Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
30-6-2013


ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΩΤῌ,  ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ (Ἑβ 11,33-12,2)
Ἡ Κυριακὴ τῶν ἁγίων Πάντων εἶναι ἡ πρώτη κατὰ τὴν ὁποία ἀρχίζει ἡ ἀνάγνωσις ἀποστολικῶν περικοπῶν ἐπιλεγμένων ἀπὸ τὶς ἐπιστολές, πρῶτα ἀπὸ τὶς δεκατέσσερις τοῦ Παύλου καὶ μετὰ ἀπὸ τὶς ἑπτὰ Καθολικὲς, ἀφοῦ βεβαίως ἀκούσαμε στὴν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου περικοπὲς ἀπὸ τὸ βιβλίο Πράξεις Ἀποστόλων. Σημειώνεται ἀκόμα ὅτι, γιὰ μὲν τὶς καθημερινὲς ἡ ἐπιλογὴ γίνεται μὲ τὴ σειρὰ ποὺ ἔχουν καταχωρηθῆ οἱ ἐπιστολὲς στὸν Κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης, γιὰ δὲ τὶς Κυριακὲς, ἡ ἐπιλογὴ γίνεται μὲ ἄλλον τρόπο καὶ ἄλλη σειρά.

Μὲ μικρὲς προσθαφαιρέσεις χωρίων, ἡ σημερινὴ περικοπὴ ἀκούγεται στοὺς ναοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας περίπου δώδεκα φορὲς τὸν χρόνο. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν θὰ τὴν ἀναλύσουμε ὅλη σήμερα. Ὅσες φορὲς θὰ τὴν συναντᾶμε ὡς ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα Κυριακῆς, θὰ ἐπιλέγουμε κάποια σημεῖα, τὰ ὁποῖα θὰ ὑπογραμμίζουμε.
Ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ γιὰ τὴν Κυριακὴ τῶν ἁγίων Πάντων εἶναι ἐπιλεγμένη ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ. Ἂν στὸ δέκατο τρίτο κεφάλαιο τῆς Α΄ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολῆς ὑπάρχει ἕνα θαυμάσιο κείμενο, ποὺ χαρακτηρίζεται ὕμνος τῆς ἀγάπης, ἐδῶ, στὸ ἑνδέκατο κεφάλαιο ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ, ἔχομε τὸν ὕμνο τῆς πίστεως. Γιὰ νὰ πλέξη τὸ ἐγκώμιο τῆς πίστεως ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀνατρέχει στὸν παρελθὸν τοῦ περιουσίου λαοῦ καὶ ἐπιλέγει πρόσωπα τὰ ὁποῖα διακρίθηκαν γιὰ τὴν μεγάλη πίστι τους. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ εἶναι τόσα πολλά, ποὺ δὲν ἔχει χρόνο νὰ τὰ ἀναφέρη ὅλα, καὶ γι’ αὐτὸ κάνει ἐπιλογὴ ὀνομαστικὰ κάποιων προσώπων. Καὶ ὅταν σταματάει νὰ ἀναφέρη δικαίους ὀνομαστικά, τότε κάνει μὶα γενικὴ ἀναφορὰ στὸ μεγάλο πλῆθος τῶν ἁγίων.  Εἶναι δὲ τόσοι πολλοί, ὥστε τοὺς ὀνομάζει «νέφος». Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ παραλληλισμός. Διότι, ὅπως τὸ νέφος, ποὺ εἶναι στὸν οὐρανὸ καὶ φέρεται πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας, ἀποτελεῖται ἀπὸ μυριάδες μόρια ὑγρασίας, ἔτσι καὶ ἐμεῖς στὴν Ἐκκλησία ἔχομε πάνω μας καὶ μᾶς συντρέχει ἡ χορεία τῶν ἁγίων μαρτύρων, ποὺ εἶναι ἀναρίθμητοι καὶ ἀποτελοῦν «νέφος». Τὸ νέφος αὐτὸ τῶν ἁγίων μαρτύρων συνεχῶς ἐμπλουτίζεται καὶ μεγαλώνει. Σκεφθεῖτε ὅτι, ὅταν γράφθηκε ἡ ἐπιστολή, δὲν εἶχαν γίνει οἱ μεγάλοι διωγμοὶ τῶν πρώτων μετὰ Χριστὸν αἰώνων, οὔτε βεβαίως οἱ διωγμοὶ τῆς εἰκονομαχίας, ἀλλὰ καὶ τῶν ὑλιστικῶν-ἀθεϊστικῶν καθεστώτων τῶν τελευταίων αἰώνων.
Ἡ σκέψις τοῦ ἀποστόλου εἶναι ὅτι, ἐφ’ ὅσον ἔχομε τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος τῶν ἁγίων ποὺ προβάλλουν μπροστά μας, τότε ἔχομε ἐμεῖς τὴν ὑποχρέωσι νὰ κάνωμε μὲ ὑπομονὴ τὸν ἀγῶνα μας, ἀφοῦ προηγουμένως διώξουμε ἀπὸ πάνω μας κάθε ὄγκο καί, βεβαίως, τὴν εὐπερίστατη ἁμαρτία. Ὁ ἀγῶνας εἶναι προκείμενος, δηλαδὴ βρίσκεται μπροστά μας. Δὲν νοεῖται χριστιανὸς ποὺ νὰ μὴν ἀγωνίζεται. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει καὶ ἐλπίζει στὸν Κύριο ἔχει ἀγῶνα. Ἀντιπαλεύει μὲ τὸν παλαιό του ἄνθρωπο καὶ μὲ τὸν ἀντίδικο διάβολο καὶ μὲ τὸν κόσμο. Ἀλλ’ ὅπως ὁ κάθε ἀθλητής, ποὺ ἀγωνίζεται στὸ στάδιο, ἀποβάλλει κάθε περιττὸ πρᾶγμα ἀπὸ πάνω του καὶ μπαίνει μὲ εἰδικὴ μόνον στολὴ στὸν ἀγῶνα, ἔτσι καὶ ὁ χριστιανὸς ἀποβάλλει τὰ περιττά. Καὶ περιττὰ ἐδῶ εἶναι ὁ ὄγκος καὶ ἡ εὐπερίστατη ἁμαρτία.
