Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 01.09.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΔΕΚΑΤῌ, ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ (Α΄Τιμ 2,1-7)
Γιὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο πρώτιστο καθῆκον τῶν χριστιανῶν εἶναι ἡ προσευχή. Τὸ καθῆκον αὐτὸ τὸ προβάλλει, ὅπως ἀκούσαμε, στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, τὸ ὁποῖο εἶναι ἐπιλεγμένο ἀπὸ τὴν πρώτη πρὸς Τιμόθεο ἐπιστολή του. Διευκρινίζεται ὅτι σήμερα εἶναι μὲν ἡ δεκάτη Κυριακὴ τῶν ἐπιστολῶν, ἀλλὰ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα δὲν εἶναι τῆς Κυριακῆς. Εἶναι τῆς ἑορτῆς τῆς Ἰνδίκτου, δηλαδὴ τῆς πρώτης ἡμέρας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ποὺ ἀρχίζει τὴν πρώτη Σεπτεμβρίου. Ἡ κοσμικὴ ἢ πολιτικὴ πρωτοχρονιὰ γίνεται τὴν πρώτη Ἰανουαρίου.
Ἔτσι τώρα μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ νέου ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, μᾶς τονίζει ἡ Ἐκκλησία τὴν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς. Πρὶν ἀπὸ ὅλα καὶ πάνω ἀπὸ ὅλα ὁ ἀπόστολος θέτει τὴν προσευχὴ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θὰ πῆ, συνοψίζοντας τὴν θέσι καὶ βασικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ τὴν προσευχή· «Οὐ γάρ ἐστιν, οὐκ ἔστιν οὐδὲν εὐχῆς δυνατώτερον, οὐδὲ ἴσον». Δηλαδὴ δὲν ὑπάρχει, δὲν βρίσκεται τίποτε ποὺ νὰ εἶναι πιὸ δυνατό, ἢ ἴσο, ἀπὸ τὴν προσευχή. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μὲ τρόπο παρακελευστικό, ἱκετευτικό, μᾶς προτρέπει νὰ κάνωμε δεήσεις, προσευχές, ἐντεύξεις, εὐχαριστίες. Μὲ αὐτὲς τὶς λέξεις δηλώνεται ἡ δυνατότητα ποῦ μᾶς δίνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζί του. Αὐτὴ ἡ δυνατότητα εἶναι ἡ προσευχή.
Δέησις λέγεται στὴν χριστιανικὴ γλῶσσα, κάθε προσευχὴ πρὸς τὸν Θεό, καὶ εἰδικώτερα ὅταν τοῦ ζητᾶμε νὰ μᾶς δοθῆ κάποιο ἀγαθό. Στὴν πρὸς Φιλιππησίους γράφει ὁ Παῦλος· «Μὴ μεριμνᾶτε γιὰ τίποτε, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωσι μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴν δέησι ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ εὐχαριστία νὰ κάνετε γνωστὰ τὰ αἰτήματά σας στὸν Θεό». Ἡ δέησις λέγεται σὲ μερικὲς περιπτώσεις καὶ παράκλησις. Στὴν δὲ λειτουργικὴ πρᾶξι καὶ ἐκκλησιαστικὴ γλῶσσα δεήσεις λέγονται οἱ παρακλητικὲς εὐχὲς ποὺ ἐκφωνοῦνται κατὰ τὴν λατρεία ἀπὸ τὸν ἱερέα.
Τὸν ὅρο «ἐντεύξεις», τὸν συναντᾶμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη μιὰ φορὰ καὶ σημαίνει συνέντευξι, συνομιλία. Τὸ  συναντᾶμε δύο φορὲς στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ σημαίνει ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, ἱκεσία καὶ παράκλησι. Συγχρόνως εἶναι καὶ ὑψίστη τιμὴ ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ πρὸς τὸ πλᾶσμα του, ποὺ τοῦ ἐπιτρέπει νὰ μιλάη μαζί του ὁποτεδήποτε, χωρὶς κανένα περιορισμό.
Ὑπογραμμίζεται τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ πληθυντικὸ ἀριθμό, παρ’ ὅλο ποὺ ἡ ἐπιστολὴ ἀπευθύνεται στὸν μαθητή του Τιμόθεο. Καὶ τοῦτο διότι ἡ προσευχὴ δὲν ὑπόθεσις μόνον ἑνὸς ἀνθρώπου, ἀλλὰ καθῆκον κοινὸ ὅλων τῶν πιστῶν. Καὶ ὅταν εἴμαστε μόνοι, σὲ ἀτομικὴ προσευχή, καὶ ὅταν εἴματε ὅλη ἡ οἰκογένεια, σὲ οἰκογενειακὴ προσευχή, καὶ ὅταν εἴμαστε σὲ ἐκκλησιαστικὴ σύναξι, σὲ ὁμαδικὴ προσευχή. Καὶ οἱ εὐχαριστίες παραπέμπουν στὴν ὁμαδικὴ προσευχὴ, ὅταν τελεῖται ἡ θεία λειτουργία, μέρος τῆς ὁποίας, καὶ μάλιστα τὸ κυριώτερο, εἶναι ἡ εὐχαριστία. Κατὰ προέκτασι ὅλο τὸ μυστήριο τῆς Κοινωνίας λέγεται θεία Εὐχαριστία. Σαφέστατα ὑπονοεῖται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο ἡ τέλεσις τῆς θείας λειτουργίας.
Οἱ δεήσεις, οἱ προσευχές, οἱ ἐντεύξεις, οἱ εὐχαριστίες πρέπει νὰ γίνωνται «ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων», ἀδιακρίτως. Ἐδῶ ἔχομε τὴν πιὸ δυνατὴ ἀντιρατσιστικὴ πρότασι. Ἡ Ἐκκλησία ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς καλύπτει ὅλους.
Πιὸ προσεκτικὴ ἀνάγνωσι θὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ πολὺ πιὸ σημαντικὸ συμπέρασμα. Γιὰ νὰ μᾶς προτρέπη νὰ προσευχώμαστε «ὑπὲρ πάντων ἀνθρώπων», σημαίνει ὅτι ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ ἄνθρωποι ἔχομε τὴν ἀνάγκη τῆς θείας βοηθείας καὶ ἀντιλήψεως. Ἀνενδεής καὶ ἀπόλυτα αὐτάρκης εἶναι μόνον ὁ Θεός, μόνον αὐτὸς δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ κανένα. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὅμως κανένας δὲν εἶναι αὐτάρκης, κανένας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτονομημένος, κανένας δὲν ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴν ἔχη τὴν ἀνάγκη τοῦ Θεοῦ.
Ἐξειδικευμένα μᾶς προτρέπει στὴν συνέχεια νὰ προσευχώμαστε «ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων». Τὰ γράφει αὐτὰ ὁ Παῦλος σὲ μιὰ ἐποχὴ ἀπόλυτης μοναρχίας, τὰ γράφει αὐτὰ ὅταν αὐτοκράτορας εἶναι ὁ Νέρων. Ἀσφαλῶς! Διότι ὅσο πιὸ σκληρὸς εἶναι ὁ ἀνώτατος ἄρχοντας τόσο περισσότερη προσευχὴ χρειάζεται, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ τοῦ χαρίζη σύνεσι, νὰ τοῦ μαλακώνη τὴν καρδιὰ καὶ νὰ μὴν ξεσπάη ἡ ὀργή του στὸν λαό. Νὰ κυβερνᾶ μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νά «διάγωμεν ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον».
