Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 01.03.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΤΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ἢ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (Ἰω 1,44-52)

«Ἔρχου καὶ ἴδε»

Θέλησε ὁ Ἰησοῦς νὰ βγῆ στὴν Γαλιλαία. Συνάντησε τὸν Φίλιππο καὶ τὸν κάλεσε λέγοντάς του· Ἀκολούθησέ με. Ὁ Φίλιππος καταγόταν ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδά, δηλαδὴ τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. Μετὰ ὁ Φιλιππος συνάντησε τὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ εἶπε· Βρήκαμε αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖο ἔγραψε στὸν νόμο ὁ Μωυσῆς καὶ μίλησαν οἱ προφῆτες, τὸν Ἰησοῦ τὸν υἱὸ τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ. Τοῦ ἀπάντησε ὁ Ναθαναήλ· Μπορεῖ νὰ βγῆ κάτι καλὸ ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ; Τοῦ λέγει ὁ Φίλιππος· «Ἔρχου καὶ ἴδε». Ὁ Ἰησοῦς εἶδε τὸν Ναθαναὴλ νὰ τὸν πλησιάζη καὶ εἶπε γι’ αὐτὸν· Νὰ ἕνας ἀληθινὸς καὶ ἄδολος Ἰσραηλίτης. Μὲ ἀπορία ὁ Ναθαναὴλ τὸν ρωτάει· Ἀπὸ ποῦ μὲ ξέρεις; Τοῦ ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς· Σὲ εἶδα πρὶν σὲ φωνάξη ὁ Φίλιππος, ὅταν ἦσουν κάτω ἀπὸ τὴν συκιά. Καὶ ὁμολόγησε ὁ Ναθαναὴλ καὶ εἶπε· Δάσκαλε σὺ εἶσαι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ. Γιὰ νὰ τοῦ ἀπαντήση ὁ Ἰησοῦς· Πιστεύεις ἐπειδὴ σοῦ εἶπα, ὅτι σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴν συκιά; Πολὺ περισσότερα θὰ δῆς. Καὶ συμπλήρωσε· Ἀλήθεια σᾶς λέγω ὅτι ἀπὸ τώρα θὰ δεῖτε νὰ ἔχουν ἀνοίξει οἱ οὐρανοί, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν στὸν υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου.

Μὲ αὐτὸ τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀναφέρεται δὲ στὴν πρόσκλησι τοῦ Φιλίππου καὶ τοῦ Ναθαναὴλ στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα. Τὸ προσκλητήριο γιὰ ὅλους τοὺς μαθητὲς ἦταν τὸ ἁπλό· «Ἀκολούθει μοι». Πρόσκλησις μὲ δύο μόνον λέξεις, ποὺ ὅμως εἶχαν φοβερὴ ἀπήχησι σὲ ὅσους ἀπευθυνόταν. Συγκλόνιζε τὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τους, ἐπέφερε ριζικὴ ἀλλαγὴ στὴν στάσι τους ἔναντι τοῦ καλοῦντος, ἐγκατέλειπαν τὰ πάντα καὶ πλέον τὸν ἀκολουθοῦσαν γιὰ πάντα. Ἡ θριαμβευτικὴ κραυγὴ τοῦ Φιλίππου· «Ὅν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ» ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ γνωστὸς Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ, ὁ φερόμενος ὡς υἱὸς τοῦ Ἰωσήφ, εἶναι ὁ προφητευμένος, ὁ ἀναμενόμενος, ὁ Χριστὸς Μεσσίας. Ὁ Φίλιππος εἶναι σίγουρος καὶ βέβαιος, γι’ αὐτὸ καὶ τρέχει νὰ ἀναγγείλλη τὸ νέο στὸν φίλο του τὸν Ναθαναήλ. Ἀπὸ τὴν λέξι «εὑρήκαμεν» συμπεραίνομε ἀβίαστα ὅτι καὶ ὁ Ναθαναὴλ ἦταν ἀπὸ ἐκείνους ποὺ περίμεναν τὸν Μεσσία. Καὶ ὄχι ἁπλῶς περίμεναν, ἀλλὰ μελετοῦσαν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, τὸν Μωϋσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ διακρίνουν καὶ νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν Μεσσία. Καὶ ἀκόμα ἦταν καὶ οἱ δύο ἀπὸ τὴν πατρίδα τοῦ Πέτρου καὶ Ἀνδέου. Εἶχαν σχηματίσει μία ὁμάδα πιστῶν ποὺ μελετοῦσε τὸν νόμο καὶ τοὺς προφῆτες. Ἀπὸ αὐτοὺς κάλεσε ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητές του. Ὑπῆρχε ἡ πρόθεσις καὶ ὅταν ἄκουγαν τὴν πρόσκλησι ἀπὸ τὸν Κύριο τὴν ἀποδέχονταν ἀμέσως. Σίγουροι καὶ βέβαιοι ὅτι στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἐπαληθεύονταν οἱ προφητεῖες.

Αὐτὸ θὰ τὸ πῆ ὁ Ναθαναήλ. Ὁ ὁποῖος ἐξέφρασε στὴν ἀρχὴ ἕνα δισταγμό, γιὰ τὸ πόσο εἶναι δυνατὸ νὰ βγῆ κάτι καλὸ ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ. Διότι στὰ χρόνια τους οἱ προερχόμενοι ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ εἶχαν κακὴ φήμη. Ὁ Φίλιππος ὅμως εἶναι ἀφοπλιστικός. Καλεῖ τὸν Ναθαναὴλ νὰ ἔρθη καὶ νὰ δῆ μόνος του. Τὸ «ἔρχου καὶ ἴδε» εἶναι τὸ κλειδὶ τῆς ἀλήθειας. Ὁ Φίλιππος δὲν προσπάθησε νὰ πείση μὲ ἐπιχειρήματα τὸν φίλο του. Τὸν προσκαλεῖ καὶ τὸν προκαλεῖ νὰ βεβαιωθῆ μόνος του. Δὲν θὰ χρειασθῆ παρὰ ἕνας λόγος τοῦ Ἰησοῦ, γιὰ νὰ ὁμολογήση ὁ Ναθαναὴλ τὴν μεγάλη ἀλήθεια γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, καὶ νὰ πῆ· «Ῥαββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Βεβαιώθηκε μόνος του, ἀπὸ ὅσα ἄκουσε νὰ τοῦ λέγη ὁ Ἰησοῦς.

