Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 23.11.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΝΑΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 12,16-21)

«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν»

Τοὺς εἶπε ὁ Κύριος μία παραβολή˙ Κάποιου πλουσίου ἀνθρώπου τὰ κτήματα ἔφεραν πλούσια παραγωγή. Καὶ σκεφτόταν μόνος του μέσα του λέγοντας˙ Τὶ νὰ κάνω, ποὺ δὲν ἔχω, ποῦ νὰ μαζέψω τοὺς καρπούς μου; Σκέφτηκε καὶ εἶπε˙ Αὐτὸ θὰ κάνω. Θὰ γκρεμίσω τὶς ἀποθῆκες καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες, καὶ ἐκεῖ θὰ συμμαζέψω ὅλα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου. Καὶ θὰ πῶ στὴν ψυχή μου˙ Ψυχή μου, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ ποὺ σοῦ φθάνουν γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀναπαύσου, φᾶγε, πιές, διασκέδασε. Τοῦ εἶπε ὅμως ὁ Θεός˙ Ἄμυαλε, αὐτὴ τὴν νύκτα σοῦ ζητᾶνε τὴν ψυχή σου ἀπὸ σένα˙ αὐτὰ ποὺ ἀποθήκευσες, τίνος θὰ εἶναι; Ἔτσι θὰ πάθη ὅποιος θησαυρίζει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Κάλεσε κάποιος τὸν Κύριο στὸ σπίτι του, γιὰ νὰ τοὺς κάνη τὴν μοιρασιὰ τῆς πατρικῆς περιουσίας. Ἀφοῦ πρῶτα ὁ Κύριος ἀρνήθηκε μὲ τὴν ἐρώτησι˙ Ποιὸς μὲ κατέστησε δικαστή; Στὴν συνέχεια, γιὰ νὰ ἀπαλλάξη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πλεονεξία, εἶπε τὴν παραπάνω παραβολή.

Ὁ πλούσιος, ἀλλὰ καὶ κάθε ἄνθρωπος, ταλανιζόμαστε μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν χορταίνομε ποτέ. Ὅσα καὶ νὰ ἔχη ὁ ἄνθρωπος, ποτὲ δὲν λέγει˙ Φτάνει! Θέλει ὅλο καὶ περισσότερα, τὰ θέλει ὅλα. Αὐτὴ ἡ ἀκόρεστη δίψα γιὰ χρήματα, κτήματα, ἀγαθά, περιουσίες εἶναι βάσανο, εἶναι ἀρρώστια, εἶναι ἁμαρτία, εἶναι στὸ βάθος ἄρνησις τοῦ Θεοῦ. Ταλαιπωρεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ δημιουργεῖ ἔντασι ἀγωνίας, προκαλεῖ ἄγχος, ποὺ αὐτὸ τελικὰ σκοτώνει.

Ὁ ἄνθρωπος τῆς παραβολῆς ἦταν πλούσιος. Δὲν τοῦ ἔλλειπε τίποτε. Οἱ ἀποθῆκες του ἦταν γεμᾶτες. Θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἤρεμος, εὐτυχής, χαρούμενος. Ὅμως δὲν ἦταν, Καὶ δὲν ἦταν, διότι ἦταν ἀχόρταγος πλεονέκτης. Δὲν χάρηκε καὶ δὲν εὐχαριστήθηκε, καὶ βεβαίως οὔτε τὸν Θεό εὐχαρίστησε, οὔτε ὅταν εἶχε μεγάλη εὐφορία, παραγωγή ἀσυνήθιστα μεγάλη, τόση, ποὺ δὲν χωροῦσε στὶς ἀποθῆκες του. Τώρα ποὺ «εὐφόρησεν ἡ χώρα», αὐτὸς ἔχει ἔγνοια, ἔχει ἀγωνία καὶ βασανίζεται ἀπὸ τὸ ἄγχος. Τὸ ἐρώτημα, ποὺ δὲν τὸν ἄφηνε οὔτε νὰ κοιμηθῆ ἦταν˙ Τὶ θὰ κάνω, ποὺ δὲν ἔχω, ποῦ νὰ ἀποθηκεύσω τοὺς καρπούς μου;

Πόσο παράξενα ἀκούγεται τὸ ἐναγώνιο ἐρώτημα τοῦ πλουσίου! Διότι νὰ ἀναρωτιέται ὁ πτωχὸς καὶ νὰ λέγη, πῶς θὰ τὰ βγάλω πέρα, καὶ πῶς θὰ θρέψω τὰ παιδιά μου; εἶναι πολὺ φυσικὸ ἐρώτημα. Ἀλλὰ νὰ ἀγωνιᾶ ὁ πλούσιος; Αὐτὸ τὸ βάσανο καὶ τὴν ἀγωνία δημιουργεῖ ἡ πλεονεξία.

Τέλος μετὰ ἀπὸ πολλὲς σκέψεις βρῆκε περιχαρὴς τὴν λύσι. Εἶπε˙ Αὐτὸ θὰ κάνω. Θὰ γκρεμίσω τὶς παλιὲς ἀποθῆκες καὶ θὰ κτίσω μεγαλύτερες. Καὶ μετὰ θὰ πῶ στὴν ψυχή μου. Ἔχεις ἀγαθὰ γιὰ πολλὰ χρόνια, λοιπὸν ἀναπαύσου, φάε, πιὲς, διασκέδασε. Ὦ πόσο ἀνόητος καὶ ἄμυαλος εἶναι ὁ ἄνθρωπος! Ποῦ βρῆκε τὸ δικαίωμα μόνος του νὰ ἀποφασίζη καὶ νὰ ἐξασφαλίζη πολλὰ χρόνια ζωῆς; Πῶς δὲν σκέφθηκε ποτέ, ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν ταΐζεται μὲ ὑλικὰ ἀγαθά; Ποιὸς τοῦ εἶπε ὅτι, τὰ ἀγαθὰ ποὺ τοῦ ἔδωσε ἡ γῆ, εἶναι δικά του;  Σὲ λάθος δρόμο εἶναι αὐτὲς οἱ σκέψεις. Διότι ἦρθε ἡ κρίσιμη καὶ τραγικὴ ὥρα. Αὐτὸς δὲν σκέφθηκε τὸν Θεό. Ὅμως ὁ Θεὸς τὸν ἐπισκέφθηκε. Ἄμυαλε, τοῦ εἶπε, διότι ἄφρων εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει «σώας τὰ φρένας», τώρα πρέπει νὰ δώσης τὴν ψυχή σου, πεθαίνεις, καὶ αὐτὰ ποὺ ἀποθήκευσες καὶ ποὺ πίστευες ὅτι θὰ τὰ ἀπολαύσης μακροχρόνια τίνος θὰ εἶναι;