Οἱ «ἐν ὑπεροχῇ ὄντες» χρειάζονται ἐπίσης τὶς προσευχές μας. Παρακαλοῦμε τὸν Θεὸ, γιὰ παράδειγμα, νὰ φωτίζη τοὺς λειτουργοὺς τῆς δικαιοσύνης, ὥστε νὰ ἀποδίδεται τὸ δίκαιο στὸν πτωχό, τὴν χήρα, τὸν ἄσημο. Νὰ μὴ γίνωνται ἀδικίες καὶ νὰ μὴν παίρνωνται ἄδικες ἀποφάσεις. Μὲ τὶς προσευχὲς μας ζητᾶμε νὰ φωτίζη ὁ Κύριος τὸν ἰατρό, ὥστε νὰ κάνη τὴν σωστὴ διάγνωσι, καὶ νὰ τοῦ κατευθύνη σταθερό τὸ χέρι, ποὺ κρατάει τὸ νυστέρι μὲ τὸ ὁποῖο ἀφαιρεῖ τὸ ὅποιο καρκίνωμα.
«Ἐν ὑπεροχῇ» εἶναι οἱ ταγοὶ τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλήθεια πόσες φορὲς κάναμε θέμα προσευχῆς τὴν ἐπιτυχία τῆς ἀποστολῆς τους; Μήπως μάθαμε μόνον νὰ κατακρίνωμε; Ἔχομε προσευχηθῆ ζητώντας ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς φωτίζη νὰ ἐπιτελοῦν τὸ ἔργο τους κατὰ Θεόν;
«Ἐν ὑπεροχῇ» εἶναι οἱ κυβερνῆτες μας. Προσευχηθήκαμε ποτέ, νὰ τοὺς δίνη ὁ Θεός «σώφρονα λογισμόν», ὥστε νὰ κυβερνοῦν μὲ σύνεσι; Ἢ ξέρομε μόνον νὰ κριτικάρωμε καὶ νὰ παρανομοῦμε;
«Ἐν ὑπεροχῇ» εἶναι οἱ προϊστάμενοι στὴν ὑπηρεσία μας, εἶναι οἱ ἐργοδότες μας· Αὐτοὺς τοὺς προσθέσαμε ποτὲ στὶς προσευχές μας, γιὰ νὰ γίνωνται συγκαταβατικοί, φιλάνθρωποι, ἐπιεικεῖς; Μήπως τοὺς βλέπομε μόνον ὡς «ταξικοὺς ἐχθρούς»;
Γιὰ ὅλους τούς «ἐν ὑπεροχῇ ὄντας» χρέος ἔχομε νὰ προσευχώμαστε γιὰ νὰ «διάγωμεν ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεμνότητι». Ἐμεῖς θὰ κάμνομε «δεήσεις, προσευχές, ἐντεύξεις, εὐχαριστίες». Αὐτοὶ θὰ ἀγρυπνοῦν, θὰ ἐνδιαφέρονται, θὰ ἀγωνίζονται γιὰ νὰ ἐξασφαλίζουν τὶς προϋποθέσεις τοῦ ἤρεμου καὶ ἤσυχου βίου. Ἔτσι θὰ ἐπιδιδόμαστε ἀσφαλεῖς στὸ εἰρηνικὸ ἔργο του ὁ καθένας μας. Τὸ ἔργο τους εἶναι βαρὺ καὶ δύσκολο. Γι’ αὐτὸ χρειάζονται τὴν ἄνωθεν βοήθεια καὶ φώτισι.
Τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν ἄνωθεν βοήθεια εἶναι ἡ προσευχὴ ὅλων μας.

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25.08.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΝΑΤῌ (Α΄Κορ 3,9-17)
Κλείσαμε τὴν παρουσίασι τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς περασμένης Κυριακῆς μὲ τὴν φρᾶσι· «Στῶμεν καλῶς! Πιστοὶ στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι σχίσματα». Ἐπιμένομε ὅτι τὸ σχῖσμα εἶναι ἡ χειρότερη ἐξέλιξις ποὺ μπορεῖ νὰ ζήση ἡ Ἐκκλησία. Καὶ ὁ ἀπόστολος ἐπιμένει καὶ ἀσχολεῖται ἀκόμα μὲ τὸ θέμα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Ἀκοῦμε καὶ σήμερα τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ λέγη· «Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε».
Ἔχομε τρία χαρακτηριστικὰ ὀνόματα, μὲ τὰ ὁποῖα ὑποδηλώνεται ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Εἴμαστε συνεργοὶ τοῦ Θεοῦ! Μεγάλη τιμὴ γιὰ τοὺς πιστοὺς. Διότι τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῶν ἀνθρώπων τὸ ἀνέθεσε σὲ ἀνθρώπους. Σὲ ἀνθρώπους εἶπε τό· «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη». Πρῶτα οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, καὶ στὴν συνέχεια οἱ διάδοχοί τους, οἱ Κληρικοί μας, πῆραν τὴν ἐντολὴ νὰ εὐαγγελίζωνται στὸν κόσμο τὸ μήνυμα τῆς σωτηρίας. Τὸ ἔργο, ποὺ ἔκανε πάνω στὴ γῆ ὁ Χριστός, τὸ συνεχίζουν στὴν γῆ ἄνθρωποι ὡς συνεργοὶ τοῦ Θεοῦ. Δὲν κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιο οἱ ἄγγελοι, δὲν γίνονται οἱ ἄγγελοι ἱεραπόστολοι. Εὐαγγελιστὲς καὶ ἱεραπόστολοι γίνονται οἱ ἄνθρωποι. Οἱ ἄγγελοι ἔχουν τὸ ἔργο τους, ἔργο ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὸ κάνουν οἱ ἄνθρωποι. Ἡ διάδοσις τοῦ εὐαγγελικοῦ μηνύματος ὅμως εἶναι ἔργο καὶ εὐθύνη τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι ὁ Δημιουργὸς τιμάει τὰ πλάσματά του, ὅταν ἀναθέτει σὲ αὐτὰ τὸ ἔργο καὶ τὴν εὐθύνη τοῦ εὐαγγελισμοῦ. Συνεργοὶ δὲ ὄχι μόνον στὸν εὐαγγελισμό, ἀλλὰ καὶ στὸν ἁγιασμὸ τῶν πιστῶν. Τὴν τέλεσι τῶν μυστηρίων δὲν τὴν ἀνέθεσε στοὺς ἁγίους Ἀγγέλους, ποὺ εἶναι ἀπαλλαγμένοι καὶ ἀπὸ κάθε ρύπο, ἀλλὰ σὲ ἀνθρώπους, ποὺ ἔχουν ἀδυναμίες καὶ πάθη. Μάλιστα σὲ μία εὐχὴ τῆς θείας