Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 29.09.2013



ΚΥΡΙΑΚῌ ΔΕΚΑΤῌ ΤΕΤΑΡΤῌ (Β΄Κορ 1,21-2,4)
Τὴν περασμένη Κυριακὴ στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε τὴν προτροπὴ νὰ ἀγρυπνοῦμε γιὰ τὴν πίστι, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε καὶ δίδαξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Καὶ ὄχι μόνον νὰ μένουμε σταθεροὶ σὲ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ συνεχῶς νὰ τὴν δυναμώνουμε μέσα μας καὶ νὰ τὴν αὐξάνουμε. Σήμερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο πάλι γιὰ τὴν πίστι, ἀλλὰ δίνει μία ἄλλη πλευρὰ τοῦ θέματος. Πῶς εἴμαστε σίγουροι γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας; Ποιὸς μᾶς βεβαιώνει ὅτι ἡ πίστις μας εἶναι ἀληθινή; Μᾶς ὑποσχέθηκε τόσα ὁ Θεός, ὅσα μάτι ἀνθρώπου δὲν εἶδε ποτέ, θὰ πραγματοποιηθοῦν οἱ ὑποσχέσεις; Ἐμεῖς θέλομε σιγουριά, ἐγγύησι.
Μᾶς δίνει καὶ αὐτὴν τὴν ἐγγύησι γιὰ τὴν ὁποία γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Ὁ βεβαιῶν ἡμᾶς σὺν ὑμῖν εἰς Χριστὸν καὶ χρίσας ἡμᾶς Θεός». Δηλαδὴ αὐτὸς ποὺ μᾶς βεβαιώνει καὶ μᾶς σιγουρεύει, ἐμᾶς μαζί μὲ σᾶς, νὰ εἴμαστε στὸν Χριστό, καὶ ποὺ μᾶς ἔχει χρίσει μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καὶ συμπληρώνει στὴν συνέχεια· «Ὁ καὶ σφραγισάμενος ἡμᾶς καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν». Δηλαδὴ ὁ ἴδιος ἔχει βάλλει καὶ τὴν σφραγῖδα του πάνω μας, γιὰ νὰ φαινόμαστε ὅτι εἴμαστε δικοί του, καὶ ἔβαλε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο στὶς καρδιές μας ὡς ἐγγύησι καὶ προκαταβολὴ, ὅλων τῶν ὑποσχέσεων.
Ὁ Κύριος μᾶς ἀποκάλυψε τὴν πίστι, καὶ ἔδωσε καὶ ὑποσχέσεις σὲ ὅσους τὸν πιστέψουν. Οἱ ὑποσχέσεις ἀναφέρονται στὰ μέλλοντα, στὴν αἰώνια ζωή, στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτὰ διδάσκει καὶ ὁ ἀπόστολος, καὶ ὅλοι οἱ διάδοχοι τῶν ἀποστόλων, ἀλλὰ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ὑποσχεθῆ τίποτε. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ κάνη μόνον ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ ἐδῶ ὁ Παῦλος μᾶς θυμίζει αὐτὴν τὴν ἀλήθεια καὶ μάλιστα λέγει ὅτι τὴν ἐγγύησι γιὰ τὰ μέλλοντα τὴν ἔχει ἀνάγκη καὶ ὁ ἴδιος. Δὲν ἐξαιρεῖ τὸν ἑαυτό του. Ὁ Θεὸς μᾶς βεβαιώνει ἐμᾶς μαζὶ καὶ ἐσᾶς. Ἐμεῖς δὲν ὑποσχόμαστε οὔτε δίνομε τίποτε. Τὰ πάντα ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν Θεό, αὐτὸς τὰ ὑπόσχεται, αὐτὸς τὰ δίνει. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς μᾶς βεβαιώνει γιὰ τὴν ἀλήθεια τῶν λόγων του. Λέγει καὶ ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος· Τὴν βεβαιότητα νὰ στέκεστε ἐσεῖς στὴν πίστι τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐγὼ ὁ διδάσκαλός σας, ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς τὴν δίνει.