Αὐτὴν τὴν προσωπικὴ συνάντησι καὶ ἐμπειρικὴ γνωριμία μὲ τὸν Ἰησοῦ μᾶς προτείνει ἡ Ἐκκλησία. Τὴν ἀλήθεια δὲν τὴν ἐπιβάλλει ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία διδάσκει, παραθέτει μπροστά μας τὴν ἀλήθειά της, τὴν ἀλήθεια στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐμεῖς, ἂν θέλομε, δεχόμαστε ἐλεύθερα καὶ ἀκολουθοῦμε μετὰ πιστά. Ὁ Ναθαναὴλ στὸν Φίλιππο ἐξέφρασε ἕναν διασταγμό, ὅταν ὅμως γνώρισε τὸν Ἰησοῦ, τὸν ὁμολόγησε αὐθόρμητα.

Ἡ Ἐκκλησία μας μὲ τὴν λειτουργική της πρακτικὴ ἐπαναλαμβάνει, στὸν καθένα ποὺ διστάζει ἢ ποὺ ἀμφιβάλλει, τὴν πρόσκλησι ποὺ ἀπηύθυνε ὁ Φίλιππος στὸν Ναθαναήλ· «Ἔρχου καὶ ἴδε». Εἰδικὰ τώρα, κατὰ τὴν περίοδο τοὺ Τριῳδίου ἐπαναλαμβάνει συνεχῶς τὰ λόγια τοῦ προφήτου· «Γεύσασθε καὶ ἴδετε, ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος». Δὲν προσπαθεῖ νὰ μᾶς πείση μὲ ἐπιχειρήματα καὶ συλλογισμούς, γιὰ νὰ φθάσωμε σὲ ὀρθὰ συμπεράσματα. Μᾶς ζητάει νὰ γνωρίσωμε τὸν Κύριο, ποὺ αὐτὸς εἶναι ἡ ἀλήθεια, μέσα ἀπὸ τὰ μυστήρια καὶ τὴν λειτουργικὴ πρᾶξι. Θὰ πεισθοῦμε ἀπὸ τὴν ἐμπειρία μας. Αὐτὸ ὅμως ἰσχύει ὅταν πραγματικὰ θέλομε, καὶ μὲ εἰλικρίνεια ψάχνομε, καὶ ἀποζητοῦμε νὰ βεβαιωθοῦμε γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἡ παρέα τοῦ Φιλίππου ἔψαχνε, μελετοῦσε, περίμενε τὴν ἐπαλήθεσι τῶν προφητειῶν. Καὶ τελικὰ βρῆκε τὸν Μεσσία.

Τά· «Ἔρχου καὶ ἴδε» καί «Γεύσασθε καὶ ἴδετε», εἶναι κλειδιὰ ἀληθείας ἀλλὰ καὶ ἀνάδειξις τοῦ προσώπου τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἀναγνωρίζουν τὸ αὐτεξούσιο, τὴν ἐλευθερία δηλαδὴ τῆς ἐπιλογῆς. Κανεὶς δὲν ἀναγκάζεται. Ὁ καθένας προσκαλεῖται, καὶ ἐλεύθερα ἀποφασίζει νὰ ἔρθη καὶ νὰ δῆ, νὰ γευθῆ καὶ νὰ ἀντιληφθῆ. Τὸ τραγικὸ εἶναι ἡ ἐξ ἀρχῆς ἄρνησις. Εἶναι βεβαιωμένο ὅτι στὶς περισσότερες περιπτώσεις οἱ ἀρνητὲς δὲν ἔκαναν τὸν κόπο νὰ ψάξουν, νὰ συγκρίνουν, νὰ σχηματίσουν δική τους ἄποψι. Ἁπλῶς μόνον ἀρνοῦνται. Λένε· «Εἶναι ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή; Ὄχι δὲν θέλω νὰ τὸ διαβάσω». Αὐτὸ τὸ ἄκουσα νὰ μοῦ τό λένε, εἶναι προσωπικὴ θλιβερὴ ἐμπειρία. Λυπήθηκα. Ἀλλ’ ἐφ’ ὅσον ἡ ἐπιλογὴ εἶναι δικαίωμα, θὰ ὑπάρχουν πάντα οἱ ἀρνητὲς καὶ πιὸ πέρα οἱ πολέμιοι. Ὅμως θὰ ὑπάρχουν πάντα καὶ οἱ Φίλιπποι καὶ οἱ Ναθαναήλ, ποὺ θὰ κλίνουν γόνυ στὸν Κύριο. Θὰ ἀναγνωρίζουν στὸν Ἰησοῦ τὸν υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Λυτρωτὴ καὶ Μεσσία, τὸν Σωτῆρα Χριστό. Ἐπειδὴ κάποιοι δὲν πιστεύουν στὸν Χριστό, δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ὑπάρχει ὁ Χριστός.

Ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας ἐκφράζει τὴν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Μία ἐμπειρία αἰώνων, βεβαιωμένη μὲ τὸ δάκρυ τῆς ἀσκήσεως ἢ τὸ αἷμα τοῦ μαρτυρίου χιλιάδων ἁγίων, ποὺ γεύθηκαν καὶ εἶδαν, γι’ αὐτὸ καὶ ἐλεύθερα ἀκολούθησαν τὸν πνευματικὸ χριστιανικὸ βίο, χάριν τῆς ἀληθείας ποὺ σώζει, χάριν τῆς Ὀρθοδοξίας.

