Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 29.12.2013


ΚΥΡΙΑΚῌ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ (Γ α 1,11-19)
Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε σήμερα ἀκούγεται καὶ τὴν  εἰκοστή Κυριακὴ στὴν σειρὰ τοῦ Κυριακοδρομίου. Ὅμως σήμερα εἶναι ἡ Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ἑορταστικά, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἡμερομηνία, τὸν Ἰωσὴφ τὸν μνήστορα, τὸν προφήτη Δαυὶδ καὶ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο τὸν ἀδελφόθεο. Τὸν μὲν Ἰωσὴφ ποὺ ὑπηρέτησε τὴν σάρκωσι τοῦ Λόγου, τὸν Δαυὶδ ποὺ τὴν προφήτευσε, καὶ τὸν Ἰάκωβο ποὺ τὴν κήρυξε. Στὸ ἀνάγνωσμα ὑπάρχει χωρίο στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος μὲ πολὺ τιμητικὸ τρόπο. Καὶ αὐτὸ τὸ συγκεκριμένο χωρίο θὰ δοῦμε σήμερα. Γράφει ὁ Παῦλος·

«Ἕτερον τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου». Δὲν εἶδα κανέναν ἄλλον ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους παρὰ μόνον τὸν Ἰάκωβο τὸν ἀδελφὸ τοῦ Κυρίου. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἐπιστολὴ πρὸς Γαλάτας γράφει ὅτι ἦταν ζηλωτὴς καὶ φανατικὸς Ἰουδαῖος καὶ σκληρὸς διώκτης τῶν Χριστιανῶν, μέχρι ποὺ ὁ Κύριος εὐδόκησε καὶ τὸν κάλεσε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ κηρύξη τὸ εὐαγγέλιο στὰ ἔθνη. Ἡ μεταστροφή του ἔγινε γνωστή, ἀλλὰ δυσκολεύθηκαν οἱ πιστοὶ νὰ τὸν δεχθοῦν. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἀναγνωρίσουν ὡς ἀπόστολο τὸν διώκτη. Φαινόταν παράδοξο καὶ ἀπίστευτο. Ὅμως γιὰ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι τίποτε ἀκατόρθωτο. Φωνάζει ὁ προφήτης ἀπὸ τὸ παρελθόν· «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου!». Νά, τὶ μπορεῖ νὰ κάνη τὸ παντοδύναμο χέρι τοῦ Θεοῦ. Μετέτρεψε τὸν διώκτη σὲ θερμὸ ἀπόστολο.

Ἔπρεπε νὰ ἀναγνωρισθῆ τὸ γεγονός. Κρίθηκε ἀναγκαία ἡ παρουσία τοῦ Σαοὺλ στὰ Ἰεροσόλυμα ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, ὅπως καὶ ἔγινε. Σημειώνει ὁ ἴδιος τὰ περιστατικά. Μετὰ τὴν συνάντησί του μὲ τὸν Κύριο ἔξω ἀπὸ τὴν Δαμασκό, ἀποσύρθηκε γιὰ τρία χρόνια στὴν ἔρημο, γιὰ προσευχὴ, νηστεία, ἄσκησι καὶ μελέτη. Καὶ σημειώνει στὴν συνέχεια· «Ἔπειτα μετὰ τρία ἔτη ἀνῆλθον εἰς Ἰεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε». Ἔδωσε πλήρη ἀναφορὰ τῶν γεγονότων τῆς μεταστροφῆς του στὸν κορυφαῖο ἀπόστολο Πέτρο. Ἡ συνάντησις αὐτὴ κράτησε δεκαπέντε ἡμέρες, γιὰ νὰ διαπιστευθῆ στὴν ἐκκλησία τῶν Ἰεροσολύμων.

Ἔπρεπε νὰ γίνη αὐτὴ ἡ συνάντησις καὶ νὰ δοθοῦν ἀπὸ τὸν μέχρι τότε διώκτη οἱ ἐξηγήσεις τῆς μεταστροφῆς του. Ἡ ἐκκλησία δὲν εἶναι χῶρος στὸν ὁποῖο μπορεῖ ὁ καθένας νὰ παριστάνη τὸν ἀπόστολο, τὸν κληρικό, τὸν πνευματικό, τόν «γέροντα». Δὲν ἀρκοῦν τὰ ράσα γιὰ εἶναι κάποιος ἱερέας, διότι ράσα μπορεῖ νὰ φορέση ὁ ὁποιοσδήποτε, λειτουργὸς ὅμως τοῦ ὑψίστου δὲν μπορεῖ νὰ αὐτοανακηρύσσεται κανένας. Τὸ μυστήριο τῆς χειροτονίας πρέπει νὰ γίνη ἀπὸ κανονικὸ ἐπίσκοπο, ποὺ μὲ τὸ χειροτονητήριο γράμμα του πιστοποιεῖ ὅτι μετέδωσε τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα. Καὶ ὅταν ὁ κληρικὸς ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς μητροπόλεώς του, φέρει μαζί του γραπτὴ τὴν ἄδεια, στὴν ὁποία ἀναγράφεται ὅτι, μπορεῖ ἀκωλύτως νὰ ἱερουργῆ. Ὑπάρχει τάξις καὶ νόμος, γιὰ νὰ ἀποκλείεται ὁ ἐμπαιγμὸς καὶ ἡ ἀπάτη. Πρέπει νὰ ἔχουν καὶ οἱ πιστοὶ τὴν βεβαιότητα ὅτι μετέχουν σὲ μυστήρια μὲ ἐγκυρότητα, ποὺ μεταδίδουν πραγματικὰ τὴν χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ μνημόνευσις τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου ἀπὸ τὸν ἱερέα τῆς ὥρα τῆς λατρείας δὲν εἶναι κάποια φιλοφρόνησις, ἀλλὰ οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς κανονικότητος καὶ ἑνότητος τοῦ λειτουργοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτονομημένος, ἢ ἀνεξάρτητος. Ὁ Παῦλος αὐτὸ ἔκανε. Τὸν κάλεσε μὲν ὁ Κύριος, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ ἐνσωματωθῆ στὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ ἐμφανίσθηκε στοὺς πρώτους τῶν Ἰεροσολύμων καὶ ἀναγνωρίσθηκε κανονικὸς ἀπόστολος.

Καταγράφει δὲ ὡς πολὺ σημαντικὸ τὸ ὅτι συναντήθηκε καὶ εἶδε τὸν Ἰάκωβο, τὸν ἀδελφὸ τοῦ Κυρίου· «Ἕτερον τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου».

Γιατὶ θεωρεῖ σημαντικὸ τὸ γεγονὸς τῆς συναντήσεως μὲ τὸν Ἰάκωβο; Διότι ἀκριβῶς ὁ Ἰάκωβος κατέχει πολὺ σημαίνουσα θέσι στὴν πρώτη ἐκκλησία τῶν Ἰεροσολύμων. Δὲν εἶναι τώρα καιρὸς νὰ ἀναφερθοῦν τὰ σχετικὰ στοιχεῖα, ποὺ εἶναι πολλά. Ἀρκεῖ νὰ σημειωθῆ ὅτι καὶ ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν ἱεραποστολὴ μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων, φαίνεται ὅτι δίνει ἀναφορὰ στὸν Ἰάκωβο, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ἀνώτερο. Ἀναφέρω ἕνα περιστατικὸ γιὰ νὰ φανῆ ἡ θέσις τοῦ Ἰακώβου στὴν ἐκκλησία τῶν Ἰεροσολύμων. Μετὰ τὴν θαυμαστὴ ἀποφυλάκισι του, ποὺ τὸν ἔβγαλε ὁ ἄγγελος μέχρι ἔξω ἀπὸ τὴν φυλακὴ ἀσφαλῶς, ὁ Πέτρος, γιὰ νὰ φυλαχθῆ, ἀνεχώρησε, ἀφοῦ πρῶτα ἐνημέρωσε καὶ χαιρέτησε τοὺς πιστούς, ποὺ ἀγρυπνοῦσαν προσευχόμενοι γιὰ τὴν αἴσια ἔκβασι τῆς φυλακίσεώς του. Φεύγοντας, ζήτησε νὰ ἐνημερώσουν τὸν Ἰάκωβο, τόσο γιὰ τὸ θαῦμα ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀπουσία του μέχρι νὰ ἡσυχάσουν τὰ πνεύματα. Τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων σημειώνει· «Κατασείσας δὲ αὐτοῖς τῇ χειρὶ σιγᾶν διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ὁ Κύριος ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐκ τῆς φυλακῆς, εἶπε δε· ἀπαγγείλατε Ἰακώβῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ταῦτα. καὶ ἐπορεύθη εἰς ἕτερον τόπον». Καὶ μόνον ἀπὸ αὐτὸ τὸ χωρίο ἀντιλαμβανόμαστε σὲ πόσο ὑψηλὴ ἐκτίμησι εἶχαν ὄχι μόνον οἱ πιστοί, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ ἀπόστολοι, καὶ μάλιστα ὁ Πέτρος, τὸν Ἰάκωβο. Νὰ γιατὶ καὶ γιὰ τὸν Παῦλο ἦταν τόσο σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι συναντήθηκε μὲ τὸν Ἰάκωβο. Δηλαδὴ δὲν εἶναι μὶα ἁπλῆ σημείωσις ὅτι μεταξὺ ἄλλων εἶδε τὸν Ἰάκωβο, ἀλλ’ αὐτὴ ἡ συνάντησις δίνει κύρος καὶ στὸ ἔργο τοῦ ἰδίου τοῦ Παύλου. Εἶναι ἀπόστολος καὶ κηρύττει μὲ τὴν εὐλογία καὶ γνώμη καὶ τοῦ Ἰακώβου. Οἱ πιστοὶ ποὺ σέβονται τὸν Ἰάκωβο ἄφοβα ἀκοῦνε τὸν Παῦλο. Τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου ἀποκτᾶ ἐγκυρότητα στὰ μάτια τῶν πιστῶν, ἀφοῦ ἔχει τὴν ἔγκρισι, ἐπιβεβαίωσι καὶ ἀναγνώρισι τοῦ Ἰακώβου.

Ὁ Παῦλος ὡς νεοφώτιστος χριστιανός, ὡς νέο μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἀναλαμβάνει τὸ ἔργο τοῦ ἀποστόλου. Ἡ μεταστροφή του εἶναι ἕνα θαῦμα. Πρέπει ὅμως νὰ ἐπιβεβαιωθῆ ἀπὸ τὴν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμφανίζεται στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ γίνεται δεκτὸς ἀπὸ τὸν κορυφαῖο ἀπόστολο, τὸν Πέτρο. Θεωρεῖ ὅμως ἰδιαιτέρως ἀναγκαία τὴν συνάντησί του μὲ τὸν Ἰάκωβο, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἀναφέρει στὴν ἐπιστολή. Κανείς δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητῆ τὴν διδασκαλία τοῦ Παύλου ἐφ’ ὅσο πιά ἔχει τὴν συγκατάθεσι τοῦ Ἰακώβου, τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 22.12.2013


ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ (Ἑβ 11,9-10.32-40)
Σήμερα γίνεται ἡ τελευταία Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ εἶναι ἡ Κυριακὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων. Γι’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἐπιλεγμένο ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, καὶ γίνεται ἀναφορὰ στὴν πίστι ποὺ ἔδειξε ὁ Ἀβραάμ στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούγεται σήμερα, στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ κατὰ ἄνθρωπον, ὁ Ἀβραὰμ καταγράφεται πρῶτος στὸ γενεαλογικὸ δένδρο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι πρόγονός του.

Ὁ Ἀβραὰμ κλήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀφήση τὴν πατρίδα του καὶ νὰ πάη σὲ γῆ ποὺ θὰ τοῦ δείξη. Καὶ αὐτὸς πίστευσε ἀπόλυτα στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Δὲν ρώτησε ποῦ θὰ τὸν πάει, τὶ θὰ κάνει στὸν νέο τόπο, γιατὶ νὰ φύγη ἀπὸ τὴν πατρίδα του. Δὲν ρώτησε τίποτε. Δέχθηκε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ πίστευσε χωρὶς δισταγμὸ καὶ καμμία ἀμφιβολία. Ὁ Θεὸς ἁπλῶς τοῦ ὑποσχέθηκε νὰ τοῦ δώση τὴν χώρα, σὲ αὐτὸν καὶ τὰ παιδιά του, τοὺς ἀπογόνους του, ποὺ θὰ γίνουν πλῆθος ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης. Μόνο μὲ τὴν πίστι στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἦρθε καὶ κατοίκησε στὴν γῆ τῆς ὑποσχέσεως, αὐτὴ εἶναι ἡ γῆς τῆς «Ἐπαγγελίας». Ἀλλ’ ἐνῶ τοῦ τὴν ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, αὐτὸς ἔμεινε στὸν νέο τόπο ὡς ξένος, ὡς περαστικός, «πάροικος ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ». Δὲν ἦταν περαστικὸς μόνον μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ τὸ ἔδειξε μὲ τὴν συμπεριφορά του. Διότι δὲν ἔκανε μόνιμη ἐγκατάστασι, γι’ αὐτὸ ἔμενε σὲ σκηνές, σὲ ἀντίσκηνα, ποὺ φανερώνουν τὴν προσωρινότητα. Στὰ ἀντίσκηνα ἔμενε ὁ ἴδιος, καὶ τὸ ἴδιο ἔκαναν ὁ υἱὸς του Ἰσαὰκ καὶ ὁ ἐγγονός του Ἰακώβ, ποὺ ἦσαν συγκληρονόμοι τῆς ἴδιας ὑποσχέσεως ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός.

Εἶναι ἄξιον θαυμασμοῦ τὸ γεγονὸς τῆς ἀπολύτου πίστεως, ποὺ ἔδειξε ὁ Ἀβραὰμ στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Ὁ πατριάρχης αὐτὸς θεωρεῖται ὁ πατέρας τῆς πίστεως, τέλειο πρότυπο ἀνθρώπου ποὺ ἐμπιστεύεται μὲ ὅλη τὴν καρδιά του τὸν Θεό. Μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα, καὶ ὅπως ἔχομε μάθει ἐμεῖς πάντα νὰ κάνωμε ὑπολογισμοὺς καὶ νὰ ἐμπιστευόμαστε μόνον τὶς δικές μας δυνάμεις καὶ σχέδια, ἡ πρᾶξις τοῦ ὑπακοῆς καὶ ἐμπιστοσύνης στὸν Θεό, ποὺ ἔδειξε ὁ Ἀβραάμ, φαίνεται παραλογισμός, θὰ λέγαμε σήμερα «αὐτὸ εἶναι τρέλα». Καὶ ὅμως ὁ πατριάρχης, ὅπως ἔδειξε ἡ συνέχεια, δικαιώθηκε ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ ἀποδείχθηκε ὅτι ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ εἶναι σωτήρια ἐνέργεια. Καὶ ὅταν λέμε ὅτι ὁ Ἀβραὰμ εἶναι πρότυπο πίστεως, ἐννοοῦμε ὅτι τέτοια πρέπει νὰ εἶναι ἡ πίστις ὅλων μας. Κανόνας καὶ δρόμος πίστεως ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε καὶ ἐμεῖς ποὺ λεγόμαστε πιστοὶ χριστιανοί.

Γιατὶ ὅμως ζεῖ ὁ Ἀβραάμ, παρὰ τὸν πλοῦτο του, ὡς ξένος καὶ πάροικος στὰ ἀντίσκηνα; Φανερώνει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅτι δὲν δὲνεται μὲ τὴν γῆ, δὲν θεωρεῖ τὴν γῆ μόνιμη καὶ παντοτεινὴ κατοικία. Περιμένει κάθε στιγμὴ νὰ τοῦ δώση ὁ Θεὸς ἄλλη ἐντολή, τὴν ὁποία θὰ ἐκτελέση χωρὶς καμμία καθυστέρησι. Φανερώνει ἑτοιμότητα καὶ προθυμία ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀβραὰμ δὲν κάνει τὴν δική του ἐπιθυμία. Στὴν ζωή του ἐφαρμόζει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἐπέλεξε τυχαῖα νὰ τὸν κάνη πατριάρχη τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ του. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴν γενεά του θὰ προέλθει ὁ Μεσσίας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Ἡ προσωρινότητα ποὺ ζοῦσε ὁ Ἀβραὰμ εἶχε καὶ ἄλλο, θαυμασιώτερο λόγο. Τὸν σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέγει ὅτι· «ἐξεδέχετο τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Δηλαδὴ πρόσμενε μὲ βεβαιότητα ἕναν ἄλλο κόσμο, μία ἄλλη πόλι ποὺ εἶναι ἀκλόνητα θεμελιωμένη, καὶ τὴν ὁποία ἔκτισε ὁ Θεός. Νὰ γιατὶ εἶναι ἀκόμα πιὸ ἄξια θαυμασμοῦ ἡ πίστις τοῦ Ἀβραάμ. Περιμένει μία πόλι γιὰ τὴν ὁποία δὲν γνωρίζει τίποτε. Καὶ ὅμως εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι θὰ τὴν κληρονομήσει. Τοῦ τὴν ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν Ἀβραὰμ εἶναι ὑπέρβεβαιος καὶ ἀληθινός. Τόσο βαθειὰ τόσο ἀληθινὰ πιστεύει. Τρέμω τὴν σύγκρισι. Ποιὰ εἶναι ἡ δική μας πίστις;

Τρέμω τὴν σύγκρισι, διότι πίστευε ὁ Ἀβραὰμ χωρὶς νὰ ἔχη τὴν γνῶσι καὶ ἀποκάλυψι ποὺ ἔχομε ἐμεῖς. Ἐμεῖς ζοῦμε μετὰ Χριστόν. Ὁ Χριστὸς, ὅταν ἦρθε ἐδῶ στὴν γῆ, μᾶς δίδαξε καὶ μᾶς φανέρωσε τὰ πάντα γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιὰ τήν «τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Δίδαξε πολλὲς παραβολὲς μὲ θέμα τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ στὸ σύνολό της ἡ διδασκαλία του εἶχε θέμα τὴν αἰώνια βασιλεία, τὴν οὐράνια πολιτεία, γιὰ τὴν ὁποία εἴμαστε προορισμένοι. Τότε ἀκόμα δὲν εἶχε ἀκουσθεῖ ὁ Χριστὸς νὰ λέγη· «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». Σὲ μᾶς ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποκάλυψε ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὑπάρχει ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχει ὁ κόσμος. Καὶ ὅμως ὁ Ἀβραὰμ τὴν πίστευε καὶ τὴν περίμενε. Ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου, ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ σκοπό ἔχει νὰ μᾶς κατευθύνη τὰ βήματα πρὸς τὴν οὐράνια βασιλεία. Γινόμαστε χριστιανοὶ γιὰ νὰ γίνωμε τελικὰ πολῖτες τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Τὰ ἐπιβεβαίωσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ἐρκεῖ μόνον ἡ μαρτυρία του, ποὺ λέγει· «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Γιὰ τὸν Ἀβραὰμ δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀποκάλυψις ποὺ ἔχομε ἐμεῖς. Δὲν ὑπῆρχε ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, δὲν ὑπῆρχαν οἱ μαρτυρίες τῶν Ἀποστόλων, δὲν ὑπῆρχε ἡ ἐπιβεβαίωσις ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὅμως ἡ πίστις του ἦταν θεμελιωμένη στὸν οὐρανό.