Αὐτὸ γίνεται συνεχῶς. Δὲν λέγει· μᾶς «βεβαίωσε», ἀλλὰ μᾶς «βεβαιώνει». Τὴν πίστι μας δὲν τὴν στηρίζομε σὲ γνώσεις, ἀλλὰ σὲ καταστάσεις, σὲ βιώματα, ὅπως λέμε. Ζοῦμε μέσα μας κάποιες μαρτυρίες ποὺ μᾶς δυναμώνουν στὴν πορεία μας. Μπορεῖ κάποιος νὰ ἔχη ἀπέραντες γνώσεις, νὰ ἔχη νοῦ ὀξύτατο, ἀλλὰ ἂν δὲν μετέχει ἡ καρδιά, ἂν δὲν βιώνει καὶ δὲν νοιώθει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τὸ ὄφελος εἶναι πολὺ μικρό. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ ἀποδεχθοῦμε τὸν λόγο του καὶ πιστεύσουμε, ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει, ἀλλὰ μᾶς δίδει συνεχῶς μαρτυρίες γιὰ τὴν ἀλήθειά του. Ἔγραψε καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος στὴν πρώτη του ἐπιστολή· «ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ μένομεν καὶ αὐτὸς ἐν ἡμῖν, ὅτι ἐκ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ δέδωκεν ἡμῖν». Αὐτὰ τὰ βιώματα μᾶς δίνουν δύναμι καὶ κουράγιο καὶ χαρὰ νὰ συνεχίζουμε τὴν πνευματικὴ πορεία. Τοὺς ἁγίους, τοὺς μάρτυρες, δὲν τοὺς στήριζαν οἱ γνώσεις, ἀλλὰ τὰ βιώματα. Θυμηθεῖτε τὸν ἅγιο Στέφανο. Εἶχε γνώσεις καὶ ἔπειθε τοὺς συζητητές του, ἀλλὰ ζοῦσε καὶ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ ὅταν ἔλεγε· «Βλέπω ἀνοικτοὺς τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ νὰ κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός». Αὐτὸ εἶναι βίωμα ἐσωτερικὸ καὶ προσωπικό, εἶναι καὶ μαρτυρία καὶ βεβαίωσι, εἶναι ἐγγύησι ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεός. Καὶ ἐὰν ἀπὸ ἐδῶ ἀπὸ τὴν γῆ ἔβλεπε τὴν ἁγία Τριάδα, πόσα περισσότερα θὰ ἀπολάμβανε στὸν οὐρανό; Τὰ ὅσα εἶδε ἀπὸ ἐδῶ ἦταν μόνον ὁ ἀρραβῶνας τοῦ Πνεύματος στὴν καρδιά του. Αὐτὸ ἐννοεῖ ὁ ἀπόστολος μὲ τὰ λόγια· «καὶ δοὺς τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν». Τὰ ὅσα ἐδῶ βιώνομε εἶναι μόνο προκαταβολὴ τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔχει ἑτοιμάσει γιὰ μᾶς. Κατὰ τὸν ἅγιο Θεοφύλακτο «εἰ δὲ τὸν ἀρραβῶνα ἔδωκε, καὶ τὸ πᾶν δώσει πάντως».
Μαζὶ μὲ τό «βεβαιῶν», ποὺ γίνεται συνέχεια στὴν ζωὴ τοῦ πιστοῦ, ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος καὶ τό «χρίσας», κάτι ποὺ ἔγινε μιὰ φορά. Μὲ τὴν λέξι χρίσας μᾶς θυμίζει μία πρακτική, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία τὸν παλαιὸ καιρὸ ἡ ἀναγόρευσις τῶν βασιλέων καὶ ἱερέων γινόταν μὲ τὴν χρῖσι ἐλαίου. Δηλαδὴ στάζανε λάδι στὸ κεφάλι καὶ ἔτσι ἀναγνωριζόταν κάποιος σὲ ἕνα ὕψιστο ἀξίωμα. Αὐτὸ ἔγινε καὶ σὲ κάθε πιστό. Μᾶς τὸ ἔκανε ὁ Θεός. Μᾶς ἔχρισε δηλαδή, τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς, προφῆτες καὶ βασιλεῖς καὶ ἱερεῖς. Γράφει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος· «Τέτοιος εἶναι ὁ κάθε ἕνας ποὺ βαπτίσθηκε. Προφήτης, ἀφοῦ εἶδε ὅσα μάτι δὲν μπορεῖ νὰ δῆ καὶ αὐτὶ νὰ ἀκούση. Ἱερεύς, ἀφοῦ ὀφείλει νὰ προσφέρη τὸν ἑαυτό του θυσία ζωντανή, ἁγία καὶ ἀρεστὴ στὸν Θεό. Βασιλεύς, ἀφοῦ ἔχει γίνει υἱὸς τοῦ παμβασιλέως καὶ κληρονόμος τῆς βασιλείας, ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ὅσο ζῆ ἐξουσιάζει τοὺς λογισμούς, καὶ βρίσκεται πάνω ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο».