Πόσο ἀληθινὰ καὶ πραγματικὰ εἶναι αὐτὰ τὰ λόγια τῆς παραβολῆς, ἐσεῖς μπορεῖτε νὰ τὸ βεβαιώσετε. Γιὰ σκεφθεῖτε πόσες φορὲς στὴν ζωή μας δὲν εἶδαμε νὰ γίνωνται ἔτσι τὰ πράγματα; Πόσες φορὲς δὲν εἶπαμε γιὰ περιπτώσεις ἀπὸ τὴν καθημερινότητα˙ Τὸν καϋμένο, τώρα ποὺ εἶδε μιὰ ἄσπρη ἡμέρα καὶ φτιάχθηκε μὲ τόσο κόπο, πᾶνε ὅλα. Ὅσο θὰ χαιρόταν, πέθανε. Αὐτὴν τὴν ἀλήθεια τὴν ζοῦμε καθημερινά, ὅμως μυαλὸ δὲν βάζομε. Ἐμεῖς ἐξακολουθοῦμε νὰ τρέχωμε γιὰ νὰ ἔχωμε, νὰ ἔχωμε πολλὰ ἀγαθά, ὄχι ὅσα μᾶς χρειάζονται, γιὰ τὴν ἐπιβίωσί μας, ἀλλὰ πολλὰ ἀγαθά «κείμενα εἰς ἔτη πολλά». Ἀχόρταγοι καὶ ἄμυαλοι καὶ ἄπληστοι. Δὲν ἀκοῦμε οὔτε τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ποὺ λέγει˙ «Νεκρώσατε τὰ μέλη ἡμῶν τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσία, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν, ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία». Ἡ πλεονεξία εἶναι εἰδωλολατρία, διότι βάζει στὴν θέσι τοῦ Θεοῦ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά.

Μὲ τὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου θέλει ὁ Κύριος νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπὸ τὸ μεγάλο κακὸ τῆς πλεονεξίας, ἀπὸ τὸ δέσιμο τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, διότι περὶ αὐτοῦ πρόκειται. Ὁ ἄμυαλος πλούσιος δὲν κατάλαβε ποτὲ ὅτι, δὲν ἐξουσιάζει οὔτε τὴν ζωή του οὔτε τὰ ἀγαθά του. Δὲν μπορεῖ, παρὰ τὸν πλοῦτο του, νὰ μακραίνη τὴν ζωή του καὶ νὰ προσθέση χρόνια. Δὲν μπορεῖ οὔτε νὰ τὰ πάρη μαζί του. Δὲν ὑπάρχουν σάβανα μὲ τζέπες. Καὶ ἀπὸ τὸ ἐρώτημα ποὺ τοῦ κάνει ὁ Θεός, «τίνι ἔσται;» φαίνεται ὅτι μᾶλλον δὲν εἶχε καὶ παιδιά, οἰκογένεια, συγγενεῖς, ποὺ θὰ τὰ κληρονομοῦσαν. Ὅμως ξέρομε, πάλι ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς ζωῆς, ὅτι οἱ κληρονόμοι, κατὰ κανόνα, δὲν μοιράζονται τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ σφάζονται μεταξύ τους ἢ καταλήγουν στὰ δικαστήρια.

Τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ δὲν γεμίζουν τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι μόνον ὕλη, εἶναι καὶ πνεῦμα, εἶναι σῶμα ἀλλὰ καὶ ψυχή. Ἡ ψυχὴ δὲν τρέφεται μὲ καλαμπόκι οὔτε μὲ μπιφτέκι, δὲν ξεδιψάει μὲ ἀλκοόλ. Χρειάζεται πνευματικὴ τροφὴ, χρειάζεται λόγο Θεοῦ. Εἶπε ὁ Κύριος˙ «Δὲν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος μόνο μὲ ψωμί, ἀλλὰ μὲ κάθε λόγο τοῦ Θεοῦ». Αὐτὸ ἐμεῖς τὸ ξεχνᾶμε. Καὶ ἀντὶ νὰ φροντίζωμε περισσότερο τὴν ψυχὴ μας ποὺ εἶναι ἀθάνατη καὶ αἰώνια, τρέχομε καὶ παλεύομε καὶ ξενυχτᾶμε καὶ μεταναστεύομε, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσωμε μόνον τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, γιὰ τὸ σῶμα μας ποὺ εἶναι πρόσκαιρο καὶ φθαρτό. Αὐτὸ εἶναι ἀμυαλωσύνη.

Ἄφρον ἄνθρωπε, ὁ Θεὸς ζητάει τὴν ψυχή μας, δὲν ζητάει τὸ σῶμα μας. Γιὰ τὴν ψυχή, ποὺ θὰ μᾶς ζητήσει ὁ Θεὸς κάποια μέρα, τὶ κάνομε; Πόσο τὴν φροντίσαμε; Πόση ἀγωνία ἔχομε γιὰ τὴν σωτηρία της; Μᾶς  ἀπασχολεῖ τὸ θέμα ἢ ἔχομε τὴν ἐντύπωσι ὅτι θὰ ζήσωμε πάνω στὴν γῆ αἰώνια;

Γιὰ νὰ μὴ μᾶς βρῆ ὁ Θεὸς ἀπροετοίμαστους πρέπει νὰ φροντίσωμε τὴν ψυχή μας, ὥστε, ὅταν μᾶς τὴν ζητήσει, νὰ τὴ ἔχωμε ἕτοιμη νὰ τὴν παραδώσωμε στὸν Πλάστη της, τὸν δημιουργό της, στολισμένη μὲ τὴν ἀληθινὴ πίστι τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ μὲ τὴν σωτήρια μετάνοια.