λειτουργίας λέγει ὁ ἱερέας ὅτι, παρ’ ὅλο ποὺ παραστέκονται στὸν Θεὸ μυριάδες ἄγγελοι, ἀνέθεσε τὴν τέλεσι τῆς θείας καὶ ἀναιμάκτου θυσίας στοὺς ἱερεῖς, ποὺ εἶναι ἄνθρωποι. Ὡς συνεργοὶ τοῦ Θεοῦ συνεχίζουν ἄνθρωποι τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ στὴν γῆ. Δηλαδὴ ἡ κλῆσις τῶν ἀνθρώπων νὰ γνωρίσουν τὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦν στὴν σωτηρία. Ἡ κλῆσις τῶν ἀνθρώπων στὴν ἑνότητα τῆς πίστεως. Ὁ Θεοφύλακτος γράφει· «Οἱ διδάσκοντες, Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί, τῷ σκοπῷ τοῦ Θεοῦ συμπράττοντες, σώζειν θέλοντος· οὐχὶ αὐτοὶ τῆς σωτηρίας ὄντες αὐτουργοί, ἢ δοτῆρες. Οὔτε οὖν καταφρονεῖσθαι ἄξιοι· Θεοῦ γὰς ἐσμεν συνεργοί, οὔτε ἐπαίρεσθαι· Θεοῦ γὰρ τὸ πᾶν». Δηλαδὴ ὅσοι διδάσκομε συνεργαζόμαστε μὲ τὸν Θεό, σύμφωνα μὲ τὸν σκοπὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ θέλει τὴν σωτηρία. Δὲν κάνωμε ἐμεῖς τὴν σωτηρία οὔτε τὴν δίνομε, ἀλλὰ καὶ δὲν εἴμαστε γιὰ περιφρόνησι. Εἴμαστε συνεργοὶ τοῦ Θεοῦ. Δὲν ἔχομε περιθώρια οὔτε νὰ καυχώμαστε, διότι τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ πᾶν. Καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνσι ὁδηγεῖ τοὺς Κορινθίους ὁ Παῦλος, καὶ κατ’ ἐπέκτασι ἀσφαλῶς ὅλους τοὺς πιστούς, ὅταν λέγει·  «Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί». Νὰ συνεχίζουμε μὲ ζῆλο τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς σημειώνει ὅτι μὲ τὴν φρᾶσι αὐτή· «εἰς πόθον τοῦ ἐργάσασθαι ἀνήγαγεν», δηλαδὴ μᾶς ὤθησε νὰ δουλέψουμε ἀκόμα περισσότερο στὸ ἐργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ. Μπορεῖ ἡ ἐπιστολὴ νὰ εἶναι σταλμένη στοὺς Κορινθίους, ἀλλὰ τὸ περιεχόμενο ἀπευθύνεται καὶ σὲ μᾶς, καὶ στοὺς πιστοὺς ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἀλλοῦ ὁ Παῦλος θὰ πῆ· «Εἶναι ἀνάγκη νὰ εὐαγγελίζωμαι. Καὶ ἀλλοίμονό μου ἐὰν δὲν εὐαγγελίζομαι».
«Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε». Γεώργιον εἶναι τὸ χωράφι, εἶναι τὸ μέρος τῆς γῆς ποὺ καλλιεργεῖται. Ξέρομε δὲ ὅτι τὸ χωράφι δὲν ἀνήκει σὲ ἐκεῖνον ποὺ τὸ δουλεύει, ἀλλὰ ἀνήκει στὸν κύριό του. Οἱ πιστοὶ δὲν ἀνήκομε σὲ ἐκεῖνον ποὺ μᾶς εὐαγγελίζεται, ποὺ μᾶς διδάσκει καὶ μᾶς καθοδηγεῖ. Οὔτε ἔχομε τὸ ὄνομά του. Οἱ πιστοί, ἀνεξάρτητα ἀπὸ ποιὸν κατηχηθήκαμε, ἀπὸ ποιὸν ὁδηγηθήκαμε καὶ γνωρίσαμε τὸν Χριστό, ἀνήκομε στὸν Χριστό, καὶ ὄχι στὸ διδάσκαλο ἢ κατηχητή. Πάλι φέρνω, μεταφρασμένο, μπροστὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό, ποὺ λέγει· «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ πέρνωμε τὸ ὄνομα ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μᾶς καλλιεργοῦν, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Διότι οὔτε ὁ ἀγρὸς λέγεται τοῦ γεωργοῦ ἀλλὰ τοῦ οἰκοδεσπότου. Καὶ ἄναφερόμενοι στὴν οἰκοδομὴ λέμε ὅτι δὲν εἶναι τοῦ μάστορα ἀλλὰ τοῦ κυρίου, τοῦ οἰκοδεσπότου. Ἀλλὰ ἐὰν εἶστε οἰκοδομὴ δὲν μπορεῖτε νὰ διασπᾶσθε, διότι τότε δὲν θὰ εἴσαστε οἰκοδομή. Καὶ ἐὰν εἶστε χωράφι, δὲν πρέπει νὰ διαιρεῖσθε, ἀλλὰ μὲ ἕνα φράχτη, αὐτὸν τῆς ὁμονοίας, νὰ ἀσφαλίζεσθε». Ἀργότερα θὰ γράψη καὶ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας· «Ὡς γεώργιον οὖν, ἑνὶ φραγμῷ τῷ τῆς ὁμονοίας ὀφείλετε τειχίζεσθαι· ὡς οἰκοδομὴ δὲ ἡνῶσθαι, ἀλλ’ οὐχὶ διεσπᾶσθαι».
Οἱ Εὐαγγελιστές, οἱ διδάσκαλοι, οἱ κατηχητές, δὲν ἐργάζονται σὲ δικό τους γεώργιο, ἀλλὰ στὸ γεώργιο τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι μαζί, διδάσκαλοι καὶ διδασκόμενοι, εὐαγγελιστὲς καὶ εὐγγελιζόμενοι ἀνήκομε στὸν Θεό, ἀφοῦ μᾶς ἑνώνει ἡ κοινὴ πίστις στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ὅπως αὐτὴ διασώζεται στὴν Ἐκκλησία.
Ὡς χωράφι τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ μᾶς ἀσφαλίζη, νὰ μᾶς περιφρουρῆ, ἡ ὁμόνοια. Ὁμόνοια κατὰ λέξι σημαίνει, ἴδιος, ἕνας νοῦς, μία σκέψις. Καὶ ἐφ’ ὅσον ἀναφερόμαστε στὴν πίστι, σημαίνει μία πίστις. Ἡ μία καὶ κοινὴ πίστις ἑνώνει τὸ γεώργιο, τοὺς πιστούς, δηλαδὴ τὴν Ἐκκλησία, τοῦ Θεοῦ.