Μᾶς ἔχρισε, ἀλλὰ καὶ μᾶς σφράγισε. Ἔβαλε πάνω μας τὴν σφραγίδα του γιὰ νὰ δείξη ὅτι εἴμαστε δικοί του. Σημειώνει ἐδῶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος· «Ὅπως ὑπάρχει σφραγῖδα στοὺς στρατιῶτες, ἔτσι καὶ στοὺς πιστοὺς πέφτει πάνω τους τὸ Πνεῦμα. Καὶ ἕνας λειποτάκτης γίνεται ἀμέσως ἀντιληπτός. Οἱ Ἰουδαῖοι σφραγῖδα εἶχαν τὴν περιτομή. Ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί ἔχομε τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος».
Ὅμως αὐτὸ τὸ τόσο μεγάλο καὶ τιμητικὸ ἀξίωμα, ἡ τόσο ὑψηλὴ θέσις στὴν ὁποία μᾶς ἀνέβασε ὁ Θεός,  κατὰ τὸν Χρυσόστομο, μᾶς δημιουργεῖ κάποιες ὑποχρεώσεις· «Ἐμεῖς ἀφοῦ γνωρίσουμε τὰ παραπάνω καὶ ἀντιληφθοῦμε τὸ μεγάλο ἀξίωμά μας, πρέπει νὰ ἐπιδείξωμε βίο ἀντάξιο τῆς χάριτος, γιὰ νὰ μπορέσωμε βεβαίως νὰ ἐπιτύχωμε καὶ τὴν οὐράνια βασιλεία. Διότι οἱ ὑποσχέσεις γιὰ τὴν σωτηρία μας πραγματοποιήθηκαν ἀσφαλῶς  μέσω τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποδείχθηκαν ἀληθινές, καὶ αὐτὲς ἐμεῖς τὶς κηρύττομε γιὰ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός». Γιὰ νὰ γίνωμε μέτοχοι τῶν ὑποσχέσεων δὲν μπροῦμε νὰ παραμένωμε ἀπαθεῖς καὶ ἀδιάφοροι. Προσπαθοῦμε νὰ προσαρμόσωμε τὴν συμπεριφορά μας, τὴν ὅλη μας ζωή, ἔτσι ὥστε νὰ εἶναι σύμφωνη μὲ τὰ ὅσα ἀναμένωμε νὰ ἀπολαύσωμε. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὸν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος, μᾶς βεβαιώνει γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως, καὶ θέλει νὰ εἴμαστε μὲ τὸν Χριστό. Μένει νὰ δείξωμε ὅτι καὶ ἐμεῖς θέλομε νὰ εἴμαστε μὲ τὸν Χριστό, ὄχι μόνο μὲ λόγια, μὲ τὴν καύχησι ὅτι εἴμαστε Χριστιανοί, ἀλλὰ Χριστιανοὶ στὴν πρᾶξι, Χριστιανοὶ τῶν ἔργων ὄχι μόνο τῶν λόγων.

Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 22.09.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΔΕΚΑΤῌ ΤΡΙΤῌ (Α΄Κορ 16,13-24)
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λίγο πρὶν κλείσει τὴν πρώτη ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ἀπὸ τὴν Ἔφεσο στοὺς Κορινθίους, δίνει ἐπιγραμματικὲς ὁδηγίες γιὰ τὴν ὅλη συμπεριφορὰ τῶν πιστῶν. Καὶ βεβαίως δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ γιὰ τὴν κοινωνικὴ συμπεριφορά, ἀλλ’ ἀναφέρεται κυρίως στὴν πίστι.