Μὲ τὴν λέξι ὄγκος δηλώνεται κάθε τι ποὺ ἀπασχολεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν προσήλωσί του στὸν Κύριο, ὅπως οἱ μέριμνες καὶ φροντίδες, τὰ διάφορα ἐνδιαφέροντα, οἱ ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου, κτλ. Εὐπερίστατη δὲ ἁμαρτία εἶναι ἡ κάθε ἁμαρτία στὴν ὁποία πέφτει ὁ ἄνθρωπος. Λέγεται εὐπερίστατη, διότι παγιδεύει τὸν ἄνθρωπο μὲ μύριους τρόπους. Μὲ κάθε εὐκαιρία καὶ ἀφορμὴ μπορεῖ νὰ τελεσθῆ ἡ ἁμαρτία. Δὲν περιορίζεται οὐτε ἀπὸ τὸν χρόνο ἢ τὴν ἡλικία οὔτε ἀπὸ τὸν τόπο. Κάθε περίστασις εἶναι καὶ εὐκαιρία ἁμαρτίας. Οἱ πατέρες διακρίνουν τὴν ἁμαρτία σὲ προμελετημένη καὶ σέ «ἐξ ὑφ’ ἁρπαγῆς». Ἡ πρώτη εἶναι ἁμαρτία τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος σχεδιάζει καὶ στὴν κατάλληλη στιγμὴ τὴν πραγματοποιεῖ. Ἡ ἐξ ὑφ’ ἁρπαγῆς εἶναι ἁμαρτία ποὺ κάνομε χωρὶς κἄν νὰ τὴν σκεφθοῦμε καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε. Κλέβει ὁ πονηρὸς διάβολος τὴν σκέψι μας, τὸν νοῦ μας, τὴν προσοχή μας. Μᾶς ἐξαπατᾶ καὶ μᾶς παγιδεύει. Ὅμως ἡ ἀπροσεξία μας δὲν μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν εὐθύνη. Ἡ εὐπερίστατος ἁμαρτία εἶναι ἁμαρτία γιὰ τὴν ὁποία εἴμαστε ὑπόλογοι. Βεβαίως ἡ προμελετημένη ἁμαρτία ἔχει μεγαλύτερο βάρος.
 Ἀπαλλαγμένοι ἀπὸ τὸν ὄγκο καὶ τὴν εὐπερίστατη ἁμαρτία τρέχουμε μὲ ὑπομονὴ τὸν προκείμενο ἀγῶνα. Ὑπογραμμίζω τὴν λέξι τρέχουμε διότι ὁ ἀγῶνας ὁ πνευματικὸς δὲν ἔχει ἀνάπαυλα, διακοπή, χαλάρωσι. Ἔχει ἔντασι, συνεχὴ προσπάθεια. Ὁ χρόνος μας εἶναι λίγος, περιορισμένος καὶ κυρίως ἄδηλος. Γι’ αὐτὸ τρέχουμε. Τρέχουμε ἀλλὰ καὶ μὲ ὑπομονή. Ὁ πνευματικὸς ἀγῶνας τοῦ χριστιανοῦ χρειάζεται ὑπομονή. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ παραπονιοῦνται ὅταν γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἀνάγκη τὴς ὑπομονῆς. Καὶ ὅμως εἶναι ἀπαραίτητη, διότι στὸν πνευματικὸ ἀγῶνα δὲν ἔχομε ἄμεσα ἀποτελέσματα. Ἕνας ἀθλητὴς τοῦ σώματος κάνει ἀγῶνα λεπτῶν καὶ μερικὲς φορὲς ἀγῶνα δευτερολέπτων καὶ γνωρίζει τὸ ἀποτέλεσμα. Ἀντίθετα ὁ ἀθλητὴς τοῦ πνεύματος, ὁ χριστιανός, μπορεῖ νὰ ἀγωνίζεται δεκαετίες γιὰ νὰ φθάση, ἂν θὰ φθάσει, νὰ ἔχη ἀποτέλεσμα, δηλαδὴ ὁρατὸ καρπὸ τῶν κόπων του. Καὶ γι’ αὐτό, δυστυχῶς, κάποιοι διακόπτουν τὸν ἀγῶνα καὶ τὴν προσπάθεια. Θὰ μᾶς πεῖ ὁ λόγος· «ὑπομονῆς ἔχετε χρείαν».
Κυρίως ὅμως δύναμι δίνει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὴν χάρι του. Μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος νὰ ἔχωμε στραμένη τὴν προσοχή μας στὸν «ἀρχηγὸ τῆς πίστεως καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν». Ὅσο διαρκεῖ ὁ ἀγῶνας ὁ νοῦς μας εἶναι στὸν Χριστό. Ἡ σκέψις μας εἶναι δοσμένη στὸν Χριστό. Ὁ ἀθλητὴς σκέφτεται καὶ ἀποβλέπει στὸ βραβεῖο, στὸ ἔπαθλο. Ὁ χριστιανὸς ἀποβλέπει στὸν Χριστό, ποὺ εἶναι ἀρχηγὸς τῆς πίστεως, ἀλλὰ καὶ τελειωτὴς. Τὶς δικὲς μας ἀδυναμίες τὶς ἀναπληρώνει ὁ Ἰησοῦς καί, ἐνισχύει τὸν ἀδύνατο καὶ τελειοποιεῖ τὸν προχωρημένο, καὶ κατευθύνει τὸν ἀγωνιζόμενο μὲ βεβαιότητα πρὸς τὴν νίκη.
Ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πάντες ἔβλεπαν τὴν δόξα τοῦ Κυρίου, ὅπως ὁ πρωτομάρτυρας Στέφανος, καὶ μὲ ὑπομονὴ περίμεναν ἀγωνιζόμενοι τὴν δόξα τοῦ Κυρίου. Καὶ περιμένουν νὰ δοῦν τὸν δικό μας ἀγῶνα.
 

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
23-6-2013


ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΓΔΟΗ, ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ (Ἰω 7, 37-52&8,12)
Κλείνει σήμερα ἡ εὐλογημένη περίοδος τοῦ Πεντηκοσταρίου, δηλαδὴ φθάσαμε ἀπὸ τὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου στὴν κάθοδο καὶ φανέρωσι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἔγινε τὴν πεντηκοστὴ ἡμέρα ἀπὸ τὴν Ἀνάστασι. Κλείνει ἐδῶ καὶ ἡ περίοδος τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου.