Ὡς οἰκοδομὴ δὲ τοῦ Θεοῦ ποὺ εἴμαστε, δὲ πρέπει νὰ γίνεται διάσπασις, διότι τότε δὲν θὰ εἴμαστε οἰκοδομή, ἀλλὰ ἐρείπιο. Τὴν οἰκοδομὴ τὴν συγκροτοῦν, τὴν σχηματίζουν διάφορα ὑλικὰ ἑνωμένα μεταξύ τους. Διάφορα ὑλικὰ χωρὶς συνδετικὸ μέσον εἶναι σωρὸς ἀσχημάτιστος, δὲν εἶναι οἰκοδομή. Τὰ διάφορα ὑλικὰ συναρμολογημένα μποροῦν νὰ γίνουν οἰκοδομή. Ἀπαιτοῦνται δὲ γιὰ τὴν οἰκοδομὴ καὶ ξύλα καὶ πέτρες καὶ θεμέλια καὶ ἄχυρα, πολύτιμα ὑλικὰ καὶ μή, ἀλλὰ ὅλα μὲ τάξι βαλμένα καὶ μεταξύ τους ἑνωμένα.
Ἀδελφοί, «Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε». Μᾶς ἔκανε μεγάλη τιμὴ ὁ Κύριος ποὺ μᾶς κάλεσε συνεργάτες του στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Δὲν πρέπει νὰ περιφρονήσωμε τὴν μεγάλη αὐτὴ πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ. Μὲ ζῆλο πρέπει νὰ ἐργασθοῦμε στὸν σκοπὸ αὐτό, ἀλλὰ καὶ μὲ μεγάλη εὐθύνη γιὰ τὴν διασφάλισι τῆς ἑνότητος. Ἐμεῖς ταπεινοὶ ἐργάτες εἴμαστε. Δὲν δίνομε οὔτε τὸ ὄνομα οὔτε τὴν σωτηρία, ἀφοῦ τὸ πᾶν εἶναι τοῦ Θεοῦ.

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 18.08.2013



ΚΥΡΙΑΚῌ ΟΓΔΟῌ (Α΄Κορ 1,10-17) 
Εὐλογημένοι χριστιανοί, ὅσοι πιστεύομε στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὸν ἀκολουθοῦμε μὲ συνέπεια ἀποτελοῦμε τὴν Ἐκκλησία. Ἡ λέξις Ἐκκλησία δηλώνει ἀπὸ μόνη της ἑνότητα. Βασικὸ καὶ οὐσιῶδες χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑνότητα. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνας, μία εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ὅπως ἐπίσης μία εἶναι καὶ ἡ ἀλήθεια τὴν ὁποία ἐφανέρωσε, ἀπεκάλυψε, ὁ Χριστός. Καὶ αὐτὴν τὴν ἀλήθεια, ποὺ μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ Χριστός, τὴν κατέχει ἡ Ἐκκλησία. Καὶ ἑπομένως, ἀφοῦ εἶναι μία ἡ ἀλήθεια, μία εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι ὁ «στύλος καὶ τὸ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας». Ἐκκλησία ὑπάρχει ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει καὶ ἡ ἀλήθεια. Ἡ ἀλήθεια δὲν εἶναι μία ἰδέα, μία ἀφηρημένη ἔννοια, ἀλλὰ εἶναι αὐτὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε· «Ἐγὼ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή».
Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Χριστός, τὸ σῶμα της ὅμως τὸ συγκροτοῦμε ἐμεῖς οἱ πιστοί. Ἐκκλησία εἴμαστε τὸ σύνολο τῶν πιστῶν, οἱ ἄνθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως ἔχομε τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ πάθη μας. Οἱ ἄνθρωποι εὔκολα γινόμαστε ὄργανα τοῦ πλάνου καὶ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου. Εἶναι εὔκολο νὰ ἀνακύψουν στὴν πορεία μέσα στὴν ἱστορία προβλήματα στὴν ἑνότητα. Εἶναι εὔκολο, καὶ ἴσως καὶ φυσικό, νὰ ὑπάρξουν διαφορετικὲς γνῶμες καὶ ἀντιλήψεις, κάποιες ἀποκλίσεις ἀπὸ τὴν μία ἀλήθεια. Καταφαίνεται ἔτσι ὅτι ἡ ἑνότητα εἶναι πολὺ σοβαρὴ καὶ λεπτὴ ὑπόθεσις. Καὶ ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει κανένας ἐξαναγκασμός, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἐπιβολὴ ἄνωθεν στὰ θέματα τῆς πίστεως, τελικὰ εἶναι πολὺ εὔθραυστη ἡ ἑνότητα.
Στὴν Κόρινθο, καὶ στὰ χρόνια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ἐμφανίσθηκαν κάποια φαινόμενα ποὺ ἀπείλησαν τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὴν κατάστασι ἐνημερώθηκε ὁ ἀπόστολος, ἐνῶ βρισκόταν στὴν Ἔφεσο. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔγραψε μία ἐπιστολή, τὴν γνωστὴ σὲ ἐμᾶς ὡς Πρώτη πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἕνα ἀπὸ τὰ πρῶτα θέματα ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ ἐπιστολὴ εἶναι ἀκριβῶς τὸ πολὺ σοβαρὸ θέμα τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτὸ ὁ ἀπόστολος γράφει· «Παρακαλῶ ὑμᾶς διὰ τοὺ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες, καὶ μὴ ᾗ ἐν ὑμῖν σχίσματα, ἦτε δὲ κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ». Πιὸ ἁπλᾶ· «Σᾶς παρακαλῶ δέ, ἀδελφοί μου στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶσθε ὅλοι ὁμόφωνοι καὶ νὰ λέγετε ἀπὸ μιὰ καρδιά, τὴν ἴδια ὁμολογία τῆς πίστεώς σας καὶ νὰ μὴν ὑπάρχουν μεταξύ σας σχίσματα καὶ διαιρέσεις, ἀλλὰ νὰ εἶσθε συγκροτημένοι, κατηρτισμένοι καὶ ἑνωμένοι μεταξύ σας μὲ τὰ αὐτὰ φρονήματα καὶ τὴν αὐτὴ γνώμη».
Τὸ πόσο σοβαρὸ εἶναι τὸ θέμα φαίνεται μόνο καὶ μόνο ἀπὸ τὸ «παρακαλῶ», ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος. Δὲν ἐπικαλεῖται τὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμά του γιὰ νὰ δώση κάποια ἐντολή, ἢ προσταγή. Θὰ μποροῦσε νὰ επικαλεσθῆ τὴν ἀποστολικὴ ἐξουσία, ποὺ τοῦ ἀνέθεσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, καὶ ἐξουσιαστικὰ νὰ ἐπιβάλη τὴν ἑνότητα. Ἀντί τοῦτου παρακαλεῖ καὶ ἱκετεύει τοῦ Κορινθίους. Ἀποτελεσματικότερα μέσα θεωροῦνται ἡ παράκλησις καὶ τὸ ἱκετευτικὸ ὕφος, ἀπὸ τὴν διαταγή. Μὰ τὸ κυριώτερο εἶναι ὅτι μὲ τὴν παράκλησι καλοῦνται νὰ συμφωνήσουν μὲ τὴν θέλησί τους ἐλεύθερα. Καὶ ἡ ἐλευθερία γιὰ τὴν πίστι εἶναι ἀσάλευτη βάσις καὶ θεμέλιο. Κανεὶς καὶ μὲ τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβάλη τὴν πίστι, οὔτε, βεβαίως, καὶ νὰ τὴν ἀφαιρέση. Ἀπὸ τοὺς ἁγίους Μάρτυρες ἀφαιροῦσαν τὴν ζωή τους, ἀλλὰ ποτὲ τὴν πίστι στὸν Χριστό.