Πέρασε τὴν ζωὴ του στὰ ἀντίσκηνα ὡς πάροικος μὲ τὴν αἴσθησι τῆς προσωρινότητος ἐδῶ στὴν γῆ, ἀλλὰ μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα γιὰ τὴν οὐράνια πατρίδα, μὲ ἀπαρασάλευτη τὴν πίστι στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ παρὰ τὴν πίστι του, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν», δηλαδὴ δὲν πρόλαβαν τὴν πραγματοποίησι τῶν ὑποσχέσεων. Ἐμεῖς ὅμως γνωρίσαμε τὴν Γέννησι τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἑτοιμαζόμαστε σὲ λίγες ἡμέρες νὰ τὴν ἑορτάσωμε. Μυηθήκαμε στὴν διδασκαλία του. Ἔχομε στὴν διάθεσί μας ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν πλήρη ἀποκάλυψι τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ἔχομε καὶ τὴν βιωματικὴ ἐμπειρεία τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχει θέσις γιὰ ἀπιστία, ὀλιγοπιστία, ἀμφιβολία στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἀποδειχθῆ ἡ ἀλήθεια τοῦ λόγου του. Δὲν ἔχομε παρὰ νὰ ἀκολουθήσωμε τὸν δρόμο πίστεως ποὺ ἀκολούθησε ὁ Ἀβραάμ.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 15.12.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΙΚΟΣΤῌ ΠΕΜΠΤῌ (Ἱερομάρτυρος) (Β΄ Τιμ 1,8-18)

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἐλευθερίου, καὶ γιὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἐπιλέγεται ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὴν σειρὰ τοῦ Μηνολογίου καὶ ὄχι τοῦ Κυριακοδρομίου. Αὐτὰ τὰ ἔχομε ἐξηγήσει καὶ ἄλλοτε, ἀλλὰ μία ὑπόμνησις μᾶλλον ὠφελεῖ. Ὑπάρχουν λοιπὸν δύο σειρὲς ἀναγνωσμάτων. Ἡ μία καλύπτει ὅλες τὶς ἑβδομάδες μὲ ἀριθμημένες τὶς Κυριακὲς τοῦ ἔτους. Αὐτὸ εἶναι τὸ Κυριακοδρόμιο. Ἡ ἄλλη σειρὰ καλύπτει τὶς μεγάλες μόνον ἑορτὲς καὶ λέγεται Μηνολόγιο. Σήμερα λόγω τῆς μεγάλης ἑορτῆς ἔχομε τὸ κείμενο ἀπὸ τὸ Μηνολόγιο. Εἶναι ὁ ἀπόστολος τοῦ ἁγίου, καὶ θὰ ἀναφερθούμε σὲ ἕνα χωρίο. Αὐτὸ εἶναι τό·
«Ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ’ ἐμοῦ ἤκουσας, ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Τὸ χωρίο αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὴν δεύτερη ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν μαθητή του Τιμόθεο. Ὁ Παῦλος ἐνδιαφέρεται ἰδιαιτέρως γιὰ τὴν προαγωγὴ τοῦ Τιμοθέου καὶ τοῦ δίνει σωτήριες ὁδηγίες γιὰ τὴν πνευματική του προκοπὴ καὶ πρόοδο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σωστὴ ἐπιτέλεσι τῶν ἀποστολικῶν του καθηκόντων. Ἀπὸ τὴν φρᾶσι «ὧν παρ’ ἐμοῦ ἤκουσας», συμπεραίνομε ὅτι ὁ Παῦλος, ὡς δάσκαλος τοῦ Τιμοθέου, τοῦ ἔχει διδάξει πολλά, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι γραμμένα ὅλα. Τὸ πῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁ Τιμόθεος, πῶς νὰ λειτουργῆ ὡς ἐπίσκοπος, πῶς νὰ λύνη διάφορα προβλήματα, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ γιὰ τὴν προκοπὴ στὸν πνευματικὸ βίο, σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τοῦ τὰ ἔχει διδάξει ὁ Παῦλος. Τοῦ ἔχει ἀφήσει, κατὰ κάποιο τρόπο εἰκόνα ζωγραφισμένη μὲ ζωηρὰ καὶ ἔντονα χρώματα, μέσα στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ βρίσκη ἀπαντήσεις γιὰ ὅλα τὰ θέματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν.
Μὲ τὴν ἐπιστολή του τὸν παραπέμπει στὰ ὅσα τοῦ ἔχει διδάξει κατὰ τὸ παρελθόν. Αὐτὰ νὰ θυμᾶται, διότι ἀποτελοῦν καθαρὴ καὶ σωτήρια διδασκαλία. Οἱ ὑγιεῖς λόγοι τοῦ Παύλου πρέπει νὰ καθοδηγοῦν τὸν Τιμόθεο. Ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὴν διαγωγή του, ἀλλὰ καὶ ἡ διδασκαλία του ἀποτελοῦν ὑποδείγματα ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει νὰ παρεκλίνη ὁ Τιμόθεος. Τόσο στὴν πίστι ὅσο καὶ στὴν ἀγάπη ποὺ καλλιεργεῖ στὶς καρδιές μας ὁ Χριστός. Ἐδῶ ἀναφέρεται μόνον στὴν πίστι καὶ στὴν ἀγάπη, διότι στὶς δύο αὐτὲς ἔννοιες περικλείονται τὰ πάντα. Ἡ πίστις εἶναι τὸ δόγμα καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἠθική, ἡ θεωρία καὶ ἡ πρᾶξις. Ἡ ἀληθινὴ πίστις καὶ ἡ πραγματικὴ ἀγάπη.
Γιατὶ ἐπιμένει ὁ Παῦλος στοὺς ὑγιαίνοντας λόγους; Διότι θέλει νὰ προστατεύση τὸν μαθητή του ἀπὸ σοβαρότατους κινδύνους, τοὺς κινδύνους τῆς πλάνης, τῆς αἱρέσεως. Θέλει νὰ τὸν προστατεύση ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τότε ἤδη εἶχαν ἐμφανισθεῖ καὶ δημιουργοῦσαν σοβαρά προβλήματα στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα δὲ ἐπίσημες αἱρετικὲς ὁμάδες ὑπάρχουν ἑκατοντάδες.
Τὸ ἴδιο πρόβλημα ταλανίζει τὴν Ἐκκλησία μέχρι σήμερα, γι’ αὐτὸ ὁ λόγος τοῦ Παύλου παραμένει πάντοτε ἐπίκαιρος καὶ σωτήριος. Πάντοτε θὰ ὑπάρχουν οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἀρρωστημένη διδασκαλία, μὲ τὴν πλάνη τους, παρασέρνουν στὴν ἀπώλεια τὶς ψυχὲς μας. Καὶ ἐδῶ χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή. Οἱ αἱρετικοὶ λειτουργοῦν μὲ πανουργία. Ποτὲ δὲν δείχνουν τὸ πραγματικό τους πρόσωπο. Γιὰ νὰ παρασύρουν τοὺς πιστοὺς ἐμφανίζονται γλυκομίλητοι, εὐπαρουσίαστοι, ποὺ μὲ τέχνη ἐκμεταλλεύονται δύσκολες στιγμὲς ποὺ μπορεῖ νὰ περνάη κάποιος, ὅπως ἀρρώστιες, οἰκονομικὰ προβλήματα, γενικὰ δυσκολίες, καὶ μὲ ὑπουλία διαδίδουν τὶς πλανεμένες διδασκαλίες τους.
Γιὰ νὰ μὴ παρασυρθοῦμε στὶς διάφορες ἐκτὸς Ἐκκλησίας διδασκαλίες φέρνομε μπροστὰ μας τὴν ὑγιαίνουσα διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τὴν παρέλαβαν ἀπὸ τὸν Κύριο, καὶ τὴν διέδοσαν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης οἱ μαθητές του. Καὶ ὅταν ἐμεῖς δὲν γνωρίζομε, ἀπευθυνόμαστε στοὺς ὑπευθύνους, τοὺς κληρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Τιμόθεος εἶχε ὡς πρότυπο τὸν Παῦλο. Καὶ ἐμεῖς ἔχομε τὸν Παῦλο, ἀλλὰ καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι μιμήθηκαν τὸν Παῦλο καὶ τὸν ἀντέγραψαν στὴν ζωή τους. Ἔχομε τὴν παράδοσι τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Ὑπογραμμίζομε ὅτι στὶς ἡμέρες μας ἡ προσοχή μας πρέπει νὰ εἶναι πιὸ μεγάλη, διότι ἀρρωστημένες διδασκαλίες, ποὺ δημιουργοῦν προβλήματα πίστεως καὶ ἀγάπης δὲν ἔχουν πάντα θρησκευτικὴ ἐμφάνισι. Πολλὲς αἱρέσεις ἀναπτύσονται καὶ διαδίδονται μὲ ταχύτητα ὡς κοινωνιστικὰ κινήματα, ἢ ψυχολογικὲς ἐταιρεῖες, συστήματα προερχόμενα ἀπὸ τὴν ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ συστήματα ἐπιστημοσύνης μὲ μεταφυσικές, κατὰ κανόνα, προεκτάσεις. Κύριο γνώρισμα ὅλων εἶναι οἱ ὑποσχέσεις γιὰ λύσι θεμάτων, ποὺ σὲ δύσκολες ἐποχές, ὅπως ἡ δική μας σήμερα, βασανίζουν, προβληματίζουν καὶ πιέζουν τοὺς ἀνθρώπους. Ὅποια ὀνομασία καὶ ἂν ἔχουν, βρίσκονται ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ ἡ διδασκαλία ὅλων αὐτῶν εἶναι νοθευμένη, δὲν εἶναι ὑγιής.
Πιὸ ἐπικίνδυνοι βεβαίως εἶναι οἱ λύκοι ποὺ ἔρχονται μὲ ἐνδυμα προβάτου. Νοθευμένη διδασκαλία ἀκούγεται καὶ ἀπὸ κάποιους πού, κατὰ τεκμήριο, πρέπει νὰ ἔχουν ὑγιαίνουσα διδασκαλία. Πρόκειται γιὰ πρόσωπα ποὺ ἐνεργοῦν μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ὡς ποιμένες, εἶναι ὅμως αὐτονομημένοι καὶ δὲν ὑποτάσσονται στὸν ἐπιχώριο ἐπίσκοπο. Θεωροῦνται προοδευτικοὶ μὲ νέες, σύγχρονες ἰδέες, προσαρμοσμένοι στὰ νέα κοινωνικὰ ρεύματα καὶ δεδομένα. Ἀκόμα πιὸ ἐπικίνδυνοι εἶναι κάποιοι οἱ ὁποῖοι αὐτοανακηρύσσονται «γεροντάδες», μέ προορατικὰ ἢ προφητικά, ἀκόμα καὶ θαυματουργικά «χαρίσματα».
Καὶ οἱ μὲν ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἐκμεταλλεύονται δύσκολες καταστάσεις, ποὺ περνοῦν οἱ ἀνθρωποι, γιὰ νὰ τοὺς παρασύρουν. Οἱ προβατόσχημοι λύκοι, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, χωρὶς κανένα φόβο Θεοῦ ἐκμεταλλεύονται τὴν εὐπιστία καὶ τὴν εὐλάβεια τῶν ἀνθρώπων. Καὶ αὐτὸ τὸ φαινόμενο τὸ εἶχε προβλέψει ὁ Παῦλος καὶ προειδοποίησε τοὺς πιστοὺς ἐκεῖ στὴν Μίλητο, καὶ εἶπε· «Ἀπὸ σᾶς τοὺς ἴδιους θὰ ἐμφανισθοῦν ἐγωπαθεῖς ἄνδρες ποὺ θὰ διδάσκουν διεστρμμένες καὶ ψεύτικες διδασκαλίες, γιὰ νὰ ἀποσπάσουν τοὺς μαθητὲς ἀπὸ τὸν ὀρθὸ δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ νὰ τοὺς παρασύρουν μὲ τὸ μέρος τους καὶ νὰ τοὺς κάνουν ὀπαδούς τους».
Χρειάζεται προσοχὴ στὴν ὑπόδειξι τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Εἶναι γραμμένη γιὰ μᾶς, γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς. Πάντα ἐλοχεύει ὁ κίνδυνος νὰ βρεθοῦμε μπροστὰ σὲ νοθευμένη διδασκαλία. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάξη.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 08.12.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΙΚΟΣΤῌ ΤΕΤΑΡΤῌ (Ἐφ 2,14-22)
Ἤδη προσεγγίζομε ὅλο καὶ περισσότερο τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὰ ἀναγνώσματα ποὺ ἀκούγονται ἔχουν σχετικες ἀναφορὲς ποὺ μᾶς θυμίζουν τὸν Ἐρχόμενο, τὸν Ἀναμενόμενο, αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦσαν οἱ προφῆτες, αὐτὸς τὸν ὁποῖο ἀνέμεναν, ὄχι μόνον οἱ Ἰουδαῖοι ἀλλὰ καὶ οἱ Ἐθνικοί.
Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα γίνεται ἀναφορὰ στὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ περιεχόμενο τοῦ κηρύγματός του. Αὐτὸ θὰ προσπαθήσομε νὰ δοῦμε μὲ συντομία.
Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὸν Χριστὸ ὅτι αὐτός· «Ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, ὅτι δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα». Πιὸ ἁπλᾶ λέγει ὅτι, ὁ Χριστός ὅταν ἦρθε ἐδῶ στὴν γῆ, κήρυξε τὸ χαρούμενο μήνυμα τῆς εἰρήνης σὲ σᾶς ποὺ ἤσασταν μακρυά του καὶ σὲ μᾶς ποὺ εἴμασταν κοντά του. Μὲ τὸν Χριστὸ ὁδηγούμαστε καὶ προσεγγίζομε πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ οἱ δύο λαοὶ μὲ τὸ ἴδιο ἅγιο Πνεῦμα.
Γιὰ νὰ κατανοήσωμε καλύτερα τὸ θέμα πρέπει νὰ ἔχωμε ὑπ’ ὄψι μας τὴν ἐπικρατοῦσα μέχρι τότε κατάστασι. Στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ, τὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὑπῆρχε ξεκάθαρα ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ πίστευαν στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, εἶχαν τὸν νόμο, τοὺς προφῆτες, τὸν ναὸ μὲ τὸ τελετουργικό του, καὶ ἄλλα. Αὐτοὺς τοὺς ὀνομάζει ὁ Παῦλος «ἐγγύς», διότι θεωρητικὰ ἦταν κοντὰ στὸν Θεό. Ἧταν οἰκειακοὶ τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἦταν ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί. Ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἀγνοοῦσαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρευαν τὰ εἴδωλα τοῦ πολυθεϊσμοῦ. Αὐτοὶ εἶναι οἱ μακράν. Πραγματικὰ ἦταν μακρυὰ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό, μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, μακρυὰ ἀπὸ τὸ φῶς.  Ὑπῆρχαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Ἐθνικοί. Ἀκούσαμε δὲ σὲ προηγούμενο ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἐξωτερικὸ σημάδι τῆς διακρίσεως, ποὺ τοὺς χώριζε. Οἱ μὲν Ἰουδαῖοι εἶχαν περιτομὴ οἱ δὲ ἐθνικοὶ ἦσαν ἀπερίτμητοι. Καὶ γιὰ συντομία λέγονταν οἱ μὲν Περιτομή, οἱ δὲ Ἀκροβυστία. Μεταξύ τους ὑπῆρχε μεγάλη ἀπόστασι. Οἱ διαφορές τους ἦταν μεγάλες καὶ ἐπικρατοῦσε μία ἐχθρότητα. Αὐτὴ ἦταν ἡ κατάστασις.
Ὅταν κατέβηκε ἐδῶ κάτω ὁ Χριστὸς, κήρυξε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς εἰρήνης. Προάγγελος ἦταν ὁ ἀγγελικὸς ὕμνος ποὺ ἀκούσθηκε τὴν νύκτα τῆς Γεννήσεως. Οἱ ἄγγελοι ἔψαλαν τό· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Ἀκούσθηκε οὐράνιο μήνυμα εἰρήνης. Μὲ αὐτὴν τὴν εἰρήνη κάλεσε σὲ ἑνότητα τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἐθνικούς, τοὺς ὁποίους χώριζε καὶ διέκρινε ἔχθρα. Ἡ ἑνότητα αὐτή, στὴν ὁποία κάλεσε ὁ Χριστὸς τοὺς λαοὺς ὅλους, δὲν ἦταν ἐνότητα πολιτική, ἀλλ’ ἦταν ἑνότητα θρησκευτική, μὲ βάσι τὴν κοινὴ πίστι στὸν ἀληθινὸ Θεό. Δηλαλὴ ὁ Χριστὸς κάλεσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, Ἰουδαίους καὶ Ἐθνικοὺς, κοντά στὸν Πατέρα του, νὰ τοὺς εἰρηνεύση, νὰ τοὺς ἑνώση, νὰ τοὺς συμφιλιώση, καὶ νὰ γκρεμίση τὸ τεῖχος τοῦ μίσους καὶ τῆς ἔχθρας ποὺ ὑπῆρχε ἀνάμεσά τους, καὶ νὰ ἀποτελέσουν ἔτσι τὸν νέο λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἐκκλησία.
Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε ἀκόμη ὅτι αὐτὴν τὴν ἑνότητα τῶν συμφιλιωμένων πιὰ ἀνθρώπων, τὴν παρομοιάζει μὲ μία οἰκοδομὴ θεμελιωμένη στοὺς προφῆτες καὶ ἀποστόλους ποὺ στηρίζονται πάνω στὸ θεμέλιο λίθο, στὸ σταθερὸ καὶ ἐμετακίνητο ἀγκωνάρι τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ τονισθῆ ὅτι στὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου γίνεται ἀναφορὰ στὸν τριαδικὸ Θεό. Τί λέγει; «Δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα». Καὶ τοὺς δύο λαούς, δηλαδὴ Ἰουδαίους καὶ Ἐθνικούς, τοὺς παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι ὁ Χριστὸς καὶ τοὺς κατευθύνει, τοὺς ὁδηγεῖ μὲ τὸ ἴδιο ἅγιο Πνεῦμα πρὸς τὸν Πατέρα.
Πραγματικὰ ὁ Θεὸς δὲν ἐγκατέλειψε τοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι τόση ἡ ἀγάπη του, ὥστε τὸν ἴδιο τὸν Υἱό του τὸν μονογενῆ ἔστειλε κάτω στὴν γῆ νὰ μᾶς συναντήση. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία μας καὶ φανερώθηκε σὲ μᾶς στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ μᾶς κάλεσε ὅλους κοντά του καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μᾶς ὁδήγησε στὸν Πατέρα. Χωρὶς τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ προσέγγισι τοῦ Πατέρα. Αὐτὸς εἶναι ὁ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἡ προσαγωγὴ γίνεται ἀπὸ τὸν Υἱό. Ὁ Υἱὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς δίδαξε τὴν ἀλήθεια, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε τὸν προορισμό μας, ποὺ φανέρωσε τὸν Πατέρα καὶ μᾶς προετοίμασε νὰ δεχθοῦμε τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ τὰ ἔκανε αὐτὰ μὲ τὴν διδασκαλία του, τὰ θαύματά του καὶ τὸ πάθος του, τὴν σταυρικὴ θυσία καὶ τὴν ἀνάστασί του. Ἐπειδὴ ἡ εὐθύνη ποὺ βρεθήκαμε μακρυά του εἶναι δική μας, μᾶς κάλεσε σὲ μετάνοια καὶ ζήτησε νὰ συμφιλιωθοῦμε μεταξύ μας καὶ μαζί του.
Ἐπὶ πλέον ἐπειδὴ ἡ παράβασις μᾶς σκότισε τὸν νοῦ, δὲν μπορούσαμε νὰ διακρίνωμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ γνωρίσωμε τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἦρθε ὅμως τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ μᾶς φώτισε τὸν νοῦ. Ἔτσι «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», ὅπως πολὺ ὡραῖα ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. Χωρὶς αὐτὸν τὸν φωτισμὸ δὲν θὰ ἦταν δυνατὴ σὲ μᾶς ἡ ἀποκάλυψις τῆς ἀλήθειας, δὲν θὰ μποροῦσαμε νὰ γνωρίσωμε τὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς μᾶς ὀδηγεῖ, τὸ Πνεῦμα μᾶς φωτίζει καὶ μποροῦμε καὶ ὁδηγούμαστε στὸν Πατέρα.
Καὶ συμπερασματικὰ λέγει ὁ Παῦλος· «Ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ». Δὲν μπορῶ νὰ μὴν ἐκφρασθῶ θαυμαστικά. Τί μεγαλεῖο ζοῦμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Ἐκεῖ ποὺ εἴμασταν παραβάτες καὶ ἔνοχοι ἔρχεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὸν Υἱό του μᾶς καλεῖ κοντά του, μᾶς φωτίζει μὲ τὸ Πνεῦμά του, καὶ ἀπὸ ξένους μᾶς κάνει συμπολῖτες τῶν ἁγίων καὶ οἰκειακοὺς τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἀνεβάζει ἀπὸ τὴν γῆ στοὺς οὐρανούς. Μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους μᾶς κάνει συγκατοίκους τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ οἰκειακοὺς τοῦ Θεοῦ.
Τὸ μεγαλειῶδες καὶ οὐράνιο δῶρο, νὰ εἴμαστε συμπολῖτες τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, μᾶς τὸ ἔδωσε χάρισμα ὁ Θεός. Ἡ δική μας τώρα εὐθύνη εἶναι νὰ ἀκολουθήσωμε τὸν Χριστό στὸ κάλεσμά του μὲ τὴν δική μας θέλησι. Αὐτὸ περιμένει ἀπὸ ἐμᾶς. Νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε πιστὰ καὶ σταθερά. Ἀξίζει κάθε κόπος καὶ θυσία ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ. 