Τὰ παραγγέλματά του εἶναι σχεδὸν μονολεκτικά· «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε». Σήμερα θὰ ἔγραφε· Μένετε ἄγρυπνοι καὶ προσεκτικοί, σταθῆτε στέρεοι καὶ ἀκλόνητοι στὴν πίστι, νὰ φανῆτε γενναῖοι ἄνδρες, νὰ πάρετε δύναμι καὶ ἰσχύ. Ὅλα ὅσα λέγετε καὶ κάνετε νὰ γίνωνται μὲ ἀγάπη. Αὐτὲς τὶς παραγγελίες ἢ ὁδηγίες, ποὺ εἶναι βασικὲς καὶ οὐσιαστικὲς γιὰ τὴν σωστὴ πνευματικὴ πορεία μας, πρέπει νὰ τὶς δοῦμε μὲ ἰδιαίτερη προσοχή.
Γιὰ νὰ καταλάβωμε καλύτερα τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μποροῦμε νὰ πάρωμε κάποιες εἰκόνες ἀπὸ τὴν στρατιωτικὴ ζωή. Τὶ κάνει ὁ στρατὸς ὅταν ἀναλαμβάνει τὸ ἔργο νὰ φυλάξη τὰ σύνορα; Τοποθετεῖ σὲ καίρια σημεῖα σκοπιές, καὶ οἱ φρουροὶ δὲν σταματοῦν οὔτε γιὰ ἕνα λεπτό, μέρα καὶ νύκτα, νὰ παρατηροῦν καὶ νὰ ἐλέγχουν κάθε κίνησι, ἕτοιμοι νὰ σημάνουν συναγερμὸ σὲ περίπτωσι ὑπόπτων κινήσεων τοῦ ἐχθροῦ. Καὶ ἀλλοίμονο ἂν οἱ σκοποὶ ἀποκοιμηθοῦν καὶ δώσουν τὴν εὐκαιρία νὰ κινηθῆ ἐλεύθερα ὁ ἐχθρός. Μεταφέρει αὐτὴν τὴν εἰκόνα ὁ ἀπόστολος στὴν πνευματικὴ ζωή. Οἱ πιστοί βρισκόμαστε μονίμως σὲ ἐμπόλεμη κατάστασι μὲ τὸν ἀρχαίκακο διάβολο. Αὐτὸς κινεῖται ὕπουλα, στήνει παγίδες καὶ προσπαθεῖ ἀδιαλείπτως νὰ μᾶς ὑποτάξη. Ἐμεῖς πρέπει νὰ βρισκόμαστε συνεχῶς, μέρα καὶ νύκτα, σὲ ἐγρήγορσι, νὰ τὸν παρακολουθοῦμε, καί, ἐὰν χρειασθῆ, νὰ ἀποτρέπωμε κάθε δόλια κίνησί του. Κάθε ἀμέλεια ἢ ὀλιγωρία, κάθε νυσταγμὸς ἢ ἀδιαφορία μπορεῖ νὰ ἀποβῆ καταστροφικὴ γιὰ τὴν ψυχή μας. Ἡ ἐντολὴ «γρηγορεῖτε» γίνεται ἔτσι ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη γιὰ τὴν σωτηρία μας. Ὅταν ὁ Κύριος βρισκόταν στὸν κῆπο τῶν ἐλαιῶν, μετὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ζήτησε ἀπὸ τοὺς μαθητές του αὐτὸ ἀκριβῶς. Ἐπὶ πλέον πρόσθεσε τό· «καὶ προσεύχεσθε». Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ κάνη τίποτε ἀποτελεσματικὰ χωρὶς τὴν ἄνωθεν βοήθεια καὶ συνδρομή. Μὲ τὴν προσευχὴ ὁ πιστὸς δέχεται τὴν θεϊκὴ βοήθεια γιὰ νὰ εἶναι ἀποτελεσματικὸ τὸ ἔργο του. Καὶ στὴν συνέχεια ὁ Κύριος δικαιολόγησε τό «γρηγορεῖτε» λέγοντας· «ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν». Ὁ πειρασμὸς εἶναι ὁ μεγάλος κίνδυνος. Ὁ πειρασμὸς εἶναι ἔργο, εἶναι παγίδα, τοῦ διαβόλου. Θὰ τὴν ἀποφύγωμε ὅταν ἔχωμε ἀνοικτὰ τὰ μάτια μας, ὅταν βρισκόμαστε σὲ ἐγρήγορσι. Νὰ γιατὶ ὁ ἀπόστολος παραγγέλλει λέγοντας· «Γρηγορεῖτε».