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 22.02.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ ἢ ΤΗΣ ΤΥΡΟΦΑΓΟΥ (Μτ 6,14-21)

Τρεῖς ὑπομνήσεις

Τὸ γράψαμε καὶ ἄλλοτε ὅτι οἱ εὐγγελικὲς περικοπὲς ποὺ ἀναφέρονται σὲ γεγονότα ἀρχίζουν μὲ τὴν σταθερὴ φρᾶσι· «Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ…», καὶ ὅταν ἀρχίζουν μὲ τὴν φρᾶσι· «Εἶπεν ὁ Κύριος», τότε τὸ κείμενο εἶναι μέρος τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου. Ἔτσι σήμερα Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ εἶναι μέρος τῆς θαυμαστῆς «Ἐπὶ τοῦ ὄρους διδασκαλίας» τοῦ Κυρίου. Ἡ διδασκαλία αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ ἠθικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Εἶπε, λοιπόν, ὁ Κύριος: Ἐὰν ἀφήσετε τὰ φταιξίματα τῶν ἀνθρώπων, θὰ ἀφήση ὁ οὐράνιος πατέρας καὶ τὰ δικά σας. Ἀντίθετα ἐὰν δὲν ἀφήσετε τὰ φταιξίματα τῶν ἄλλων, οὔτε τὰ δικά σας θὰ ἀφήση ὁ πατέρας σας. Καὶ ὅταν νηστεύετε μὴν γίνεσθε σὰν τοὺς ὑποκριτὲς σκυθρωποί. Οἱ ὑποκριτὲς χαλνᾶνε τὰ πρόσωπά τους γιὰ νὰ φανοῦν στοὺς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύουν. Καὶ ἀλήθεια σᾶς λέγω, δὲν κερδίζουν τίποτε. Ἐσὺ ὅταν νηστεύεις περιποιήσου τὸ κεφάλι σου καὶ πλῦνε τὸ πρόσωπό σου, γιὰ νὰ μὴ φαίνεσαι στοὺς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύεις, ἀλλὰ στὸν πατέρα σου στὰ κρυφά, καὶ ὁ πατέρας σου ποὺ βλέπει τὰ κρυφά, θὰ στὸ ἀποδώσει φανερά. Μὴ μαζεύετε γιὰ σᾶς θησαυροὺς πάνω στὴν γῆ, ὅπου ὁ σκῶρος καὶ ἡ σαπίλα τοὺς διαλύει, καὶ οἱ κλέπτες ἀνοίγουν τὰ σπίτια καὶ τοὺς κλέβουν. Νὰ ἀποθηκεύετε θησαυροὺς γιὰ σᾶς στὸν οὐρανό, ὅπου οὔτε ἡ σαπίλα τοὺς χαλνάει οὔτε οἱ κλέφτες τοὺς κλέβουν, διότι ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά σας.

Τὸ κείμενο εἶναι ἁπλό, καὶ ὁ καθένας καταλαβαίνει ὅτι ὁ Κύριός μας κάνει τρεῖς ὑποδείξεις, τρεῖς ἐπισημάνσεις. Καὶ αὐτὲς θὰ δοῦμε σύντομα.

Ἡ πρώτη ἀναφέρεται σὲ ἕνα πανανθρώπινο πόθο καὶ ἐπιθυμία ὅλων μας. Ὅλοι θέλομε ὁ Θεὸς νὰ σβήση τὰ παραπτώματά μας, νὰ ξεχάση τὰ φταιξίματά μας, νὰ συγχωρήση τὰ ἁμαρτήματά μας. Αὐτὸ ποὺ ἐμεῖς θέλομε τὸ θέλει καὶ ὁ Θεός. Καὶ μάλιστα κατέστρωσε ὅλο τὸ σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας, γιὰ νὰ μᾶς δώση τὴν δυνατότητα καὶ εὐκαιρία νὰ μᾶς συγχωρήση, καὶ νὰ μᾶς ἐπαναφέρη στὴν ἀρχικὴ δόξα, στὴν προπτωτικὴ κατάστασι, ὅπως εἴμασταν στὸν παράδεισο. Ἡ ἐνανθρώπησις καὶ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου ἔγιναν γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο. Ὁ Θεὸς ἔχει καὶ τὴν θέλησι καὶ τὴν ἐξουσία «ἀφιέναι ἁμαρτίας», ἔχει τὴν δύναμι νὰ συγχωρῆ ἁμαρτίες. Βάζει ὅμως μία προϋπόθεσι· Ἡ μετάνοιά μας νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν δική μας συγχώρησι πρὸς τοὺς ἄλλους. Ὅταν θὰ ζητήσωμε, μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν μας, θὰ πρέπει νὰ ἔχωμε ἤδη συγχωρέση τοὺς συνανθρώπους μας, ὁποιοδήποτε καὶ ἂν εἶναι τὸ φταίξιμό τους. Διότι μόνον ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς θὰ συγχωρήση ὁποιαδήποτε καὶ ἂν εἶναι τὰ φταιξίματά μας, ὁσεσδήποτε και ἂν εἶναι οἱ ἁμαρτίες μας. Ἐξ ἄλλου στὴν καθημερινή μας προσευχὴ λέμε· «Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Ἐὰν λοιπὸν εἴμαστε πιστοὶ στὸν οὐράνιο πατέρα, καὶ εἰλικρινὰ ζητᾶμε νὰ μᾶς συγχωρήση, πρέπει πρῶτα νὰ συγχωρήσωμε ἐμεῖς, ὅλους τοὺς συναθρώπους μας. Αὐτὴ εἶναι βασικὴ προϋπόθεσις γιὰ νὰ συγχωρεθοῦν τὰ δικά μας ἁμαρτήματα.