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 01.12.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΙΚΟΣΤῌ ΤΡΙΤῌ (Ἐφ 2,4-10)
Τὸ θέμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ἀγαπητοί, εἶναι θεμελιῶδες, οὐσιαστικὸ καὶ τὸ μόνο ποὺ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολῆ. Δὲν μᾶς ὠφελεῖ σὲ τίποτα ἂν κερδήσομε τὸν κόσμον ὅλο καὶ χάσουμε τὴν ψυχή μας. Ἑπομένως τὸ ἐνδιαφέρον μας γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ πρέπει νὰ μᾶς συνέχει.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται συχνὰ στὸ θέμα αὐτό, ὅπως κάνει καὶ στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Τονίζει ὅτι ὁ Θεὸς κινούμενος ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους πού, λόγω τῆς ἁμαρτίας, εἴμασταν νεκροί πνευματικά, μᾶς ἔδωσε ζωή. Τὸ μεγάλο αὐτὸ ἀγαθὸ δὲν τὸ ἀξίζομε, δὲν τὸ δικαιούμαστε. Δὲν τὸ δικαιούμαστε, διότι ἡ συμπεριφορὰ τοῦ δημιουργήματος πρὸς τὸν Δημιουργὸ ἦταν τέτοια, ποὺ τοῦ στέρησε κάθε δικαίωμα. Ἔχασε τὸ δικαίωμα στὴν ζωή, διότι ἐνῶ εἶχε ἐνημερωθῆ καὶ γνώριζε τὶς συνέπειες τῆς ἀνυπακοῆς, ὁ ἄνθρωπος προχώρησε στὴν παράβασι τῆς ἐντολῆς. Ὁ Θεὸς εἶχε ὁρίσει καὶ τὴν συνέπεια. Εἶπε στὸν Ἀδὰμ· Ἀπὸ τοῦ ξύλου ὅτι τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ δὲν πρέπει νὰ φᾶς, διότι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ φᾶς θὰ πεθάνης. Ἡ συνέπεια τῆς παρακοῆς ἦταν ὁ θάνατος. Καὶ αὐτὸ ἔγινε. Ὁ ἄνθρωπος βρέθηκε ἐξόριστος ἀπὸ τὸν παράδεισο, μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὸν παράδεισο, καὶ ἡ στέρησις τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τὸν Θεὸ πατέρα καὶ δημιουργό, εἶναι ὁ πνευματικὸς θάνατος, ὁ πραγματικὸς θάνατος.
Ἀλλά «καθὼς οἰκτήρει πατὴρ υἱούς, ὠκτήρησε Κύριος τοὺς φοβουμένος αὐτόν». Δηλαδὴ ὅπως ὁ πατέρας συγχωρεῖ καὶ ἀνέχεται τὰ παιδιά του, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος φέρεται πρὸς ἐκείνους ποὺ τὸν σέβονται. Ποτὲ ἡ ἀγάπη τοῦ Πατέρα δὲν θὰ ἄφηνε τὰ δημιουργήματά του στὴν ἀπώλεια καὶ τὸν θάνατο. Οἰκονόμησε τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Καὶ τὸ σχέδιο τῆς σωτηρίας μπῆκε σὲ ἐφαρμογὴ μὲ τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Υἱοῦ του, μὲ τὴν σάρκωσι τοῦ Λόγου. Ἤδη ἔχομε εἰσέλθη στὴν ἐκκλησιαστικὴ περίοδο τῶν νηστειῶν ὡς προετοιμασία γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τῆς μεγάλης ἑορτῆς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως, τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου. Ἦρθε ἐδῶ κάτω στὴν γῆ ὁ Θεὸς ὡς ἄνθρωπος γιὰ νὰ χαρίση σὲ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους τὴν λύτρωσι καὶ σωτηρία.
Μᾶς κάλεσε νὰ συμφιλιωθοῦμε. Κάλεσε ἐμᾶς τοὺς ἐνόχους τῆς παραβάσεως καὶ παρακοῆς. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ παραβάτες καὶ σὲ ἐμᾶς δίνει τὴν δυνατότητα καὶ εὐκαιρία νὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὶς συνέπειες τῆς παρακοῆς. Μᾶς καλεῖ σὲ μετάνοια. Μᾶς καλεῖ νὰ ἀναγνωρίσωμε τὸ σφᾶλμα μας, γιὰ νὰ μᾶς τὸ συγχωρήση. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος δρόμος καὶ τρόπος σωτηρίας. Δὲν μποροῦμε νὰ κάνωμε τίποτε ἄλλο. Μὲ δικούς μας τρόπους καὶ μέσα, σωτηρία δὲν ὑπάρχει.
Στὴν πορεία του μέσα στὴν ἱστορία ὁ ἀνθρωπος δοκίμασε πολλοὺς τρόπους γιὰ νὰ σωθῆ καὶ ἀπέτυχε. Δὲν τοῦ πρόσφερε τίποτε οὔτε ὁ Νόμος, οὔτε ἡ εἰδωλολατρία, οὔτε ἡ φιλοσοφία, οὔτε τὰ καλά του ἔργα. Ὅλα ἀποδείχθηκαν ἀτελέσφορα καὶ μάταια. Μόνη ἐλπίδα πιὰ ἔμεινε μόνον ὁ Δημουργός του, ὁ Θεός.
Ξέρομε ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ὀργάνωσί μας καὶ τὴν ἀπόδοσι τῆς δικαι-οσύνης στὰ ἀνθρώπινα μέτρα, ὅτι σὲ κάθε προσφυγή στὰ δικαστήρια ὑπάρχη καὶ δεύτερος βαθμὸς κρίσεως τῶν διαφόρων ὑποθέσεων, μὲ τὴν λεγόμενη ἔφεσι. Κρίνεται τότε ἡ ὑπόθεσις ἀπὸ ἕνα ἄλλο δικαστήριο, ἀνώτερο ἀπὸ τὸ πρῶτο. Ὑπάρχει ἀκόμα καὶ ἡ δυνατότητα προσφυγῆς στὸ ἀνώτατο δικαστήριο γιὰ τὴν τελεσιδικία. Καὶ πάλι δὲν ἐξαντλοῦνται τὰ μέσα. Ὑπάρχει ἡ δυνατότητα προσφυγῆς στὸν ἀνώτατο ἄρχοντα τοῦ τόπου, στὸν ὁποῖο, κάτω ἀπὸ κάποιες προϋποθέσεις, τοῦ δίδεται τὸ δικαίωμα νὰ χαρίση ὁποιαδήποτε ποινή, ἀκόμη καὶ νὰ χαρίση τὴν ζωὴ σὲ μελλοθάνατο. Λέγεται δικαίωμα χάριτος.
Μεταφέρομε τώρα τὴν περίπτωσι αὐτὴ στὴν πνευματικὴ ζωή μας καὶ στὸν ἀγῶνα μας γιὰ τὴν σωτηρία καὶ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν εὐθύνη καὶ καταδίκη τῆς παραβάσεως. Κάναμε ὅ,τι μπορούσαμε, ἀλλὰ δὲν πετύχαμε τίποτε. Ἡ καταδίκη μας παραμένει καὶ μᾶς ἀναμένει. Τελευταία ἐλπίδα μας εἶναι ἡ χάρις ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς δώση ὁ Παντοκράτωρ Κύριος. Ὁ ἀπόστολος μᾶς ἀναγγέλλει αὐτὴν τὴν εἴδησι ὅταν γράφει· «Χάριτί ἐστε σεσωσμένοι». Καὶ συμπληρώνει ἐπαναλαμβάνοντας· «Τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διὰ τὴς πίστεως· καὶ τοῦτο οὐκ ἐξ ὑμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον, ἵνα μη τις καυχήσηται». Σὲ μᾶς τοὺς καταδίκους μᾶς δόθηκε χάρις ἀπὸ τὸν Θεό. Σωθήκαμε. Εἴμαστε σωσμένοι ἀφοῦ χάρισε ὁ Θεὸς τὴν ποινή μας ἐπειδὴ πιστεύσαμε. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔκανε ἕνα δῶρο. Σωθήκαμε ὄχι διότι τὸ ἀξίζαμε, ἢ μέτρησαν τὰ καλὰ μας ἔργα, ἀλλὰ διότι μᾶς ἔκανε χάρι ὁ Θεός.
Μᾶς τὸ βεβαιώνει ἡ περίπτωσις τοῦ ληστοῦ ποὺ συσταυρώθηκε μὲ τὸν Χριστό. Τὶ ἔκανε; Ποιὰ ἔργα παρουσίασε στὸν Θεό; Τὶ μποροῦσε νὰ κάνη πάνω ἀπὸ τὸν σταυρό; Πίστευσε ὅμως ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεός, καὶ ἀπὸ αὐτὸν τὸν Θεό ζήτησε χάρι. Καὶ ὁ Θεός, ἐκείνη τὴν στιγμή, ὑπέγραψε τὴν πρᾶξι τῆς χάριτος καὶ ὁ ληστὴς βρέθηκε ἀθῶος, ἀπαλλαγμένος ἀπὸ κάθε εὐθύνη γιὰ τὶς κακουργηματικὲς πράξεις ποὺ τὸν ὁδήγησαν στὴν καταδίκη τοῦ μαρτυρικοῦ καὶ ἐπώδυνου σταυρικοῦ θανάτου. Ὁ ἄσωτος τῆς παραβολῆς ἀποκαθίσταται ἀπὸ τὸν πατέρα του στὴ πρώτη θέσι του. Δὲν τοῦ ζήτησε νὰ ἀποκαταστήση τὴν ζημία ἢ νὰ ἐπιστρέψη τὸν πλοῦτο ποὺ σκόρπισε στὴν ἄσωτη ζωή. Χάρι τοῦ ἔδωσε μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἐπέστρεψε μετανοημένος. Χάρι ἔδωσε ὁ Κύριος καὶ στὴν πόρνη καὶ τὴν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς της.
Ἔτσι μᾶς ἀντιμετωπίζει ὁ Κύριος. Διαγράφει τὸ χρέος. Μᾶς χαρίζει τὴν ὀφειλή. Σχίζει τὸ χειρόγραφο μὲ τὰ χρέη μας χωρὶς ἐμεῖς τίποτε νὰ πληρώσωμε. Τὸ κάνει αὐτό, ὅπως ἐπεξηγεῖ ὁ Παῦλος, «ἵνα ἐνδείξηται ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς ἐπερχομένοις τὸν ὑπερβάλλοντα πλοῦτον τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ’ ἡμᾶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Δηλαδὴ γιὰ νὰ μᾶς δείξη σὲ μᾶ τοὺς ἀνθρώπους ὅλων τῶν αἰώνων πόσο μεγάλη διάθεσι ἔχει ὁ Θεὸς νὰ χαρίζη σὲ μᾶς τὴν σωτηρία στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Ἐμεῖς γιὰ νὰ σωθοῦμε ἀπὸ μόνοι μας δὲν μποροῦμε. Καὶ ἂν ὅλη μᾶς τὴν ζωὴ τὴν ξοδέψουμε σὲ ἀγαθοεργίες καὶ ἀγῶνες ἀσκήσεως, σωτηρία δὲν μποροῦμε νὰ πετύχουμε. Μόνη μας ἐλπίδα εἶναι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ χάρις του. Ὁ λόγος του μᾶς βεβαιώνει ὅτι ὁ Θεός, ἂν πιστεύσουμε, ἔχει τὴν δύναμι καὶ τὴν θέλησι καὶ τὴν διάθεσι νὰ μᾶς κάνη χάρι, νὰ διαγράψη τὰ χρέη μας, τὶς ἀναρίθμητες ἁμαρτίες μας, γιὰ νὰ νὰ σωθοῦμε.
Τί «πλοῦτος τῆς χάριτος αὐτοῦ ἐν χρηστότητι ἐφ’ ἡμᾶς»!   