Μαζὶ μὲ τό «παρακαλῶ», καὶ ἀμέσως μετά, ὁ Παῦλος φέρνει μπροστά τὸ ὄνομα τοῦ  Χριστοῦ. Στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ γίνεται ἡ παράκλησίς του. Χάριν τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ χρειάζεται ἡ ἑνότητα. Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μᾶς καλεῖ στὴν εὐλογημὲνη ἑνότητα. Λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας· «Εἶναι ἀναγκαῖο καὶ σοφὸ ὅτι, γιὰ τὸ ὄνομα τὸ Δεσποτικὸ πρέπει νὰ ὑπάρχη καύχησις, ὅπως λέγει ὁ προφήτης (Ἡσαΐας)· ‘Σὲ αὐτοὺς ποὺ μὲ ὑπηρετοῦν θὰ δοθῆ καινούργιο ὄνομα, ποὺ θὰ εἶναι εὐλογημένο πάνω στὴν γῆ’, δηλαδὴ Χριστιανοὶ ἔχομε ὀνομασθῆ καὶ στολισθήκαμε μὲ καινούριο ὄνομα, τὸ ὁποῖο κάποιοι τὸ στερήθηκαν ἄδικα, ὅταν ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν ὀρθότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀκολούθησαν πνεύματα πλανεμένα καὶ τὶς παραξενιὲς ἀνοσίων ψευδοδιδασκάλων. Αὐτῶν τῶν ψευδοδιδασκάλων πῆραν τὸ ὄνομα, ὅπως εἶναι φυσικό. Δὲν εἶναι πλέον τοῦ Χριστοῦ, σχίσθηκαν σὲ διάφορες γνῶμες καὶ ἄλλα πιστεύω, παρ’ ὅλο ποὺ εἰρηνικὰ τοὺς κάλεσε καὶ αὐτοὺς ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Καὶ αὐτὸς εἶναι ἕνας καὶ δὲν μερίζεται, καὶ ἐμεῖς ὅλοι ἕνα εἴμαστε, ἑνωμένοι μαζί του μὲ ἕνα νοῦ καὶ μία γνώμη, ποὺ μᾶς συνδέει σὲ ὁμοψυχία καὶ ἕνωσι πνευματική».
Τὰ παραπάνω δὲν σημαίνουν ὅτι οἱ χριστιανοὶ εἶναι ἄβουλα ὄντα καὶ λειτουργοῦν σὰν μηχανές. Ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως δὲν ἐμποδίζει κανέναν νὰ ἀναπτύξη τὴν προσωπικότητά του. Πειστικότερο παράδειγμα ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς ἁγίους Πατέρες δὲν ὑπάρχει. Παίρνομε μόνο τοὺς τρεῖς Ἱεράρχες μπροστά μας. Τρία πρόσωπα μὲ ἀπόλυτα ταυτισμένη μία πίστι. Τρία πόσωπα ὅμως μὲ διαφορετικοὺς χαρακτῆρες, διαφορετικοὺς τρόπους δράσεως, διαφορετικὲς νοοτροπίες καὶ τακτικὲς στὴν ἄσκησι τῆς ποιμαντικῆς ἐξουσίας. Τό «ἵνα τὸ αὐτὸ λέγητε πάντες» ἀναφέρεται στὴ πίστι, αὐτὴ πρέπει νὰ εἶναι μία. Ἡ διαφοροποίησις στὴν πίστι δημιουργεῖ σχίσματα. Ἡ ἀπόκλισις ἀπὸ τὴν ὀρθότητα τῆς μιᾶς πίστεως δημιουργεῖ αἵρεσι καὶ σχίζει τὸν ἄραφο χιτῶνα τοῦ Κυρίου.
Ἡ παράκλησις τοῦ ἀποστόλου τότε ἦταν ἄμεση ἀπάντησι γιὰ νὰ ἀντιμετωπισθῆ ὁ κίνδυνος τοῦ σχίσματος στὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου. Σᾶς παρακαλῶ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ νὰ λέτε ὅλοι τὸ ἴδιο πρᾶγμα καὶ νὰ μὴν ὑπάρχουν σχίσματα. Ἡ ἔκκλησις αὐτὴ εἶναι καὶ σήμερα, καὶ πάντα, ἐπίκαιρη. Ἴσως μάλιστα σήμερα νὰ εἶναι ἀκόμα πιὸ ἐπίκαιρη καὶ ἀναγκαία. Τὰ μέσα ποὺ ἔχει σήμερα ὁ ἄνθρωπος στὰ χέρια του δημιουργοῦν προϋποθέσεις γιὰ εὔκολη διάδοσι καὶ ἐπικράτησι διαφόρων νέων ἰδεῶν καὶ τάσεων. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος δὲν ἀποδέχεται τὴν αὐθεντία, οὔτε τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ τὸν ἀπορρίπτει. Ἔτσι δύσκολα ἀκούγεται ἡ παράκλησις καὶ ἱκεσία τοῦ Παύλου. Δύσκολα γίνονται τὰ πράγματα γιὰ τὴν ἐνότητα τῆς πίστεως, καὶ ὁ κίνδυνος σχισμάτων δὲν εἶναι μακρυνός, ἀλλὰ ὑπαρκτός.
Στῶμεν καλῶς! Πιστοὶ στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι σχίσματα.

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 11.08.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΒΔΟΜῌ (Ρω 15,1-7)
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος καταγράφει μία ὀφειλή, ἕνα χρέος, τὸ ὁποῖο ἔχομε πρὸς στοὺς ἀδελφούς μας, καὶ μάλιστα τοὺς ἀδύνατους ἀδελφούς.
Γιὰ τὸν ἀπόστολο ἀδύνατοι ἀδελφοὶ εἶναι οἱ νέοι χριστιανοί, οἱ νεοφώτιστοι, ὅσοι προσῆλθαν πρόσφατα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ καὶ δὲν γνωρίζουν ἀκόμα καλὰ τὰ τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ δὲν ἔχουν δοκιμασθῆ στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα. Εἶναι ἀρχάριοι. Καὶ ὡς ἀρχάριοι ἔχουν ἀδύνατα σημεῖα, ἐλλείψεις, κενά. Καὶ τὸ χειρότερο, δὲν ἔχουν ἀποκοπεῖ τελείως ἀπὸ τὴν προτέρα ζωὴ τῆς πλάνης καὶ τῆς φθορᾶς. Οἱ μνῆμες εἶναι ζωντανὲς ἀκόμα καὶ δύσκολα διαγράφονται. Εἶναι ἑπόμενο νὰ ὑστεροῦν ἔναντι ἄλλων, οἱ ὁποῖοι χρόνια ἀγωνίζονται καὶ ἔχουν καταγράψει πρόοδο πνευματικὴ.