Ἡ δεύτερη ὑπόμνησις ἀναφέρεται στὴν νηστεία. Μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος πῶς πρέπει νὰ νηστεύωμε, καὶ ἀκόμα κάποιοι ἀναρωτιοῦνται, ποῦ ὁ Κύριος ἔδωσε ἐντολὴ νηστείας; Μὰ γιὰ νὰ δείχνει τὸν τρόπο νηστείας, ἡ ἐντολὴ προϋποτίθεται. Ἡ πρώτη πάντως ἐντολή, ποὺ δόθηκε στὸν ἄνθρωπο, ἦταν ἡ ἐντολὴ τῆς νηστείας. Ἂς μάθωμε ἐδῶ ὅτι ὅταν νηστεύομε, δὲ νηστεύομε γιὰ νὰ μᾶς δοῦνε οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ μᾶς θαυμάσουν καὶ ἐπαινέσουν, ἀλλὰ νηστεύομε ὑπακούοντας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἐφαρμόζομε ἐντολὴ θεϊκή. Καὶ μιμούμαστε τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ νήστευσε σαράντα μερόνυκτα, πρὶν ἀρχίση δημόσια τὸ ἀπολυτρωτικὸ ἔργο του. Ἀπὸ αὔριο μπαίνομε στὴν περίοδο τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης τεσσαρακοστῆς. Ἀρχίζει ἡ νηστεία. Νηστεύομε γιὰ τὴν ψυχή μας. Νηστεύομε ὡς μέλη ζωντανὰ τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ καθόρισε μὲ σοφία καὶ θεία φώτισι τὶς ἡμέρες καὶ τὶς περιόδους νηστείας. Δὲν νηστεύομε ὅπως οἱ ὑποκριτές, ποὺ θέλουν νὰ φανοῦν ἀσκητικοὶ καὶ νὰ τοὺς θαυμάζουν οἱ ἄνθρωποι. Ἡ ἐπίδειξις καταστρέφει ὅ,τι καλὸ πάει νὰ κάνη ὁ πιστός. Ἡ ἀνθρωπαρέσκεια ἀφαιρεῖ κάθε ψυχικὸ ὄφελος ἀπὸ κάθε καλὴ ἐνέργεια. Μᾶς προφυλάγει ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν μεγάλο κίνδυνο ποὺ καταστρέφει τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τοῦ πιστοῦ. Ἡ πνευματικὴ προσπάθεια εἶναι μυστική. Γίνεται μέσα μας καὶ τὴν γνωρίζει ὁ Θεός. Ἀπὸ τὸν οὐράνιο πατέρα δὲν διαφεύγει τίποτε. Αὐτὸς βλέπει τὰ πάντα, καὶ αὐτὰ ποὺ γίνονται κρυφά, καὶ αὐτὸς αὐτὰ τὰ βραβεύει.

Καὶ ἡ τρίτη ὑπόμνησις εἶναι γιὰ τὸν μεγάλο κίνδυνο, ποὺ κρύβεται στὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Καὶ δὲν χρειάζεται αὐτὰ νὰ εἶναι πολλά. Ἡ ἀγάπη, καὶ τό «δέσιμό μας», γιὰ τὸ πιὸ ἀσήμαντο πρᾶγμα, μπορεῖ νὰ μᾶς κλείση τὴν πόρτα τοῦ παραδείσου. Θησαυρὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας μόνον ὀβολός. Ὅλα πάντως τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ φθείρονται καὶ καταστρέφονται ἢ ἀφαιροῦνται ἀπὸ κλέφτες. Δὲν εἶναι ἀγαθὰ ποὺ μένουν καὶ διαρκοῦν. Αὐτὰ τὰ ξέρομε ὅλοι καὶ ἐπιβαιβαιώνονται καθημερινά. Καιρὸς νὰ δοῦμε καὶ νὰ ἀποζητήσουμε ἀγαθὰ ποὺ μένουν γιὰ πάντα. Καὶ αὐτὰ εἶναι ὅσα καταθέτονται στὸν οὐρανό. Ὅλες οἱ καλωσύνες καὶ κυρίως ἡ ἐλεημοσύνη. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι κατάθεσι στὸν οὐρανό, ποὺ δὲν κινδυνεύει νὰ σαπίση, δὲν κινδυνεύει ἀπὸ κλοπή, δὲν κινδυνεύει ἀπὸ πτωχεύσεις οἰκονομιῶν καὶ τραπεζικὲς ὑποτιμήσεις. Παραμένει ἀξία ἄφθαρτη καὶ αἰώνια. Τὸ σημαντικὸ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὑπόμνησι τοῦ Κυρίου εἶναι ὁ δεσμός, ποὺ δημιουργεῖται μεταξὺ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ἀγαθῶν. Ἡ ἀγάπη πρὸς τοὺς ὑλικοὺς καὶ φθειρομένους θησαυροὺς μᾶς κρατάει δεμένους μὲ τὴν γῆ, ἀφοῦ ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δοσμένη ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὁ θησαυρός. Ἡ ἀγάπη καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς καλωσύνες, τὶς ἀρετές, τὰ πνευματικὰ καὶ οὐράνια μᾶς δένει μὲ τὸν οὐρανό, διότι ἐκεῖ ποὺ εἶναι αὐτὸς ὁ πνευματικὸς θησαυρός, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ἡ καρδιά μας. Φωνάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· Δὲν ἔχομε ἐδῶ στὴν γῆ σταθερὴ καὶ αἰώνια πατρίδα, ἀλλὰ ἐπιζητοῦμε τὴν μέλλουσα στὸν οὐρανό. Καὶ ὁ σοφὸς Παροιμιαστὴς λέγει· «Δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν». Καὶ ὁ Κύριος μᾶς προτρέπει νὰ θησαυρίζωμε στὸν οὐρανό. Μὲ τὴν ἐλεημοσύνη θησαυρίζομε στὸν οὐρανὸ καὶ δενόμαστε μὲ τὸν οὐρανό.

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 15.02.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ (Μτ 25,31-46)

«Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον»

«Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου».