Ἀκοῦμε δὲ στὸ εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας τῆς Πεντηκοστῆς ὅτι· Κατὰ τὴν τελευταία ἡμέρα τῆς μεγάλης ἑορτῆς (τῆς σκηνοπηγίας), εἶπε φωναχτὰ ὁ Ἰησοῦς· Ἂν κάποιος διψᾶ νὰ ἔρχεται σὲ μένα νὰ ξεδιψάη. Ὅποιος πιστεύει σὲ μένα, κατὰ τὴν Γραφή, θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν κοιλιά του ποτάμια ζωντανοῦ νεροῦ. Τὸ εἶπε αὐτὸ γιὰ τὸ Πνεῦμα ποὺ θὰ ἔπαιρναν ὅσοι πιστεύσουν σ’ αὐτόν. Τότε τὸ Πνεῦμα ἀκόμα δὲν εἶχε ἀποκαλυφθῆ. Ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἄλλοι ἔλεγαν ὅτι αὐτὸς εἶναι προφήτης, καὶ ἄλλοι ὁ Χριστός, καὶ ἄλλοι ἀμφέβαλλαν ὅτι μπορεῖ ὁ Χριστὸς νὰ εἶναι ἀπὸ τὴν Γαλιλαία. Ὁ κόσμος μοιράσθηκε. Ἄλλοι μάλιστα ἐπιθυμοῦσαν νὰ τὸν συλλάβουν, ἀλλὰ δὲν τολμοῦσαν. Ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι οἱ ὑπηρέτες. Καὶ ὅταν ρωτήθηκαν, γιατὶ δὲν τὸν ἔπιασαν, ἀπάντησαν ὅτι ποτὲ δὲν μίλησε ἄνθρωπος ὅπως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος. Οἱ Φαρισαῖοι τοὺς ἔλεγξαν γιὰ πλάνη, καὶ τόνισαν ὅτι κανένας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες δὲν πίστεψε στὸν Χριστὸ παρά μόνον ὁ ὄχλος, ποὺ δὲν γνωρίζει τὸν νόμο καὶ εἶναι καταραμένοι. Παρενέβη τότε ὁ Νικόδημος, ποὺ ἐπισκέφθηκε νύκτα τὸν Κύριο, καὶ ζήτησε, σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, νὰ μὴν τὸν καταδικάζουμε ἂν πρῶτα δὲν τοῦ δοθῆ ὁ λόγος. Τότε καὶ τὸν Νικόδημο κάκισαν οἱ Φαρισαῖοι τονίζοντας ὅτι ἀπὸ τὴν Γαλιλαία δὲν προέρχεται κανένας προφήτης. Καὶ τελειώνει τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μὲ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου· Ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου. Ὅποιος μὲ ἀκολουθεῖ δὲν θὰ περπατήση στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ θὲ ἔχη τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
Ὁ Κύριός μας κάνει μία πρόσκλησι, μᾶς καλεῖ νὰ τὸν προσεγγίσουμε καὶ νὰ ξεδιψάσουμε οἱ διψασμένοι. Καὶ ἀντιλαμβάνεσθε ὅλοι ὅτι ὁ Κύριος δὲν μιλάει γιὰ τὸ ὕδωρ, δὲν μοιράζει νερό. Μιλάει γιὰ δίψα ἄλλη, μιλάει γιὰ δίψα πνευματική, γιὰ ἀναζήτησι ἐσωτερική, στὴν ὁποία ἀσφαλῶς μπορεῖ νὰ ἀνταποκριθῆ ὁ Κύριος. Ἐδῶ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μία μηχανή, ποὺ κουρδίζεται γιὰ νὰ δουλέψη καὶ νὰ παράγη κάποιο ἔργο. Εἶναι λογικὸ ὂν, μὲ σῶμα καὶ ψυχή, φτιαγμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ Δημιουργό, σύνθετος ἀπὸ ὕλη καὶ πνεῦμα. Ἄλλες εἶναι οἱ ἀπαιτήσεις καὶ ἀνάγκες τοῦ σώματος καὶ ἄλλες τῆς ψυχῆς. Τὸ λέγει καθαρὰ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐν παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ». Δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ζήση δὲν ἔχει ἀνάγκη μόνο ἀπὸ ὑλικὴ τροφή, ἀλλ’ ἔχει ἀνάγκη καὶ ἀπὸ πνευματικὴ τροφή, ποὺ εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Τὸ ψωμὶ χρειάζεται γιὰ τὸ σῶμα καὶ ὁ λόγος γιὰ τὴν ψυχή. Ὑπογραμμίζω πάλι ὅτι ἡ ψυχὴ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ λόγο. Προσέξτε, ὄχι ὁποιονδήποτε λόγο, ἀλλὰ λόγο Θεοῦ. Αὐτὸν τὸν λόγο μπορεῖ νὰ μᾶς τὸν δώση μόνον ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς καλεῖ νὰ χορτάσωμε τὴν δίψα μας ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ ἔχει. Βεβαίως πολλοί, οἱ περισσότεροι, ποὺ πεισματικὰ ἀρνοῦνται τὸν Χριστὸ καὶ τὴν ἀλήθειά του, νομίζουν ὅτι μποροῦν νὰ ξεδιψάσουν πίνοντας νερό, ὄχι ἀπὸ αὐτὸ ποὺ δίνει ὁ Χριστός, ἀλλὰ ἀπὸ ἄλλες διάφορες πηγές. Λόγο ἔχουν καὶ οἱ διάφοροι αἱρετικοί, ἀλλ’ ὁ λόγος τους εἶναι θολὸ νερό. Καὶ τὸ θολὸ καὶ μολυσμένο νερὸ δὲν ξεδιψάει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν δηλητηριάζει. Ἡ πλανεμένη, ἡ αἱρετική, διδασκαλία νεκρώνει τὴν ψυχή. Λόγο ἔχουν καὶ τὰ διάφορα φιλοσοφικὰ συστήματα. Αὐτὸς ὁ λόγος στηρίζεται στὴν ἀνθρώπινη νόησι. Ἱκανοποιεῖ προσωρινὰ καὶ ἐπιφανειακὰ τὴν πνευματικὴ δίψα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ δὲν ἔχει τὴν δύναμι νὰ ἀλλάξη τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν βγάλη ἀπὸ τὰ ἀδιέξοδά του.
Ὅποιος ἀναζητεῖ, γιὰ παράδειγμα, τὴν ἀλήθεια, θὰ τὴν βρῆ μόνον στὸν Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἀλήθεια ὄχι ὡς θεωρία, ἀλλ’ ὡς ὑπόστασι. Μόνον ὁ Χριστὸς μπόρεσε νὰ πῆ· «Ἐγὼ εἶναι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή». Οἱ ἀλήθειες τῶν ἀνθρώπων βελτιώνονται, μεταβάλλονται, ἀλλάζουν, ἀναιροῦνται, καταργοῦνται. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ μένει ἀμετακίνητη καὶ ἀναλλοίωτη στὸν αἰῶνα. Νά, τὶ εἶπε ὁ ἴδιος· «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι». Ἀπὸ τέτοιο λόγο αἰώνιο καὶ ἀληθινὸ ἔχομε ἀνάγκη. Αὐτὸς μόνον μπορεῖ νὰ μᾶς ξεδιψάση. Ὅποιος ἐμπιστεύεται τὸν Χριστὸ καὶ τὸν λόγο του, κατὰ τὴν γραφή, «ποταμοὶ ἐκ τὴς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος». Καὶ ἐπεξηγεῖ ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι μὲ τὸν λόγο αὐτὸ ἐννοεῖ ὅτι θὰ λάβουν Πνεῦμα ἅγιο.
