Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 13.07.2014


ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΜΠΤΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Μθ 8,28-34.9,1)
 
Ὁ Κύριος περιόδευε τὴν Γαλιλαία διδάσκοντας, κηρύττοντας καὶ θεραπεύοντας, ὅπως τὸ εἴδαμε σὲ προηγούμενο εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα.

Ἔτσι, κάνοντας περιοδεία, ἦρθε μιὰ φορὰ καὶ στὰ Γέργεσα. Τὰ Γέργεσα εἶναι χωριὸ ποὺ βρίσκεται ἀνατολικὰ ἀπὸ τὴν λίμνη τῆς Γενησαρέτ. Πρὶν ὅμως μπῆ στὸ χωριό, τὸν συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι, ποὺ βγῆκαν ἀπὸ τὰ μνήματα, ἦταν φοβεροὶ στὴν ὄψι τόσο, ποὺ δὲν τολμοῦσαν οἱ ἄνθρωποι νὰ περάσουν ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο. Οἱ δαιμονισμένοι ὅταν εἶδαν τὸν Κύριο φώναξαν δυνατά˙ Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τί ἔχομε μεταξύ μας ἐμεῖς καὶ ἐσύ; Γιατὶ ἦρθες νὰ μᾶς βασανίσης πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα μας; Ἐκεῖ κοντὰ ἔβοσκε ἕνα μεγάλο κοπάδι ἀπὸ χοίρους. Τὰ δαιμόνια, ποὺ ἦταν μέσα στοὺς δύο δαιμονισμένους, ἄρχισαν νὰ παρακαλᾶνε τὸν Κύριο, καὶ νὰ ζητοῦν, ἂν τοὺς βγάλει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ τοὺς ἐπιτρέψη νὰ μποῦν στὰ γουρούνια. Ὁ Κύριος ἔδωσε τὴν ἄδεια, καὶ δαιμονισμένα τὰ γουρούνια ἔπεσα στὴν λίμνη καὶ πνίγηκαν. Οἱ χοιροβοσκοὶ ἔφεραν τὴν εἴδησι στὸ χωριό, καὶ τότε βγῆκαν ὅλοι νὰ συναντήσουν καὶ νὰ δοῦν τὸν Κύριο. Τὸν εἶδαν καὶ τὸν παρακάλεσαν νὰ φύγη. Αὐτὸς μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ γύρισε στὴν πόλι του.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ποὺ τὸ ἀκούσαμε σὲ ἁπλοϊκὴ ἀπόδοσι, μᾶς δίνει τὴν εὐκαιρία νὰ κάνουμε μιὰ σύντομη ἀναφορὰ γενικὰ στὸ θέμα τῶν δαιμονίων. Θὰ συναντήσωμε καὶ ἄλλες περιπτώσεις θεραπείας δαιμονισμένων, καὶ, μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀναφερόμαστε σὲ διάφορες πλευρὲς τοῦ θέματος.

Τὰ δαιμόνια δὲν εἶναι μιὰ προσωποποίησι τοῦ κακοῦ. Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ λέμε, τὸ κακό, ἔτσι γενικὰ καὶ ἀόριστα. Τὰ δαιμόνια, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι λογικὰ ὄντα, εἶναι πρόσωπα ποὺ ἔχουν συνείδησι τοῦ ἑαυτοῦ τους. Δὲν τὰ δημιούργησε ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς δημιούργησε τοὺς ἀγγέλους. Ἀλλ’ ἕνα τάγμα ἀγγέλων, ἀπὸ τὰ λαμπρότερα, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἑωσφόρο, περηφανεύθηκαν καὶ ἐπεθύμησαν νὰ γίνουν ἀνώτεροι ἀπὸ τὸν Δημιουργό τους, καὶ τότε ξέπεσαν. Δηλαδὴ ἀπὸ φωτεινοὶ ἄγγελοι γίνανε σκοτεινὰ πνεύματα, τὰ ὁποῖα ἀπὸ τὸτε διαβάλλουν τὸν Θεὸ στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀνθρώπους στὸν Θεό, γι’ αὐτὸ καὶ λέγονται διάβολοι. Ἕνα ἀγγελικὸ τάγμα ξεπεσμένο ἀπὸ τὴν τάξι τῶν φωτεινῶν καὶ ἁγίων ἀγγέλων ἔγινε τάγμα πονηρῶν πνευμάτων μὲ ἀρχηγὸ τὸν Ἑωσφόρο ἢ Σατανᾶ, ποὺ ἔχει ὡς ὄργανά του τοὺς δαίμονες ἢ διαβόλους.