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 16.11.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΟΓΔΟΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 10,25-37)

«Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως»

Κάποιος νομικός, δηλαδὴ θεολόγος ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὸν Μωσαϊκὸ νόμο, πείραξε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε˙ Διδάσκαλε, τὶ νὰ κάνω γιὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή; Τοῦ ἀπάντησε˙ Στὸν νόμο τὶ γράφει; Τὶ διαβάζεις; Καὶ ἀπάντησε ὁ νομικός˙ Νὰ ἀγαπήσης Κύριο τὸν Θεό σου μὲ ὅλη σου τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχὴ καὶ τὴν δύναμι καὶ τὴν σκέψι, καὶ τὸν πλησίον σου, ὅπως τὸν ἑαυτό σου. Τοῦ εἶπε ὁ Κύριος˙ Καλὰ τὰ λές, αὐτὸ πρᾶξε καὶ θὰ ζήσεις. Γιὰ νὰ δικαιωθῆ ὅμως στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων, ρώτησε˙ Καὶ ποιὸς μοῦ εἶναι πλησίον; Τὸτε ὁ Ἰησοῦς εἶπε˙ Κάποιος ἄνθρωπος κατέβαινε ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα στὴν Ἱεριχώ, ἀλλ’ ἔπεσε στὰ χέρια ληστῶν, οἱ ὁποῖοι τὸν γδύσανε, τὸν πληγώσανε καὶ τὸν ἄφησαν μισοπεθαμένο. Συνέβη νὰ περνάη κάποιος ἱερέας, τὸν εἶδε καὶ τὸν προσπέρασε. Τὰ ἴδια ἔκανε καὶ ἕνας Λευΐτης. Ὅμως, κάποιος Σαμαρείτης περνῶντας ἦρθε κοντά του, τὸν εἶδε καὶ τὸν λυπήθηκε, καὶ ἀμέσως πλησίασε, τοῦ ἔδεσε τὰ τραύματα ρίχνοντας λάδι καὶ κρασί, μετὰ τὸν ἀνέβασε στὸ ζῶο του καὶ τὸν ἔφερε σὲ πανδοχεῖο καὶ τὸν φρόντισε. Τὴν ἄλλη ἡμέρα πλήρωσε δύο δηνάρια στὸν χαντζῆ καὶ τοῦ εἶπε˙ Φρόντισέ τον, καὶ ὅ,τι ξοδέψεις, στὴν ἐπιστροφή μου θὰ σὲ ἀποζημιώσω. Ποιὸς ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τρεῖς σοῦ φαίνεται νὰ ἔγινε πλησίον στὸν κτυπημένο ἀπὸ τοὺς ληστές; Καὶ ἐκεῖνος εἶπε˙ Αὐτὸς ποὺ τοῦ ἔδειξε ἔλεος. Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς˙ Πήγαινε καὶ σὺ καὶ κᾶνε τὸ ἴδιο

Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε τὴν παραβολὴ τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου. Ἀκούσαμε καὶ τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο τὴν εἶπε ὁ Κύριος. Ἡ παραβολὴ εἶναι ἀπάντησι στὸ ἐρώτημα˙ Ποιὸς εἶναι πλησίον;

Θὰ τονίσωμε λοιπὸν τὴν τελευταία πρότασι, μὲ τὴν ὁποία ὁ Κύριος προτρέπει τὸν νομικὸ μὲ τὰ λόγια «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως».

Ὁ νομικὸς ρώτησε νὰ μάθη ποιὸς εἶναι πλησίον. Ἀλλὰ τελικὰ ὁ Κύριος ἀπάντησε ἀντιστρέφοντας τὴν θέσι. Πήγαινε, τοῦ εἶπε, νὰ γίνης πλησίον ἐσὺ στὸν συνάθρωπό σου, ποὺ σὲ ἔχει ἀνάγκη. Πήγαινε νὰ κάνης ὅ,τι ἔκανε ὁ Σαμαρείτης.

Ὁ Σαμαρείτης εἶδε στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου ἕναν κτυπημένο, πληγωμένο, μισοπεθαμένο Ἰουδαῖο. Δὲν σκέφθηκε ἐκείνη τὴν ὥρα τὴν διαφορὰ ποὺ εἶχαν μεταξύ τους Σαμαρεῖτες καὶ Ἰουδαῖοι. Δὲν σκέφθηκε ὅτι μπορεῖ ἐκεῖ κοντὰ νὰ εἶναι οἱ ληστὲς, ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ τοῦ κάνουν καὶ σὲ αὐτὸν τὸ ἴδιο κακό. Δὲν σκέφθηκε τὴν δικὴ του δουλειὰ καὶ νὰ συνεχίση ἔτσι τὸν δρόμο του, γιὰ νὰ φθάση στὸν προορισμό του. Δὲν σκέφθηκε ὅτι εἶναι μόνος˙ τὶ θὰ μποροῦσε νὰ κάνη  χωρὶς τὴν βοήθεια κάποιου ἄλλου. Τίποτε ἀπὸ αὐτὰ δὲν σκέφθηκε. Ἕνα μόνον πρᾶγμα σκέφθηκε˙ ὅτι ἕνας ἄνθρωπος πάσχει, καὶ ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια. Καὶ ἁπλᾶ ἔτρεξε νὰ βοηθήση. Ὁ Σαμαρείτης ἔγινε πλησίον καὶ παρευρίσκεται τώρα καὶ βοηθάει τὸν πάσχοντα. Ὄχι μὲ λόγια μόνον, ἀλλὰ μὲ ἔργα, μὲ πράξεις θαυμαστές. Καθαρίζει τὶς πληγὲς μὲ κρασί καὶ λάδι. Ἀνεβάζει στὸ ζῶο του τὸν πληγωμένο. Τὸν διακομίζει στὸ κοντινότερο πανδοχεῖο. Πληρώνει ἀπὸ τὴν τσέπη του τὸν χαντζῆ. Ζητάει ἀπὸ τὸν χαντζῆ νὰ περιποιηθῆ τὸν πληγωμένο, μὲ τὴν ὑπόσχεσι ὅτι στὴν ἐπιστροφή θὰ τὸν ἀποπληρώσει, γιὰ ὅ,τι ἐπὶ πλέον ξοδεύσει. Ἀνεχώρησε μόνο ὅταν νόμισε ὅτι ἔκανε ὅσα μποροῦσε γιὰ τὸν συνάνθρωπό του. Αὐτὸς ὁ Σαμαρείτης ποὺ φέρθηκε μὲ τέτοιον τρόπο ὀνομάσθηκε «Καλὸς Σαμαρείτης».