Ὁ λόγος αὐτὸς τῆς Γραφῆς εἴδαμε νὰ πραγματοποιεῖται τὴν ἡμερα τῆς Πεντηκοστῆς. Τότε ποὺ οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου, καὶ ὅσοι ἄλλοι πίστευσαν στὸν Χριστό, δέχθηκαν τὴν ἐπιφοίτησι τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ πραγματικὰ ἔρρευσαν «ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας των». Ἄνθωποι ἄσημοι, ἀγράμματοι, περιφρονημένοι, διὰ μιᾶς ἔγιναν φωτιστὲς τῆς οἰκουμένης. Αὐτοὶ ποὺ ἦταν κρυμμένοι, «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ἔγιναν ξαφνικὰ λιοντάρια, ἔγιναν «λέοντες πῦρ πνέοντες». Βγῆκαν στὸν κόσμο νὰ κηρύξουν τὸν ἀναστάντα Κύριο, νὰ ἐλέγξουν τοὺς Ἰουδαίους, νὰ καλέσουν τὸν λαὸ σὲ μετάνοια καὶ σωτηρία. Ξεδίψασαν οἱ ἴδιοι καὶ τώρα ὑποδεικνύουν στὸν κόσμο ὅλο τὴν πηγὴ τοῦ ζῶντος ὔδατος, γιὰ νὰ ξεδιψάσουν πραγματικὰ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἡ Πεντηκοστὴ, δηλαδὴ ἡ κάθοδος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, δὲν εἶναι μέσα στὴν Ἐκκλησία μία στιγμή μόνον. Τότε ἔγινε ἡ ἀποκάλυψις τοῦ τρίτου προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος, τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἦταν μόνον ἡ ἀρχή. Ἀπὸ τὸτε ξεκίνησε ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴ ἱστορία τοῦ κόσμου. Καὶ εἶναι ἡ Πεντηκοστὴ ἡ γενέθλια ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὁλοκληρώθηκε τότε, μὲ τὴν φανέρωσι τοῦ ἁγίου Πνεύατος, ἡ πλήρης ἀποκάλυψις τῆς τριαδικῆς Θεότητος. Ἔχομε δηλαδὴ ὅλη τὴν ἀλήθεια γιὰ τὸν Θεό, καὶ γι’ αὐτὸ ἀπὸ τότε μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἡ Ἐκκλησία, ποὺ αὐτὴ εἶναι ὁ «στύλος καὶ τὸ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας». Ξεκίνησε τότε ἡ πορεία τῆς Ἐκκλησίας, καὶ συνεχίζεται ἡ φανέρωσις τοῦ ἁγίου Πνεύματος στὴν ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου ποὺ πιστεύει στὸν Χριστό. Ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος δὲν εἶναι μία στιγμιαία κίνησις, ἀλλὰ συνεχὴς παρουσία στὸν κόσμο, στὴν Ἐκκλησία καὶ στὴν ζωὴ τοῦ κάθε πιστοῦ.
Καὶ ὅσο θὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι θὰ ἀκούγεται ἡ πρόσκλησις τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ τὸν πλησιάσουμε καὶ νὰ ξεδιψάσουμε. Δόξα τῷ Θεῷ, προσφέρεται ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ δοῦμε τὴν μόνη ἀλήθεια καὶ τὴν αἰώνιο ζωή.

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2013


ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
16-6-2013


ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΒΔΟΜΗ, ΤΩΝ ΑΓ. ΠΑΤΕΡΩΝ (Ἰω 17, 1-13)


Μία ἀπὸ τὶς Κυριακὲς τοῦ Πεντηκοσταρίου, ἡ σημερινή, εἶναι ἀφιερωμένη στοὺς ἁγίους Πατέρες. Στοὺς Πατέρες τῆς πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ συγκροτήθηκε στὴν Νίκαια. Ἡ Σύνοδος αὐτὴ ἀντιμετώπισε τὴν φοβερὴ αἵρεσι τοῦ Ἀρείου. Ὁ Ἄρειος δίδασκε ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι Θεός. Ἡ διδασκαλία του διαδόθηκε γρήγορα καὶ δίχασε τοὺς πιστούς. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἡ Ἐκκλησία συγκροτεῖ Σύνοδο ἡ ὁποία ἐξετάζει τὴν κατάστασι καὶ ὁδηγημένη ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο ἀποφαίνεται ὁριστικὰ γιὰ τὴν ἀλήθεια. Ἡ πρώτη αὐτὴ Σύνοδος ἀποφάνθηκε γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τὴν ἀπόφασί της τὴν κατέγραψε σὲ σύντομο κείμενο. Ὅλοι ἐμεῖς οἱ χριστιανοί γνωρίζομε τὴν ἀπόφασι, καὶ τὴν ὁμολογοῦμε κατὰ τὴν βάπτισί μας. Εἶναι τὸ «Πιστεύω», ποὺ τὸ λέμε καὶ σὲ κάθε θεία λειτουργία. Στὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ πιστεύη ὁ καθένας ὅ,τι θέλει καὶ ὅ,τι καταλαβαίνει. Ἡ πίστις εἶναι μία, ὅπως μία εἶναι καὶ ἡ Ἐκκλησία. Ὅλους ἑπομένως τοὺς πιστοὺς μᾶς ἑνώνει ἡ μία κοινὴ πίστις, ὅπως τὴν ἐκφράζει ἡ Ἐκκλησία μέ τὶς ἀποφάσεις τῶν Συνόδων της. Ἔτσι διασφαλίζεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὴν μία καὶ κοινὴ πίστι.
Σημειώσαμε λίγα στοιχεῖα εἰσαγωγικὰ γιὰ νὰ κατανοήσωμε καλύτερα τὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα αὐτῆς τῆς ἡμέρας. Σήμερα, ἕβδομη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα, τὸ εὐαγγέλιο ποὺ ἀκοῦμε εἶναι ἕνα μικρὸ μέρος ἀπὸ τὴν γνωστὴ Ἀρχιερατικὴ Προσευχή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὴν προσευχὴ αὐτὴ τὴν ἔκανε ὁ Χριστός μας λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν σύλληψί του στὸ κῆπο τῶν ἐλαιῶν.
Πρέπει νὰ ὑπογραμμίσω ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἕνα θέμα, τὴν Προσευχή. Νὰ σκεφθοῦμε γιὰ λίγο ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός προσευχόταν. Διέθετε ὁλονυκτίες στὴν προσευχή. Καὶ εἶναι ὁ Θεός. Ἂν λοιπὸν ὁ Χριστὸς διέθετε χρόνο καὶ προσευχόταν, σκεφθεῖτε ἐμεῖς τί χρόνο πρέπει νὰ διαθέτωμε γιὰ προσευχή, πόσο ἔχομε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν προσευχή. Πρέπει νὰ μάθωμε νὰ προσευχόμαστε, νὰ ἀξιοποιοῦμε τὸν χρόνο μας κάνοντας προσευχή, μὲ κάθε εὐκαιρία, σὲ κάθε τόπο, κάθε ὥρα.
Κύριο θέμα τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν. Αὐτὸ εἶναι τὸ αἴτημα τῆς προσευχῆς, ὅπως ἐκφράζεται στὴν πρότασι· «Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὕς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς καὶ ἡμεῖς». Δηλαδή, Πατέρα ἅγιε, φύλαξέ τους μὲ τὴν δύναμί καὶ ἀγάπη σου αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἔδωσες, ὥστε νὰ εἶναι ἑνωμένοι, ὅπως καὶ ἐμεῖς. Ἡ ἑνότητα τῆς πίστεως εἶναι τὸ ζητούμενο. Ζητάει ὁ Κύριος στὴν προσευχή του, νὰ μὴν ὑπάρχουν σχίσματα καὶ διαιρέσεις. Αὐτὰ ἀναιροῦν τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ Ἐκκλησία εἶναι σύναξις, συγκέντρωσις, ἕνωσις. Καὶ ὅπως ὁ Χριστός, ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν μπορεῖ νὰ διχασθῆ, νὰ διασπασθῆ, ἔτσι καὶ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ διασπαθῆ, νὰ διχασθῆ. Καὶ κατὰ συνέπεια δὲν μπορεῖ νὰ διχασθῆ καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς πίστεως. Ἕνας ὁ Χριστός, μία ἡ Ἐκκλησία καὶ μία ἡ ἀληθινὴ πίστις. Ἡ ἑνότητα, τὸ ξαναλέμε, βρίσκεται στὴν μία πίστι.