Αὐτοὶ οἱ παλαιοὶ καὶ ἔμπειροι, μὲ ἔντονα τὰ βιώματα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ὅταν βλέπουν τοὺς  ἀπείρους καὶ ἀρχαρίους στενοχωροῦνται, γιὰ τὴν ἄγνοια τῶν νέων χριστιανῶν, ἢ τῶν χριστιανῶν ποὺ δὲν εἶναι νέοι στὴν πίστι, ἀλλὰ ἔδειξαν χρόνια καὶ παρατεταμένη ἀμέλεια καὶ ἀδιαφορία. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀποξένωσι καὶ μὴ συνεπὴς συμμετοχὴ στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας δημιουργεῖ ἐπίσης κενά, καὶ κυρίως ἐμφανίζονται οἱ χριστιανοὶ μὲ ἀσθενήματα, μὲ σφάλματα. Ἔναντι αὐτῶν τῶν ἀδύναμων πνευματικὰ χριστιανῶν ποιὰ πρέπει νὰ εἶναι ἡ συμπεριφορὰ τῶν προχωρημένων ἢ δυνατῶν χριστιανῶν;
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει· «Ὀφείλομε ἐμεῖς οἱ δυνατοὶ τὰ ἀσθενήματα, τὰ κενὰ καὶ τὰ μεῖον τῶν ἀδυνάτων, νὰ τὰ βαστάζουμε, ἐμεῖς νὰ τὰ σηκώνουμε, γιὰ νὰ τοὺς ἐλαφρύνουμε, καὶ νὰ μὴ φροντίζομε μόνο στὸν ἑαυτό μας νὰ εἴμαστε καλά». Καὶ τὰ γράφει αὐτὰ διότι ὑπάρχει πάντα ὁ μεγάλος κίνδυνος, ἐμεῖς «οἱ δυνατοί», νὰ ὑποπέσωμε στὴν οἴησι, τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὸν ἐγωϊσμό. Νὰ βλέπωμε δὲ τοὺς ἀδύνατους ἀδελφοὺς μας, μὲ τὰ ἀσθενήματά τους, καὶ μὲ εὐκολία νὰ τοὺς καταδικάζουμε καὶ νὰ τοὺς κατακρίνουμε. Νὰ θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας ἁγίους καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους ἀξίους τῆς καταδίκης. Αὐτὴν τὴν κατάστασι τὴν γνωρίζει ὁ ἀπόστολος ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰ τῶν ὁμοεθνῶν καὶ ὁμοθρήσκων του Φαρισαίων. Θυμηθεῖτε πῶς βλέπανε καὶ πῶς χαρακτηρίζανε ἐκείνους ποὺ ἀκολουθούσανε τὸν Χριστό; Ποῖοι ἀκολουθοῦσαν τὸν Χριστό; Λέγανε οἱ Ἐβραῖοι ὅτι ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό· «Ὁ λαὸς οὗτος ὁ μὴ εἰδὼς τὸν νόμο, ἐπικατάρατοι εἰσί». Κατὰ τοὺς Ἐβραίους αὐτοὶ ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ πιστεύουν στὸν Χριστὸ εἶναι ὁ ἀγράμματος λαός, ποὺ δὲν γνωρίζει τὸν νόμο, καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἐπικατάρατοι. Γιὰ νὰ μὴ πέσουν καὶ οἱ πιστοὶ χριστιανοὶ στὸ ἴδιο λάθος τῶν Φαρισαίων, ὁ ἀπόστολος κάνει ὑποχρέωσί μας, ὄχι μόνο νὰ βλέπωμε τοὺς ἀδύνατους ἀδελφοὺς μὲ συμπάθεια καὶ ἐπιείκεια, ἀλλὰ ἐνεργά νὰ σηκώνουμε τὸ βάρος τους, ὥστε νὰ μποροῦν νὰ συνεχίζουν τὸν ἀγῶνα καὶ νὰ προκόπτουν πνευματικὰ.
Δικαίωμα νὰ καταδικάζωμε δὲν ἔχομε. Δὲν μᾶς ἔδωσε ὁ Κύριος τέτοιο δικαίωμα καὶ προνόμιο. Μᾶς ὑποχρεώνει ἀντίθετα, μπροστὰ στὰ σφάλματα τῶν ἄλλων, νὰ στρέφωμε τὴν προσοχή μας στὰ δικά μας σφάλματα, καὶ στὶς δικὲς μας ἀδυναμίες καὶ ἀσθενήματα. Κανεὶς ἀπὸ ἐμᾶς δὲν εἶναι τέλειος καὶ δὲν μπορεῖ νὰ φθάση στὴν ἀπόλυτη τελειότητα καὶ καθαρότητα. Ὡστόσο παρὰ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὶς δικές μας ἀτέλειες, ὅταν ἀντιλαμβανόμαστε τὰ ἀσθενήματα τοῦ ἀδύναμου ἀδελφοῦ, βοηθᾶμε νὰ τὰ διορθώση καὶ νὰ τὰ ξεπεράση. Τὸ πρόβλημα τοῦ ἀδελφοῦ τὸ κάνουμε δικό μας. Αὐτὸ σημαίνει ὁ λόγος· «βαστάζομε τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων». Καὶ ἡ συμπεριφορά μας αὐτὴ δημιουργεῖ στὴν καρδιά μας ἀπέραντη χαρὰ καὶ ἱκανοποίησι. Ἐπὶ πλέον αὐτὴ ἡ συναίσθησις ὅτι δὲν εἴμαστε τέλειοι, μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ αὐτοδικαιώνωμε τὸν ἑαυτό μας. Ἀλλὰ ταπεινά, καὶ ἕνα βῆμα νὰ νομίζωμε ὅτι εἴμαστε μπροστὰ, καλὸ εἶναι νὰ βοηθήσωμε τὸν ἀδελφό μας νὰ μᾶς φθάση. Ἀντίθετα, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ παράδοξο, ὅταν φροντίζομε νὰ ἀρέσωμε στὸν ἑαυτό μας, ἐνῶ θὰ περίμενε κανεὶς νὰ νοιώθουμε πλήρεις, τότε στεγνώνομε ἀπὸ ἀγάπη καὶ ζοῦμε τὴν ἀπομόνωσι καὶ τὴν ἔλλειψι τῆς πληρότητος. Εἴμαστε δυστυχεῖς.
Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος· «Νοιώθεις δυνατός; Δὲν παθαίνεις τίποτε ἐὰν λίγο κατεβεῖς χαμηλά. Ἀντίθετα ὁ ἀδύναμος ἀδελφός σου, ἂν δὲν στηριχθῆ, κινδυνεύει νὰ χαθῆ». Ὁ ἴδιος ἅγιος πατέρας ἐπεκτείνει τὴν σημασία τοῦ ἀποστολικοῦ λόγου πέρα ἀπὸ τὰ πνευματικά, ἐπειδὴ ἡ βοήθεια πρὸς τὸν ἀδύνατο γίνεται «πρὸς οἰκοδομήν»  καὶ μάλιστα «ἐν Χριστῷ». Λέγει· «Ὥστε κἂν πλουτῇς, κἂν ἐν δυναστείᾳ ᾗς, μὴ σεαυτῷ, ἀλλὰ τῷ πένητι καὶ τῷ δεομένῳ ἄρεσκε· οὕτω γὰρ καὶ δόξης ἀπολαύσῃ τῆς ἀληθοῦς, καὶ ὠφέλειαν ἐργάσῃ πολλήν». Μὲ ἁπλᾶ λόγια· Συμπερασματικά, ἐὰν εἶσαι πλούσιος, ἐὰν ἔχεις στὰ χέρια σου δύναμι καὶ ἐξουσία, νὰ μὴν ἀρέσης στὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ στὸν πτωχὸ καὶ σὲ ἐκεῖνον ποὺ ἔχει ἀνάγκη. Διότι ἔτσι καὶ τὴν ἀληθινὴ δόξα θὰ ἀπολαύσεις καὶ μεγάλη ὠφέλεια θὰ κερδίσεις.