Ἐμφανίζονται στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων νὰ ἔχουν μεγάλη δύναμι, εἶναι σχεδὸν ἀνίκητοι. Ἔτσι δείχνουν. Ἔτσι ἐξαπατοῦν τοὺς ἀνθρώπους. Γνωρίζουν πολὺ καλὰ τί τοὺς περιμένει στὸ τέλος τοῦ κόσμου. Γι’ αὐτὸ τώρα ποὺ συνάντησαν τὸν Κύριο τοὺς ἀκοῦμε νὰ παραπονοῦνται λέγοντας˙ «Ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς». Φοβοῦνται μὴν τοὺς βασανίση πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα τους, δηλαδὴ πρὶν ἀπὸ τὴν συντέλεια. Ποῦ εἶναι ἡ δύναμι, ποὺ φαίνεται ὅτι ἔχουν; Φοβοῦνται τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀποκαλύπτει ὅτι τὰ δαιμόνια ἀπὸ μόνα τους, χωρὶς τὴν ἄδεια, τὴν θέλησι τοῦ Κυρίου, δὲν μποροῦν οὔτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ βγοῦν, οὔτε στὰ γουρούνια νὰ μποῦν. Λέει, «Ἐὰν μᾶς βγάλεις ἀπὸ ἐδῶ, ἐπίτρεψέ μας νὰ πᾶμε στὸ κοπάδι τῶν γουρουνιῶν». Καὶ δύναμι δὲν ἔχουν ὅση δείχνουν, καὶ ὡς πνεύματα δὲν ξέρουν πολλά. Ἐδῶ ὁμολογοῦν τὴν ἄγνοιά τους. Δὲν ξέρουν τὶ σκέφτεται νὰ τοὺς κάνη ὁ Κύριος. Στὰ παρακάλιά τους λένε· «Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς», δηλαδὴ ἐὰν μᾶς βγάλεις. Μπροστὰ στὸν Κύριο καὶ στὴν πραγματικότητα δὲν ξέρουν τίποτε. Ἐξαρτῶνται ἀπόλυτα ἀπὸ τὸν Κύριο. Εἶναι ὅμως, μέχρι τὴν συντέλεια τοῦ κόσμου, ἐλεύθερα νὰ κινοῦνται καὶ νὰ πειράζουν τοὺς ἀνθρώπους.

Σωστὰ ὀνομάζομε «πειρασμοὺς» ὅλες τὶς σκέψεις, τὶς ἐπιθυμίες, τοὺς λογισμούς, τὰ περιστατικὰ ὅλα, ποὺ μὲ διάφορους τρόπους μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἁμαρτία. Οἱ πειρασμοὶ προέρχονται ἀπὸ τὸν διάβολο, ὁ ὁποῖος λέγεται καὶ «Πειραστής». Χρειάζεται δὲ μεγάλη προσπάθεια καὶ συνεχὴς ἀγώνας γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ διακρίνωμε πότε μᾶς πειράζει ὁ διάβολος καὶ πῶς θὰ τὸν ἀντιμετωπίσωμε, διότι ἐνεργεῖ ὕπουλα καὶ σκοτεινά. Καὶ ὄχι μόνον δὲν εἶναι ἐμφανεῖς οἱ ἐνέργειές του, ἀλλὰ ἔχει καταφέρει πάρα πολλοὺς νὰ πιστεύουν ὅτι δαιμόνια δὲν ὑπάρχουν. Σκεφθεῖτε ἕνα πρᾶγμα μόνον. Ἂν δὲν ὑπάρχουν δαιμόνια τότε ὁ Χριστὸς τὶ θεραπεύει στὰ Γέργεσα; Μὲ ποιοὺς μιλάει; Σὲ ποιοὺς δίνει τὴν ἄδεια νὰ μποῦν στὰ γουρούνια; Καὶ ἂν δὲν ὑπάρχουν, τότε ποιὸς ἔσπρωξε τὰ γουρούνια στὴν λίμνη νὰ πνιγοῦν;