Ὅταν ὁ Χριστὸς ζητάει στὴν προσευχή του νὰ εἶναι οἱ πιστοὶ ἕνα, ζητάει νὰ ἔχουν ὅλοι οἱ πιστοὶ τὴν μία καὶ ἀληθινὴ πίστι. Τὴν πίστι ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε καὶ μᾶς φανέρωσε ὁ ἴδιος. Σὲ αὐτὴν τὴν πίστι κανένας δὲν μπορεῖ τίποτε νὰ προσθέση, νὰ ἀφαιρέση ἢ νὰ διορθώση. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ κάνη οὔτε Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Μία Σύνοδος δὲν εἰσάγει κάποια πίστι. Ἡ Σύνοδος διευκρινίζει καὶ ἀποσαφηνίζει θέματα πίστεως ὅταν ἀνακύπτουν σχετικὰ προβλήματα. Μπορεῖ νὰ γίνουν προσπάθειες ἀπὸ κάποιους γιὰ νὰ νοθευθῆ ἡ πίστις ἢ μπορεῖ νὰ γίνωνται λανθασμένες ἑρμηνεῖες σὲ θέμα πίστεως. Κάθε νοθεία ἢ λανθασμένη ἑρμηνεία ὁδηγεῖ στὴν αἵρεσι καὶ τὸ σχίσμα. Τότε ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὴν φώτισι καὶ καθοδήγησι τοῦ ἁγίου Πνεύματος διασαφηνίζει τὴν ἀλήθεια καὶ ἀποφαίνεται γι’ αὐτὴν. Ἡ ἀπόφασις τῆς Συνόδου γιὰ θέματα πίστεως λέγεται Δόγμα ἢ Σύμβολο πίστεως.
Ἡ πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ συγκροτήθηκε τὸ 325 μ.Χ. ἀντέκρουσε τὴν πλάνη τοῦ Ἀρείου καὶ ἀποφάνθηκε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια ἡ Ἐκκλησία τὴν πίστευε καὶ τὴν δεχόταν ἀνέκαθεν. Δὲν τὴν εἰσήγαγε ἡ Σύνοδος τὸ 325, ἀλλά, ἀφοῦ τὴν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν πλάνη, τὴν διασφάλισε συντάσσοντας τὸ «Πιστεύω». Διετύπωσε ἔτσι τὸ δόγμα τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχουν στὸ μέλλον παρανοήσεις.
Ἡ δεύτερη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἔγινε τὸ 381 μ.Χ. καὶ ἀποφάνθηκε γιὰ τὴν θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τοῦ τρίτου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στὴν θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος πίστευε ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν. Τὸ 381 δὲν βρήκαμε μία νέα πίστι, ἀλλὰ λόγω τῶν πνευματομάχων, τῶν αἱρετικῶν, ποὺ εἰσήγαγαν πλανεμένες διδασκαλίες σχετικὰ μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, χρειάσθηκε ἡ Ἐκκλησία νὰ συγκροτήση μία Σύνοδο γιὰ νὰ ἀπαλλάξη τὴν ἀλήθεια ἀπὸ τὴν πλάνη. Ἡ ἀπόφασις αὐτῆς τῆς Συνόδους εἶναι τὸ δόγμα γιὰ τὴν θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ Δόγμα δὲν εἶναι κάποια αὐθαιρεσία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἡ σύντομη καὶ ἐπιγραμματικὴ διατύπωσις γιὰ θέματα πίστεως. Τὸ Δόγμα δὲν εἰσάγει νέα πίστι. Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ποτέ. Ὅποια διατύπωσις χρειασθῆ νὰ γίνη γιὰ θέματα πίστεως θὰ εἶναι γιὰ ὅ,τι πιστεύει ἡ Ἐκκλησία ἀνέκαθεν. Καὶ αὐτὸ γίνεται ὅταν προσπαθοῦν κάποιοι νὰ νοθεύσουν ἢ νὰ παραποιήσουν τὴν «ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστι», τὴν πίστι ποὺ παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία καὶ ἔχει τὴν ὑποχρέωσι νὰ τὴν διαφυλάξη ἀνόθευτη, ἀκέραιη, ὅπως τὴν παρέλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο. Δὲν μπορῶ νὰ κατανοήσω ὅσους κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία γιὰ «δογματισμό». Ἡ Ἐκκλησία μὲ τὰ δόγματά της, μὲ φράσεις σύντομα διατυπωμένες, ἐκφράζει τὴν πίστι της, δὲν αὐθαιρετεῖ, διδάσκει καὶ ὁδηγεῖ τοὺςπιστοὺς στὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει.
Τὸ πόσο σημαντικὸ εἶναι τὸ θέμα τῆς ἀληθινῆς πίστεως, φαίνεται ἀπὸ τὸ γενονὸς ὅτι ὁ Κύριος στὴν ἀρχιερατικὴ προσευχή του ἔχει ὡς κύριο αἴτημα νὰ εἶναι οἱ πιστοὶ ἑνωμένοι στὴν μία πίστι. Ἐμεῖς οἱ πιστοὶ δὲν πιστεύομε ὅ,τι κατανοοῦμε ἢ ἀντιλαμβανόμαστε, ἀλλ’ ὅ,τι διδάσκει μὲ τὰ δόγματά της ἡ Ἐκκλησία, αὐτὴ πού, κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, εἶναι «στύλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας», καὶ ἡ μόνη κιβωτὸς τῆς σωτηρίας.

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
9-6-2013


ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΚΤΗ, ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ(Ἰω 9, 1-38)


Καὶ πάλι μακρὰ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀκούσαμε σήμερα, στὴν ὁποία περιγράφεται τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τυφλοῦ. Πρόκειται γιὰ τυφλὸ, ποὺ δὲν ἔχασε τὸ φῶς του ἀπὸ κάποια πάθησι ἢ ἀτύχημα, ἀλλὰ γεννήθηκε τυφλός, γεννήθηκε χωρὶς μάτια, ἔλλειπαν οἱ βολβοί τῶν ὀφθαλμῶν του.
Προβληματισμένοι οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου ρώτησαν· Ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς του ἢ ὁ ἴδιος ὥστε νὰ γεννηθῆ τυφλός; Μὲ τὴν ἀπάντησί του ὁ Κύριος ξεπέρασε τὴν μέχρι τότε ἐπικρατοῦσα ἀντίληψι, καὶ ἀποκάλυψε ὅτι ἡ αἰτία τῆς τυφλότητος αὐτῆς δὲν εἶναι ἡ ἁμαρτία κανενός, ἀλλὰ γεννήθηκε τυφλός, γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ παντὸς καὶ πλάστου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Δημιουργός, καὶ τὸ ἀπεκάλυψε στοὺς μαθητές του, ὅταν τοὺς εἶπε ὅτι πρέπει νὰ εργάζεται τὰ ἔργα τοῦ πατρός του.