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 24.11.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΙΚΟΣΤῌ ΔΕΥΤΕΡᾼ (Γα 6, 11-18)
Τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τὸ ἀκούσαμε καὶ τὴν Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως. Καὶ τότε προσπαθήσαμε νὰ παρουσιάσωμε μέρος τῆς περικοπῆς, ποὺ ἀναφέρεται στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ τοῦ κάθε πιστοῦ. Καὶ σήμερα θὰ παρουσιάσωμε  ἀπὸ τὴν περικοπὴ τὴν φρᾶσι· «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τις ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία». Δὲν εἶναι παντελῶς ἄγνωστοι οἱ ὅροι περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, ὡστόσο πρέπει νὰ δοθοῦν κάποιες ἐξηγήσεις.
Ἡ περιτομὴ ἰσχύει ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος μὲ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ τὴν ἐφάρμοσε σὲ ὅλα τὰ ἄρρενα μέλη τῆς γενιᾶς του, ὡς σημάδι γιὰ νὰ διακρίνωνται ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο εἰδωλολατρικὸ κόσμο. Γινόταν σὲ οἰκογενειακὸ ἑορταστικὸ περιβάλλον τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννησι τοῦ ἀγοριοῦ, καὶ τότε δίνανε καὶ τὸ ὄνομα. Ἡ περιτομὴ χαρακτήριζε τὰ μέλη τοῦ περιούσιου λαοῦ, τοῦ ἰουδαϊκοῦ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ὡς τέλειος ἄνθρωπος, καὶ ὡς πραγματικὸ καὶ ἱστορικὸ πρόσωπο, προερχόμενος ὡς ἄνθρωπος ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, ὑπέστη τὴν περιτομή. Ὁ Κύριος ἐφάρμοσε στὸ πρόσωπό του ὅλον τὸν μωσαϊκὸ νόμο, καὶ βεβαίως τὶς διατάξεις γιὰ τὴν περιτομή. Ἡ δὲ Ἐκκλησία μας καθιέρωσε τὴν ἑορτὴ τῆς περιτομῆς τοῦ Κυρίου, καὶ γίνεται αὐτὴ τὴν πρώτη Ἰανουαρίου, δηλαδὴ τὴν ὄγδοη ἡμέρα ἀπὸ τὴν γέννησί του.
Οἱ ἄλλοι λαοί, οἱ εἰδωλολάτρες ποὺ δὲν γνώριζαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, ἀγνοοῦσαν καὶ τὴν περιτομή καὶ παρέμειναν μὲ τὴν ἀκροβυστία. Ἔτσι ὑπῆρχαν οἱ περιτμημένοι καὶ οἱ ἀπερίτμητοι. Δύο διαφορετικοὶ κόσμοι, τονίζω ὅμως μόνον ὅσον ἀφορᾶ τὴν πίστι, τὴν θρησκεία. Οἱ περιτμημένοι πίστευαν καὶ λάτρευαν τὸν ἀληθινὸ Θεό, καὶ οἱ ἀπερίτμητοι ἦσαν ὅσοι ἀγνοοῦσαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ παρέμεναν μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἀληθινὴ πίστι στὴν  πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας.
Στὰ χρόνια ποὺ ἦρθε ὁ Χριστὸς ἡ διάκρισις αὐτὴ ὑπῆρχε, ἀλλὰ εἶχε χάσει τὸ πνευματικὸ νόημα ἡ περιτομή. Ἧταν ἁπλῶς ἕνα ἐξωτερικὸ σημάδι διακρίσεως. Ἡ περιτομὴ δὲν τοὺς ἔκανε νὰ νοιώθουν ὡς λαὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐφαρμόζει πιστὰ τὸν νόμο καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Θυμηθεῖτε τὴν ἀπολογία τοῦ πρωτομάρτυρος Στεφάνου, ὁ ὁποῖος στὴν ἀπολογία του ἔλεγξε τοὺς συμπατριῶτες του μὲ τὰ λόγια· «Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ καὶ τοῖς ὠσίν, ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ Ἀγίῳ ἀντιπίπτετε, ὡς οἱ πατέρες ὑμῶν καὶ ὑμεῖς». Ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς ὑπέδειξε τὴν περιτομὴ γιὰ νὰ αἰσθάνωνται τὴν παρουσία του καὶ νὰ τὸν πιστεύουν καὶ νὰ τὸν τιμοῦν, νὰ βρίσκωνται στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ μακρυὰ ἀπὸ τὰ εἴδωλα, στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἡ περιτομὴ εἶχε ἀξία ὅσο τοὺς κρατοῦσε ἀποκομμένους καὶ μακρυὰ ἀπὸ τὴν πλάνη τῆς εἰδωλολατρίας. Οἱ Ἰουδαῖοι ὅμως κράτησαν τὴν περιτομὴ ὡς ἕνα σημάδι, καὶ εἶχαν μεγάλη καύχησι γι’ αὐτό, ἀλλὰ στὴν οὐσία ζοῦσαν σὰν τοὺς ὁπαδοὺς τῶν εἰδώλων Εἶχαν πάθει ὅ,τι καὶ ἐμεῖς σήμερα, ποὺ καυχόμα-στε ὅτι εἶμαστε χριστιανοί ὀρθόδοξοι, ἀλλὰ μόνο στὸ ὄνομα, διότι στὴν πρᾶξι εἴμαστε μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ὀρθοδοξίας.
Ὅταν στὴν συνέχεια ἦρθε ὁ Χριστὸς ἐδῶ στὴ γῆ, κατήργησε αὐτὴν διαχωριστικὴ γραμμή, ἰσοπέδωσε τὴν διάκρισι καὶ κάλεσε σὲ μία ἑνότητα ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Ἔλυσε «τὸ μεσότοιχο τοῦ φραγμοῦ» καὶ δημιούργησε μία νέα κατάστασι. Δημιούργησε μία νέα πραγματικότητα στὴν ὁποία δὲν ἰσχύουν ἐξωτερικά σημάδια. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸ διακηρύττει ξεκάθαρα· «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τις ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία». Περιτμημένοι καὶ ἀπερίτμητοι κλήθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὴν νέα ἑνότητα ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ γράφει ὁ ἀπόστολος· Στὴν Ἐκκλησία, «οὐκ ἔνι Ἕλλην καὶ Ἰουδαῖος, περιτομὴ καὶ ἀκροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δοῦλος, ἐλεύθερος, ἀλλὰ τὰ πάντα καὶ ἐν πᾶσι Χριστός». Πιὸ ἁπλᾶ· Στὴν νέα αὐτὴ κατάστασι τῶν ἀνακαινισμένων ἀνθρώπων ἀπὸ τὸν Χριστό, δὲν ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ Ἕλληνος καὶ Ἰουδαίου, περιτμημένου Ἰσραηλίτου καὶ ἀπερίτμητου ἐθνικοῦ. Δὲν ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ βαρβάρου καὶ Σκύθου, δούλου, ἐλεύθερου, ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ καὶ σὲ ὅλους τοὺς πιστοὺς εἶναι ὁ Χριστός. Αὐτὴ εἶναι ἡ νέα πλέον κατάστασις. Ἐθνικοὶ, καὶ Ἰουδαῖοι κλήθηκαν ἀπὸ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος τοὺς ἕνωσε.
Ἡ Ἐκκλησία συγκροτεῖται ἀπὸ χριστιανοὺς ἐξ Ἰουδαίων καὶ ἐξ Ἐθνικῶν. Στὴν ἀρχὴ ὑπῆρξε κάποιο πρόβλημα γιὰ τὴν εἴσοδο τῶν ἐθνικῶν στὴν Ἐκκλησία. Ὑποστήριζαν κάποιοι ὅτι πρέπει πρῶτα νὰ τοὺς γίνεται περιτομὴ καὶ μετὰ νὰ γίνεται ἡ βάπτισις. Τὸ σοβαρὸ αὐτὸ πρόβλημα τὸ ἔλυσε ἡ Ἀποστολικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία ἀποφάσισε ὅτι δὲν χρειάζεται ἡ περιτομή. Μποροῦν οἱ ἐθνικοὶ νὰ γίνωνται χριστιανοὶ χωρὶς νὰ περιτέμνωνται. Ἀλλ’ ἐπειδὴ μερίδα τῶν ἐξ Ἰουδαίων χριστιανῶν ἐπέμενε στὴν ἀνάγκη τῆς περιτομῆς, ὁ Παῦλος συχνὰ ἀναφέρει τὸ θέμα. Στὴν σημερινὴ ἀποστολικὴ περικοπὴ πάλι ἀναφέρεται ἀκριβῶς σὲ αὐτὸ τὸ θέμα καὶ ξαναγράφει ὅτι ἡ περιτομὴ δὲν χρειάζεται, δὲν ἔχει καμμία δύναμι, ἀξία καὶ σημασία. Ἐξ ἄλλου ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν. Ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ τὸν κάλεσε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα τοῦ ἀνέθεσε τὴν εὐθύνη νὰ κηρύξη τὸ εὐαγγέλιο «ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων». Καὶ ὅσοι πίστευαν στὸν εὐαγγέλιο γίνονταν χριστιανοὶ χωρὶς βεβαίως νὰ περιτέμνωνται.
Ἡ περιτομὴ εἶχε τὴν θέσι τῆς μέσα στὸ τελετουργικὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀφοῦ, ὅπως τονίσθηκε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν ὑπέστη. Ἀλλὰ στὴν νέα ζωή, τὴν πνευματικὴ ποὺ ἐγκαθίδρυσε ὁ Χριστός, ἀχρηστεύθηκε καὶ καταλύθηκε ἡ περιτομή, αὐτὴ ἡ τομὴ ποὺ γινόταν στὴν σάρκα. Πλέον ἰσχύει ἄλλη περιτομή, ἡ περιτομὴ τῶν κακιῶν, τοῦ μίσους. Ἰσχύει ἡ περιτομὴ τῆς ἁμαρτίας μέσα στὴν καρδιὰ τῶν πιστῶν. Αὐτὴ εἶναι ἡ καινούργια κατάστασις, τὴν ὁποία ὁ ἀπόστολος ὀνομάζει «καινὴ κτίσι». Στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ δὲν ἰσχύει οὔτε ἡ περιτομὴ οὔτε ἡ ἀκροβυστία, ἰσχύει μόνον ἡ νέα δημιουργία, ἡ καινὴ κτίσις, ὁ νέος κόσμος, ὁ πνευματικός.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νὰ ζήσωμε καὶ νὰ πορευθοῦμε σὲ αὐτὴν τὴν καινὴ κτίσι. Ὅπου τὸ στοιχεῖο καὶ ἡ δύναμις ποὺ μᾶς ἑνώνει στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ πίστις στὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ Ἐκκλησία δέχεται τὸν κάθε ἕνα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη, φυλετική, γλωσσική, κοινωνική, κτλ. προέλευσι, ἀρκεῖ νὰ ἀποκοπῆ, νὰ περιτμηθῆ, ἀπὸ τὴν πλάνη καὶ νὰ πιστεύση στὸν Χριστό.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 17.11.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΙΚΟΣΤῌ ΠΡΩΤῌ (Γα 2, 16-20)
Τὸν ἀπόστολο ποὺ ἀκούσαμε σήμερα τὸν ἀκούσαμε καὶ τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσι τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, καὶ τότε ἐξηγήσαμε ἕνα μέρος τῆς περικοπῆς, ἐπιλεγμένο γιὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη, στὸ ὁποῖο γίνεται λόγος γιὰ τὸν σταυρό. Σήμερα θὲ ἐπιλέξουμε μία ἄλλη φρᾶσι τὴν ὁποία καὶ θὰ προσπαθήσουμε νὰ παρουσιάσωμε ἁπλοϊκά.

Στὴν ἀρχὴ τῆς περικοπῆς λέγει ὁ ἀπόστολος· «Εἰδότες ὅτι οὐ δικαι-οῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἱησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ». Πιὸ ἁπλᾶ· Ἐπειδὴ γνωρίσαμε καλὰ ὅτι δὲν δικαιώνεται μπροστὰ στὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου, παρὰ μόνον μὲ τὴν πίστι στὸν Χριστό, γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ πιστεύσαμε, γιὰ νὰ γίνωμε δίκαιοι ἀπὸ τὴν πίστι στὸν Χριστὸ καὶ ὄχι ἀπὸ τὰ ἐργα τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, ἀφοῦ, ὅπως γράφει καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ δικαιωθῆ ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ Νόμου».

Τὸ θέμα ποὺ θίγει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶναι πολὺ σημαντικὸ καὶ χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή. Τὸ θέμα τῆς σωτηρίας μας εἶναι οὐσιῶδες καὶ δὲν θὰ ἔμενε ἀσχολίαστο ἀπὸ τὸν μεγάλο Παῦλο. Τονίζει λοιπὸν ὅτι τὰ ἔργα τοῦ Νόμου δὲν μποροῦν νὰ δικαιώσουν τὸν ἄνθρωπο, νὰ σώ-σουν τὸν ἄνθρωπο. Ἡ τήρησις τῶν διατάξεων τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου ἀπὸ μόνη της δὲν ἐξασφαλίζει τὴν σωτηρία. Λέγει καὶ ὁ προφήτης Δαβὶδ· «Οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν». Κανένας δὲν δικαιώνεται μπροστά σου Κύριε. Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ σωθῆ ἄνθρωπος οὔτε μὲ τὸν μωσαϊκὸ Νόμο, ὁ Θεός, στὸ προαιώνιο καὶ ἀπόρρητο σχέδιό του, γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, προέβλεπε τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Λόγου, τὸν ἐρχομὸ στὴν γῆ τοῦ Μεσσία Χριστοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ Σωτήρ, ὁ λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Ἀναγκαία κρίνεται ἡ ἐνανθρώπησις. Λένε οἱ πατέρες μας ὅτι ἂν ὑπῆρχε δυνατότητα σωτηρίας μὲ τὸν μωσαϊκὸ Νόμο ἢ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο, τότε δὲν θὰ ἦταν ἀναγκαία ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Λόγου. Ἂν μποροῦσε νὰ σωθῆ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν Νομοθεσία, τὴν εἰδωλολατρία, τὴν φιλοσοφία, τὴν γνῶσι, τὴν τέχνη, κτλ, τότε γιατὶ νὰ ταπεινωθῆ ὁ Υἱὸς καὶ νὰ γίνη ἄνθρωπος καὶ νὰ πάθη τὸν σταυρικὸ θάνατο; Γίνεται ἡ κένωσις τοῦ Λόγου ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος καὶ δρόμος σωτηρίας. Ἕνας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.

Κατὰ συνέπεια, τονίζει ὁ Παῦλος, «οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἱησοῦ Χριστοῦ». Ὁ ἄνθρωπος δικαιώνεται μόνον μὲ τὴν πίστι στὸν Χριστό, γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς πιστεύσαμε στὸν Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ σωθοῦμε μὲ τὴν πίστι στὸν Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῆς σωτηρίας. Αὐτὸ ποὺ πιστεύει ὁ Παῦλος ἰσχύει γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀνεξαρτήτως γένους ἢ φυλῆς ἢ ὅποιας ἄλλης διακρίσεως. Ὁ Χριστὸς δὲν ἦρθε στὴν γῆ γιὰ κάποιους, ἀλλὰ γιὰ ὅλους. Ρωμαῖος ἦταν ὁ ὑπεύθυνος φύλακας γιὰ τὸν φυλακισμένο Παῦλος στοὺς Φιλίππους. Αὐτὸς μετὰ τὰ θαυμαστὰ γεγονότα μὲ τὸν νυκτερινὸ σεισμὸ ρώτησε τὶ πρέπει νὰ κάνη γιὰ νὰ σωθῆ, πῆρε τὴν ἀπάντησι· «Πίστευσον ἐπὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν καὶ σωθήσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου». Ὁ λόγος αὐτὸς εἶναι μία πρόσκλησι πρὸς ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα γιὰ σωτηρία. Πίστευσε στὸν Κύριο Ἰησοῦ καὶ θὰ σωθῆς. Ὑπάρχει σωτηρία γιὰ ὅλους μὲ μόνη προϋπόθεσι τὴν πίστι στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Καὶ ἀσφαλῶς ὅποιος πιστεύει στὸν Ἰησοῦ σώζεται.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ γίνη μία μικρὴ διασάφησι, μία ἐξήγησι. Τὶ σημαίνει «πιστεύω στὸν Ἰησοῦ Χριστό»; Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ γνωρίζωμε διότι δὲν εἶναι ἀρκετὸ νὰ λέμε μόνον ὅτι πιστεύομε. Πιστεύω στὸν Ἰησοῦ Χριστό σημαίνει ὅτι ἀποδέχομαι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἱστορικὸ πρόσωπο, ἐφ’ ὅσον γνωρίζομε τὸν τόπο καὶ τὸν χρόνο τῆς γεν-νήσεως. Αὐτὰ εἶναι στοιχεῖα ἱστορικότητος ἑνὸς προσώπου. Στὸ πρόσωπο ὅμως τοῦ Χριστοῦ συνυπάρχουν ἀσυγχύτως καὶ ἀδιαιρέτως οἱ δύο φύσεις, ἡ θεία καὶ ἡ ἀνθρώπινη. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεάνθρωπος. Ἐμεῖς δὲν μποροῦμε νὰ κατασκευάζωμε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν κρίσι μας. Τὸν ἀποδεχόμαστε ὅπως ὁ ἴδιος ἀποκαλύφθηκε, ὅπως φανερώθηκε σὲ μᾶς. Τὸν ἀποδεχόμαστε, ὅπως τὸν παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία, καὶ διασώζει τὸ πρόσωπό του μέσα στοὺς αἰῶνες, ἀπὸ τὶς παραχαράξεις τοὺ προσώπου του, ποὺ κάνουν οἱ αἱρετικοὶ καὶ ἄλλοι πλανώμενοι.