Τόσα θαύματα θεραπείας δαιμονισμένων, ποὺ περιγράφονται στὰ ἱερὰ εὐαγγέλια, εἶναι ψέματα; Ἀσφαλῶς ὄχι. Τὰ δαιμόνια ὑπάρχουν ὡς λογικὰ ὄντα, τὰ ὁποῖα δοκιμάζουν τοὺς ἀνθρώπους. Ἀλλ’ ἦρθε ὁ Χριστός καὶ δείχνει τὴν δύναμι καὶ ἐξουσία ποὺ ἔχει, ὄχι μόνο πάνω στὴν ὑλικὴ φύσι, πάνω στὶς ἀρρώστιες τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ πάνω στὰ πονηρὰ πνεύματα. Οἱ θεραπεῖες τῶν δαιμονισμένων ἀναδεικνύουν τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ παντοδύναμο Θεό, ποὺ ἐξουσιάζει ὁρατὸ καὶ ἀόρατο, ὑλικὸ καὶ πνευματικὸ κόσμο. Ἦρθε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀπαλλάξη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ διαβόλου. Αὐτὸ φαίνεται χειροπιαστὰ στὶς περιπτώσεις ποὺ ὁ Χριστὸς θεραπεύει δαιμονισμένους.

Μπροστὰ στὸν Κύριο τὰ δαιμόνια φεύγουν. Φεύγουν καὶ ἀπὸ τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μαζί τους τὸν Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος ὅταν βαπτίζεται, σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα λέει καὶ κάνει ἡ Ἐκκλησία μας, ἀποτάσσεται τὸν σατανᾶ καὶ συντάσσεται μὲ τὸν Χριστό. Δυστυχῶς ὅμως, δὲν τὰ ἀκοῦμε αὐτὰ τὰ λόγια, διότι ἄλλα πράγματα προσέχομε τὴν ἱερὴ ὥρα ποὺ διαβάζονται οἱ εὐχὲς τοῦ Μυστηρίου. Ἡ Ἐκκλησία μας, ὅταν δέχεται ἕνα νέο μέλος, τὸ δέχεται ἀπαλλαγμένο ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ τὰ ἔργα του

Τὰ δαιμόνια ὑπάρχουν, ἀλλὰ τὰ νίκησε ὁ Χριστὸς. Ἔδωσε τὴν ἐξουσία αὐτὴ καὶ στοὺς μαθητές του, ὅταν τοὺς εἶπε: «Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε».

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 06.07.2014


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Μθ 8,5-13)
«Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς»
 