Καὶ πραγματικὰ ὁ τρόπος θεραπείας τοῦ τυφλοῦ τὸ ἀπέδειξε. Διότι ὁ Ἰησοῦς ἔφτιαξε, μὲ τὸ πτύελό του καὶ τὸ χῶμα, πηλό, καὶ ἀνεπλήρωσε τὸ κενὸ στὶς κόγχες, στὶς ὁποῖες δὲν ὑπῆρχαν οἱ βολβοὶ τῶν ματιῶν. Ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργὸς καὶ πλάστης, ὅπως ἔκανε τὸν πρῶτο ἄνθρωπο στὴν ἀρχή, ἔτσι καὶ τώρα μὲ τὰ ἴδια χέρια, μὲ τὸ ἴδιο ὑλικὸ καὶ μὲ τὴν ἴδια δημιουργικὴ δύναμι, ἀναπληρώνει τὸ κενὸ καὶ γεμίζει τὶς κόγχες τοῦ τυφλοῦ, δημιουργώντας βολβοὺς ματιῶν. Ἡ δημιουργικὴ δύναμις τοῦ Κυρίου δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς πηγῆς Σιλωάμ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ δοκιμασθῆ ἡ πίστις τοῦ τυφλοῦ τὸν ἔστειλε στὴν πηγὴ. Ὁ τυφλὸς χωρὶς καθυστέρησι «ἀπῆλθεν οὖν, καὶ ἐνίψατο καὶ ἦλθε βλέπων». Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ γεννημένος τυφλὸς ἀνέβλεψε.
Καὶ αὐτὸ τὸ εἶδαν ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πεισματικὰ ἐπιμένουν, ἐνῶ ἔχουν μάτια, νὰ μὴ βλέπουν τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ δημιουργό. Στὴν συνέχεια τῆς διηγήσεως τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος βλέπομε ἀκριβῶς αὐτὴν τὴν ἄρνησι. Καὶ πρῶτοι οἱ γείτονες τοῦ τυφλοῦ ἐκφράζουν τὶς παράλογες ἀμφιβολίες. Ἀμφιβάλλουν ἂν εἶναι ὁ τυφλός τὸ ἴδιο πρόσωπο μὲ τὸν θεραπευμένο. Διότι «ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιός αὐτῷ ἐστιν». Παρ’ ὅλο πού «ἐκεῖνος ἔλεγεν, ὅτι ἐγώ εἰμι», οἱ δύσπιστοι γείτονες τὸν ὁδήγησαν στοὺς Φαρισαίους.
Οἱ Φαρισαῖοι τὸν ἀνακρίνουν, ἀλλὰ δὲν δέχονται τὴν ὁμολογία τοῦ θεραπευμένου τυφλοῦ, διότι γιὰ τὴν λογικὴ καὶ ἀντίληψι τῶν Φαρισαίων «οὗτος ὁ ἄνθρωπος (δηλαδὴ ὁ Χριστός) οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ». Βλέπετε ὁ Χριστὸς ἔκανε πηλὸ ἡμέρα Σάββατο. Ὁ τυφλὸς ἐπιμένει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι προφήτης, οἱ Φαρισαῖοι ἀμφιβάλλουν γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ τυφλοῦ καὶ δὲν πιστεύουν στὸ θαῦμα. Διότι «οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοῦς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος». Κάλεσαν δηλαδὴ τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ γιὰ νὰ κάνουν ἐπιβεβαίωσι τῆς ταυτότητος τοῦ προσώπου. Ἀλλὰ οὔτε αὐτὸ ἱκανοποίησε τὴν ἀμφιβολία τους. Οἱ γονεῖς ἐπιβεβαίωσαν τὴν υἱότητα, ἀλλὰ γιὰ τὸν φόβο μὴ γίνουν ἀποσυνάγωγοι, παραδίδουν τὸν υἱό τους, γιὰ μιὰ δεύτερη ἀνάκρισι στὰ χέρια τῶν Φαρισαίων. Ἴσως νὰ περίμεναν νὰ πέση ὁ τυφλὸς σὲ ἀντιφάσεις. Διηγήθηκε ὅμως τὰ γεγονότα ὅπως τὰ ἔζησε, καὶ στὴν ἀρνησι τῶν Ἰουδαίων ἀπάντησε μὲ θεολογικὸ συλλογισμό, γιὰ νὰ καταλήξη· «Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν». Ἂν δὲν ἦταν σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ Χριστὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνη τίποτε. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀπάντησι τοῦ τυφλοῦ προσβλήθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τὸν ἀπέπεμψαν, τὸν ἔδιωξαν. Τὸν συνάντησε ὅμως ἔξω ὁ Χριστὸς καὶ τὸν ρώτησε· «Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ»; Ἐκεῖνος ρώτησε ποιὸς εἶναι αὐτὸς γιὰ νὰ τὸν πιστεύσω; Ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλάω καὶ μὲ βλέπεις, τοῦ εἶπε. Τὸτε ὁ τυφλὸς ἔδειξε τὴν εὐγνωμοσύνη του μὲ τὰ λόγια· «Πιστεύω, Κύριε», καὶ τὰ ἔργα· «καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ».
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔκανε ἕνα καταπληκτικὸ θαῦμα μπροστὰ στὰ μάτια πολλῶν ἀνθρώπων. Ὅμως τότε δὲν πίστευσαν ὅλοι ὅσοι εἶδαν τὸ θαῦμα. Οἱ ἄνθρωποι ἀντί νὰ θαυμάζουν καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Κύριο, γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε μπροστὰ στὰ μάτια τους, στὴν ἀρχὴ ἀμφιβάλλουν καὶ στὴν συνέχεια κάνουν ἀνακρίσεις, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ δὲν θέλουν νὰ δεχθοῦν τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, δὲν θέλουν νὰ πιστεύσουν στὸ θαῦμα. Τὸ ἴδιο γίνεται μέχρι σήμερα, καὶ θὰ γίνεται πάντα. Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἡ διδασκαλία του, τὰ θαύματά του, μέχρι σήμερα ἀντιμετωπίζονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὅπως στὴν περίπτωσι τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ, μὲ ἀμφιβολία καὶ ἄρνησι. Ἡ μέχρι τώρα ἐμπειρία δείχνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν μὲ μεγάλη εὐκολία τὰ παραμύθια, δέχονται εὔκολα τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεσι, δίνουν σημασία σὲ διαδόσεις, ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει, δὲν τὴν δέχονται. Στὴν καλύτερη τῶν περιπτώσεων τὴν δέχονται, ἀλλὰ μὲ προϋποθέσεις. Πιστεύουν ἀλλ’ ὅπως ἀντιλαμβάνεται τὰ πράγματα ὁ καθένας. Ὄχι ὅπως ἐκτίθεται ἡ πίστις ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ προσαρμοσμένη στὴν προσωπικὴ ἀντίληψι τοῦ καθενός. Ὁ τυφλὸς τοῦ εὐαγγελίου, παράδειγμα, ἐκθέτει τὰ βιώματά του καὶ τὴν ἐμπειρία του γιὰ τὴν θεραπεία του. Οὔτε ὅμως οἱ γείτονές του, οὔτε οἱ Φαρισαῖοι ἀποδέχονται τὴν ἀλήθεια ποὺ ἔζησε. Ρωτοῦν καὶ ἐπαναλαμβάνουν τὸ ἐρώτημα· «Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς»; Καὶ ἀναγκάσθηκε ὁ τυφλὸς νὰ τοὺς πῆ· «Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι»; Ἡ ἀλήθεια εἶναι ξεκάθαρη, καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι μία. Βλέπομε ὅμως νὰ ὑπάρχουν σήμερα πολλὲς ἐκδοχές της. Συμβαίνει τοῦτο διότι, ὅπως τονίσθηκε, ὁ καθένας τὴν ἀληθινὴ πίστι τὴν προσαρμόζει καὶ τὴν ἑρμηνεύει ὅπως θέλει καὶ μπορεῖ, ἢ ὅπως τὸν συμφέρει.