Καί «Καλὸς Σαμαρείτης», εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ὁ πεσμένος καὶ μισοπεθαμένος εἴμασταν ἐμεῖς. Σὲ αὐτὴν τὴν κατάστασι μᾶς κατήντησε ὁ διάβολος καὶ ἡ ἁμαρτία. Ἡ λαμπερὴ εἰκόνα, ποὺ εἴχαμε ὅταν βγήκαμε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ ἀμαυρώθηκε. Δὲν ἀφανίσθηκε, μόνον σκοτείνιασε, ἀμαυρώθηκε, ἔγινε ἀγνώριστη. Γίναμε ἕνας μισοπεθαμένος ἄνθρωπος. Ὁ ἱερέας καὶ ὁ Λευΐτης ποὺ μᾶς εἶδαν καὶ δὲν βοήθησαν, μόνον προσπέρασαν, εἶναι τὸ ἰουδαϊκὸ θρησκευτικὸ σύστημα, ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ βοηθήση τὸν πεσμένο ἄνθρωπο. Μὲ τὸ τελετουργικὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δὲν γίνεται σωτηρία. Μετά, «ὅτε ἦρθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» πέρασε ἕνας ξένος, ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ξένος, διότι δὲν ἦταν μόνον ἄνθρωπος, ἀλλὰ Θεάνθρωπος. Καὶ μᾶς λυπήθηκε, καὶ μᾶς ἔδειξε ὅλη του τὴν ἀγάπη, χωρὶς ὅρια. Μᾶς καθάρισε τὶς πληγὲς μὲ τὸ κρασί καὶ τὸ λάδι. Αὐτὰ εἶναι τὰ Μυστήρια, τὸ Βάπτισμα καὶ ἡ Εὐχαριστία. Καὶ μᾶς ἔφερε στὸ πανδοχεῖο, στὴν Ἐκκλησία. Πανδοχέας, χαντζῆς, εἶναι οἱ κληρικοί μας, στοὺς ὁποίους ἔδωσε τὴν ἐντολὴ νὰ μᾶς περιποιηθοῦν. Καὶ στὴν ἐπιστροφή του, τὴν Δευτέρα Παρουσία, θὰ ἀποδώση στὸν καθένα τὸν κόπο του.

Ἐμεῖς ἀκοῦμε τὴν προτροπή του˙ «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως». Νὰ γίνωμε καὶ ἐμεῖς «Καλοὶ Σαμαρεῖτες». Νὰ γίνωμε πλησίον γιὰ τὸν συνάνθρωπό μας, ποὺ μᾶς ἔχει ἀνάγκη. Χωρὶς να ὑπολογίζωμε τὸν κόπο, χωρὶς νὰ λογαριάζωμε τὴν δαπάνη, χωρὶς νὰ σκεφτόμαστε τοὺς κινδύνους, χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζουν οἱ δικὲς μας δουλειὲς καὶ ἀνάγκες. Διότι δὲν ἔχομε χρόνο. Δὲν μποροῦσε ὁ Σαμαρείτης νὰ πῆ˙ Θὰ ἔρθω αὔριο. Μέχρι αὔριο ὁ μισοπεθαμένος θὰ εἶχε τελειώσει. Τὴν δική μας δουλειὰ θὰ τὴν κάνωμε αὔριο.

Ἐξ ἄλλου ἀπὸ τὸν συνάνθρωπο, ποὺ πονάει, δὲν μᾶς χωρίζει τίποτε. Μᾶς ἑνώνει ὁ πόνος. Ἡ συμφορὰ καὶ ἡ πληγὴ εἶναι ἴδια εἴτε εἶμαι Ἰουδαῖος εἴτε εἶμαι Σαμαρείτης. Ὁ πλησίον δὲν ἔχει ἐθνικότητα. Ὁ πόνος ἐκφράζεται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο σὲ ὅλες τὶς γλῶσσες τοῦ κόσμου. Πονεμένοι, δυστυχισμένοι, ἀνήμποροι ὑπάρχουν καὶ στὶς πιὸ πλούσιες χῶρες. Ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος μᾶς προϊδέασε, γιὰ τὴν κατάστασι αὐτή, ὅταν εἶπε˙ «Τοὺς φτωχοὺς πάντοτε θὰ τοὺς ἔχετε». Καὶ ἑπομένως κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐπικαλεσθῆ ὁποιαδήποτε δικαιολογία, γιὰ νὰ μὴ γίνη «Πλησίον», γιὰ νὰ μὴ γίνη «Καλὸς Σαμαρείτης». Πάντοτε, στὴ ἄκρη τοῦ δρόμου, θὰ ὑπάρχουν οἱ πληγωμένοι, στοὺς ὁποίους θὰ πρέπει νὰ δείξουμε τὴν ἀγάπη μας. Ἀπὸ τὸ ἁγιογραφικὸ κείμενο συμπεραίνουμε ὅτι ὁ πεσμένος στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου δὲν ζήτησε βοήθεια ἢ συμπαράστασι. Ὁ Σαμαρείτης ἀπὸ μόνος του, μόνον ποὺ τὸν εἶδε, μόλις τὸν ἀντιλήφθηκε, ἀμέσως, τὸν σπαγχνίσθηκε, καὶ ἔτρεξε κοντά του γιὰ νὰ τὸν βοηθήση.  Δὲν περίμενε νὰ τὸν καλέσουν, αὐθόρμητα πρόσφερε τὴν βοήθειά του. Αὐτὰ τὰ περιστατικὰ μᾶς δείχνουν, πῶς φέρεται ὁ πλησίον.

