Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
9-6-2013


ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΚΤΗ, ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ(Ἰω 9, 1-38)


Καὶ πάλι μακρὰ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀκούσαμε σήμερα, στὴν ὁποία περιγράφεται τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τυφλοῦ. Πρόκειται γιὰ τυφλὸ, ποὺ δὲν ἔχασε τὸ φῶς του ἀπὸ κάποια πάθησι ἢ ἀτύχημα, ἀλλὰ γεννήθηκε τυφλός, γεννήθηκε χωρὶς μάτια, ἔλλειπαν οἱ βολβοί τῶν ὀφθαλμῶν του.
Προβληματισμένοι οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου ρώτησαν· Ἁμάρτησαν οἱ γονεῖς του ἢ ὁ ἴδιος ὥστε νὰ γεννηθῆ τυφλός; Μὲ τὴν ἀπάντησί του ὁ Κύριος ξεπέρασε τὴν μέχρι τότε ἐπικρατοῦσα ἀντίληψι, καὶ ἀποκάλυψε ὅτι ἡ αἰτία τῆς τυφλότητος αὐτῆς δὲν εἶναι ἡ ἁμαρτία κανενός, ἀλλὰ γεννήθηκε τυφλός, γιὰ νὰ φανερωθοῦν τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ τοῦ Δημιουργοῦ τοῦ παντὸς καὶ πλάστου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Δημιουργός, καὶ τὸ ἀπεκάλυψε στοὺς μαθητές του, ὅταν τοὺς εἶπε ὅτι πρέπει νὰ εργάζεται τὰ ἔργα τοῦ πατρός του.
Καὶ πραγματικὰ ὁ τρόπος θεραπείας τοῦ τυφλοῦ τὸ ἀπέδειξε. Διότι ὁ Ἰησοῦς ἔφτιαξε, μὲ τὸ πτύελό του καὶ τὸ χῶμα, πηλό, καὶ ἀνεπλήρωσε τὸ κενὸ στὶς κόγχες, στὶς ὁποῖες δὲν ὑπῆρχαν οἱ βολβοὶ τῶν ματιῶν. Ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργὸς καὶ πλάστης, ὅπως ἔκανε τὸν πρῶτο ἄνθρωπο στὴν ἀρχή, ἔτσι καὶ τώρα μὲ τὰ ἴδια χέρια, μὲ τὸ ἴδιο ὑλικὸ καὶ μὲ τὴν ἴδια δημιουργικὴ δύναμι, ἀναπληρώνει τὸ κενὸ καὶ γεμίζει τὶς κόγχες τοῦ τυφλοῦ, δημιουργώντας βολβοὺς ματιῶν. Ἡ δημιουργικὴ δύναμις τοῦ Κυρίου δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ τὸ νερὸ τῆς πηγῆς Σιλωάμ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ δοκιμασθῆ ἡ πίστις τοῦ τυφλοῦ τὸν ἔστειλε στὴν πηγὴ. Ὁ τυφλὸς χωρὶς καθυστέρησι «ἀπῆλθεν οὖν, καὶ ἐνίψατο καὶ ἦλθε βλέπων». Τὸ θαῦμα ἔγινε. Ὁ γεννημένος τυφλὸς ἀνέβλεψε.
Καὶ αὐτὸ τὸ εἶδαν ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ πεισματικὰ ἐπιμένουν, ἐνῶ ἔχουν μάτια, νὰ μὴ βλέπουν τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ καὶ δημιουργό. Στὴν συνέχεια τῆς διηγήσεως τοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος βλέπομε ἀκριβῶς αὐτὴν τὴν ἄρνησι. Καὶ πρῶτοι οἱ γείτονες τοῦ τυφλοῦ ἐκφράζουν τὶς παράλογες ἀμφιβολίες. Ἀμφιβάλλουν ἂν εἶναι ὁ τυφλός τὸ ἴδιο πρόσωπο μὲ τὸν θεραπευμένο. Διότι «ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιός αὐτῷ ἐστιν». Παρ’ ὅλο πού «ἐκεῖνος ἔλεγεν, ὅτι ἐγώ εἰμι», οἱ δύσπιστοι γείτονες τὸν ὁδήγησαν στοὺς Φαρισαίους.
Οἱ Φαρισαῖοι τὸν ἀνακρίνουν, ἀλλὰ δὲν δέχονται τὴν ὁμολογία τοῦ θεραπευμένου τυφλοῦ, διότι γιὰ τὴν λογικὴ καὶ ἀντίληψι τῶν Φαρισαίων «οὗτος ὁ ἄνθρωπος (δηλαδὴ ὁ Χριστός) οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ». Βλέπετε ὁ Χριστὸς ἔκανε πηλὸ ἡμέρα Σάββατο. Ὁ τυφλὸς ἐπιμένει ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι προφήτης, οἱ Φαρισαῖοι ἀμφιβάλλουν γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ τυφλοῦ καὶ δὲν πιστεύουν στὸ θαῦμα. Διότι «οὐκ ἐπίστευσαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοῦς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος». Κάλεσαν δηλαδὴ τοὺς γονεῖς τοῦ τυφλοῦ γιὰ νὰ κάνουν ἐπιβεβαίωσι τῆς ταυτότητος τοῦ προσώπου. Ἀλλὰ οὔτε αὐτὸ ἱκανοποίησε τὴν ἀμφιβολία τους. Οἱ γονεῖς ἐπιβεβαίωσαν τὴν υἱότητα, ἀλλὰ γιὰ τὸν φόβο μὴ γίνουν ἀποσυνάγωγοι, παραδίδουν τὸν υἱό τους, γιὰ μιὰ δεύτερη ἀνάκρισι στὰ χέρια τῶν Φαρισαίων. Ἴσως νὰ περίμεναν νὰ πέση ὁ τυφλὸς σὲ ἀντιφάσεις. Διηγήθηκε ὅμως τὰ γεγονότα ὅπως τὰ ἔζησε, καὶ στὴν ἀρνησι τῶν Ἰουδαίων ἀπάντησε μὲ θεολογικὸ συλλογισμό, γιὰ νὰ καταλήξη· «Εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν». Ἂν δὲν ἦταν σταλμένος ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ Χριστὸς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνη τίποτε. Ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀπάντησι τοῦ τυφλοῦ προσβλήθηκαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τὸν ἀπέπεμψαν, τὸν ἔδιωξαν. Τὸν συνάντησε ὅμως ἔξω ὁ Χριστὸς καὶ τὸν ρώτησε· «Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ»; Ἐκεῖνος ρώτησε ποιὸς εἶναι αὐτὸς γιὰ νὰ τὸν πιστεύσω; Ἐγὼ ποὺ σοῦ μιλάω καὶ μὲ βλέπεις, τοῦ εἶπε. Τὸτε ὁ τυφλὸς ἔδειξε τὴν εὐγνωμοσύνη του μὲ τὰ λόγια· «Πιστεύω, Κύριε», καὶ τὰ ἔργα· «καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ».