Ἡ Καπερναοὺμ ἦταν μιὰ παραλίμνια πόλι, στὴν ὁποία ἦρθε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ καὶ τὴν ἔκανε τόπο κατοικίας του. Ἐδῶ ἦταν, κατὰ κάποιο τρόπο, τὸ κέντρο τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου του. Γύριζε στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐπέστρεφε πάλι στὴν πόλι αὐτή.
Ὅταν λοιπὸν ἦρθε κάποια φορά, τὸν πλησίασε ἕνας ἑκατόνταρχος, δηλαδὴ ρωμαῖος ἀξιωματικός, ὑπεύθυνος σὲ στρατιωτικὴ μονάδα ἑκατὸ ἀνδρῶν. Ὁ ἀξιωματικὸς αὐτὸς εἶχε στὸ σπίτι του ἕναν παραλυτικὸ ὑπηρέτη, καὶ αὐτό, παρακαλώντας, τὸ ἀνέφερε στὸν Ἰησοῦ. Ὁ Ἰησοῦς πρόθυμα τοῦ εἶπε ὅτι, θὰ ἔρθει στὸ σπίτι νὰ τὸν θεραπεύση. Ἀλλ’ ὁ ἑκατόνταρχος θεώρησε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο γιὰ μιὰ τέτοια ἐπίσκεψι. Γι’ αὐτὸ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ νὰ πῆ μόνο ἕνα λόγο, γιὰ νὰ θεραπευθῆ ὁ ὑπηρέτης του. Καὶ μάλιστα παραλληλίζοντας τὴν δική του στρατιωτικὴ ἐξουσία νὰ διατάζη καὶ οἱ ἄλλοι νὰ ὑπακοῦνε, πίστευε ὅτι τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ κάνη καὶ ὁ Ἰησοῦς. Πίστευε δηλαδὴ ὅτι ἡ ἀρρώστια βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ καὶ θὰ φύγει μὲ μία διαταγή του. Αὐτὸ ἔκανε τὸν Χριστὸ νὰ θαυμάση τὴν πίστι του καὶ νὰ τὴν ἐπαινέση δημόσια. Ὁ ρωμαῖος ἀξιωματικὸς ἦταν εἰδωλολάτρης, ἀλλὰ παρουσιάζει πίστι μεγαλύτερη ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ εἶχαν τὸν νόμο καὶ τοὺς προφῆτες. Σημείωσε ἀκόμα ὁ Ἰησοῦς καὶ τόνισε, ὅτι θὰ βρεθοῦν πολλοὶ ἀπὸ μακρυά, εἰδωλολάτρες, ποὺ θὰ καθίσουν κοντὰ καὶ μαζί του στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ ἀντίθετα αὐτοὶ στοὺς ὁποίους δόθηκε ὁ νόμος, ἀντὶ νὰ εἶναι στὴν βασιλεία, θὰ ριχτοῦν «στὸ σκότος τὸ ἐξώτερον», στὰ ἐτελείωτα βάσανα. Καὶ τέλος, εἶπε στὸν ἑκατόνταρχο˙ «Πήγαινε, καὶ ὅπως πίστευσες, ἂς γίνη». Καὶ πραγματικά, θεραπεύθηκε ὁ ὑπηρέτης του ἐκείνη τὴν ὥρα.
Αὐτὸ εἶναι μὲ ἁπλᾶ λόγια τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τώρα ἐμεῖς πρέπει νὰ δοῦμε τί λέει σὲ μᾶς,  στὸν καθένα μας, διότι εἶναι γραμμένο γιὰ μᾶς τὸ εὐαγγέλιο. Νὰ τὸ ἀκοῦμε καὶ νὰ πορευόμαστε στὴν ζωή μας σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα γράφει.
Βλέπομε ἐδῶ ἕνα ἄνθρωπο ἀξιωματοῦχο νὰ ἀπευθύνεται στὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ τὸν παρακαλῆ γιὰ τὸν ἄρρωστο ὑπηρέτη του. Ἑκατόνταρχος εἶναι, ἀλλὰ τὸ μεγάλο ἀξίωμά του δὲν τὸν ἐμποδίζει στὸν δρόμο γιὰ νὰ φτάση στὸν Χριστό. Ἂς τὸ σκεφθοῦμε γιὰ λίγο αὐτό. Μήπως ἡ κοινωνικὴ θέσι μας, τὸ ἀξίωμά μας, τὸ ὄνομά μας, γίνονται ἐμπόδια στὸ νὰ εἴμαστε συνεπεῖς μὲ τὰ θρησκευτικὰ καθήκοντά μας, παράδειγμα ὅπως, τοὺ ἐκκλησιασμοῦ, τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας, τοῦ σεβασμοῦ τῶν κληρικῶν μας; Ὁ ἑκατόνταρχος δὲν λογάριασε καθόλου τὴν θέσι καὶ τὸ ἀξίωμά του. Μὲ ταπείνωσι παραμέρισε τὰ κοσμικὰ ἐμπόδια, δὲν λογάριασε τὰ σχόλια τοῦ κόσμου, καὶ πλησίασε τὸν Χριστό.
Βλέπομε ἐδῶ ἕναν ἑκατόνταρχο, καὶ μάλιστα εἰδωλολάτρη, νὰ ἐνδιαφέρεται μὲ ζῆλο γιὰ τὸν ὑπηρέτη του. Πόσο μεγάλη καρδιά εἶχε γιὰ νὰ δείχνη τέτοια συμπεριφορά; Ἐμεῖς πόσο μακρυὰ εἴμαστε ἀπὸ τέτοια σχέσι, ὄχι μὲ τὰ συγγενικὰ πρόσωπα, μὲ τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας μας, τὰ παιδιά μας, ἀλλὰ μὲ τοὺς ὑπαλλήλους μας ἢ μὲ μὴ συγγενικὰ τέλος πρόσωπα; Μήπως ὁ ἑκατόνταρχος μᾶς δείχνει τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς, τουλάχιστον μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ βρίσκονται κοντά μας;