Καὶ μποροῦμε ὅλοι νὰ γίνουμε «Πλησίον» ἀρκεῖ νὰ τὸ θελήσουμε.

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 09.11.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΒΔΟΜΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 8,41-56)
«Προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ»
 
Κάποιος ἄνθρωπος, ποὺ τὸν ἔλεγαν Ἰάειρο καὶ ἦταν ἄρχων τῆς συναγωγῆς, πλησίασε τὸν Ἰησοῦ, πέφτοντας στὰ πόδια του, καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ μπῆ στὸ σπιτι του, διότι ἡ δωδεκάχρονη, μονάκριβη, κόρη του πέθαινε. Στὸ δρόμο γιὰ τὸ σπίτι, οἱ ὄχλοι συνωστίζονταν, καὶ κάποια γυναῖκα, ποὺ ἀπὸ δώδεκα χρόνων αἱμορραγοῦσε καὶ εἶχε ξοδέψει πολλὰ σὲ ἰατροὺς χωρὶς νὰ βρῆ θεραπεία, πλησίασε ἀπὸ πίσω, ἀκούμπησε τὴν ἄκρη τοῦ ἱματίου τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀμέσως σταμάτησε ἡ αἱμορραγία. Καὶ ὁ Χριστὸς εἶπε˙ Ποιὸς μὲ ἀκούμπησε; Καὶ ἐπειδὴ κανένας δὲν ὁμολογοῦσε, εἶπε ὁ Πέτρος˙ Δάσκαλε, ἐδῶ μᾶς σμπρώχνουν καὶ μᾶς συνθλίβουν καὶ ἐσὺ λὲς ποιὸς μὲ ἀκούμπησε;  Ὁ Ἰησοῦς εἶπε˙ Κάποιος μὲ ἀκούμπησε, ἐγὼ ἔννοιωσα ὅτι βγῆκε ἀπὸ μένα μία δύναμι. Ὅταν ἡ γυναῖκα κατάλαβε ὅτι ἔγινε ἀντιληπτή, μὲ τρόμο πλησίασε, γονάτισε καὶ μπροστὰ σὲ ὅλους τὰ εἶπε ὅλα, καὶ ὅτι θεραπεύθηκε τότε. Αὐτὸς τῆς εἶπε˙ Θυγατέρα, θάρρος ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε, προχώρα εἰρηνικά. Καὶ, ἐνῶ ἀκόμα μιλοῦσε, ἦρθαν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ ἀρχισυναγώγου καὶ ἀνήγγειλλαν τὸν θάνατο τῆς θυγατέρας, ἂς μὴ κουράζει τὸν διδάσκαλο. Τὸ ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοῦ εἶπε˙ Μὴ φοβᾶσαι, μόνο πίστευε, καὶ θὰ σωθῆ. Ἦρθαν στὸ σπίτι καὶ δὲν ἄφησε κανέναν νὰ μπῆ παρὰ μόνο τὸν Πέτρο, τὸν Ἰωάννη καὶ Ἰάκωβο, τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ. Ὅλοι τὴν ἔκλαιγαν, καὶ ὁ Κύριος τοὺς εἶπε˙ Μὴν κλαῖτε, δὲν πέθανε, ἀλλὰ κοιμᾶται. Ἀλλὰ αὐτοὶ κορόϊδευαν, διότι ἤξεραν ὅτι πέθανε. Ὁ Χριστὸς τοὺς ἔβγαλε ὅλους ἐξω, ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ φώναξε˙ «Ἡ παῖς, ἐγείρου». Καὶ ἀμέσως ἐπέστρεψε ἡ ψυχή της καὶ σηκώθηκε τὴν ἴδια στιγμή. Ὁ Χριστὸς ἐδωσε ἐντολὴ νὰ τῆς δώσουν νὰ φάη. Κατάπληκτοι ἔμεινα οἱ γονεῖς, ἀλλ’ αὐτὸς τοὺς παρήγγειλλε νὰ μὴν ποῦν σὲ κανέναν τίποτε.
Ἡ σημερινὴ περικοπὴ λέγεται «ἡ ἀνάστασις τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου», ἀλλὰ περιέχεται καὶ μία ἀκόμη θαυμαστὴ ἐνέργεια τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσης. Καὶ σήμερα θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ αὐτὸ τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ τονίσωμε μία λεπτομέρεια.
Ἡ αἱμορροοῦσα γυναῖκα, τῆς ὁποίας ἡ παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας διέσωσε τὸ ὄνομα, εἶναι ἡ ἁγία Βερονίκη, πλησίασε μέσα στὴν κοσμούρα κρυφὰ τὸν Κύριο. Ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἀπογητευμένη, ἀφοῦ ἐνῶ ξόδεψε τὴν περιουσία της σὲ ἰατρούς, θεραπεία δὲν βρῆκε. Ἄκουσε ὅμως γιὰ τὸν Χριστό. Σὲ αὐτὸν ἀπέθεσε τὶς ἐλπίδες της. Δὲν ἤθελε νὰ ἐνοχλήση τὸν Κύριο. Δὲν θὰ ζητοῦσε τίποτε. Δὲν θὰ μιλοῦσε στὸν Χριστό. Μόνον θὰ ἀκουμποῦσε τὸ ἱμάτιό του. Πίστευε μέσα της ὅτι τῆς εἶναι ἀρκετὸ μόνο νὰ ἀκουμπήση τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ γιὰ νὰ γίνη καλά. Τὰ θαύματα ξεκινᾶνε ἀπὸ τέτοια πίστι. Ἡ πίστις εἶναι μεγάλη μυστικὴ δύναμις, ποὺ μπορεῖ νὰ μετακινήση βουνά, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου μας. Νόμιζε ὅμως ὅτι ἡ θεραπεία της μπορεῖ νὰ γίνη χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῆ ὁ Κύριος. Καὶ τώρα ποὺ ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει ὅτι κάποιος τὸν ἀκούμπησε, ἀναγκάσθηκε ἡ γυναῖκα νὰ φανερωθῆ. Καὶ μπροστὰ σὲ ὅλον τὸν κόσμο ὁμολογεῖ τὴν ἀρρώστειά της, ἀλλὰ καὶ τὴν θεραπεία της.