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἔκανε ἕνα καταπληκτικὸ θαῦμα μπροστὰ στὰ μάτια πολλῶν ἀνθρώπων. Ὅμως τότε δὲν πίστευσαν ὅλοι ὅσοι εἶδαν τὸ θαῦμα. Οἱ ἄνθρωποι ἀντί νὰ θαυμάζουν καὶ νὰ δοξάζουν τὸν Κύριο, γιὰ τὸ θαῦμα ποὺ ἔγινε μπροστὰ στὰ μάτια τους, στὴν ἀρχὴ ἀμφιβάλλουν καὶ στὴν συνέχεια κάνουν ἀνακρίσεις, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ δὲν θέλουν νὰ δεχθοῦν τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, δὲν θέλουν νὰ πιστεύσουν στὸ θαῦμα. Τὸ ἴδιο γίνεται μέχρι σήμερα, καὶ θὰ γίνεται πάντα. Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἡ διδασκαλία του, τὰ θαύματά του, μέχρι σήμερα ἀντιμετωπίζονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὅπως στὴν περίπτωσι τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ, μὲ ἀμφιβολία καὶ ἄρνησι. Ἡ μέχρι τώρα ἐμπειρία δείχνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι πιστεύουν μὲ μεγάλη εὐκολία τὰ παραμύθια, δέχονται εὔκολα τὴν πλάνη καὶ τὴν αἵρεσι, δίνουν σημασία σὲ διαδόσεις, ἀλλὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἀλήθεια ποὺ σώζει, δὲν τὴν δέχονται. Στὴν καλύτερη τῶν περιπτώσεων τὴν δέχονται, ἀλλὰ μὲ προϋποθέσεις. Πιστεύουν ἀλλ’ ὅπως ἀντιλαμβάνεται τὰ πράγματα ὁ καθένας. Ὄχι ὅπως ἐκτίθεται ἡ πίστις ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ προσαρμοσμένη στὴν προσωπικὴ ἀντίληψι τοῦ καθενός. Ὁ τυφλὸς τοῦ εὐαγγελίου, παράδειγμα, ἐκθέτει τὰ βιώματά του καὶ τὴν ἐμπειρία του γιὰ τὴν θεραπεία του. Οὔτε ὅμως οἱ γείτονές του, οὔτε οἱ Φαρισαῖοι ἀποδέχονται τὴν ἀλήθεια ποὺ ἔζησε. Ρωτοῦν καὶ ἐπαναλαμβάνουν τὸ ἐρώτημα· «Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς»; Καὶ ἀναγκάσθηκε ὁ τυφλὸς νὰ τοὺς πῆ· «Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; Μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι»; Ἡ ἀλήθεια εἶναι ξεκάθαρη, καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ εἶναι μία. Βλέπομε ὅμως νὰ ὑπάρχουν σήμερα πολλὲς ἐκδοχές της. Συμβαίνει τοῦτο διότι, ὅπως τονίσθηκε, ὁ καθένας τὴν ἀληθινὴ πίστι τὴν προσαρμόζει καὶ τὴν ἑρμηνεύει ὅπως θέλει καὶ μπορεῖ, ἢ ὅπως τὸν συμφέρει.
Ὁ Ἰησοῦς συνάντησε τὸν διωγμένο ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους τυφλό καὶ τὸν ρώτησε· «Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν Υἱόν τοῦ Θεοῦ»; Καίριο τὸ ἐρώτημα, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τεθῆ στὸν καθένα μας. Μᾶς τὸ θέτει ὁ Κύριος. Ἀλήθεια πιστεύομε στὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ; Ὄχι σὲ ἕναν μύστη, ἀρχηγὸ θρησκείας, φιλόσοφο, θαυματοποιό, ἐπαναστάτη, κτλ, ἀλλὰ στὸν Υἱό τοῦ Θεοῦ; Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Θεὸς μόνος καὶ ἀληθινός, ὁ δημιουργός τοῦ κόσμου καὶ πλάστης τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ καὶ ὁ μόνος σωτῆρας τοῦ ἀνθρώπου. Μπορῦμε χωρὶς ἀμφιβολία νὰ τοῦ ποῦμε· «Πιστεύω Κύριε», καὶ νὰ τὸν προσκυνήσωμε; Τότε σωθήκαμε!
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου