπως λεγόταν, ἑλληνική. Αὐτὸ ἔκανε πιὸ εὔκολη τὴν διάδοσι τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς πίστεως στὸν Χριστό. Πλήρωμα τοῦ χρόνου ἦταν καὶ ἡ πολιτικὴ ἑνότητα τῆς περιοχῆς μὲ τὴν ρωμαϊκὴ κρατικὴ ὀργάνωσι ποὺ ἐπέτρεπε τὴν διακίνησι σὲ ὅλη τὴν περιοχὴ χωρὶς σύνορα. Σκεφθεῖτε μὲ πόση εὐκολία μποροῦσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος νὰ κινῆται ἀπὸ τὴν Ἀσία μέχρι τὴν Ρώμη. Αὐτὰ φαίνονται λεπτομέρειες σήμερα, ἀλλὰ ὅλα μαζί δημιουργοῦν τὶς προϋποθέσεις γιὰ τό «πλήρωμα τοῦ χρόνου», τὴν κατάλληλη στιγμή, γιὰ νὰ δεχθῆ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀποκάλυψι καὶ τοῦ Υἱοῦ.
Βεβαίως τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἔχει περισσότερο πνευματικὴ σημασία. Ὁ ἄνθρωπος ἔφασε σὲ φοβερὰ ἀδιέξοδα, πολιτικά, πνευματικά, οἰκονομικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά, κτλ. Φαινόταν ἀδύνατη ἡ σωτηρία. Πνευματικὸ σκοτάδι κάλυπτε τὰ πάντα, καὶ ὅλοι περιμένανε νὰ γίνη κάτι. Ἀφοῦ ἀπέτυχαν ὅλες οἱ προσπάθειες τοῦ ἀνθρώπου νὰ βρῆ λύσι στὰ πάμπολλα προβλήματα, ἦταν ἀναγκαία μία παρέμβασι δυνατή, θεϊκή, οὐράνια. Ὅλοι ἀνεξαιρέτως, Ἰουδαῖοι καὶ Ἐθνικοὶ περίμεναν ἕνα λυτρωτή. Καὶ «αὐτὸς προσδοκία Ἐθνῶν». Ὁ προσδοκώμενος ἦταν ὁ Ἰησοῦς Χριστός, γιὰ τὸν ὁποῖο μίλησαν οἱ Δίκαιοι καὶ οἱ Προφῆτες στὴν Παλαιά Διαθήκη. Καὶ ἀποκαλύφθηκε ὅταν ἦρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου.
Μὲ τὴν σάρκωσι, τὴν ἀποκάλυψι τοῦ Υἱοῦ, ἦρθε ἡ στιγμὴ ποὺ ἡ δικαίωσις τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μὲ τὴν πίστι στὸν Χριστό, καὶ ἑπομένως δὲν ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη τοῦ νόμου. Ἀκούσαμε σήμερα τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ λέγη· «Ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν». Σημειώνεται ἀκόμα ὅτι παιδαγωγὸς στὴν ἀρχική του σημασία δήλωνε τὸν ὑπηρέτη, συνήθως δοῦλο, ποὺ ἔπαιρνε τὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ μὲ ἀσφάλεια τὸ ὁδηγοῦσε στὸ σχολεῖο, στὸν δάσκαλο. Παιδαγωγῶ, ὁδηγῶ τὸν παῖδα. Στὴν συνέχεια δηλώνεται ὁ ἴδιος ὁ δάσκαλος. Ἔδωσε λοιπὸν ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο τὸν νόμο ὡς παιδαγωγό, γιὰ νὰ ὁδηγηθῆ μὲ σιγουριὰ στὸν Λυτρωτή, στὸν Μεσσία. Ὁ παιδαγωγὸς δὲν σώζει, δὲν εἶναι σωτήρ, ἀλλὰ ὁδηγὸς ποὺ ὁδηγεῖ πρὸς τὸν σωτῆρα. Καὶ μὲ τὴν πίστι στὸν Μεσσία νὰ μπορέση νὰ βρῆ τὴν σωτηρία. Ὅλη ἡ περίοδος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι περίοδος μεταβατική. Ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἐποχὴ τῆς πίστεως, στὴν ἐποχὴ τῆς σωτηρίας, μὲ τὴν ἀποδοχὴ τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μὲ τὸ ἀπόρρητο σχέδιο τῆς οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ. Γίνεται ὅλη ἡ παιδαγωγία, γιὰ νὰ δεχθῆ ὁ ἄνθρωπος τὸν Χριστὸ Θεό.