Πιστεύω στὸν Χριστό, μετὰ τὸ πρόσωπό του, σημαίνει ὅτι ἀποδέχομαι χωρὶς καμμία ἐπιφύλαξι ἢ ἀμφιβολία τὴν διδασκαλία του στὸ σύνολό της. Ὅ,τι εἶπε, ὅ,τι κήρυξε καὶ δίδαξε ὁ Κύριος, εἶναι λόγος ἀληθινὸς καὶ αἰώνιος μέχρι κεραίας. Ὁ κόσμος ὅλος θὰ παρέλθη, ὅμως ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου οὔτε μία λέξις δὲν θὰ μείνη ἀπραγματοποίητη. Ὅταν ὁ Κύριος ἐξαπέστειλε τοὺς ἁγίους ἀποστόλους νὰ μαθητεύσουν πάντα τὰ ἔθνη, τοὺς ἔδωσε τὴν εἰδικὴ ἐντολή· «Διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Θὰ διδάσκετε τὸν κόσμο νὰ ἐφαρμόζη ὅλα ὅσα σᾶς ἔχω παραγγείλει, ὅλες τὶς ἐντολές. Δὲν μποροῦμε νὰ φτιάχνωμε δικό μας σύστημα καὶ νὰ ἐφαρμόζωμε ἐντολὲς κατὰ τὴν δική μας ἐπιλογή. Ἢ πιστεύομε στὸν Χριστὸ καὶ τὸν ἐμπιστευόμαστε ὡς Λυτρωτή μας ἢ ὄχι. Ἡ Ἐκκλησία μας σὲ μία εὐχὴ τῆς λέγει· «Ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Μὲ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο παραδίδωμε τοὺς ἑαυτούς μας καὶ ὅλη μας τὴν ὕπαρξι στὰ χέρια του. Ἂν τὸν ἐμπιστευόμαστε ἀπὸ τὴν καρδιά μας, σημαίνει ὅτι ἀποδεχόμαστε τὴν διδασκαλία του στὸ σύνολό της.

Καὶ στὴν συνέχεια εἴμαστε ὑποχρεωμένοι στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν του. Πιστεύω στὸν Χριστό σημαίνει ὅτι δεσμεύομαι νὰ συνοδεύω τὴν πίστι μὲ ἔργα ἀγάπης. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο «ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ’ ἑαυτήν». Ἡ πίστις δηλαδὴ ποὺ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς ἀγὰπης ἀπὸ μόνη της εἶναι νεκρή. Ἐπαναλαμβάνομε ὅτι δὲν ἀρκεῖ νὰ λέμε μόνον ὅτι πιστεύομε. Ἡ  πίστις ἔχει τὰ συνεπακόλουθά της. Καὶ πάλι ὁ ἅγιος Ἰάκωβος εἶναι αὐτὸς ποὺ λέγει· «Δεῖξον μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου, κἀγὼ δείξω σοι ἐκ τῶν ἔργων μου τὴν πιστιν μου».

Πιστεύομε στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, γιὰ νὰ δικαιωθοῦμε, γιὰ νὰ σωθοῦμε. Δὲν μένουμε ὅμως μόνον σὲ μία λεκτικὴ ἀποδοχὴ τῆς πίστεως, ἀλλὰ τὴν συνοδεύομε μὲ τὰ ἔργα ἀγάπης γιὰ νὰ εἶναι πίστις σωτήριας, πίστις ποὺ νικάει τὸν κόσμο.

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 10.11.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΙΚΟΣΤῌ (Γα 1,11-19)
«Γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ’ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι’ ἀποκαλύψεως Ἰησοῦ Χριστοῦ». Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἀρχίζει τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα. Λόγια μὲ τὰ ὁποῖα ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀνακοινώνει ὅτι ὅσα κήρυξε, αὐτὸ εἶναι τὸ εὐαγγέλιο, δὲν εἶναι ἀνθρώπινες σκέψεις καὶ ἐπινοήσεις. Ὅσα κήρυξε δὲν τὰ παρέλαβε ἀπὸ ἄνθρωπο οὔτε τὰ διδάχθηκε σὲ κανένα σχολεῖο. Τὰ γνωρίζει ἐπειδὴ τοῦ τὰ ἀποκάλυψε, τοῦ τὰ φανέρωσε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ αὐτὰ ποὺ μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ πιστεύσωμε, δὲν εἶναι σύστημα τὸ ὁποῖο σκέφθηκε κάποιος ἄνθρωπος, δὲν πρόκειται γιὰ ἀνθρώπινη ἐπινόησι. Κανένα σχολεῖο δὲν τὴν εἶχε περιλάβει στὰ μαθήματά του γιὰ νὰ τὴν διδαχθῆ ὁ ἀπόστολος. Ὁ Παῦλος, ὅπως καὶ κάθε ἀπόστολος, διδάσκει ὅσα τοῦ ἀποκάλυψε, τοῦ φανέρωσε, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ χριστιανικὴ θρησκεία λέγεται «θρησκεία ἐξ ἀποκαλύψεως». Εἶναι ἑπομένως θείας προελεύσεως ἡ πίστις μας. Πιστεύομε μόνον ὅσα ἀποκάλυψε καὶ φανέρωσε ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ὁ Θεὸς ὁ ὁποῖος κινούμενος μόνον ἀπὸ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο καταδέχθηκε νὰ ταπεινωθῆ τόσο, ὥστε ἐνῶ εἶναι Θεός, νὰ γίνη ἄνθρωπος καὶ νὰ συναναστραφῆ μὲ ἐμᾶς. Ὁ σαρκωμένος Λόγος, ὁ Θεὸς ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος, αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος Θεάνθρωπος ποὺ δίδαξε γιὰ τρία χρόνια, θαυματούργησε καὶ στὸ τέλος ἔπαθε. Ἔπαθε σταυρικὸ θάνατο, ἀλλ’ ἀναστήθηκε μετὰ τριήμερη παραμονὴ στὸν τάφο. Φανέρωσε τὸν ἑαυτό του, ἀποκάλυψε τὸν Πατέρα του καὶ προετοίμασε τὸν κόσμο γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὥστε νὰ ἔχη ὁ ἄνθρωπος μπροστά του ὅλη τὴν Θεότητα ἀποκαλυμένη. Πιστεύομε ὅ,τι εἶπε, ὅ,τι ἔκανε, ὅσα ἔπαθε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Αὐτὸ εἶναι τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων. Αὐτὸ εἶναι τὸ κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Αὐτὸ διδάσκει ἡ Ἐκκλησία ὅπως παρέλαβε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Αὐτὸ ἐμεῖς πιστεύομε. Αὐτὴ εἶναι ἡ μόνη ἀλήθεια. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστις μας. Ἡ μόνη πίστις ποὺ σώζει.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἦταν ρωμαῖος πολίτης, βαρύνουσα ἰδιότητα γιὰ τὴν ἐποχή του. Ἦταν Ἰουδαῖος ὡς πρὸς τὸ θρήσκευμα, πρὶν τὸν καλέση ὁ Κύριος, στοιχεῖο ἐπίσης τιμητικό. Ἦταν καὶ κάτοχος τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, δηλαδὴ εἶχε τὴν ἀνώτερη, στὴν ἐποχή του μόρφωσι. Ὅταν ὅμως ἀναφέρεται στὸ εὐαγγέλιο, κανένα ἀπὸ τὰ στοιχεῖα αὐτὰ δὲν ἐπικα-λεῖται. Παραμερίζει τὴν δική του γνῶσι καὶ βεβαιώνει ὅτι ὅσα κηρύττει δὲν εἶναι ἀνθρώπινες ἰδέες, δὲν εἶναι ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις οὔτε διδάσκονται σὲ κανένα σχολεῖο. Δάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου του εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ ἴδιος εἶναι ἕνας ἐνδιάμεσος, ποὺ μεταφέρει στὸν κόσμο τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ διαμορφώση δική του διδασκαλία, πέρα ἀπὸ αὐτὴν ποὺ τοῦ φανέρωσε ὁ Χριστός. Καὶ ἂν καμμία φορὰ λέγει δικά του λόγια, τὸ ξεκαθαρίζει καὶ τὸ δηλώνει. Ὅσοι μελετοῦν Παῦλο συναντοῦν αὐτὴν τὴν διευκρίνισι. Διότι ὅταν ἀναφέρει δικά του λόγια, σημειώνει· «Αὐτὸ δὲν μοῦ τὸ εἶπε ὁ Κύριος, ἀλλὰ νομίζω καὶ ἐγὼ ὡς ἐλεημένος ἀπὸ τὸν Κύριο ὅτι μπορῶ νὰ σᾶς τὸ πῶ».
Φωνάζει λοιπὸν ὁ Παῦλος ὅτι τὸ κήρυγμά του, τὸ εὐαγγέλιο, ποὺ τρέχει νὰ τὸ μεταφέρη σὲ ὅλο τὸν κόσμο, τοῦ τὸ ἀποκάλυψε ὁ Κύριος. Καὶ ἀναγκάζεται νὰ κάνη αὐτὴν τὴν διευκρίνισι, διότι ἀμφισβητήθηκε, ἀπὸ κάποιους ἐχθροὺς τοῦ κηρύγματος, τὸ ἀποστολικό του ἀξίωμα. Εἶπαν κάποιοι ὅτι δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸν γνωστὸ κύκλο τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Δὲν εἶδε τὰ θαύματα ποὺ ἔκανε ὁ Κύριος. Δὲν ἄκουσε τὴν διδασκαλία του, οὔτε εἶναι μάρτυρας τῶν παθῶν. Καὶ ἐπὶ πλέον εἶχε τὴν φήμη τρομεροῦ διώκτου τῶν ἀνθρώπων ποὺ πίστευαν στὸν Χριστό. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὰ δέχεται ὅλα αὐτὰ καὶ τὰ ὁμολογεῖ. Δὲν κρύβει τὸ παρελθόν του, ὅτι δηλαδή «ἐδίωκε τὴν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ», καὶ μάλιστα μὲ ὑπερβολικὸ ζῆλο. Ὅμως, σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς του, τὸν κάλεσε ὁ Θεὸς καὶ τοῦ ἀποκάλυψε τὸν υἱό του, δηλαδὴ τὸν Χριστό. Γράφει· «Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τὴς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν ἀυτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζομαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν». Ἀπὸ αὐτὰ ποὺ γράφει ἐδῶ φαίνεται ὅτι, ὄχι μόνον τοῦ ἀποκάλυψε ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ἀλλὰ τοῦ ἔδωσε καὶ τὴν ἐντολὴ νὰ κηρύξη τὸ εὐαγγέλιο στὰ ἔθνη.
Μερικοὶ ἐρωτοῦν, πότε τοῦ ἔκανε ὁ Θεὸς τὴν ἀποκάλυψι τῶν ἀληθειῶν, γιὰ νὰ τὶς κηρύξη στὴν συνέχεια; Θυμηθεῖτε ὅτι ἔξω ἀπὸ τὴν Δαμασκό, ὅπου πήγαινε μὲ ἐντολὴ νὰ συλλάβη τοὺς χριστιανούς, τὸν συνάντησε ὁ Κύριος μέσα σὲ μία λάμψι λαμπρότερη ἀπὸ τὸν ἥλιο. Τότε ὁ Παῦλος ἔχασε τὸ φῶς του. Τυφλὸς μπῆκε στὴν Δαμασκὸ, ὅπου συνάντησε τὸν Ἀνανία, ὁ ὁποῖος τὸν βάπτισε. Καὶ τὸτε ἔπεσαν ἀπὸ τὰ μάτια του «ὡσεὶ λεπίδες», καὶ ἄρχισε νὰ βλέπη. Αὐτὸ ἔχει καὶ ἕναν συμβολισμό. Στὴν συνάντησι μὲ τὸν Κύριο «ἄνοιξαν» τὰ μάτια του καὶ εἶδε τὸ φῶς τὸ ἀληθινό. Τότε τοῦ ἔγινε μυστικὴ ἀποκάλυψι τῶν μεγαλειῶν τοῦ Θεοῦ καὶ γνώρισε ὅλη τὴν ἀλήθεια, τοῦ ἀποκαλύφθηκαν τὰ μυστήρια καὶ μυστικὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅπως στὴν Πεντηκοστὴ φώτισε τοὺς μαθητὰς τοῦ Κυρίου, ἔτσι φώτισε καὶ τὸν πρώην διώκτη Σαούλ, τὸν ὁποῖο ἀνέδειξε Παῦλο ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν. Δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονός, οὔτε ἡ Ἐκκλησία κάνει λάθος, ὅτι στὴν ὀρθόδοξη εἰκονογραφία, ὅταν ἁγιογραφεῖται ἡ Πεντηκοστή, ἀνάμεσα στοὺς φωτιζομένους ἀποστόλους περιλαμβάνεται καὶ ὁ Παῦλος, παρ’ ὅλο ποὺ τότε ἦταν ἀκόμη διώκτης καὶ δὲν μετεῖχε στὴν ἱστορικὴ Πεντηκοστή. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν θαυμαστή, καὶ ἀσύληπτη στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὁμολογεῖ ὀ Παῦλος ὅτι μετὰ τὴν κλῆσι, ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Κύριος στὴν Δαμασκό, ἀποσύρθηκε γιὰ τρία χρόνια στὴν ἔρημο τῆς Ἀραβίας. Γιὰ τρία χρόνια ἦταν στὴν ἄσκησι μὲ νηστεία, προσευχὴ καὶ μελέτη, μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸν θόρυβο τοῦ κόσμου. Καταλαβαίνετε τὶ σημαίνει αὐτό. Εἶναι ἡ πρακτικὴ ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ ἐφαρμόζουν, πρὶν μποῦν στὸ ἔργο, ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁ Παῦλος ὅταν κηρύττει παραμερίζει τὸν Παῦλο, δὲν μιλάει αὐτός, ἀλλὰ μιλάει ὁ Χριστός. Ἡ διδασκαλία του εἶναι διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ στόμα τοῦ Παύλου. Τοῦ τὴν ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Γι’αὐτὸ καὶ ἡ διδασκαλία του εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ.

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 03.11.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΔΕΚΑΤῌ ΕΝΑΤῌ (Β΄Κορ 11,31-12,9)

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος βίωνε πολλὲς πνευματικὲς ἐμπειρίες, γιὰ τὶς ὁποῖες ὅμως σπάνια μιλοῦσε. Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς ἀποκαλύπτει μία ἀξιοθαύμαστη τέτοια κατάστασι. Τὸ περιστατικὸ τὸ κρατοῦσε μυστικὸ γιὰ δεκατεσσερα χρόνια. Κάποτε ἀναγκάζεται, ὅπως γράφει, νὰ τὸ ἀποκαλύψη, νὰ τὸ φανερώση, καὶ τὸ διηγεῖται μὲ πολὺ λιτὸ καὶ ἁπλὸ τρόπο, παρ’ ὅλο ποὺ εἶναι πολὺ σημαντικό.

Λέγει λοιπὸν ὅτι τὸν ἅρπαξε μὶα δύναμι καὶ τὸν ἀνέβασε μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό. καὶ βρέθηκε στὸν παράδεισο. Καὶ ἐκεῖ στὸν παράδεισο ἄκουσε «ρήματα ἄρρητα», δηλ. ἄκουσε λόγια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ λεχθοῦν, ἐκεῖ στὸν παράδεισο ἄκουσε λόγια ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τὰ πῆ ἄνθρωπος.

Μακάριος ὁ Παῦλος ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἀνεβῆ στὸν οὐρανό! Ὁ οὐρανὸς εἶναι στόχος καὶ πόθος διακαὴς τοῦ ἀνθρώπου. Ἀνέκαθεν ἤθελε νὰ μπορῆ νὰ πετάξη καὶ νὰ τὸν κατακτήση. Αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὴν προσπάθεια τοῦ Ἴκαρου τῆς μυθολογίας μέχρι τὰ σημερινά ἀστρικὰ προγράμματα. Κατάφερε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἀξιοθαύμαστα ἐξελιγμένη τεχνολογία νὰ πετάξη πάνω ἀπὸ τὴν γῆ καὶ νὰ φθάση μέχρι τὴν σελήνη. Καὶ σχεδιάζει τὴν κατάκτησι τοῦ διαστήματος. Ὁ Παῦλος χωρὶς τὴν τεχνολογία ἔφθασε μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό. Πρῶτος οὐρανὸς εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπομε πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας νὰ μᾶς καλύπτη σὰν μία τεράστια γαλανή γάστρα. Εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζομε ἀτμόσφαιρα. Δεύτερος οὐρανὸς εἶναι ὁ ἀπέραντος χῶρος ποὺ καλύπτει τὸ ὑλικὸ σύμπαν μὲ μυριάδες, τὰ ἀμέτρητα ἄστρα, γαλαξίες, ἀστεροειδεῖς καὶ ἡλιακὰ συστήματα, ἕνα ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι καὶ τὸ δικό μας. Αὐτοὶ οἱ δύο οὐρανοί εἶναι ὑλικοὶ, εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καὶ κάποτε θὰ παρέλθουν. Ὁ τρίτος οὐρανὸς εἶναι πνευματικὸς καὶ δὲν ἔχει ὅρια μέσα στὰ ὁποῖα νὰ περιορίζεται. Στὸν τρίτο οὐρανὸ εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὁ παράδεισος. Σὲ αὐτὸν τὸν οὐρανὸ δὲν μποροῦν νὰ φθάσουν τὰ ἀνθρώπινα δημιουργήματα, οὔτε τὰ πιὸ ἐξελιγμένα καὶ τελειοποιημένα διαστημόπλοια. Δὲν εἶχαι χῶρος ὑλικὸς καὶ προσδιορισμένος καὶ δὲν προσεγγίζεται μὲ τὰ ὑλικὰ δεδομένα ποὺ διαχειρίζεται ὁ ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ ἀπόστολος ὅτι «ἡρπάγη», τὸν ἅρπαξε δύναμι Θεοῦ, καὶ βρέθηκε στὸν «τρίτο οὐρανό».