«Στήκετε ἐν τῇ πίστει». Ὁ στρατὸς ἔχει χρέος, ὄχι μόνον νὰ παρακολουθεῖ ἀδιαλείπτως τὶς κινήσεις τοῦ ἐχθροῦ, ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ὑποχωρῆ ἀπὸ τὶς θέσεις του. Δὲν παραδίδει οὔτε σπιθαμὴ τοῦ πατρίου ἐδάφους. Μένει στὶς θέσεις του μέχρι θανάτου.  Παρομοίως καὶ ὁ πιστὸς, γρηγορεῖ ἀλλὰ καὶ μένει σταθερὸς στὴν πίστι του. Δὲν ὑποχωρεῖ οὔτε κατὰ κεραία στὰ θέματα τῆς πίστεως. Δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ ἐξαιρέση ἀπὸ τὴν πίστι κανένα ἄρθρο. Δὲν μπορεῖ νὰ προσθέση κανένα ἄρθρο, οὔτε ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ διορθώση κανένα ἄρθρο τῆς πίστεως. Ὅσα δίδαξε καὶ μᾶς φανέρωσε, καὶ μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Κύριος, αὐτὰ μένουν στὸν αἰῶνα ἀμετάβλητα, ἀκαινοτόμητα. Σὲ αὐτὰ μένουμε πιστοὶ καὶ ἀμετακίνητοι μέχρι θανάτου.
Στὸν στρατὸ δὲν πηγαίνουν μικρά παιδιὰ, ἀλλὰ ὅταν ἔρχονται σὲ κατάλληλη ἡλικία, καὶ νὰ καταλαβαίνουν καὶ  νὰ μποροῦν νὰ ἀσκήσουν τὸ στρατιωτικὸ ἔργο. Ἔτσι καὶ γιὰ τὴν πίστι ὁ χριστιανὸς πρέπει νὰ δειχθῆ, νὰ φανῆ ἄνδρας ὥριμος. Ἡ πίστις ἀποκαλύφθηκε ἅπαξ ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀλλὰ δὲν χορηγεῖται στὸν ἄνθρωπο ἐφάπαξ. Ἡ πίστις εἶναι σωρευτική, προσθετική. Θυμηθεῖτε ἐκεῖνον τὸν πατέρα ποὺ ἔφερε τὸ παιδί του στὸν Κύριο γιὰ θεραπεία. Ὅταν ρωτήθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἐὰν πιστεύει, ἐκεῖνος παρακάλεσε λέγοντας «πρόσθες ἡμῖν πίστιν». Προστίθεται καὶ στερεώνεται συνεχῶς ἡ πίστις. Ὁ ἄνθρωπος δὲν γεννᾶται ἐνήλικας, ἀλλὰ βρέφος τὸ ὁποῖο βαθμιαία μεγαλώνει καὶ ἀνδρίζεται. Ὅταν εἶναι νήπιο τρέφεται θηλάζοντας γάλα καὶ ὅταν μεγαλώσει τρέφεται μὲ στερεὰ τροφή. Ἔτσι ἐπειδὴ καὶ ἡ πίστις συνεχῶς αὐξάνει λέγει ὁ ἀπόστολος «ἀνδρίζεσθε». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς τοὺς ἔγραψε ὅτι δὲν μπόρεσε στὴν ἀρχὴ νὰ μιλήση μαζί τους ὡς νὰ ἦταν ὥριμοι, γι’ αὐτὸ «γάλα ἐπότισα ὑμᾶς καὶ οὐ βρῶμα». Δὲν σᾶς τάϊσα μὲ ξηρὰ τροφή, ἀλλὰ σᾶς πότισα μὲ γάλα, ἀφοῦ εἴσασταν ἀκόμα νήπιοι. Καὶ ἐδῶ ἀνακύπτει καὶ ἡ εὐθύνη μας. Ἐμεῖς πρέπει νὰ καλλιεργοῦμε καὶ νὰ αὐξάνωμε τὴν πίστι μας καθημερινά. Τό «ἀνδρίζεσθε» δηλώνει μία, ὄχι στιγμιαία, ἀλλὰ συνεχιζόμενη ἐνέργεια.