Ἐδῶ τονίζομε δύο σημεῖα γιὰ νὰ τὰ δοῦμε μὲ προσοχή.
Τόσοι ἄνθρωποι ἦταν γύρω καὶ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέγει˙ «Ἐπιστάτα, οἱ ὄχλοι συνέχουσί σε καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου;» Ὁ συνωστισμὸς ἦταν μεγάλος, συνέθλιβαν τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ μόνον ἡ γυναῖκα ἔλαβε δύναμι ἀπὸ τὸν Κύριο. Αὐτὴ ποὺ τὸν πλησίασε μὲ πίστι. Αὐτὸ εἶναι μάθημα γιὰ μᾶς. Δὲν ὀφελεῖ σὲ τίποτε αὐτὸ ποὺ κάνουμε ὅταν πηγαίνομε νὰ προσκυνήσωμε κάποια εἰκόνα, λείψανα ἁγίων, τὸν Ἐπιτάφιο, νὰ πάρουμε ἀντίδωρο, καὶ ἀκόμα καὶ νὰ κοινωνήσωμε. Τότε ποὺ ὅλοι σμπρώχνουμε, συνωστιζόμαστε, γιὰ νὰ εἴμαστε κοντὰ ἢ νὰ εἴμαστε πρῶτοι. Τόσοι ἄνθρωποι ὄχι μόνον ἦσαν κοντά στὸν Κύριο, ἀλλὰ τὸν συνέθλιβαν. Αὐτοὶ δὲν ὠφελήθηκαν σὲ τίποτε. Τὴν χάρι τὴ ἔλαβε ἡ γυναῖκα τῆς πίστεως. Με τὸν συνωστισμό μας ὄχι χάρι δὲν παίρνομε, ἀλλὰ καὶ μᾶλλον ἁμαρτάνωμε μὲ τὴν ἀκαταστασία ποὺ δημιουργοῦμε καὶ μὲ τὴν ἀσέβεια ποὺ δείχνομε. Δὲν σεβόμαστε τὴν ἱερὴ στιγμὴ τῆς θείας κοινωνίας, μὲ τὴν μανία μας νὰ κοινωνοῦμε πρῶτοι. Δὲν εὐλαβούμαστε τὰ ἅγια λείψανα μὲ τὸν συνωστισμό. Καὶ τελικὰ, ὅπως ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ συνέλθιβαν τὸν Κύριο δὲν πῆραν χάρι καὶ εὐλογία, ἔτσι μένουμε καὶ ἐμεῖς χωρὶς πνευματικὴ ὠφέλεια.
Εἶναι ἐπίσης πολύ σημαντικὸ νὰ καταλάβωμε ὅτι ὁ Κύριος δὲν ἐνεργεῖ μὲ βία, ἐξαναγκασμό, μηχανιστικὸ ἢ μαγικὸ τρόπο. Ὁ Κύριος αἰσθάνθηκε τὴν χάρι ποὺ ἔδωσε στὴν γυναῖκα. Δὲν μεταδίδει μηχανικά, ἔτσι μαγικά, ἐνέργεια, ἀλλὰ συνειδητά, μὲ πλήρη ἐπίγνωσι. Καὶ πάλι ὅταν ρωτάει ποιὸς τὸν ἀκούμπησε, δὲν τὸ κάνει γιὰ νὰ μάθη. Αὐτὸς ξέρει. Τὸ κάνει γιὰ νὰ ἀποκαλύψη καὶ νὰ βραβεύση ἔτσι τὴν πίστι τῆς γυναικός, ἀλλὰ καὶ νὰ μᾶς διδάξη πῶς πρέπει νὰ τὸν προσεγγίζωμε. Ἡ γυναῖκα μὲ τὴν πίστι της κερδίζει τὴν θεραπεία καὶ τὴν σωτηρία της. Ἑπομένως σημασία δὲν ἔχει τὸ πόσο κοντὰ εἴμαστε τοπικὰ ἢ σωματικά, ἀλλὰ πόση πίστι καὶ εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ ἔχομε, ὅταν προσεγγίζουμε τὰ θεῖα. Πόσο συνειδητὰ καὶ εἰλικρινὰ μετέχομε. Τὸ ἴδιο ἀνώφελη εἶναι καὶ ἡ καύχησίς μας ὅτι γνωρίσαμε, εἴδαμε, ἐπισκεφθήκαμε καὶ προσκυνήσαμε κάποιο ἅγιο τόπο ἢ πρόσωπο ἀναγνωρισμένης ἁγιότητος. Τὸ ὤφελος ἀπὸ τέτοια προσκυνήματα καὶ ἐπισκέψεις σὲ ἅγια πρόσωπα εἶναι μεγάλο, ὅταν αὐτὰ ἐπενενεργοῦν στὴν ψυχή μας. Ὅταν μᾶς δημιουργοῦν κατάνυξι, συναίσθησι τῆς ἁμαρτωλότητός μας, ἐπιθυμία γιὰ μετάνοια, στερέωσι στὴν πίστι, ἀποφασιστικότητα γιὰ ἐντονώτερη πνευματικὴ ζωή, ζῆλο γιὰ νὰ ἀκολουθήσωμε τὸν δρόμο τῆς ἁγιότητος. Καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ τὰ κάνωμε. Ἡ αἱμορροοῦσα ἤθελε νὰ πλησιάση τὸν Κύριο, γιὰ νὰ θεραπευθῆ. Καὶ ἐμεῖς ἀποζητοῦμε τὴν θεραπεία μας καὶ γιὰ τὸ σῶμα καὶ γιὰ τὴν ψυχή. Ἡ προσέγγισίς μας θὰ εἶναι ἐπωφελής, ἐὰν γίνεται μὲ τὸν τρόπο ποὺ προσεγγίζει τὸν Κύριο καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος.
Ἡ ἁγία Βερονίκη ποὺ ἐλεήθηκε ἀπὸ τὸν Κύριο, ἄμποτε νὰ πρεσβεύη στὸν Ἐλεήμονα Κύριο, νὰ δείξη καὶ σὲ ἐμᾶς τὴν χάρι ποὺ ἔδειξε σ’ αὐτὴν.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 02.11.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΕΜΠΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 16,19-31)
«Νῦν δὲ ὧδε παρακαλεῖται, σὺ δὲ ὀδυνᾶσαι»
 