Καὶ ἐπὶ πλέον ὁ ἴδιος τονίζει ὅτι ὁ λόγος τοῦ ἀποστόλου ἀπευθύνεται σὲ ὅλους, καὶ ὅλοι καλούμαστε νὰ σηκώσωμε τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων. «Διὸ παρὰ πάντων τοῦτο ἀπαιτεῖ· οὐ γὰρ ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα, ἀλλ’ «Ἕκαστος ὑμῶν». Ὁ καθένας μας πρέπει καὶ μπορεῖ νὰ σηκώνη τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων ἀδελφῶν, εἴτε αὐτὰ εἶναι πνευματικά, εἴτε εἶναι βιωτικὰ καὶ ὑλικά. Ἡ χήρα ἐκείνη, πτωχὴ ἦταν, ἀλλὰ ἐλεημοσύνη ἔκανε γιὰ νὰ βοηθηθοῦν οἱ ἄλλοι πτωχοί. Ἡ χήρα σήκωσε τὰ ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων. Ἐμεῖς μὲ ποιὰ δικαιολογία θὰ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὴν εὐθύνη μας, ποὺ θέλομε νὰ μένωμε ἄπρακτοι, ποὺ θέλομε νὰ ἀρέσωμε στὸν ἑαυτό μας; Καιρὸς εἶναι νὰ ἁπλώσωμε τὰ χέρια μας καὶ νὰ δώσωμε χέρι βοηθείας στὸν ἀδύναμο ἀδελφό, καὶ νὰ τὸν βοηθήσωμε νὰ σταθῆ στὴν πίστι στέρεα, νὰ προκόψη πνευματικά, νὰ ἐνσωματωθῆ στὴν οἰκοδομή, «πρὸς οἰκοδομήν εἰς τὸ ἀγαθόν», λέγει ὁ Παῦλος. Νὰ ἁπλώσωμε τὰ χέρια μας καὶ νὰ σηκώσωμε τὸ βάρος τοῦ ἀδύναμου ἀδελφοῦ καὶ νὰ τοῦ ἁπαλύνουμε τὸ φορτίο, καὶ νὰ μπορέση νὰ συμπορεύεται μαζί μας στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ. Νὰ ἁπλώσωμε τὰ πλήρη χέρια μας στὰ ἄδεια χέρια τῶν ἀδύναμων ἀδελφῶν, καὶ νὰ τοὺς μειώσωμε τὴν πεῖνα καὶ δυστυχία,  «πρὸς οἰκοδομήν εἰς τὸ ἀγαθόν».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ὑπέδειξε τὸ χρέος μας καὶ τὴν εὐθύνη μας ἔναντι τῶν  ἀδύναμων ἀδελφῶν. Ἐμεῖς ἂς πράξωμε τὸ κατὰ δύναμιν.

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 04.08.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΚΤῌ (Ρω 12,6-14)
Καὶ σήμερα τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, εἶναι ἐπιλεγμένο ἀπὸ τὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Εἶναι ἡ ἐπιστολὴ ποὺ ἔχει πλούσιο δογματικὸ καὶ ἠθικὸ περιεχόμενο.
Τὸ μήνυμα τοῦ εὐαγγελίου εἶναι μία ἐπανάστασις. Ἔφερε ἀνατροπὴ στὰ μέχρι τότε γνωστὰ πράγματα στὸν χῶρο τῆς πίστεως καὶ τῆς ἠθικῆς. Οἱ ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι φορεῖς τοῦ νέου κόσμου, τῆς «καινῆς κτίσεως». Βλέπομε καὶ ἀκοῦμε καινούριες διδαχές, οἱ ὁποῖες ἀλλάζουν τὸν κόσμο, ἀλλάζουν τὶς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ τελικὸς σκοπὸς εἶναι νὰ γίνη ἡ ἀποκατάστασις τοῦ πεσμένου ἀνθρώπου στὴν προπτωτικὴ θέσι καὶ ἀξία, αὐτὴ δηλαδὴ ποὺ εἶχε πρὶν ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα. Τότε ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀπολάμβανε τὴν εἰρήνη κοντά στὸν Δημιουργό του, καὶ βίωνε τὴν ἁρμονία στὶς σχέσεις του μὲ τὸν Θεό, μὲ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν δημιουργία ὅλη.
Πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνσι μᾶς ὁδηγεῖ ἡ προτροπὴ τοῦ ἀποστόλου, ποὺ ἀκούγεται σήμερα· «Εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε».
Εὐλογῶ σημαίνει, λέγω καλὰ λόγια. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τὴν δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς στὸν λόγο. Μπορεῖ νὰ λέγη λόγια καλὰ, μπορεῖ νὰ λέγη λόγια ἄσχημα, κακά. Τὸ νὰ λέμε καλὰ λόγια τὸ ἐπιβάλλει ὄχι μόνον ὁ νόμος του Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ ἐπιβάλλουν καὶ λόγοι εὐγενείας καὶ καλῆς συμπεριφορᾶς. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὶς τυπικότητες καὶ τὶς κοινοτυπίες, ὅλοι ξέρομε νὰ γλυκαίνομε τὴν γλῶσσα μας, ὅταν πρόκειται νὰ μιλήσουμε σὲ ἀγαπημένα μας πρόσωπα. Καὶ ἐδῶ εἴμαστε εἰλικρινεῖς. Γιὰ τὰ πρόσωπα ποὺ ἀγαμᾶμε ἔχομε πάντα καλὰ λόγια νὰ ποῦμε. Καὶ βγαίνουν τὰ λόγια αὐτὰ μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας ποὺ ἀγαπάει. Γιὰ τὰ δικά μας πρόσωπα κάνομε πάντα καλοὺς λογισμούς. Γινόμαστε ὅμως γελοῖοι ὅταν ἀπευθυνόμαστε σὲ πρόσωπα ποὺ ἔχουν θέσι καὶ ἀξιώματα καὶ εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ τοὺς ζητήσουμε κάποια ἐξυπηρέτησι, κάποια εὐκολία. Τότε ὑπερβάλλουμε σὲ καλολογία καὶ πέφτομε στὴν ὑποκρισία, τὸ ψέμμα καὶ τὴν κολακία. Καλὰ μὲν λόγια, ἀλλὰ ὑποκριτικά.