Βρέθηκε ἀπὸ τὸν ὑλικὸ στὸν πνευματικὸ κόσμο, ἀπὸ τὴν γῆ στὸν οὐρανό. Καὶ ἀσφαλῶς ὁ κόσμος ἐκεῖνος εἶναι διαφορετικός, εἶναι ἀλλοιώτικος ἀπὸ τὸν γνωστό μας κόσμο. Τελείως διαφορετικὲς εἶναι ἐκεῖ οἱ συνθῆκες. Οἱ ἀστροναῦτες δὲν ξεπερνοῦν τὸν ὑλικὸ κόσμο καὶ ὅμως ἔξω ἀπὸ τὴν γήινη ἀτμόσφαιρα βρίσκονται σὲ διαφορερικὲς συνθῆκες ἀπὸ τὶς γνωστές μας συνθῆκες διαβιώσεως στὴ γῆ. Φανταστεῖτε τὴν διαφορὰ ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μεταβαίνει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ὑλικὸ κόσμο στὸν πνευματικό. Ἑπομένως οἱ συνθῆκες εἶναι ἀπίθανα καὶ ἀσύληπτα διαφορετικές. Καὶ ἡ γλῶσσα δὲν εἶναι τῆς γῆς, δὲν εἶναι ἀνθρώπινη, γι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος «ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἃ οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι». Ἄκουσε ὁ Παῦλος ξένη γλῶσσα, λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχουν ἐδῶ παρόμοια. Ἄκουσε τὴν γλῶσσα τῶν ἀγγέλων.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θεωρῶ ἀπαραίτητη μία ἐπεξήγησι, διότι κάποιοι λένε ὅτι τὰ ἄρρητα ρήματα εἶναι κάποια μυστικά, τὰ ὁποῖα ὁ Παῦλος δὲν τὰ  ἀποκάλυψε παρὰ μόνον σὲ ἐλάχιστους. Καὶ ὅτι μέχρι σήμερα ἐλάχιστοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὰ γνωρίζουν καὶ τὰ ἀποκαλύπτουν σὲ ἐλάχιστους ἐκλεκτοὺς μέσα στοὺς αἰῶνες. Καὶ αὐτοὶ οἱ λίγοι καὶ μεγάλοι τὰ κρατοῦν μυστικὰ ἀπὸ τὸν «λαουτζίκο», ἀπὸ τὸ πλῆθος. Πρόκειται γιὰ παρεξήγησι ἢ κακοήθεια. Στὴν Ἐκκλησία μας δὲν ὑπάρχουν μυστικὰ καὶ «ἄρρητα». Ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς κατέβηκε ἐδῶ κάτω στὴ γῆ καὶ μᾶς τὰ ἀποκάλυψε ὅλα, καὶ τίποτα, καμμία γνῶσι, δὲν μεταβιβάζεται μόνον σὲ λίγους ὑψηλὰ ἱσταμένους. Ὅλα εἶναι φανερά, ὅλα εἶναι φῶς. Ἁπλῶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ περιγραφοῦν μὲ ἀνθρώπινη γλῶσσα οἱ οὐράνιες καταστάσεις, ποὺ εἶδε καὶ γνώρισε ὁ Παῦλος κατὰ τὴν ἁρπαγή του στὸν οὐρανό. Ἐξ ἄλλου στὴν πρώτη ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε στοὺς Κορινθίους τοὺς θυμίζει τὸν λόγο τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, ποὺ λέγει γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν· «Ἐκεῖνα ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, γιὰ ὅσους τὸν ἀγαποῦν εἶναι τέτοια ποὺ μάτι δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ δὲν ἄκουσε καὶ ἀνθρώπινος νοῦς δὲν ἔχει φαντασθῆ». Δὲν ὑπάρχουν γιὰ μᾶς ἀνάλογες παραστάσεις, ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ καταλάβωμε. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Παῦλος οὔτε προσπάθησε νὰ περιγράψη τὶς ἀπερίγραπτες καὶ ἀσύληπτες γιὰ τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου οὐράνιες καταστάσεις, καὶ δὲν τὶς ἀνακοίνωσε γιὰ δεκατέσσερα χρόνια.
Θεωρῶ ὅτι εἶναι κατάλληλη ἡ εὐκαιρία νὰ τονισθῆ ἕνα πολὺ σοβαρὸ θέμα. Ἐμφανίζονται κάποιοι, κατὰ κανόνα γυναῖκες, ποὺ διαφημίζουν τάχα πνευματικές τους ἐμπειρίες καὶ παρασύρουν ἀθώους στὴν πλάνη; Ἰσχυρίζονται ὅτι βλέπουν καὶ ἐπικοινωνοῦν καὶ μιλᾶνε μὲ τὴν Παναγία, σὲ μεγαλύτερη συχνότητα καὶ κατὰ προτίμησι μὲ τὴν ἁγία Παρασκευή, ἀλλὰ καὶ ἄλλους ἁγίους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους δέχονται μηνύματα. Αὐτὸ μπορεὶ νὰ γίνη καὶ κατὰ παραγγελία. Διαφημίζονται ὡς δυνάμενοι νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸν οὐράνιο κόσμο καὶ νὰ λύνουν ἔτσι προβλήματα ποὺ βασανίζουν ἀνθρώπους. Ἁπλοϊκοί, ἀλλὰ καὶ ἀφελεῖς πείθονται καὶ παρασύτονται ἀπὸ πλάνους. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή. Μὴν παρασύρεσθε. Ἂν ἕνας Παῦλος δὲν ἀποκάλυψε οὐράνιες καταστάσεις, ἀλλὰ καὶ ὅσα εἶδε ὁ ἴδιος τὰ κράτησε μυστικὰ γιὰ δεκατέσσερα χρόνια, καὶ μόνον ὅταν ἀναγκάσθηκε, ἔκανε ἀναφορὰ στὴν πνευματική του ἐμπειρία, ποῖοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ μὲ τόση εὐκολία μποροῦν νὰ κατεβάζουν τὸν οὐρανό στὴν γῆ μὲ ἰδιοτελεῖς σκοπούς; Ὁ Παῦλος ἀφοῦ εἶχε μιὰ τόσο θαυμαστὴ ἐμπειρία θὰ μποροῦσε νὰ τὸ διακηρύττη καὶ νὰ παρασέρνη κόσμο. Ὄχι μόνον δὲν τὸ ἔκανε αὐτό, ἀλλὰ παρουσιάζει τὴν ἐμπειρία σὰν νὰ μὴν εἶναι δική του. Διότι, ἐνῶ ἔζησε ὁ ἴδιος στὸν τρίτο οὐρανό, λέγει· «Εἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων . . . ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ». Γνώρισα, λέγει κάποιον ἄνθρωπο πιστὸ πρὶν ἀπὸ δεκατέσσερα χρόνια ποὺ ἁρπάχθηκε καὶ ὁδηγήθηκε στὸν οὐρανό. Βλέπεις ταπείνωσι; Δὲν θέλει νὰ μιλάη γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ τὶς πνευματικὲς ἐμπειρίες του. Τὶς κρατάει μυστικές. Καὶ σκεφθεῖτε πόσα ἄλλα βίωσε στὰ ἑπόμενα δεκατέσσερα χρόνια! Ἡ πνευματικὴ ζωὴ καὶ τὰ οὐράνια βιώματα εἶναι μυστικὰ τῆς ψυχῆς μας.

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 27.10.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΔΕΚΑΤῌ ΟΓΔΟῌ (Β΄Κορ 9,6-11)

«Ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ ὁ σπείρων ἐπ’ εὐλογίαις ἐπ’ εὐλογίαις καὶ θερίσει». ὅποιος σπέρνει μὲ σιγκουνιὰ λιγοστὰ καὶ θὰ θερίσει, καὶ ὅποιος σπέρνει ἄφθονα πλούσια θὰ θερίσει. Πρὶν ἀπὸ τὴν μηχανοποίησι τῶν ἀγροτικῶν καλλιεργειῶν, ὁ γεωργὸς ἔσπερνε ρίχνοντας τὸν σπόρο μὲ τὸ χέρι του. Καὶ ὅσο ἀραιοὶ και λιγοστοὶ ἦταν οἱ σπόροι τόσο ἀραιὰ ἧταν καὶ τὰ στάχυα γιὰ θέρισμα. Ἀντίθετα ἄφθονη καὶ πλούσια σπορὰ ἔφερνε καὶ πλούσια σοδειά. Ἀπὸ τὴν γεωργικὴ ζωὴ μεταφέρεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν πνευματικὸ βίο τῶν πιστῶν, διότι δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ κάνη μαθήματα γεωπονίας. Ὁ ἀπόστολος θέλει, μὲ τὴν γνωστὴ ἀπὸ τὴν γεωργία εἰκόνα, νὰ ὠθήση τοὺς πιστοὺς νὰ πολλαπλασιάσουν τὶς ἀγαθοεργίες.

Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα μέλημα τοῦ ἀποστόλου. Οἱ πιστοὶ δὲν μποροῦν νὰ μὴν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὸν συνάνθρωπό τους ποὺ πάσχει ἢ δοκιμάζεται ἀπὸ προβλήματα.  Δὲν μπορεῖ ἄλλος νὰ περισεύη καὶ ἄλλος νὰ λιμοκτονῆ. Ἡ λατρεία πρὸς τὸν Κύριο ἀποτυπώνεται καὶ ἐξωτερικεύεται στὸ ἐνδιαφέρον μας γιὰ τόν «πλησίον». Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι κάποιος πιστὸς καὶ νὰ μὴν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸν συνάνθρωπό του. Στὸ εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως, ποὺ τὸ ἀκοῦμε τὴν Κυριακὴ τῶν Ἀπόκρεω, φαίνεται ξεκάθαρα ὅτι ὅσα προσφέρομε στὸν συνάνθρωπό μας τὰ προσφέρομε στὸν ἴδιο τὸν Κύριο. Ἡ πίστις τοῦ χριστιανοῦ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη ποὺ ἐκφράζει πρὸς τὸν συνάνθρωπό του μὲ τὰ καλὰ ἔργα. Καὶ ὀ ἀπόστολος Παῦλος δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν ἐνδιαφερθῆ γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα.

Ἔτσι διδάσκει τὸν μαθητή του Τίτο νὰ προτρέπη τοὺς πιστοὺς νὰ κάνουν ἀγαθοεργίες. Γράφει σχετικά· «Νὰ φροντίζουν, ὅσοι ἔχουν πιστεύσει στὸν Θεό, νὰ μὴ μένουν στὴν ἁπλῆ μόνο πίστι, ἀλλὰ νὰ πρωτοστατοῦν μὲ ζῆλο στὰ καλὰ ἔργα, διότι αὐτὰ τὰ ἔργα εἶναι ὠφέλιμα στοὺς ἀνθρώπους». Καὶ ἐπαναλαμβάνει στὴν ἴδια ἐπιστολὴ πιὸ ἐπιτακτικά· «Νὰ φροντίζουν καὶ ὅλοι οἱ δικοί μας νὰ πρωτοστατοῦν στὰ καλὰ ἔργα, καὶ μάλιστα στὶς ἐπείγουσες ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν, καὶ νὰ μὴ μένουν ἄκαρποι». Ὁταν γράφει, ὅτι τὰ καλὰ ἔργα εἶναι ὠφέλιμα, θέλει νὰ τονίση ὅτι δὲν ὠφελεῖται μόνον ὁ εὐεργετούμενος ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ εὐεργετεῖ. Ὁ Θεός ἀνταποδίδει. Ἀνταποδίδει καὶ μάλιστα πολλαπλάσια γιὰ ὅσα δίδει κανείς. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τὸ σχετικὸ χωρίο τονίζει ὅτι ὁ ἀπόστολος δὲν ἐπέλεξε ἄσκοπα τὴν εικόνα τῆς σπορᾶς. Στὴν σπορὰ ἕνας σπόρος ἀποδίδει ἄλλοτε ἑξήντα καὶ ἄλλοτε ἑκατὸ ἄλλους σπόρους. Ἔτσι καὶ γιὰ τὶς ἀγαθοεργίες ὁ θερισμὸς θὰ εἶναι πλούσιος. Σὲ κάθε περίπτωσι «ταῦτα, δηλαδὴ οἱ ἀγαθοεργίες, ἐστὶ τὰ καλὰ καὶ ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις».

Ὅμως ἡ μεγαλύτερη βαρύτητα δίδεται ὄχι στὸν ἀριθμό, δηλαδὴ στὴν ποσότητα τῶν ἀγαθοεργιῶν, ὅσο στὴν ποιότητα, δηλαδὴ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο γίνονται. «Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης». Ὁ καθένας μὲ καλὴ διάθεσι τὴς καρδιᾶς του νὰ ἀγαθοεργῆ, ὄχι ἀπὸ λύπη ἢ ἀπὸ ἀνάγκη. Μὲ ἄλλα λόγια τὸ κίνητρο γιὰ τὴν ἀγαθοεργία δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἡ λύπη, ἢ αὐτὸ ποὺ λέγεται οἶκτος, οὔτε πολὺ περισσότερο ἡ ἀνάγκη. Διότι ἡ ἀγαθοεργία ποὺ γίνεται ἀπὸ οἶκτο ἢ λύπη προσβάλλει καὶ στενοχωρεῖ τὸν πάσχοντα. Καὶ ἔτσι ἀντὶ νὰ γίνεται κάτι καλὸ γίνεται αἰτία θλίψεως. Γιὰ τὸν Χριστιανὸ ἕνα εἶναι τὸ κίνητρο τῆς ἀγαθοεργίας, ἡ ἀγάπη. Χωρὶς τὴν ἀγάπη ἡ ἀγαθοεργία χάνει τὴν ἀξία της καὶ τὴν ἠθικὴ βαρύτητα. Καὶ τελικὰ μία τέτοια  ἀγαθοεργία δὲν ἔχει καὶ τὴν ἀνταμοιβὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Στὴν περίπτωσι, γιὰ παράδειγμα, ποὺ μᾶς κλέβουν καὶ μᾶς ἀφαιροῦν ἀγαθὰ παρὰ τὴν θέλησί μας, δὲν κάνομε ἀγαθοεργία, ἔστω καὶ ἂν οἱ κλέφτες ἔχουν τὴν ἀνάγκη τῶν δικῶν μας ἀγαθῶν. Τὸ θῦμα τῆς κλοπῆς δὲν εἶναι σὲ καμμία περίπτωσι ἐλεήμων, ποὺ βοηθάει τὸν ἀνήμπορο. Ἡ στέρησις τῶν ἀγαθῶν μας ἀπὸ τοὺς κλέφτες δὲν εἶναι ἀγαθοεργία. Ἀντίθετα ἡ στέρησις τῶν ἀγαθῶν μας μὲ τὴν δική μας βούλησι εἶναι εὐλογημένη ἐλεημοσύνη, διότι δὲν γίνεται ἀπὸ λύπη ἢ ἀπὸ ἀνάγκη, ἀλλὰ γίνεται ἀπὸ τὴν προαίρεσι τῆς καρδιᾶς μας σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Οὕτε βεβαίως ἡ ἀνάγκη, ὅταν δὲν μποροῦμε νὰ ἀποφύγουμε νὰ δώσουμε, ἢ, τὸ χειρότερο, νὰ φανοῦμε στὰ μάτια τῶν ἄνθρώπων, ὅτι εἴμαστε φιλάνθρωποι, μᾶς κάνει ἐλεήμονες.

Μέτρο συγκρίσεως γιὰ νὰ ἀξιολογήσωμε τὴν ἐλεημοσύνη, καὶ τὴν κάθε ἄλλη ἀγαθοεργία, εἶναι ἡ περίπτωσις ποὺ ἀναφέρει ὁ Κύριος μὲ τὸ δίλεπτο τῆς χήρας. Ἔδωσε μόνον δύο λεπτά, ποσὸ μηδαμινὸ μπροστὰ στὰ ποσὰ ποὺ ἔδωσαν οἱ πλούσιοι, ἀλλ’ ὁ Κύριος θεώρησε τὸ δόσιμο τῆς χήρας μεγαλύτερο ἀπὸ τὰ μεγάλα ποσὰ τῶν πλουσίων, διότι ἡ χήρα τὰ ἔδωσε μὲ τὴν καρδιά της, ἐνῶ οἱ ἄλλοι δίνανε γιὰ νὰ τοὺς θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι, τὰ δίνανε γιὰ νὰ κάνουν ἐπίδειξι.

Ἀξία δὲν ἔχει νὰ δίνωμε πολλὲς φορὲς ἢ πολλὰ πράγματα, ἀλλὰ πῶς τὰ δίνομε. «Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης», φωνάζει ὁ ἀπόστολος, καὶ συμπληρώνει· «Ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεός». Ὁ Θεὸς ἐπιβραβεύει τὸν δότη ποὺ χαίρεται μὲ τὴν ἀγαθοεργία. Ἐπιβραβεύει ἐκεῖνον ποὺ εὐχαριστεῖται νὰ βοηθάη τὸν πάσχοντα συνάνθρωπό του. Ἐκεῖνον ποὺ θεωρεῖ ὅτι τὰ ἀγαθά του εἶναι τοῦ Θεοῦ δῶρα καὶ αὐτὸς ἁπλῶς τὰ διαχειρίζεται «ὡς πιστὸς οἰκονόμος».