Αὐτὰ εἶναι ἀπὸ τὰ τελευταῖα λόγια ποὺ θὰ ἀπευθύνει στοὺς δικαίους ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς κρίσεως. Καὶ εἶναι λόγια Δικαίου Κριτοῦ. Ἔχει μπροστὰ του ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κρίνει. Ἡ κρίσις εἶναι ἀναγκαία. Λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθενεῖν, μετὰ δὲ τοῦτο κρίσις». Πρέπει νὰ γίνη κρίσις ὁπωσδήποτε, γιὰ νὰ ἀποδοθῆ δικαιοσύνη. Γιὰ νὰ ἱκανοποιηθῆ τὸ πανανθρώπινο αἴσθημα δικαίου, ἀλλὰ καὶ νὰ πάρη ὁ καθένας ὅ,τι τοῦ ἀξίζει. Ὁ Κριτὴς εἶναι ἀπόλυτα δίκαιος. Δὲν πρόκειται νὰ ἀδικηθῆ κανένας, οὔτε ὑπάρχει περίπτωσις κάποιος νὰ εὐνοηθῆ. Κανένας δὲν θὰ μπορέσει νὰ διαμαρτυρηθῆ. Ὄχι ἐπειδὴ δὲν τοῦ ἐπιτρέπεται, ἀλλὰ διότι δὲν θὰ ἔχει κανέναν λόγο νὰ τὸ κάνη. Δὲν θὰ ἔχει τὴν παραμικρὴ ἔνστασι γιὰ τὴν δίκαιη ἀπόφασι. Δὲν χρειάζεται καὶ δευτέρου βαθμοῦ, δηλαδὴ ἀνώτερο, δικαστήριο.

Ποῖοι εἶναι «εὐλογημένοι τοῦ πατρός»; Εἶναι οἱ δίκαιοι. Καὶ δίκαιοι γιὰ τὸν Θεὸ λογαριάζονται οἱ ἄνθρωποι τῆς ἀγάπης. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶδαν, στὸ πρόσωπο τοῦ συνανθρώπου τους, τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔδειξαν τὴν ἀγάπη τους στὸν πλησίον σὰν νὰ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καὶ τὴν ἔδειξαν ἔμπρακτα, μὲ συγκεκριμένες πράξεις, ὄχι μὲ ὡραῖα λόγια. Καὶ αὐτὰ ποὺ ἔκαναν, ἦταν εὔκολα καὶ ἁπλᾶ. Ὅσα μπορεῖ νὰ κάνη ὁ καθένας. Δηλαδὴ ἔθρεψαν τὸν πεινασμένο, ξεδίψασαν τὸν διψασμένο, περιμάζεψαν τὸν ξένο, ἔντυσαν τὸν γυμνό, παρηγόρησαν τὸν ἄρρωστο, ἐπισκέφθηκαν τὸν φυλακισμένο. Αὐτὰ εἶναι πράγματα ποὺ μπορεῖ νὰ κάνη ὁ καθένας χωρὶς καμμία ἰδιαίτερη προσπάθεια ἢ δαπάνη. Ὅλοι, γιὰ παράδειγμα, μποροῦν νὰ δώσουν ἕνα ποτήρι νερό, ἢ νὰ ἐπισκεφθοῦν ἄρρωστο. Ἀρκεῖ νὰ ὑπάρχη διάθεσις καὶ ἐνδιαφέρον, ἀλλὰ καὶ πίστι στὰ ὅσα ἐπαγγέλεται τὸ εὐαγγέλιο. Ἂν δὲν ὑπάρχει πίστις στὸ εὐαγγέλιο δὲν περιμένεις κρίσι, δὲν περιμένεις Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Δὲν ἔχει νόημα καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὸν Θεό. Τὸ τονίζω αὐτό, διότι μοῦ τέθηκε κάποτε ἡ ἐρώτησις. Καλὰ, κριτήριο εἶναι ἡ ἀγάπη, ἀλλὰ γιὰ τὴν πίστι δὲν γίνεται λόγος καθόλου. Καὶ δὲν ἀναφέρεται διότι ἡ πίστις ὑπάρχει ὡς προϋπόθεσις γιὰ ὅσα ἀναφέρονται στὸ εὐαγγέλιο γιὰ τὴν Κρίσι.

Ἡ ἀπόφασις εἶναι· «Κληρονομήσατε»! Στὸ εὐαγγέλιο δὲν ὑπάρχουν λάθος λέξεις. Ἀκριβολογεῖ τὸ εὐαγγέλιο. Ἡ κληρονομιὰ δὲν εἶναι ἀμοιβή, δὲν εἶναι μεροκάματο. Ὁ διαθέτης ἔχει τὴν καλὴ πρόθεσι καὶ ἀφήνει, σὲ ὅποιον θέλει, ὅ,τι καὶ ὅσα θέλει. Ἡ διαθήκη ἐκφράζει τὴν βούλησι τοῦ διαθέτη. Ὅταν λέγει ὁ Δίκαιος Κριτής, κληρονομήσατε, σημαίνει ὅτι δίδει δῶρο, ὄχι ἀμοιβή. Δὲν ἀξίζει κανένας τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ μὲ τίποτε στὸν κόσμο δὲν μπορεῖ κανένας νὰ τὴν ἀγοράση. Θέλει ὁ Κύριος καὶ μᾶς ἀφήνει, μᾶς κληρονομεῖ, τὴν βασιλεία του. Νὰ μὴ νομίση κανένας ὅτι, κάμνοντας κάποια πράγματα, μερικὲς καλὲς πράξεις, δικαιοῦται τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Διότι πῆγαν κάποιοι στὸ Κύριο καὶ τοῦ εἶπαν· «ἄνοιξον ἡμῖν», καὶ πῆραν τὴν ἀπάντησι· «ἐκλείσθη ἡ θύρα». Καὶ ἄλλοι τοῦ εἶπαν· «Κύριε, Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμε, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι διαμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν;» καὶ τοὺς εἶπε· «οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς».