Καὶ πάλι παραβολὴ ἀκούσαμε σήμερα ἀπὸ τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο, τὴν παραβολὴ τοῦ πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου.
Κάποιος ἄνθρωπος ἦταν πλούσιος ποὺ ντυνόταν πάντα μὲ πορφύρα καὶ βύσσο, καὶ καθημερινὰ εἶχε πλούσιο τραπέζι. Ἦταν καὶ ἕνας πτωχός, ποὺ τὸν ἔλεγαν Λάζαρο, καὶ ἦταν πληγωμένος καὶ πεταμένος στὴν πορτάρα τοῦ πλουσίου, μήπως καὶ φάη κανένα ψίχουλο ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔπεφτα ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου, καὶ ἐπὶ πλέον τὰ σκυλιὰ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές. Ἦρθε ὅμως ἡ ὥρα νὰ πεθάνη ὁ πτωχὸς καὶ νὰ τὸν μεταφέρουν οἱ ἄγγελοι στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ. Πέθανε καὶ ὁ πλούσιος καὶ τὸν ἔθαψαν. Ἀπὸ τὸν ᾅδη ὅπου βασανιζόταν σήκωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε ἀπὸ μακρυὰ τὸν Ἀβραὰμ νὰ ἔχη στὴν ἀγκαλιά του τὸν Λάζαρο. Φώναξε τότε καὶ εἶπε˙ Πατέρα Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρο νὰ μοῦ δροσίση τὴν γλῶσσα μὲ τὴν ἀκρη τοῦ δακτύλου του, διότι  καίγομαι. Ὁ Ἀβραὰμ τοῦ ἀπάντησε˙ Παιδί μου θυμήσου ὅτι σὺ ἀπόλαυσες τὰ ἀγαθά σου στὴν ζωή σου, καὶ ὁ Λάζαρος ἐπίσης τὰ κακά. Τώρα ἐδῶ καλοπερνᾶ καὶ σὺ ὑποφέρεις. Ἐπὶ πλέον μᾶς χωρίζει χάσμα, ποὺ δὲν μποροῦμε, καὶ νὰ θέλωμε, νὰ τὸ περάσουμε, οὔτε ἐσεῖς ἐδῶ νὰ ‘ρθῆτε. Καὶ εἶπε˙ Σὲ παρακαλῶ νὰ τὸν στείλης στὸ σπίτι μου, διότι ἔχω ἄλλους πέντε ἀδελφούς, νὰ τοὺς μιλήση, γιὰ νὰ μὴν ἔρθουν καὶ ἐκεῖνοι στὸν τόπο αὐτὸ μὲ τὰ βάσανα. Τοῦ λέγει ὁ Ἀβραάμ˙ Ἔχουν τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, αὐτοὺς νὰ ἀκούσουν. Καὶ ξανὰ εἶπε˙ Ὄχι, πατέρα Ἀβραάμ, ἀλλὰ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάει καὶ τοὺς μιλήσει, θὰ μετανοήσουν. Γιὰ νὰ τοῦ πῆ τελικά˙ Ἐὰν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωυσῆ καὶ τοὺς προφῆτες, τότε, καὶ ἂν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς ἀναστηθῆ, δὲν θὰ πεισθοῦν.
Ὅλοι ἔχομε μία ἀπορία καὶ θέλομε νὰ μάθωμε καὶ νὰ ξέρωμε τὶ γίνεται μετὰ τὸν θάνατο. Ἂν ὑπάρχει κάτι, καὶ τί. Σὲ αὐτὸ τὸ ἐναγώνιο ἐρώτημα ἀπαντάει ὁ Κύριος μὲ τὴν σημερινὴ παραβολή. Ἀνοίγει ὁ Κύριος ἕνα παράθυρο στὸν οὐρανό, ποὺ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ δοῦμε τὴν συνέχεια τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τὸν θάνατο. 
Τὸ σίγουρο καὶ βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν τελειώνει στὸν τάφο. Ἡ πλάκα τοῦ τάφου εἶναι μία πόρτα ἀπὸ τὴν ὁποία περνᾶμε καὶ μπαίνομε σὲ ἕναν ἄλλο κόσμο, καὶ αὐτὸν τὸν κόσμο μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος. Ἑπομένως κρατᾶμε ὡς σίγουρο ὅτι ὑπάρχει συνέχεια. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ λένε˙ Καὶ ποιὸς ἦρθε ἀπὸ ἐκεῖ νὰ μᾶς πῆ τὶ ὑπάρχει; Θέλετε πιὸ ἔγκυρο μάρτυρα ἀπὸ τὸν Χριστό; Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς ἦρθε ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀπὸ τὸν κόσμο τῶν πνευμάτων, καὶ μᾶς μιλάει καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει καὶ μᾶς ἀπαντάει μὲ τὸν πιὸ πειστικὸ τρόπο στὸ ἐρώτημα ποὺ μᾶς βασανίζει. Ναὶ, ὑπάρχει ἕνας ἄλλος κόσμος, ὡς συνέχεια ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ποὺ περνᾶμε τώρα, κόσμος πνευματικὸς καὶ αἰώνιος.