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι σαφὴς καὶ ξεκάθαρος. Οἱ πιστοὶ γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ εἴμαστε γεναιόδωροι καὶ πλούσιοι σὲ ἔργα ἀγάπης. Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ κατάστασι τοῦ καθενός. Ἡ ἀγαθοεργία δὲν προϋποθέτει καλὴ οἰκονομικὴ κατάστασι. Ὅλοι μποροῦμε νὰ ἔχουμε, ὄχι πολλὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ, ἀλλὰ περίσσευμα καρδιᾶς, περίσσευμα ἀγάπης. Πρὸς τὴν κατεύθυνσι αὐτὴ διδάσκει, νουθετεῖ, προτρέπει σὲ κάθε εὐκαιρία ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ τὸ λεπτὸ σημεῖο στὶς ἀγαθοεργίες δὲν εἶναι ἡ ποσότητα ἀλλὰ ἡ ποιότητα. Καὶ χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχὴ γιὰ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο γίνονται. Μὲ κίνητρο καὶ ὁδηγὸ τὴν ἀγάπη καλύπτονται οἱ ἀνάγκες τῶν συνανθρώπων μας.

Πάντα μὲ καλὴ διάθεσι καρδιᾶς, μὲ τὴν θέλησί μας αὐξάνομε τὶς ἀγαθοεργίες μας. Αὐτὲς καὶ εἶναι ὠφέλιμες στοὺς ἀνθρώπους καὶ οἱ πιστοὶ ποὺ τὶς ἐνεργοῦν δὲν μένουν ἄπρακτοι. Προσέχομε δὲ ἰδιαιτέρως γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο τὶς τελοῦμε, ὥστε χωρὶς νὰ προσβάλλουμε τὸν συνάθρωπό μας, νὰ κερδίζωμε ὡς ἱλαροὶ δότες τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 20.10.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΔΕΚΑΤῌ ΕΒΔΟΜῌ - (Ὁσίου) (Γαλ 5,22-6,2)
Καὶ σήμερα τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἐπιλεγμένο γιὰ τὴν μνήμη τοῦ ὁσίου τῆς ἡμέρας, τοῦ ὁσίου Γερασίμου τοῦ ἐν Κεφαλληνίᾳ, καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν σειρὰ τοῦ Κυριακοδρομίου. Ἐπιλέγομε ἕνα ρητὸ ἀπὸ τὸ κείμενο, ποὺ εἶναι μέρος ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, γιὰ νὰ τὸ παρουσιάσωμε ἁπλοϊκά.
Τὸ ἐπιλεγμένο γιὰ ἀνάπτυξι χωρίο εἶναι· «Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίες». Δηλαδὴ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ σταύρωσαν τὴν σάρκα τους μαζὶ μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες. Ἀπὸ τὸ χωρίο φαίνεται ὅτι ὑπάρχουν πλέον οἱ ἄνθρωποι τοῦ Χριστοῦ, οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ὑπάρχουν ὅμως καὶ οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ἢ οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Μὲ τὴν λέξι κόσμος δηλώνεται τὸ κάθε τι ποὺ ἐναντιώνεται τὴν Ἐκκλησία, ἢ ποὺ εἶναι ἐξω καὶ μακρυὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὴν ἀπαρτίζουν ἄνθρωποι ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν, μέσα στὸν ὁποῖο ζοῦμε. Ὅσοι ἀπαρνοῦνται τὸν κόσμο καὶ πιστεύουν, μὲ τὴν βάπτισί τους γίνονται μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἡ Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο. Μόνον οἱ μοναχοὶ εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ὥρα τῆς ἀφιερώσεως ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ δημιουργοῦν τὶς μοναστικὲς κοινότητες. Οἱ λοιποὶ πιστοὶ μένουν μέσα στὸν κόσμο. Ἀνέκαθεν ζοῦσαν κανονικὰ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους στὴν ἴδια κοινωνία, μὲ τὶς ἴδιες συνήθειες, καὶ δὲν εἶχαν ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικὰ γιὰ νὰ ξεχωρίζουν. Αὐτὸ ποὺ τοὺς διαφοροποιεῖ εἶναι ἡ πίστις. Ἡ πίστις ὅμως καὶ ἡ ὅλη πνευματικὴ διαγωγὴ τῶν πιστῶν εἶναι ἐσωτερικὰ καὶ ἀφανῆ γνωρίσματα. Τὸ βάθος τῆς πνευματικότητος τῶν πιστῶν δὲν φαίνεται ἐξωτερικά. Ἂν συναντήσουμε δύο ἀνθρώπους μπροστά μας, δὲν μποροῦμε ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι νὰ διακρίνωμε τὸν πιστὸ ἢ τὸν ἄπιστο. Γιὰ τὸ ἐσωτερικὸ γνώρισμα τοῦ πιστοῦ μᾶς πληροφορεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὴν προκείμενη φρᾶσι· «Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίες». Καὶ αὐτὸ μόνον τοὺς διαφοροποιεῖ ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο.
Ὁ κόσμος μέσα στὸν ὁποῖο γεννήθηκε ἡ Ἐκκλησία καὶ πορεύθηκε ἱστορικὰ δὲν ἦταν ἀγγελικός. Οἱ ἄνθρωποι βούλιαζαν μέσα στὴν ἁμαρτία καὶ τὰ πάθη, τὰ ὁποῖα ὑπηρετοῦσαν πιστὰ καὶ σὲ πολλὲς περιπτώσεις τὰ θεοποιοῦσαν. Τὰ πάθη τῆς σαρκὸς ὄχι μόνον δὲν τὰ πολεμοῦσαν, ἀλλὰ τὰ ὑπηρετοῦσαν μὲ εὐλάβεια. Ἡ πορνεία, γιὰ παράδειγμα, ἦταν μέρος καὶ τρόπος ἐκδηλώσεως τῆς θρησκευτικῆς λατρείας. Σὲ ἕναν τέτοιο κόσμο γεννήθηκε ἡ Ἐκκλησία, γιὰ νὰ λειτουργήση θεραπευτικὰ ἐναντίον τῶν κακιῶν, τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας, χαράζοντας ἕναν δρόμο σωτηρίας καὶ λυτρώσεως, καὶ κηρύσσοντας τὸν πόλεμο κατὰ τῆς φθορᾶς.
Οἱ πιστοὶ ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας πορεύονται ἀντίθετα καὶ κόντρα στὶς ἁμαρτωλὲς συνήθειες τοῦ κόσμου. Ζοῦν μέσα στὸν κόσμο μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Δὲν ἔχουν ξεχωριστὲς συνοικίες. Δὲν ἀποτελοῦν εἰδικὴ κοινωνικὴ ὁμάδα, μὲ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα. Ἐνῶ εἶναι μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, διαφοροποιοῦνται μόνον στὸ γεγονὸς ὅτι δὲν μετέχουν στὶς ἁμαρτωλὲς συνήθειες τοῦ κόσμου. Λειτουργοῦν μέσα στὴν κοινωνία ὡς δύναμι ἐναντίον τοῦ κακοῦ. Συντηροῦν τὴν κοινωνία καὶ τὴν διασώζουν ἀπὸ τὴν σῆψι τῆς φθοροποιοῦ ἁμαρτίας. Εἶπε ὁ Κύριος γιὰ τοὺς πιστούς· «Ἐσεῖς εἶστε τὸ ἁλάτι τῆς γῆς». Ὅπως τὸ ἁλάτι συντηρεῖ καὶ νοστιμεύει τὶς τροφές, ἔτσι καὶ οἱ πιστοὶ λειτουργοῦν ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους, μέσα στὴν κοινωνία.
Αὐτοί, «οἱ τοῦ Χριστοῦ», ἔχουν σταυρώσει τὴν σάρκα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἔχουν θανατώσει, ἔχουν σταυρώσει τὸν παλαιὸ σαρκικὸ ἑαυτό τους. Στὰ χρόνια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τότε ποὺ ἔγραψε τὴν ἐπιστολή, οἱ εἰσερχόμενοι στὴν Ἐκκλησία ἦταν ἐνήλικες μὲ παρελθὸν στὴν ζωή τους. Προέρχονταν ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς. Κατὰ τὸ παρελθόν, ὅσο ἦσαν μέσα στὸν κόσμο τῆς φθορᾶς, καὶ προτοῦ νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια, ὑπηρέτησαν τὰ πάθη. Ὅμως μὲ τὴν εἴσοδό τους στὴν Ἐκκλησία νέκρωσαν τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο καὶ πλέον ζοῦν καὶ πορεύονται στὸν νέο κόσμο τῆς «καινῆς κτίσεως», ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Σήμερα, ποὺ ἐφαρμόζεται ὁ νηπιοβαπτισμός, δὲν ἀλλάζει τίποτε, διότι ναὶ μὲν νήπια εἰσέρχονται στὴν Ἐκκλησία, ὅμως οἱ περισσότεροι ζοῦν ἀδιάφοροι, ἕως ἐχθρικοί, στὰ θέματα τῆς πνευματικῆς «κατὰ Χριστόν» θρησκευτικῆς ζωῆς. Συμπεριφέρονται ὅπως οἱ εἰδωλολάτρες. Συμβαίνει κατὰ κανόνα νὰ  γνωρίσουν τὸν Χριστὸ σὲ κάποια στιγμὴ τῆς ζωῆς τους σὲ μεγάλη ἡλικία, καὶ τὸτε γίνονται συνειδητοὶ χριστιανοί, τότε γίνονται «οἱ τοῦ Χριστοῦ». Καὶ ἀπὸ τότε πλέον πορεύονται ἔχοντας θανατώσει, ὄχι τὸ σῶμα τους, ἀλλὰ τὶς παλαιὲς συνήθειες τῆς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτὸ τὸ θέμα λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος· «Σάρκα ἐδῶ ὀνομάζει τὶς πονηρὲς πράξεις. Αὐτὲς τὶς παλαιὲς συνήθειες θανάτωσαν ὄχι τὴν σάρκα, διότι ἂν θανάτωναν τὸ σάρκινο σῶμα πῶς θὰ ζοῦσαν»;
Αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ στὴν ζωὴ τῶν πιστῶν δὲν εἶναι εὔκολη ὑπόθεσις. Γιὰ νὰ φθάση κανεὶς νὰ σταυρώση τὰ πάθη του χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια καὶ πολὺς κόπος. Τὰ πάθη δὲν ἀντιμετωπίζονται εὔκολα. Πόσο εὔκολα μπορεῖ κάποιος νὰ κόψη τὴν κακὴ συνήθεια τοῦ καπνίσματος, τῆς χαρτοπαιξίας, τοῦ ἀλκοόλ; Πόσο εἶναι εὔκολο νὰ κάνη ἔλεγχο κανεὶς στὴν γλῶσσα του, στὸν θυμό, στὸν ἐγωϊσμό; Δὲν εἶναι εὔκολα αὐτά. Ὅμως αὐτὸς εἶναι ὁ ἀγῶνας καὶ ἡ προσπάθεια τοῦ πιστοῦ. Καὶ ἡ ἐπιτυχία ἔρχεται ἐπειδὴ τὸν ἀγῶνα τοῦ πιστοῦ τὸν συντρέχει καὶ τὸν σκεπάζει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, χωρὶς τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ κάνη τὸ παραμικρό. Ἡ νίκη κατὰ τῶν παθῶν καὶ ὁ ἔλεγχός τους ὀφείλεται στὸν φιλάνθρωπο Θεό. Αὐτοὶ εἶναι «οἱ τοῦ Χριστοῦ», ὅσοι ἀγωνίζονται μέν, ἀλλὰ δὲν στηρίζονται στὶς δικὲς τους δυνάμεις καὶ δυνατότητες, στηρίζονται στὴν παντοδύναμι χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἀγῶνας μὲ σύμμαχο τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Ἔχω σταυρωθεῖ μαζί μὲ τὸν Χριστό, δὲν ζῶ πιὰ ἐγώ, ἀλλὰ ζῆ μέσα μου ὁ Χριστός». Νά, «οἱ τοῦ Χριστοῦ» ἔτσι σταυρώνουν τὴν σάρκα καὶ ἐλέγχουν τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες. Καὶ λέγει πάλι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος· «Τὸ σταυρωμένο εἶναι νεκρὸ καὶ ἀνενέργητο», γιὰ νὰ δείξη ὅτι οἱ ἐπιθυμίες ὑπάρχουν μὲν καὶ ἐνοχλοῦν, ἀλλὰ μάταια λυσσομανοῦν, διότι εἶναι πιὰ κάτω ἀπὸ ἔλεγχο.