Ὁ Κύριος χαρίζει στοὺς δικαίους τὴν βασιλεία του, «τὴν ἡτοιμασμένην ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». Μᾶς φανερώνει ὁ Κύριος μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὅτι ἡ βασιλεία στρώθηκε καὶ ἑτοιμάσθηκε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ κόσμου. Ἀπὸ τὸτε μᾶς περιμένει νὰ κάνωμε ἀγάπη γιὰ νὰ γίνωμε πολῖτες της. Καὶ ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τῆς Κρίσεως, ποὺ ἀκούγεται τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω, γνωρίζομε τὰ πρακτικὰ τὴς δίκης μας. Πόσο ἀγαθὸς εἶναι ὁ Κύριος γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαλύπτει τὰ μέτρα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς κρίνει; Μεγάλη ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν ἄνθρωπο! Εἶναι δίκαιος καὶ φιλάνθρωπος.

Ἂς δοῦμε ὅμως καὶ τὴν ἄλλη ἀπόφασι· «Πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον, τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ». Πρῶτα μίλησε στοὺς δικαίους, τώρα ἀπευθύνεται στοὺς καταραμένους. Ποῖοι εἶναι αὐτοὶ οἱ καταραμένοι; Εἶναι οἱ σκληροκάρδιοι, ποὺ δὲν εἶδαν τὸν πάσχοντα, τὸν πλησίον, ποὺ ἔσφιξαν τὸ χέρι τους ἀντὶ νὰ τὸ ἁπλώσουν, δὲν συγκινήθηκαν ἀπὸ τὸν πτωχό, δὲν λυπήθηκαν τὸν διψασμένο, φοβήθηκαν νὰ ἐπισκεφθοῦν φυλακισμένο καὶ ἄρρωστο. Νά, αὐτοὶ εἶναι οἱ καταραμένοι, ποὺ δὲν εἶδαν ἄλλον κανέναν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶδαν κανέναν ἄλλον δὲν εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ ἀγαπήσουν τὸν πλησίον, καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ πλησίον τὸν Θεό. Οἱ καταραμένοι δὲν ἀγάπησαν κανέναν παρὰ μόνον τὸν ἑαυτό τους. Ἡ ἀπόφασις γιὰ τοὺς καταραμένους εἶναι· «Εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον». Ὅσοι δὲν πιστεύουν στὸν Θεὸ καὶ τὸν λόγο του, καὶ ἑπομένως δὲν ἀγαποῦν οὔτε τὸν Θεὸ οὔτε τὸν πλησίον, ἐνοχλοῦνται ὅταν γίνεται λόγος γιὰ «πῦρ αἰώνιο», γιὰ κόλασι, ἀκόμα καὶ γιὰ παράδεισο. Καὶ ὅμως ὑπάρχει τὸ αἰώνιο πῦρ, ὅπως αἰώνια εἶναι καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Θὰ ἦταν δὲ μεγάλο ἄδικο ἂν ἦταν αἰώνια ἡ βασιλεία καὶ δὲν θὰ ἦταν αἰώνιο τὸ πῦρ τῆς κολάσεως, ἢ καὶ τὸ ἀντίστροφο. Γι’ αὐτὸ ὁ δικαιος Θεός ἔκανε μαζί μὲ τὸν κόσμο, καὶ τὴν αἰώνια βασιλεία του, ἀλλὰ ἔστησε καὶ τὸ πῦρ αἰώνιο.

Ἡ Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω εἶναι ἡ τρίτη Κυριακὴ τοῦ Τριῳδίου. Προηγήθηκε τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Τότε ἔγινε τὸ πρῶτο βῆμα μὲ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴν μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ καὶ τὴν σύνδεσί μας μὲ τὴν ταπείνωσι. Τὸ δεύτερο βῆμα ἦταν ἡ πρόσκλησι σὲ μετάνοια. Τὸ τέλειο ὑπόδειγμα μετανοοοῦντος εἶναι ὁ ἄσωτος υἱός. Ἁμάρτησε βαρειά, ἀλλὰ μετανόησε βαθειά, ἐπέστρεψε στὸν πατέρα καὶ ἀποκαταστάθηκε πλήρως στὴν πρώτη του θέσι. Μᾶς ἔδειξε ὅτι ὁ πατέρας μας ὁ οὐράνιος μᾶς περιμένει νὰ γυρίσωμε μετανοημένοι κοντά του. Τώρα εἴμαστε στὸ τρίτο βῆμα τοῦ Τριῳδίου. Καὶ μαθαίνομε ἀπὸ τὸν Κύριο ὅτι θὰ ἀποδοθῆ δικαιοσύνη. Σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο κυριαρχεῖ ἡ ἀδικία καὶ τὸ δίκαιο τοῦ ἰσχυροῦ. Κανένας νὰ μὴν ἀπογοητεύεται. Οἱ ἄνθρωποι καὶ ἂν εἶναι ἄδικοι, δίκαιος εἶναι ὁ Θεός. Οἱ ἀδικημένοι στὸν κόσμο αὐτὸν θὰ βροῦν τὸ δίκαιό τους ἀπὸ τὸν Θεό.

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 08.02.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔOΜΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 15,11-32)

«Ἔτι αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν»

Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούγεται τὴν δεύτερη Κυριακὴ τοῦ Τριῳδίου εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου. Εἶναι ἐκτενής, καὶ γι’ αὐτὸ θὰ ἀποφύγομε τὴν ἀπόδοσί της σὲ ἁπλᾶ λόγια, ὅπως κάμναμε μέχρι τώρα, καὶ ἀμέσως ἐντοπίζομε σημεῖα της ποὺ πρέπει νὰ τονισθοῦν. Καὶ μακάρι νὰ μπορούσαμε νὰ δοῦμε τὴν παραβολὴ σὲ ὅλο της τὸ βάθος. Ὅμως ἐπειδὴ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη, θὰ ὑπογραμμίσωμε μερικὰ μόνον σημεῖα.