Ὁ Ἰησοῦς συνάντησε τὸν διωγμένο ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους τυφλό καὶ τὸν ρώτησε· «Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱόν τοῦ Θεοῦ»; Καίριο τὸ ἐρώτημα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τεθῆ στὸν καθένα μας. Μᾶς τὸ θέτει ὁ Κύριος. Ἀλήθεια πιστεύομε στὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ; Ὄχι σὲ ἕναν μύστη, ἀρχηγὸ θρησκείας, φιλόσοφο, θαυματοποιό, ἐπαναστάτη, κτλ, ἀλλὰ στὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ; Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς μόνος καὶ ἀληθινός, ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου καὶ πλάστης τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ὁ μόνος σωτῆρας τοῦ ἀνθρώπου. Μπορῦμε χωρὶς ἀμφιβολία νὰ τοῦ ποῦμε· «Πιστεύω Κύριε», καὶ νὰ τὸν προσκυνήσωμε; Τότε σωθήκαμε!
 

Σάββατο 1 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
2-6-2013


ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΜΠΤΗ, ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ (Ἰω 4, 5-42)
Ἀπὸ τὰ κυριακάτικα εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα λίγα ἔχουν τὴν ἔκτασι τοῦ σημερινοῦ, καὶ τῆς ἑπομένης, ποὺ εἶναι τοῦ τυφλοῦ. Καὶ βεβαίως δὲν θὰ τὸ παρουσιάσουμε, ὅπως κάνομε συνήθως, ἀλλὰ θὰ ἐντοπίσουμε κάποια σημεῖα καὶ θὰ τὰ τονίσουμε. Μὲ θαυμασμὸ ἀντικρύζω τὴν περικοπή, γιὰ τὸ πλουσιώτατο θεματολόγιο. Πράγματι θίγοντα πολλὰ θέματα καὶ ἀποκαλύπτονται πολλὲς οὐράνιες ἀλήθειες ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ.
Μποροῦμε νὰ διακρίνωμε τὸ πρῶτο μέρος, στὸ ὁποῖο περιγράφεται ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα τῆς συναντήσεως τοῦ Ἰησοῦ μὲ τὴν Σαμαρείτιδα. Τὸ δεύτερο καὶ ἐκτενέστερο μέρος εἶναι ὁ διάλογος τῶν δύο προσώπων. Τρίτο μέρος οἱ ἀποκαλύψεις τοῦ Ἰησοῦ στοὺς μαθητές του, καὶ τέλος ἔχομε τὸ ἀποτέλεσμα τῆς συναντήσεως καὶ τὴν στάσι τῶν Σαμαρειτῶν.
Εἶναι ἀπορίας καὶ θαυμασμοῦ ἄξιον τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἰησοῦς τὰ πιὸ ὑψηλὰ καὶ πνευματικὰ θέματα τὰ δίδαξε σὲ μονοπρόσωπο ἀκροατήριο, καὶ μάλιστα σὲ γυναῖκα προερχόμενη ἀπὸ τοὺς Σαμαρεῖτες μὲ τοὺς ὁποίους οἱ Ἰουδαῖοι δὲν εἶχαν καὶ τὶς καλύτερες σχέσεις. Ἀλλὰ καὶ ἡ συγκεκριμένη γυναῖκα δὲν εἶχε καὶ τὸ καλύτερο ὄνομα ἤ, ὅπως θὰ λέγαμε, τὴν καλὴ ἔξωθεν μαρτυρία. Καὶ ὅμως τὸ ἁμαρτωλὸ παρελθόν της δὲν τὴν ἐμπόδισε νὰ γίνη πρῶτα μαθήτρια-συνομιλήτρια τοῦ Ἰησοῦ, καὶ στὴν συνέχεια Ἰσαπόστολος. Ὁ ἁμαρτωλὸς ποὺ ἔχει καλὴ πρόθεσι καὶ διάθεσι εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπάει ὁ Θεός, καὶ γιὰ τὸν ἁμαρτωλὸ ἀκριβῶς ἄνθρωπο ἦρθε στὴν γῆ ὁ Δημιουργός.
Ἡ Σαμαρείτιδα ἦταν ἁμαρτωλή, ἀλλὰ δὲν ἦταν ἀσεβής, οὔτε ἀρνητικὴ στὴν ἀλήθεια. Μετέχει σὲ ἕναν διάλογο καλόπιστα. Μιλάει ἤρεμα καὶ ἀποκαλύπτει τὶς προσωπικὲς πνευματικὲς ἀνησυχίες της, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐκ παραδόσεως πίστι στὸν Κύριο. Αὐτὴ ὅμως τὴν καλὴ πλευρὰ τῆς ψυχῆς της τὴν ἐπικαλύπτει μία ἀταξία τῆς ζωῆς της. Συμβιώνει παράνομα μὲ κάποιον ἄνδρα. Αὐτὸ τὸ ὁμολογεῖ στὸν Κύριο. Διότι ὅταν ἐκεῖνος τῆς ζήτησε νὰ φωνάξη τὸν ἄνδρα της, εἶπε ἐκείνη· «Οὐκ ἔχω ἄνδρα». Καὶ συμφωνεῖ ὁ Κύριος ὅτι δὲν ἔχει ἄνδρα. Βέβαια εἶχε πέντε, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν ποὺ ἔχει τώρα δὲν εἶναι ἄνδρας της. Δὲν νομιμοποιεῖται γιὰ τὸν Κύριο ἡ συμβίωσις ἐκτὸς γάμου. «Καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ». Ἡ συμβίωσις ἢ συγκατοίκησις δὲν κάνει τὸν ἄνδρα σύζυγο.