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 13.10.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΔΕΚΑΤῌ ΕΚΤῌ -
ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (Τίτ 3,8-15)
Ἡ Κυριακὴ ποὺ γίνεται μετὰ τὶς ἕνδεκα Ὀκτωβρίου εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς Πατέρες τῆς ἑβδόμης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ γι’ αὐτό, τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν σειρὰ τοῦ Κυριακοδρομίου, ἀλλ’ εἶναι ἐπιλεγμένο γιὰ τοὺς Πατέρες. Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Τίτος δέχεται ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου μὲ ὁδηγίες γιὰ τὴν ἄσκησι τοῦ ἱεροῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος. Μέρος αὐτῶν τῶν ἀποκαλύψεων καὶ ὁδηγιῶν, ἀκούγεται σήμερα. Θὰ ἀναλύσουμε μόνο μέρος, τὴν ἀρχή, τῆς περικοπῆς.
Παραλήπτης τῆς ἐπιστολῆς εἶναι ὁ Τίτος στὴν Κρήτη, ἀλλὰ ὅλα τὰ κείμενα τοῦ Παύλου, ὅλη ἡ ἁγία Γραφὴ γενικά, ἀπευθύνεται σὲ ὅλους τοὺς πιστούς.
Ἡ ἁγία Γραφὴ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, καὶ αὐτὸς ὁ λόγος, λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, εἶναι «πιστός», εἶναι λόγος λόγος ἀξιόπιστος. Μποροῦμε καὶ πρέπει νὰ τὸν ἐμπιστευθοῦμε σὲ ἀπόλυτο βαθμό.
Στὶς ἀνθρώπινες σχέσεις μας ἐμεῖς ποιὸν ἐμπιστευόμαστε; Ἐμπιστευόμαστε κάποιον, ποὺ ἡ μέχρι τώρα συμπεριφορὰ του ἦταν καθόλα τίμια καὶ συνεπής. Κάθε λόγος του ἦταν λόγος τιμῆς. Ποτὲ δὲν ἐκμεταλλεύθηκε καταστάσεις, εἶχε δυνατότητα νὰ πράξη κατὰ τὸ συμφέρον του, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔπραξε. Παρουσίασε ἀξιοθαύμαστη συνέπεια, ποὺ μᾶς πείθει ὅτι μποροῦμε νὰ τὸν ἐμπιστευθοῦμε. Τὸ τίμιο καὶ συνεπὲς παρελθὸν καὶ ἡ ὅλη διαδρομή του ἐγγυῶνται τὸ ἀξιόπιστο καὶ στὸ μέλλον. Ὁ Κύριος μᾶς δίδει κάποιες ὑποσχέσεις. Ὑπόσχεται μὲ τὴν χάρι του νὰ μᾶς καταστήση, σύμφωνα μὲ τὴν χαρμόσυνη ἐλπίδα του, κληρονόμους τῆς αἰωνίου ζωῆς. Αὐτὴ λοιπὸν ἡ ὑπόσχεσις, αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι ἀξιόπιστος. Τὸν ἐμπιστευόμαστε διότι ὁ Κύριος ἔχει δείξει κατὰ τὸ παρελθὸν ὅτι τηρεῖ πιστὰ τὶς ὑποσχέσεις του. Ἔκανε μὲ τὸν ἄνθρωπο συνθῆκες καὶ συμφωνίες. Τήρησε πιστὰ πάντα τοὺς ὅρους τῶν διαθηκῶν. Ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῶν ἀνθρώπων ὑπῆρξαν πάντοτε οἱ παραβάσεις. Ὁ ἄνθρωπος φάνηκε ἀναξιόπιστος, καὶ μὴ τηρητὴς τῶν ὑποσχέσεών του. Ποτὲ ὅμως ὁ Θεός. Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ συνέπεια κατὰ τὸ παρελθὸν εἶναι ἡ ἐγγύησις ὅτι ὁ Θεὸς καὶ τώρα θὰ τηρήσει τὸν λόγο του, καὶ ὅσα ὑπόσχεται θὰ τὰ ἐφαρμόσει. Ἔτσι φθάνει ὁ ἀπόστολος νὰ τονίζη ὅτι εἶναι «πιστὸς ὁ λόγος». Σχολιάζοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τὸν παραπάνω λόγο λέγει· «Ἐπειδὴ μίλησε ὁ Κύριος καὶ ὑποσχέθηκε γιὰ τὰ μέλλοντα καὶ ὄχι τὰ παρόντα, τονίζει ὁ ἀπόστολος τὴν ἀξιοπιστία, τὴν φερεγγυότητα. Εἶναι ἀληθινὰ αὐτά. Καὶ τοῦτο φαίνεται ἀπὸ ὅσα μέχρι τώρα ἔγιναν. Διότι αὐτὸς ποὺ μᾶς ἀπάλλαξε ἀπὸ τὸση ἀνομία καὶ τόσα κακά, εἶναι φανερὸ ὅτι θὰ μᾶς χαρίσει καὶ τὰ μέλλοντα μὲ βεβαιότητα, ὅσο ἐμεῖς θὰ παραμένουμε κάτω ἀπὸ τὴν χάρι του. Ἐξ ἄλλου ὅλα προέρχονται ἀπὸ τὴν ἴδια φιλάνθρωπη κηδεμονία». Σχολιάζει καὶ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος καὶ λέγει· «Πιστὸς ὁ λόγος. Ἐπειδὴ εἶπε γιὰ τὰ μέλλοντα, ἐπικαλεῖται ὁ ἀπόστολος τὴν ἀξιοπιστία τοῦ Κυρίου. Καὶ εἶναι φανερὴ καὶ βέβαιη αὐτὴ ἡ ἀξιοπιστία ἀπὸ ὅσα μέχρι τώρα ἔγιναν. Διότι σίγουρα αὐτὸς ποὺ ἔδωσε τόσα μέχρι τώρα, θὰ δώση καὶ αὐτὰ ποὺ τώρα ὑπόσχεται ὅτι θὰ δώσει στὸ μέλλον».
Ἀπὸ τὰ παραπάνω φαίνεται ὅτι ὁ Κύριος ἀπέδειξε στὸ παρελθὸν τὴν ἀξιοπιστία του. Τήρησε πάντοτε τὸν λόγο του.
Ὅταν ὁ Κύριος δίδασκε τόνισε ὅτι δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ σίγουρο καὶ σταθερὸ ἀπὸ τὸν λόγο του. Εἶπε χαρακτηριστικά· «Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι…  ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ θὰ παρέλθουν, οἱ λόγοι μου ὅμως δὲν θὰ παρέλθουν, ἀλλὰ θὰ πραγματοποιηθοῦν ἐξ ὁλοκλήρου». Φαίνεται ὅτι ὁ κόσμος εἶναι παντοτεινός. Δὲν εἶναι. Κάποτε θὰ ἔλθη το τέλος του, ὅπως κάποτε πῆρε μία ἀρχή. Μάλιστα κάποιοι εἰδικοὶ ἔχουν ὑπολογίσει καὶ τὸν χρόνο διάρκειας ζωῆς γιὰ τὴν γῆ καὶ τὸν ἥλιο. Ὁ κόσμος θὰ παρέλθη διότι δὲν εἶναι αἰώνιος. Ὁ ὑλικὸς κόσμος, τὸ σύμπαν ποὺ μᾶς περιβάλλει καὶ μέσα στὸν ὁποῖο κινεῖται ὁ ἄνθρωπος, μεταβάλλεται, φθείρεται, παλαιώνει καὶ τελειώνει. Ὁ λόγος ὅμως τοῦ Κυρίου θὰ παραμένη γιὰ πάντα ἀληθινός, γιὰ πάντα πιστός, ὅπως εἶναι ἀληθινὸς γιὰ πάντα καὶ ὁ Κύριος. Καὶ στὴν περίφημη «ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία» του πάλι τόνισε ὁ Κύριος καὶ εἶπε· «Σᾶς διαβεβαιώνω μὲ κάθε ἐπισημότητα ὅτι ὅσο ὑπάρχει ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, οὔτε ἕνα γιώτα ἢ ἕνα κόμμα δὲν θὰ παραπέση ἀπὸ τὸν νόμο, μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ ὅλα θὰ πραγματοποιηθοῦν». Σε αὐτὸν τὸν λόγο ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὀφείλομε νὰ δείξωμε ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη. Δὲν ἀφήνει ὁ Κύριος περιθώρια γιὰ παρεξηγήσεις καὶ ἀμφιβολίες. Ὁ λόγος του εἶναι «τὸ ναί, ναί, καὶ τὸ ὄχι, ὄχι». Εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε ἀμφιβολία «Πιστὸς ὁ λόγος» τοῦ Κυρίου, καὶ τονίζω, στὸ σύνολό του. Ἔτσι δὲν μᾶς δίδεται τὸ δικαίωμα νὰ διαλέγωμε καὶ νὰ ξεχωρίζωμε κὰποιο μέρος τοῦ λόγου του καὶ νὰ τὸ δεχώμαστε, καὶ ἄλλο νὰ τὸ ἀπορρίπτωμε. Πιστὸς εἶναι ὁ λόγος στὸ σύνολό του, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος, μέχρι καὶ τὴν πιὸ μικρὴ λεπτομέρεια. Στὸ λόγο τοῦ Κυρίου δὲν ὑπάρχουν σημαντικὰ καὶ ἀσήμαντα, μικρὰ καὶ μεγάλα, ὅλος ὁ λόγος του εἶναι σημαντικὸς καὶ μεγάλος καὶ σωτήριος. Ὅταν ἔδωσε τὴν ἐντολὴ στοὺς μαθητές του νὰ πορευθοῦν καὶ νὰ κηρύξουν στὸν κόσμο, τοὺς τόνισε τό· «Διδάσκοντες τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν». Νὰ τοὺς διδάσκετε «νὰ ἐφαρμόζουν ὅλα ὅσα σᾶς δίδαξα». Ὅλα, χωρίς νὰ γίνεται καμμία ἐπιλογή. Τὸ εἶπαμε καὶ ἄλλοτε ὅτι στὸν λόγο τοῦ Κυρίου ἐμεῖς δὲν μποροῦμε, δὲν ἔχομε δυνατότητα, δὲν ἔχομε οὔτε κανένα δικαίωμα, νὰ διορθώσωμε κανένα λάθος, διότι λάθη δὲν ὑπάρχουν στὸν λόγο τοῦ Κυρίου. Δὲν εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ θὰ προσθέσωμε κάτι καινούργιο ἢ ἐπὶ πλέον στὸν λόγο τοῦ Κυρίου. Νεωτερισμοὶ δὲν ἐπιτρέπονται. Ἀλλὰ καὶ δὲν μποροῦμε νὰ διαγνώσωμε ὅτι κάποιο μέρος ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου ξεπεράσθηκε καὶ πρέπει νὰ τὸ καταργήσωμε. Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι πιστός, ἀληθινὸς καὶ αἰώνιος.
Καὶ ἐνῶ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ σταθερότητα καὶ φερεγγυότητα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ λόγου του, ζητούμενο εἶναι ἡ δική μας θέσις καὶ ἀντιμετώπισις ἔναντι τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος στὸν σχόλιό του καταλογίζει τὴν δική μας εὐθύνη, καὶ σημειώνει τὴν ἀνάγκη «ἐμεῖς νὰ παραμείνωμε κάτω ἀπὸ τὴν χάρι του». Τοῦτο ἀποτελεῖ προϋπόθεσι γιὰ τὰ ἀγαθά, ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος νὰ μᾶς χαρίση στὸ μέλλον. Ὅπως μᾶς χάρισε κατὰ τὸ παρελθόν, ἔτσι θὰ γίνη καὶ στὸ μέλλον, ὅσο ὅμως ἐμεῖς θὰ εἴμαστε πιστοὶ στόν «πιστὸ λόγο» τοῦ Κυρίου.

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 06.10.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΔΕΚΑΤῌ ΠΕΜΠΤῌ (Β΄Κορ 4,6-15)
Ἀκοῦμε σήμερα τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ μᾶς λέγη· «Ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους  φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Καὶ σὲ αὐτὰ τὰ σύντομα λόγια θὰ προσπαθήσωμε νὰ ἐμβαθύνωμε. Διότι ἐδῶ ἀποκαλύπτεται ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο μπορεῖ νὰ γίνη ἡ ἐμβάθυνσις καὶ κατανόησις τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ.
Τὶ σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Σήμερα θὰ τὰ λέγαμε· Ὁ Θεὸς ποὺ διέταξε, κατὰ τὴν δημιουργία, νὰ λάμψη τὸ φῶς μέσα στὸ σκοτάδι ποὺ ἐπικρατοῦσε, αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔλαμψε μέσα στὶς καρδιές μας καὶ μᾶς φώτισε γιὰ νὰ γνωρίσωμε καὶ νὰ μεταδώσωμε καὶ στοὺς ἄλλους τὴν φωτεινὴ καὶ καθαρὴ γνῶσι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, ποὺ φανερώθηκε μέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
«Φῶς ἀναλλοίωτον Λόγε, φωτὸς Πατρὸς ἀγεννήτου, ἐν τῷ φανέντι φωτί σου, σήμερον ἐν Θαβωρίῳ, φῶς εἴδομεν τόν, Πατέρα, φῶς καὶ τὸ Πνεῦμα, φωταγωγοῦν πᾶσαν Κτίσιν», ψάλλομε καὶ ἀναγνωρίζομε Φῶς τὸν Λόγο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό, Φῶς ἀγέννητο τὸν Πατέρα, Φῶς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Φῶς οὐράνιο, ὑπερκόσμιο, ἄκτιστο, θεῖο εἶναι ὁ Δημιουργὸς Θεός μας, ποὺ διέταξε μόνο, καὶ ἀμέσως ἔγινε τὸ φῶς κατὰ τὶς ἡμέρες τῆς δημιουργίας. Καὶ μέσα σὲ αὐτὸ τὸ φῶς πῆραν, μὲ ἐντολὴ τοῦ Δημιουργοῦ ὕπαρξι ὅλα ὅσα συγκροτοῦν τὸν κόσμο, ὅλο τὸ σύμπαν.
Αὐτὸς ὁ ἴδιος Θεὸς μας, εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔλαμψε μέσα στὶς καρδιές μας, γιὰ νὰ γνωρίσωμε ἐμεῖς, ἀλλὰ καὶ νὰ μεταδώσωμε καὶ στοὺς ἄλλους τὴν καθαρὴ γνῶσι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ἀποκαλύπτει ἔτσι ὁ ἀπόστολος ὅτι ἡ γνῶσις τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν ἀντιληπτικὴ ἱκανότητα τοῦ νοῦ μας. Αὐτὴ ἡ γνῶσις δὲν εἶναι ὑπόθεσις ἐπιχειρημάτων καὶ ρητορίας, οὔτε καὶ φιλοσοφικῶν θεωρήσεων. Γιὰ νὰ προσεγγίση ὁ ἄνθρωπος τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὴν γνωρίση, ἀπαιτεῖται ὁ θεῖος φωτισμός.
Ὁ νοῦς εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος, ὄχι μόνο ἔχει τὴν δυνατότητα, ἀλλὰ ἔχει ἐντολὴ ἀπὸ τὸν Δημιουργό, νὰ κατακτήση, «νὰ κυριεύση», τὸν κόσμο καὶ νὰ τὸν φυλάξη. Καὶ σήμερα θαυμάζομε γιὰ τὶς κατακτήσεις τοῦ ἀνθρώπου πάνω στὸν ὑλικὸ κόσμο. Αὐτὸ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, γιὰ τὴν γνῶσι τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς δόξης του, δὲν φθάνει ὁ νοῦς. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δημιούργημα ποὺ μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κατακτήση. Γιὰ νὰ μπορέση ὁ ἄνθρωπος νὰ γνωρίση τὸν Θεὸ χρειάζεται ὁ θεῖος φωτισμός. Καὶ δὲν εἶναι ὑπόθεσις μόνον τοῦ νοῦ, ἀλλὰ τῆς καρδιᾶς. Τὸ τονίζει αὐτὸ ὁ ἀπόστολος ὅταν γράφει· «λαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ». Ὅση ἑπομένως γνῶσι ἔχομε σχετικὰ μὲ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μὲ τὴν δική του λάμψι φωτίζεται ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ προσεγγίση τὸ μεγαλεῖο του. Ὅσοι, κατὰ συνέπεια, ζητοῦν λογικὰ καὶ γνωστικὰ ἐπιχειρήματα γιὰ νὰ ἀποδεχθοῦν τὸν Θεό, ματαιοπονοῦν.
Δὲν γίνεται ὁ Θεὸς κατανοητὸς μὲ τὶς αἰσθήσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι κατάλληλες γιὰ τὴν ἔρευνα καὶ κατανόησι τοῦ ὑλικοῦ καὶ ὁρατοῦ κόσμου. Καὶ δὲν μποροῦμε μὲ τὰ μέσα ποὺ ἐρευνοῦμε τὸν ὑλικὸ κόσμο νὰ ἔχομε πρόσβασι στὸν ὑπερβατὸ καὶ πνευματικὸ κόσμο. Καὶ δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ζητᾶμε μὲ τὸν δικό μας λόγο, δηλαδὴ χωρὶς τὰ κατάλληλα μέσα, νὰ γνωρίσωμε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπειδὴ μὲ βεβαιότητα δὲν ἐπιτυγχάνεται ὁ στόχος, ὁδηγούμαστε στὴν ἄρνησι καὶ ἀπιστία. Εἶναι σὰν νὰ θέλωμε νὰ μετακινηθοῦμε στὴν θάλασσα μὲ μεταφορικὰ μέσα τῆς στεριᾶς. Καὶ τὰ πιὸ τέλεια μεταφορικὰ μέσα τῆς στεριᾶς, στὴν θάλασσα καὶ τὸν ἀέρα εἶναι παντελῶς ἄχρηστα καὶ ἀκατάλληλα, εἶναι ἀτελέσφορα. Ἔτσι καὶ ὁ νοῦς ἐνῶ εἶναι τὸ κατάλληλο ὄργανο γιὰ τὴν γνῶσι τοῦ κόσμου, γιὰ τὴν γνῶσι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖται ὁ νοῦς νὰ εἶναι φωτισμένος ἀπὸ τὴν θεία ἔλλαμψι. Καὶ τότε πάλι θὰ γίνη γνωστὴ, ὄχι ἡ οὐσία το Θεοῦ, ἀλλὰ ἡ δόξα του. Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος· «Δὲν εἶπε, ὅπως στὴν δημιουργία, νὰ γίνη φῶς, ἀλλ’ ὁ ἴδιος ἔλαμψε. Γι’ αὐτὸ δὲν βλέπομε τὰ αἰσθητὰ πράγματα μὲ αὐτὸ τὸ φῶς, ἀλλὰ βλέπομε τὸν Θεό, μέσα ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ». Γράφει καὶ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος· «Γιατὶ δὲν κηρύττομε τὸν ἑαυτό μας; Διότι ὁ Θεὸς ἔλαμψε στὶς καρδιές μας . . . ὁ ἴδιος ἔγινε σὲ μας φῶς. Διότι ἔλαμψε μέσα μας στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ μέσω τοῦ Χριστοῦ. Διὰ τοῦ Χριστοῦ λάμπει μέσα μας ὁ Πατέρας καὶ μᾶς χαρίζει τὸν φωτισμὸ τὴς γνώσεως, ὄχι τῆς οὐσίας του, ἀλλὰ τῆς δόξης του».
Τέλος ἡ φρᾶσις «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» φανερώνει ὅτι τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ τὴν γνωρίζομε μόνον μέσω τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς ἀποκάλυψε τόσο τὸν Πατέρα ὅσο καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ ἐνανθρωπήσας Υἱὸς φανερώνει πρῶτα τὸν ἑαυτό του καὶ στὴν συνέχεια ἀποκαλύπτει στοὺς ἀνθρώπους ὅλη τὴν θεότητα, δηλαδὴ καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν ὁ Φίλιππος ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ νὰ τοὺς δείξη τὸν πατέρα, πῆρε τὴν ἀπάντησι·  «Τόσο καιρὸ εἶμαι μαζί σας καὶ ἀκόμα δὲν μὲ γνώρισες Φίλιππε; ὅποιος ἔχει δεῖ ἐμένα, ἔχει δεῖ καὶ τὸν πατέρα». Καὶ στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχὴ λέγει ὁ Ἰησοῦς· «Φανέρωσα τὸ ὄνομά σου στοὺς ἀνθρώπους». Ὁ Ἰησοῦς προετοιμάζει τὴν ἀποκάλυψι καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅταν λέγει· «Ὅταν θὲ ἔλθει ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας θὰ σᾶς ὁδηγήσει σὲ ὅλη τὴν ἀλήθεια». Καὶ ἀλλοῦ πάλι λέγει· «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι συμφέρον σας εἶναι νὰ ἀπέλθω, διότι ἐὰν δὲν ἀπέλθω ὁ παράκλητος δὲν θὰ σᾶς ἔλθει, ἐὰν ὅμως πορευθῶ θὰ σᾶς τὸν στείλω. . . Καὶ ὅταν ἔλθει ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, θὰ σᾶς ὁδηγήσει σὲ κάθε ἀλήθεια». Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ἔχει ὅλες τὶς μαρτυρίες.
Ἡ πίστις μας στὸν ἅγιο Τριαδικὸ Θεὸ δὲν στηρίζεται σὲ καμμία ἀνθρώπινη ἐπινόησι, ὅπως ὑποστηρίζουν πολλοὶ λογοκρατούμενοι καὶ ἀρνητές. Τὸν Θεό μας δὲν τὸν ἐπινοοῦμε ἐμεῖς. Αὐτὸς ὁ ἴδιος ἀποκαλύπτεται σὲ μᾶς ἀπὸ ἀγάπη. Τόση ἀγάπη, ποὺ ἔστειλε τὸν Υἱό του ἐδῶ στὴν γῆ ὡς ἄνθρωπο, καὶ συναναστράφηκε μὲ ἐμᾶς καὶ φανέρωσε τὴν δόξα του, καὶ μᾶς ἀποκάλυψε τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅλη τὴν ἁγία Τριάδα. Γιὰ νὰ δοῦμε ὅμως χρειαζόμαστε φῶς. Αὐτὸ τὸ φῶς δὲν εἶναι ὑλικό, τεχνητό, ἀλλὰ εἶναι ἔλλαμψις ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ Θεὸς μέσα στὴν καρδιά μας. Αὐτὴν τὴν ἔλλαμψι ἐπιζητοῦσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στὴν προσευχή, ποὺ μονολογοῦσε συχνά· «Κύριε, φώτισόν μου τὸ σκότος».