Κάθε φορὰ ποὺ ἀναφέρομαι στὴν παραβολὴ τοῦ Ἀσώτου, μέσα μου φουντώνει ἡ ἀνάγκη γιὰ εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστία καὶ δοξολογία τοῦ ἁγίου Θεοῦ, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε τὸ ἄπειρο ἔλεός τους πρὸς ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς. Αὐτὸ τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ ἡ οὐσία αὐτῆς τῆς παραβολῆς. Δόξα τῷ Θεῷ ὑπάρχει ἐλπίδα καὶ γιὰ μᾶς! Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ Πατέρας δέχθηκε τὸν ἄσωτο υἱό του καὶ τὸν ἀποκατέστησε στὴν πρώτη ἔνδοξη θέσι του, μποροῦμε ὅλοι νὰ ἐλπίζωμε στὴν σωτηρία. Γι’ αὐτὸ θέλω νὰ εὐχαριστῶ τὸν φιλάνθρωπο καὶ ἐλεήμονα ἅγιο Θεό μας.

Ὁ νεώτερος υἱὸς ἔφυγε, ἀπομακρύνθηκε, ἀπὸ τὸν Πατέρα του, παίρνοντας μαζί του καὶ τὸ μερίδιο τῆς περιουσίας ποὺ τοῦ ἀναλογοῦσε. Αὐτὸ εἶναι ἕνα σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ τονισθῆ. Αὐτὴν τὴν κίνησι ἀνταρσίας τὴν κάνομε ὅλοι μας. Ὅλοι μας μὲ τὶς ἁμαρτίες μας ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀποστατοῦμε. Ὁ πατέρας θὰ μποροῦσε νὰ μὴ δώση τίποτε στὸν υἱό, ποὺ ξαφνικὰ ἀποφάσισε νὰ φύγη. Ἡ περιουσία εἶναι τοῦ πατέρα, καὶ τὴν διαχειρίζεται ὅπως θέλει. Καὶ ὅμως, παρά τὴν πικρία του, δὲν τοῦ στέρησε τὰ ἀγαθά. Μὲ δίκαιο τρόπο μοίρασε τὴν περιουσία, καὶ ἄφησε τὸ ἄπειρο καὶ ἄβγαλτο παιδί του νὰ πράξη κατὰ τὴν ἐπιθυμία του. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγαπητικὴ συμπεριφορὰ τοῦ πατέρα. Ἂς σκεφθοῦμε γιὰ λίγο μία κατάστασι. Φαντάζεσθε πῶς θὰ εἴμασταν, ἂν, σὲ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὸν οὐράνιο πατέρα, μᾶς στεροῦσε τὰ ἀγαθὰ τῆς ζωῆς; Εὐτυχῶς δὲν τὸ κάνει αὐτὸ, ἀλλὰ μᾶς ἀφήνει νὰ ἀπολαμβάνωμε τὰ ἀγαθά, καὶ περιμένει. Τί περιμένει;

Ὁ νεώτερος υἱὸς ἔφυγε καὶ σκόρπισε τὴν περιουσία. Ἀπὸ παιδί πλουσίου πατέρα κατήντησε νὰ βόσκη χοίρους. Ὁ Κύριος εὐλογεῖ κάθε τίμια δουλειά. Τὸ νὰ εἶσαι βοσκὸς δὲν εἶναι καθόλου κακό. Ὅμως στὴν παραβολὴ ἐπέλεξε τὸν χοιροβοσκό, γιὰ νὰ τονίση τὴν κατάντια ὅσων ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν πατέρα. Τὸ χοιρινὸ τὸ ἀπαγορεύει ὁ μωσαϊκὸς νόμος. Ἔτσι φαίνεται ὅτι ὁ υἱός, ποὺ ἀπομακρύνθηκε, στράφηκε τελικὰ κατὰ τοῦ νόμου ποὺ θέσπισε ὁ πατέρας. Ἐκεῖ ὁδηγεῖ ἡ ἁμαρτία. Μᾶς κάνει ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ καὶ μᾶς ἐξαθλιώνει. Νομίζομε ὅτι μακρυὰ καὶ χωρὶς τὸν Θεὸ θὰ ζήσωμε ὅπως θέλομε, ἀλλὰ καταντοῦμε ἄθλιοι καὶ νηστικοὶ ὑπηρέτες τοῦ κακοῦ. Δὲν βρίσκομε οὔτε ξυλοκέρατα γιὰ νὰ λύσωμε τὴν πεῖνα. Μᾶς ἀφήνει ὁ Θεὸς νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ κοντά του, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει. Μᾶς ἀφήνει νὰ «τσακισθοῦμε», ἀλλὰ καὶ μᾶς περιμένει. Τόση εἶναι ἡ ἀγάπη του.

Ὁ ἄσωτος σὲ κάποια στιγμὴ φωτίσθηκε. «Ἦλθε εἰς ἑαυτόν». Αὐτὴ εἶναι ἡ εὐλογημένη ὥρα. Εἶναι ἡ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος διαπιστώνει τὴν κατάντιά του, τὴν φτώχεια του, τὴν λανθασμένη πορεία τῆς ζωῆς του μακρυὰ ἀπὸ τὸν Πατέρα. Εἶδε τὰ κουρέλια του ὁ ἄσωτος, καὶ θυμήθηκε τὰ πολύτιμα ἐνδύματα ποὺ κάποτε φοροῦσε. Μάζεψε ὅσα ξυλοκέρατα ἔπεφταν ἀπὸ τὰ στόματα τῶν χοίρων, γιὰ νὰ χορτάση τὴν πεῖνα του, καὶ θυμήθηκε τὰ πλούσια τραπέζια στὸ πατρικὸ σπίτι. Διαπίστωσε ὅτι πατάει σὲ ἄθλιο καὶ δυσῶδες ἔδαφος καὶ ἀναμνήσθηκε τὸ πρότερον περιβάλλον. Κατάλαβε πόσο σκληρὰ τοῦ φέρεται ὁ ἐργοδότης του καὶ τὸν σύγκρινε μὲ τὴν στάσι τοῦ πατέρα του. Καὶ πῆρε τὴν ἀμετάκλητη ἀπόφασι νὰ γυρίση πίσω στὸν Πατέρα.