Στὸν μετὰ τὸν θάνατο κόσμο, λέγει ὁ Κύριος, ὑπάρχουν δύο τόποι, δύο καταστάσεις. Ὑπάρχει «ὁ κόλπος τοῦ Ἀβραὰμ» καὶ «ὁ τόπος τῆς βασάνου». Οἱ δύο αὐτὲς καταστάσεις λέγονται ἀλλοιῶς, παράδεισος καὶ κόλασις. Αὐτὰ συναντᾶμε μετὰ τὸν θάνατο. Βέβαια σήμερα ὁ ἄνθρωπος δὲν θέλει νὰ ἀκούη γιὰ κόλασι καὶ παράδεισο. Κλείνει τὰ μάτια του στὴν πραγματικότητα, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Κύριος, καὶ δὲν θέλει νὰ δῆ τὴν ἀλήθεια. Μᾶς λένε πολλὲς φορὲς οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν μιλᾶμε γιὰ κόλασι. Πραγματικὰ, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ποὺ μᾶς τὰ ἀποκαλύπτει, δὲν θὰ μιλοῦσαμε γιὰ κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει. Ὅμως ὁ ἀληθινὸς λόγος τοῦ Ἰησοῦ πρέπει νὰ ἀκούγεται καὶ νὰ διαλαλῆται, εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε ὄχι. Μὲ εὐγνωμοσύνη πρέπει νὰ ἀκοῦμε τὸν Κύριο, καὶ νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε ποὺ δὲν ἔκρυψε τίποτε, ἀλλὰ μᾶς τὰ ἀποκάλυψε ὅλα, γιὰ νὰ ξέρωμε ἐμεῖς, τὶ πρέπει νὰ κάνωμε, ἀφοῦ ξέρομε τώρα τὶ μᾶς περιμένει μετὰ τὸν θάνατο.
Ὑπάρχει λοιπὸν, κόλασις καὶ παράδεισος. Ὁ πτωχὸς Λάζαρος, βλέπετε εἶναι γραμμένο καὶ τὸ ὄνομα τοῦ πτωχοῦ, ἐδῶ στὴν πρόσκαιρη ζωή του  περνοῦσε δύσκολα καὶ ὑπέφερε. Ὅμως εἶχε ὑπομονὴ καὶ καρτερία. Ἦταν εὐχαριστημένος καὶ μὲ τὰ ψίχουλα, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου, γιὰ νὰ σπάση τὴν πεῖνα του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὰ ἦταν περιορισμένα, διότι τὰ σκυλιὰ ποὺ τοῦ ἔγλειφαν τὶς πληγές, λίγα τοῦ ἄφηναν. Ἔτσι ἀγόγγυστα πέρασε τὴν ζωή του. Ἀλλὰ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, ἄγγελοι παρέλαβαν τὴν ψυχή του καὶ τὴν ἔφεραν στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ, δηλαδή στὸν παράδεισο. Ἐδῶ στὴν γῆ, πτωχὸς ἀλλὰ μὲ ὑπομονή, πληγωμένος ἀλλὰ μὲ καρτερία, δυστυχισμένος ἀλλὰ χωρὶς κανένα γογγυσμό. Μετὰ τὸν θάνατο εἶχε συντροφιὰ τοὺς ἀγγέλους, ποὺ τὸν πῆγαν στὸν παράδεισο.
Ὁ πλούσιος, ἐδῶ στὴ γῆ περνοῦσε τὴν ζωή του πλουσιοπάροχα, μὲ ἄνεσι πλούτου, καὶ διασκέδασι, τὰ εἶχε ὅλα, καὶ τὸ γλέντι σὲ καθημερινὴ βᾶσι. Μετὰ τὸν θάνατο, λέγει ὁ Κύριος, ἁπλῶς τὸν ἔθαψαν. Σίγουρα τοῦ κάνανε πλούσια κηδεία, μὲ μπάντες, καὶ λόγους, καὶ στεφάνια, καὶ κόσμο πολύ. Δὲν ἦρθαν ἄγγελοι νὰ τοῦ πάρουν τὴν ψυχή, ἀλλὰ βρέθηκε στὸν «τόπο τῆς βασάνου». Αὐτὸς ποὺ τὰ εἶχε ὅλα, τὼρα παρακαλάει γιὰ μιὰ σταγόνα νερό, νὰ δροσίση τὴν κάψα του.
Ὁ πτωχὸς μετὰ θάνατον βρέθηκε στὸν παράδεισο, ὄχι διότι ἦταν πτωχὸς, ἀλλὰ διότι εἶχε ὑπομονὴ, καρτερία καὶ ἐλπίδα. Ὁ πλούσιος βρέθηκε στὴν κόλασι, ὄχι διότι ἦταν πλούσιος, ἀλλὰ διότι ἦταν σκληρὸς, φίλος τῶν ἡδονῶν, χωρὶς ἀγάπη, ἄκαρδος. Πλούσιος ἦταν καὶ ὁ Ἀβραάμ, ἀλλὰ δὲν ἔτρωγε ποτὲ, ἄν δὲν εἶχε ξένον στὸ τραπέζι νὰ φάη μαζί του. Ὁ πλούσιος τῆς παραβολῆς ἔβλεπε τὸν πτωχὸ στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸν ἄφηνε νηστικό, μὰ οὔτε καὶ οἱ ὑπηρέτες τοῦ σπιτιοῦ δὲν τὸν λογάριαζαν καὶ δὲν τὸν συμπονοῦσαν, ἀλλὰ τὸν ἄφηναν νὰ ὑποφέρη. Στὸ τέλος βεβαίως κέρδισε ἡ ὑπομονή, ἡ καρτερία καὶ ἡ ἀγογγυσία τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου. Στὴν γῆ ὑπέφερε, ἀλλὰ στὸν οὐρανὸ εὐφραίνεται, ἀντίθετα ὁ σκληρὸς καὶ ἄκαρδος πλούσιος, στὴν γῆ εὐφραινόταν καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς, ἀλλὰ μετὰ τὸν θάνατο, βρέθηκε στὸν τόπο τῆς αἰωνίου βασάνου. Ὁ Κύριος μᾶς ἄφησε νὰ δοῦμε πέρα ἀπὸ τὸν τάφο, καὶ μᾶς δίδαξε ἀκόμη καὶ τὶ πρέπει νὰ κάνωμε ἐδῶ στὴν ζωή, γιὰ νὰ ἔχωμε ἐκεῖ μιὰ θέσι στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Ἀβραάμ, μιὰ θέσι στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Δηλαδὴ μᾶς δίδαξε τὸν δρόμο γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.