Ὅλα τὰ παραπάνω δείχνουν τὴν συνήθη ἀνθρώπινη συμπεριφορά. Ὡς πιστοὶ χριστιανοὶ τί πρέπει νὰ κάνωμε; Ὁ Κύριός μας μὲ τὴν διδασκαλία του ζητάει ἀπὸ μᾶς νὰ ξεπεράσωμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν σειρὰ τοῦ κόσμου. Εἶπε ὅτι πρέπει νὰ διαφέρωμε ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ ἀγαπάει καὶ λέγει καλὰ λόγια μόνο γιὰ ἐκείνους ποὺ τοὺς ἀγαποῦν. Τὰ ἴσα ἀνταποδίδουν ὅλοι, καὶ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Ἐθνικοὶ. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ δίνουμε παραπάνω. Ἡ ἀγάπη μας καὶ τὰ καλὰ λόγια πρέπει νὰ καλύπτουν ὄχι μόνο ὅσους μᾶς ἀγαπᾶνε, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐχθρούς μας. Αὐτὸ εἶναι ἐπανάστασις, εἶναι ἀνατροπὴ. Ἐδῶ γκρεμίζεται ὁ παλαιὸς κόσμος, ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος ἀλλάζει. Ξεπερνάει τὸν ἑαυτό του καὶ δημιουργεῖται ἔτσι ἡ «καινὴ κτῖσις». Καμμία μέχρι τὸν Χριστὸ φωνὴ οὔτε φιλοσοφική, οὔτε θρησκευτικὴ μεγάλωσε τὴν ἀγάπη τόσο, ὥστε νὰ χωράη καὶ τοὺς ἐχθρούς. Τὸ κήρυξε ὁ Χριστός. Αὐτὸς εἶπε τὸ περίφημο· «Πλήν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Ὁ λόγος ὑπῆρξε ἀντρεπτικὸς γιὰ ὅλα τὰ φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ καὶ κοινωνικὰ δεδομένα. ποὺ ἴσχυαν μέχρι τότε. Καινούργια συμφωνία ὑπογράφεται καὶ λέγεται Καινὴ Διαθήκη. Γκρεμίζεται τὸ μεσότοιχο τοῦ μίσους. «Πάντες ὑμεῖς εἷς ἐσταὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ».
Αὐτὴν τὴν φωνὴ τοῦ Ἰησοῦ τὴν ἐξειδικεύει ὁ Παῦλος καὶ λέγει σὲ ὕφος προστακτικό· «Εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε». Ἡ φωνὴ εἶναι δεσμευτικὴ γιὰ μᾶς τοὺς Χριστιανοὺς. Κάνομε αὐτὴ τὴν ἐπισήμανσι διότι ἡ δική μας συμπεριφορὰ δὲν προσδιορίζεται ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰ τῶν ἄλλων. Βλέπομε μόνον ἐμεῖς τὶ πρέπει νὰ κάνωμε. Ἐμεῖς πρέπει νὰ εὐλογοῦμε αὐτοὺς ποὺ μᾶς διώκουν. Διότι συνήθως γιὰ τὸν «ἄλλον» ἔχομε μόνο κατηγορίες, ψεύτικες ἢ καὶ ἀληθινὲς. Γιὰ τὸν «ἄλλον»  συκοφαντίες. Καὶ ἐπιδίωξίς μας ἡ δική μας δικαίωσις ἔναντι τοῦ «ἄλλου».
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπαναλαμβάνει τὴν προτροπή «εὐλογεῖτε». Ὅμως τὴν δεύτερη φορὰ προσθέτει τό· «καὶ μὴ καταρᾶσθε». Θὰ μποροῦσε νὰ μὴ τὸ προσθέση καθόλου. Ἂν ἰσχύει τὸ εὐλογεῖτε, δὲν περισσεύει χῶρος γιὰ τίποτε ἄλλο.  Ἀλήθεια ποῖοι εἴμαστε ἐμεῖς ποὺ θὰ ἀνοίξουμε τὸ στόμα μας καὶ θὰ καταρασθοῦμε; Ἀπὸ πότε ἀποκτήσαμε τὸ δικαίωμα νὰ κρίνωμε καὶ νὰ καταδικάζωμε; Διότι ἡ κατάρα εἶναι δικαστικὴ τρόπον τινὰ ἀπόφασις καὶ κρῖσις. Τέτοιο δικαίωμα δὲν ἔχομε. Τοῦτο τὸ δικαίωμα εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς ἀφήνομε τὸν Θεὸ νὰ κρίνη. Αὐτὸς γνωρίζει. Αὐτὸς εἶναι ἀπόλυτα δίκαιος. Αὐτὸς ἀποφασίζει. Ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ δανείζεται λόγο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κατὰ τὸν ὁποῖο ἐπιβεβαιώνεται ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. «Λέγει Κύριος· ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω». Δὲν μένει γιὰ μᾶς δικαίωμα νὰ δίνωμε κατάρες.
Ἂς ἀναλογισθοῦμε καὶ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο «πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῇ, ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὅς δ’ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ρακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὅς δ’ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός». Μὲ ἁπλᾶ λόγια δὲν ἐπιτρέπεται νὰ λέμε οὔτε τυχαῖα ἢ ἀστειευόμενοι ἄσχημες λέξεις καὶ προσδιορισμοὺς στοὺς συνανθρώπους μας. Ἀντίθετα ἐπιβάλλεται νὰ καλολογοῦμε καὶ μάλιστα τοὺς ἐχθρούς μας. Ὁ Χριστιανὸς κάνει ἀγῶνα. Ἀγῶνα πνευματικὸ ἐναντίον τοῦ κακοῦ. Καὶ ἐφ’ ὅσο ἡ κακολογία πρέπει νὰ εἶναι ξένη στὴν γλῶσσα τοῦ πιστοῦ, ὁ ἀγῶνας θὰ εἶναι νὰ ἐλέγξωμε τὴν γλῶσσα μας. Πόσο δύσκολο εἶναι αὐτὸ μᾶς τὸ λέγει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος. Ὁ ὁποῖος μὲ πολὺ παρασταστικὸ τρόπο δείχνει πόσο δύσκολα ἐλέγχεται ἡ γλῶσσα, γιὰ νὰ βγάζη λόγια καλά, καὶ νὰ μὴν κακολογῆ. Δύσκολο ἔργο, ἀλλὰ ἀξίζει τὸν κόπο, διότι ἡ ἐπιτυχία φέρνει πολλοὺς καρπούς.
Θὰ ἀλλάξη καὶ ἡ καθημερινή μας ζωή. Ἡ ἀληθινὴ γλῶσσα δὲν θὰ ψεύδεται. Θὰ εὐλογεῖ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ θὰ δοξάζει τὸν ἅγιο Θεό. Θὰ εὐλογῆ ὄχι γενικὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἰδικὰ τοὺς διῶκτες. Αὐτὸ εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ καὶ διακριτικὸ γνώρισμα τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ. Ἔτσι μᾶς θέλει ὁ Κύριος. Αὐτὸ διδάσκει καὶ ἐξειδικεύει ὁ Παῦλος. Αὐτὸ προσπαθεῖ ἡ Ἐκκλησία νὰ μᾶς κάνη νὰ βιώνουμε στὴν καθημερινή μας πρακτικὴ συμπεριφορά.