Δὲν ὑπάρχει ἄλλη πολυτιμότερη στιγμὴ στὴν ζωή μας. Αὐτὴ εἶναι ὅταν ἀνοίγουν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ διαπιστώνομε τὴν ἀθλιότητα στὴν ὁποία μᾶς ὁδήγησε ἡ ἁμαρτία. Καὶ μετὰ τὴν διαπίστωσι ἔρχεται ἡ ἀπόφασι γιὰ τὴν ἐπιστροφή. Ἡ ἀναγνώρισις τοῦ λάθους μας καὶ ἡ ἀπόφασις γιὰ ἐπανόρθωσι εἶναι ἡ ὥρα τῆς σωτηρίας, ἡ εὐλογημένη ὥρα. Ἡ ἁμαρτία δὲν μᾶς ἀφήνει εὔκολα νὰ διακρίνωμε σωστὰ τὰ πράγματα. Φροντίζει πάντα νὰ μᾶς παρουσιάζει τὴν ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τὸν πατέρα ὡς ἐλευθερία, τὴν μή τήρησι τῶν ἐντολῶν ὡς δικαίωμα ζωῆς, τὴν σπατάλη τῶν πατρικῶν ἀγαθῶν ὡς ἀπόλαυσι τῆς ζωῆς. Τὰ ξυλοκέρατα, ἡ τροφὴ τοῦ ἀσώτου, εἶναι καρπὸς ποὺ ἡ ἀρχική του γεύσις εἶναι γλυκειά, ἀλλὰ στιγμιαία, διότι ἀκολουθεῖ ἡ πίκρα, ἡ στιφότητα, ἡ ἀπογήτευσις. Ἔτσι τὰ ξυλοκέρατα γίνονται ἡ τέλεια εἰκόνα τῆς ἁμαρτίας. Τὰ ξυλοκέρατα δὲν χορταίνουν τὸν ἄνθρωπο, οὔτε ἡ ἁμαρτία δίνει στὸν ἄνθρωπο πληρότητα. Ὅσο πιὸ πολὺ ὑπηρετεῖ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία τόσο περισσότερο νοιώθει ἄδειος καὶ ἀπογητευμένος. Τότε γιατὶ παραμένει στὸ κακό; Διότι πέφτει μπροστὰ στὰ μάτια μία σκότωσις καὶ ὁ δυστυχὴς δὲν μπορεῖ νὰ διακρίνη καὶ νὰ ἀντιληφθῆ τὴν κατάστασι. Λέμε, δὲν τὸν ἀφήνει ἡ ἁμαρτία! Μακάρι νὰ «ἔλθωμεν εἰς ἑαυτούς». Νὰ περάσωμε αὐτὴν τὴν κρίσιμη καὶ σωτήρια καμπή, καὶ νὰ πάρωμε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς.

Μὲ μία σιγουριὰ καὶ βεβαιότητα ὅτι ὁ οὐράνιος πατέρας μᾶς περιμένει. Καὶ αὐτὸ εἶναι ἕνα ἀκόμη σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ προσέξωμε. Στὴν παραβολὴ φαίνεται παραστατικὰ ὁ πατέρας νὰ περιμένη· «Ἔτι αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν». Καὶ ὅταν διέκρινε στὸ βάθος τοῦ δρόμου τὸν υἱό του νὰ ἐπιστρέφη, κατέβηκε ἀπὸ τὴν θέσι του καὶ βγῆκε νὰ τὸν προϋπαντήση. Τὸν ἀγκάλιασε καὶ τὸν κατεφίλησε. Αὐτὴ εἶναι θεϊκὴ ἀγάπη. Τὸν περίμενε καὶ τὸν δέχθηκε στὴν ἀγκαλιά του. Ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τοῦ φορέσουν τὴν πρώτη στολή, σανδάλια καὶ δακτυλίδι, καὶ νὰ γίνη χαρὰ στὸ σπίτι. Πραγματικά, λέγει ὁ Κύριος, «χαρὰ ἐν τῷ οὐρανῷ γίνεται καὶ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». Ἡ ἀποκατάστασις εἶναι πλήρης, ὁλοκληρωτική. Ἐπέστρεψε ὁ ἄσωτος καὶ βρέθηκε «εἰς τὴν ἀρχαίαν μακαριότητα». Προσέξτε ὅτι δὲν τὸν ρώτησε, ποῦ ἦταν, ποῦ πῆγε, ποῦ ξόδεψε καὶ σπατάλησε τὴν περιουσία, καὶ ποῦ ἀσώτευσε τὴν ζωή του. Ὁ Πατέρας χάρηκε γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ υἱοῦ του. Ὁ Πατέρας αὐτὸ ἀκριβῶς θέλει· Τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ υἱοῦ του. Θέλει τὴν μετάνοιά μας, τὴν ἐπιστροφή μας κοντά του, καὶ εἶναι στὴν βούλησί του καὶ ἡ δική μας ἀποκατάστασι.

Μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ ἀσώτου ἀποκαλύπτει ὁ οὐράνιος Πατέρας μας πόσο μᾶς ἀγαπάει καὶ πόσο θέλει τὴν σωτηρία μας. Ἀποκαλύπτει ἀκόμα τὸν δρόμο ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθήσωμε, γιὰ νὰ βρεθοῦμε πάλι κοντά του. Χαράζει τὸν δρόμο τῆς μετανοίας, καὶ κυρίως τονίζει ὅτι μᾶς περιμένει, ὄχι γιὰ νὰ μᾶς ἀνακρίνη, ἀλλὰ γιὰ νὰ μᾶς ἀποκαταστήση.