Ἐδῶ θὰ περίμενε κανεὶς ἡ γυναῖκα, ποὺ τῆς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος τὸν βίο της μὲ θαυμαστὸ τρόπο, νὰ διαμαρτύρεται ἢ νὰ διακόπτη τὸν διάλογο καὶ νὰ φεύγη. Ὅμως ἡ καλή της διάθεσι καὶ πρόθεσι τὴν κρατάει ἐκεῖ, ἀλλὰ καὶ ἐμβαθύνει τὸν λόγο. Ἔτσι πολὺ νωρίς, καὶ προτοῦ προχωρήση ἡ συζήτησις, κάνει μία ὁμολογία, ὅταν λέγει· «Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ». Δὲν εἶναι σίγουρη, μόνον ὑποψιάζεται τὴν μεγάλη ἀλήθεια, γιὰ τὴν ὁποία ψάχνει τὴν ἐπιβεβαίωσι. Γι’ αὐτὸ ἀμέσως μετὰ περιμένει ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ μιὰ ἀπάντησι στὸ θέμα ποὺ χωρίζει Ἰουδαίους καὶ Σαμαρεῖτες· Ποῦ βρίσκεται τὸ σωστὸ γιὰ τὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ; Στὴν ἄποψι τῶν Ἰουδαίων ποὺ προσκυνοῦν στὰ Ἰεροσόλυμα, ἢ στοὺς Σαμαρεῖτες ποὺ προσκυνοῦν στὸ δικό τους ὄρος; Ἀλλὰ μέσα στὸ ἐρώτημα ὑπάρχει καὶ τὸ πολὺ σημαντικό, ὅταν λέγει· «Οἱ πατέρες ἡμῶν». Αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ τῶν πατέρων, ποὺ τὴν δένει στὴν θρησκευτικὴ παράδοσι, φανερώνει ὅτι ἡ γυναῖκα αὐτὴ δὲν εἶναι αὐτονομημένη καὶ ἀποκομμένη. Κινεῖται μέσα στὴν θρησκευτικὴ κοινότητα, παρὰ τὴν ἄτακτη ζωή της. Ἡ ἀπάντησις τοῦ Κυρίου ἱκανοποίησε τὸ αἴτημα τῆς ψυχῆς της. Καὶ θὰ ὁδηγηθῆ σὲ μία ἄλλη ἀποκάλυψι τῶν θρησκευτικῶν της ἐνδιαφερόντων. Ἀναφέρεται στὴν συνέχεια στὸ πρόσωπο γιὰ τὸ ὁποῖο μίλησαν ὅλοι οἱ προφῆτες, δηλαδὴ στὸν Μεσσία, ποὺ εἶναι «προσδοκία τῶν ἐθνῶν». Τὸν Μεσσία τὸν περίμεναν οἱ Ἰουδαῖοι, ἀλλὰ καὶ οἱ Σαμαρεῖτες, καὶ οἱ ἐθνικοί. Τὸν περίμεναν ὅλοι, τὸν περίμενε καὶ ἡ γυναῖκα αὐτή. Καὶ ὄχι μόνον τὸν περίμενε, ἀλλὰ καὶ ἦταν σίγουρη ὅτι ὁ «λεγόμενος Χριστός» θὰ εἶναι σὲ θέσι νὰ λύση ὅλα τὰ προβλήματα καὶ νὰ ἀπαντήση σὲ ὅλα τὰ πνευματικὰ ζητήμα καὶ αἰτὴματα τῶν ἀνθρώπων. Ὁμολογεῖ ὅτι· «Ὅταν ἔλθη ἐκεῖνος (ὁ Χριστός), ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα». Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ὁμολογία της, σὲ μία τόση ἀνοικτὴ καρδιά, πρόθυμη νὰ δεχθῆ τὴν ἀλήθεια, ποὺ περιμένει τὴν ἀλήθεια, ὁ Κύριος δὲν εἶχε κανένα λόγο νὰ κρύβεται. Τῆς ἀποκαλύπτεται μπροστά της. Τῆς λέγει· «Ἐγώ εἰμι, ὁ λαλῶν σοι». Ἡ καρδιὰ τῆς Σαμαρείτιδος ἦταν «γῆ ἀγαθή», ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ παραβολὴ τοῦ Σπορέως. Καὶ σὲ μιὰ τέτοια γῆ, ὅταν πέφτει ὁ σπόρος, φέρνει «καρπὸν ἑκατονταπλασίονα». Ἀξιώθηκε νὰ συνομιλῆ τόση ὥρα μὲ Ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον ἀγνοοῦσε, ἀλλὰ περίμενε, καὶ ἡ ψυχή της τὸν ἀναζητοῦσε. Σὲ τέτοιες ψυχὲς ἀποκαλύπτεται ὁ Θεός. Καὶ τώρα, μετὰ τὴν φανέρωσι τοῦ Ἰησοῦ ἡ γυναῖκα ἄλλαξε. Δὲν ἀντέχει νὰ κρατάη ὡς μυστικὸ τὴν γνωριμία μὲ τὸν Χριστό. Ξέχασε ὅτι ἦρθε στὸ πηγάδι γιὰ νὰ πάρη νερό. Τώρα βρῆκε τὸ «ὕδωρ τὸ ζῶν». Ξεδίψασε πλέον ἡ καρδιά της καὶ τρέχει νὰ κηρύξη τὸν Χριστό. Δὲν πῆρε μαζί της οὔτε τὴν στάμνα της. Ἐξ ἄλλου αὐτὴ ἡ πήλινη στὰμνα δὲν χωράει, οὔτε βαστάει, τό «ὕδωρ τὸ ζῶν». Λέγει ὁ εὐαγγελιστής· «Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· Δεῦτε, ἴδετε ἄνθρωπον, ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὖτός ἐστιν ὁ Χριστός;» Ἡ Σαμαρείτιδα ἔγινα τώρα Ἰσαπόστολος. Κηρύττει τὸν Ἰησοῦ στοὺς συγχωριανούς της. Τοὺς εἶπε· «Δεῦτε, ἴδετε», ὅπως εἶπε ὁ Φίλιππος στὸν Ναθαναὴλ τό «ἔρχου καὶ ἴδε». Καὶ οἱ Σαμαρεῖτες ἦρθαν καὶ εἶδαν καὶ ἐπίστευσαν, καὶ μάλιστα παρεκάλεσαν τὸν Κύριο νὰ μείνη μαζί τους, καὶ αὐτός «ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. Καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ».
Ἡ συνάντησις τῆς γυναικὸς μὲ τὸν Ἰησοῦ εἶναι κρίσιμο σημεῖο στὴν ζωή της. Μετὰ τὴν συνάντησι ἡ γυναῖκα ἄλλαξε. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ περίπτωσις, γιὰ νὰ δοῦμε καὶ ἐμεῖς τὴν δύναμι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν ἄνθρωπο τόν «ἀλλοιώνει», τὸν μεταβάλει, τὸν ἀλλάζει. Ἡ Σαμαρείτιδα ἀπὸ ἁμαρτωλὴ γίνεται Ἰσαπόστολος. Αὐτὴ ποὺ πήγαινε γιὰ νερὸ τὸ μεσημέρι, γιὰ νὰ μὴν τὴν βλέπουν, τώρα μὲ παρρησία κηρύττει τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Καί, ἀφοῦ πρῶτα φώτισε τὴν οἰκογένειά της, περιώδευσε στὸν κόσμο κηρύττοντας, Καὶ ἐπισφράγισε τὸ ἔργο της μὲ τὸ μαρτυρικὸ θάνατό της.
Φωτεινὴ ἡ Σαμαρείτιδα καὶ Ἰσαπόστολος, προβάλλεται ἀπὸ τὴν ἁγία Ἐκκλησία μας, διότι ἐπιβεβαιώνει τὴν δύναμι τοῦ ἀναστάντος Κυρίου καὶ τὴν ἐπενέργεια τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου στὴν ζωὴ τῶν πιστῶν.