Βλέπομε ἐδῶ ἕναν ἀξιωματοῦχο νὰ ζητάη βοήθεια ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ. Τὸν βλέπομε ὅμως νὰ ἀναγνωρίζη δύναμι στὸν λόγο τοῦ Ἰησοῦ. Τὸν Ἰησοῦ, ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι περιφρονητικὰ τὸν ἔλεγαν «Ἰησοῦ Ναζωραῖο», αὐτὸς τὸν ἀποκαλεῖ «Κύριο» καὶ τοῦ ἀναγνωρίζει ὑπερφυσικὴ δύναμι καὶ ἐξουσία τέτοια, ποὺ ἡ ἀρρώστια φεύγει καὶ μόνο μὲ τὸν λόγο του. Ἡ θεολογία μας δέχεται ὅτι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι «ἐνυπόστατος» καί «ἐνεργής». Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι ἀέρας, ἀλλὰ «γίνεται εὐθύς ἔργον» μόλις βγεῖ ἀπὸ τὸ στόμα του. Ὅπως τότε, στὴν δημιουργία, «εἶπε καὶ ἐγενήθησαν». Λέει καὶ γίνεται. Διατάζει τὴν τρικυμία μὲ το «πεφίμωσο», καὶ θάλασσα γαληνεύει. Λέει, καὶ ἡ συκιὰ ξηραίνεται ἀμέσως. Λέει, «ἀνάβλεψον» καὶ ὁ τυφλὸς ἀνοίγει τὰ μάτια του. Πιστεύει λοιπὸν ὁ ἑκατόνταρχος στὴν δύναμι ποὺ ἔχει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου. Δεῖτε τὴν βεβαιότητά του. «Μόνον εἰπὲ λόγῳ». Μόνον πὲς ἕνα λόγο. Καὶ δὲν θέλει τίποτε ἄλλο. Τοῦ ἀρκεῖ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου. Νὰ γιατὶ ἐπιμένει ἡ Ἐκκλησία νὰ μελετοῦμε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου. Ὁ γραμμένος λόγος τοῦ Κυρίου νὰ εἶναι τὸ καθημερινό μας ἀνάγνωσμα, ἡ φροντίδα μας, ἡ ἀνάγκη μας ὅπως καὶ τοῦ καθημερινοῦ φαγητοῦ. Τὸ φαγητὸ γιὰ τὸ σῶμα, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν ψυχή. Νὰ ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ὅπου διδάσκεται, καὶ, κυρίως, στὸν ναό.
Βλέπομε ἐδῶ ἕναν ἀξιωματοῦχο νὰ ἀναγνωρίζη στὸν Ἰησοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν δύναμι τοῦ λόγου του, καὶ ἕνα μεγαλεῖο. Τέτοιο ποὺ τὸ δικό του ἀξίωμα ἐκμηδενίζεται μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸν κάνει νὰ παραδεχθῆ τὴν ἀνικανότητά του νὰ τὸν δεχθῆ στὸ σπίτι του. Δημόσια ὁμολογεῖ, ὅτι εἶναι ἀνάξιος νὰ τὸν ὑποδεχθῆ, κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ του, μὲ τὰ λόγια˙ «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς».
Ὑποκλίνομαι μπροστὰ στὴν ταπείνωσι καὶ τὴν ὁμολογία τοῦ ἑκατοντάρχου. Τὰ λόγια του εἶναι συγκλονιστικά. Εἶναι αὐτὰ ποὺ τελικὰ κέρδισαν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ χάρισε τὸ αἴτημα. Θὰ ὑπογραμμίσω ἐδῶ ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος πῆρε τὰ λόγια αὐτὰ καὶ τὰ πρόταξε στὴν προσευχή του πρὶν ἀπὸ τὴν θεία Κοινωνία. Μᾶς εἶναι γνωστὴ ἡ προσευχὴ του, διότι ὡς χριστιανοὶ τὴν λέμε καὶ ἐμεῖς, στὴν ἑτοιμασία μας νὰ κοινωνήσωμε, καὶ διαβάζομε, φυσικά, τὴν ἀκολουθία τῆς Μεταλήψεως. Μὲ τὶς εὐχὲς τῆς Μεταλήψεως ἀναγνωρίζομε καὶ ἐμεῖς, ὅπως ὁ ἑκτόνταρχος, ὅτι παρὰ τὴν ἀναξιότητά μας ἔχομε τὴν ἀνάγκη τοῦ Ἰησοῦ. Δειλά, ἔστω καὶ σιωπηλά, μὲ τὴν εὐχὴ τῆς Μεταλήψεως κάνομε τὴν ὁμολογία μας, ταπεινὰ ἱκετεύομε τὸν Κύριο νὰ καταδεχθῆ νὰ ἔρθη στὸ ἄθλιο καὶ γκρεμισμένο «οἶκο τῆς ψυχῆς» μας, καὶ νὰ μᾶς θεραπεύση καίγοντας τὶς ἁμαρτίες μας καὶ ἁγιάζοντας τὴν ψυχή μας.
Ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος δείχνει τὸν δρόμο, καὶ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε και πρέπει, νὰ προσεγγίζωμε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ἀμήν.