Ἡ πίστις συνεχῶς αὐξάνει, ἀλλὰ καὶ συνεχῶς ἐπίσης στερεώνεται καὶ γιγαντώνει. Ἡ προτροπὴ «κραταιοῦσθε» ἔρχεται σὰν συνέπεια τῆς ἄλλης προτροπῆς. Ἡ κατάταξις κάποιου στὸν στρατὸ δὲν τὸν κάνει αὐτομάτως στρατιώτη. Γιὰ νὰ γίνη ἐμπόλεμος γυμνάζεται, ἀσκεῖται, ἐκπαιδεύεται  συνεχῶς, διότι ἔτσι καθίσταται κατάλληλος καὶ ἱκανός. Ὅσο αὐξάνει καὶ μεγαλώνει ἡ πίστις τόσο γίνεται καὶ πιὸ στέρεη καὶ δυνατὴ. Ἕνα βῆμα μπροστὰ εἶναι καὶ ἕνα σκαλοπάτι πιὸ ψηλά. Ὅσο βεβαιώνεται μέσα στὸν ἄνθρωπο ἡ πίστις γιὰ τὴν ἀλήθεια τόσο καὶ πιὸ σταθερὴ γίνεται. Μεγαλώνει καὶ στερεώνεται τὸ οἰκοδόμημα τῆς πίστεως συνεχῶς.
Μᾶς καλεῖ ὁ ἀπόστολος σὲ ἐπιστράτευσι καὶ δίνει τὶς κατάλληλες διαταγές. Αὐτὲς εἶναι: «Γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε». Ὡς χριστιανοὶ ἀποδεχόμαστε τὶς ἐντολὲς καὶ ἀποφασίζομε νὰ τὶς ἐκτελέσωμε. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ὁμολογήσωμε ὅτι στὸ σημεῖο αὐτὸ ὑστεροῦμε πάρα πολὺ. Δυστυχῶς δείχνομε μεγάλη ἀδιαφορία στὰ θέματα τῆς πίστεως. Τὸ ἐνδιαφέρον μας γιὰ νὰ αὐξήσωμε τὴν πίστι μας εἶναι μηδαμινό. Τὴν στιγμὴ ποὺ ὁ ἐχθρός μας διάβολος κινεῖται ὡς λιοντάρι ποὺ ζητάει ποιὸν νὰ καταπίη, ἐμεῖς ἀμελοῦμε γιὰ τὴν σωτηρία μας. Δὲν εἶναι ἀπορίας ἄξιον, γιατὶ γινόμαστε ἔτσι εὔκολα θύματα αἱρετικῶν κινήσεων. Γιὰ τὴν σωτηρία μας, καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο, χρειάζεται ἐγρήγορσις, χρειάζεται σταθερότητα στὴν πίστι, ἀφοῦ ὅμως πρῶτα τὴν γνωρίσωμε, ἀφοῦ κατηχηθοῦμε. Καὶ σὲ αὐτὴν τὴν ἀλήθεια τῆς πίστεως ἀκολούθως θὰ ἀνδριθοῦμε καὶ θὰ παραμείνωμε στέρεοι. Μέχρι ποιὸ σημεῖο; Σὲ μία προσευχὴ λέγει ἡ Ἐκκλησία μέχρι νά· «καταντήσωμεν εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ εἰς τὴν ἐπίγνωσιν τῆς ἀποσίτου σου δόξης».  

Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 15.09.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ (Γα 2,16-20)
Καὶ στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, δηλαδὴ τῆς Κυριακῆς μετὰ τὴν Ὕψωσιν, γίνεται λόγος γιὰ σταυρό. Συγκεκριμένα γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Ἐγὼ διά νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός». Αὐτὸ θὰ πεῖ ὅτι, ἐγὼ σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, εἶμαι πεθαμένος γιὰ τὸν νόμο, καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ ζήσω μὲ τὸν Θεό. Μαζὶ μὲ τὸν Χριστό σταυρώθηκα, καὶ πιὰ δὲν ζῶ ἐγώ, ἀλλὰ ζῆ μέσα μου ὁ Χριστός.
Γιὰ νὰ καταλάβωμε τὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρέπει νὰ δοθοῦν κάποιες διευκρινίσεις σχετικὰ μὲ τὸν Νόμο. Καὶ βεβαίως στὸν Νόμο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀναφερόμαστε. Ὁ Νόμος εἶχε τὶς διατάξεις του, καὶ οἱ πιστοὶ Ἰουδαῖοι ἦσαν ὑποχρεωμένοι νὰ τὶς τηροῦν καὶ νὰ τὶς ἐφαρμόζουν στὴν ζωή του. Ὅπως ὅμως ἰσχύει σὲ κάθε νόμο προβλέπεται κάποια συνέπεια, κάποια ποινή, σὲ περίπτωσι μὴ τηρήσεως τῶν διατάξεών του. Διότι χωρὶς τὶς ποινὲς ὁ νόμος χάνει τὴν δύναμί του, καὶ κανένας δὲν δεσμεύεται νὰ τὸν ἐφαρμόση. Στὴν περίπτωσι τοῦ Νόμου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ τὸν παραβάτη τῶν διατάξεών του, προβλέπεται ὡς ποινὴ καὶ συνέπεια ὁ θάνατος.
Τὶς διατάξεις τοῦ Νόμου κανένας δὲν μπόρεσε νὰ τὶς ἐφαρμόση ὅλες στὴν ἐντέλεια. Καὶ κατὰ συνέπεια ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι ἦσαν ὑπόδικοι τοῦ Νόμου. Λίγο πιὸ κάτω στὴν ἐπιστολὴ θὰ γράψη ὁ Παῦλος· «Πάντες  γὰρ ἥμαρτον καὶ ὑστεροῦνται τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ». Δηλαδὴ ὅλοι ἁμάρτησαν καὶ ὅλοι στεροῦνται τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ βεβαίως νὰ εἶναι ἀκόμα ζωντανοὶ καὶ νὰ μὴν δοκίμασαν τὸν θάνατο, ἀλλὰ ἡ ἀπόφασι εἶναι ἤδη παρμένη. Γιὰ τὸν Νόμο καὶ σύμφωνα μὲ τὶς διατάξεις τοῦ Νόμου, λέγει ὁ Παῦλος, ἐγὼ ἔχω πεθάνει. Καὶ φυσικὰ δὲν ἰσχύει πιὰ ὁ Νόμος γι’ αὐτόν. Καὶ ἀναρωτιέται ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος· «Πῶς καὶ τίνι τρόπῳ;». Καὶ ἀπαντάει· Εἶπε ὁ Μωϋσῆς ὅτι ὁ Κύριος θὰ ἀναστήση Προφήτην ἀπὸ σᾶς, σὰν ἐμένα, αὐτὸν νὰ ἀκούετε. Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ἀναφέρεται προφητικὰ στὸν Χριστό. Ἑπομένως ὅποιος δὲν ἀκούει στὸν Χριστὸ παραβαίνει τὸν νόμο. Βλέπετε πῶς ὁ Νόμος μᾶς ὁδηγεῖ καὶ μᾶς κατευθύνει στὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, στὸν Χριστό; Ὁ τηρητὴςτοῦ Νόμου γίνεται μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι ὁ Νόμος γίνεται «παιδαγωγός εἰς Χριστόν»; Ὁ Νόμος μᾶς ὁδηγεῖ στὸν Χριστό, καὶ μᾶς ζητάει νὰ ὑπακούωμε σὲ αὐτόν. Καὶ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ θὰ πιστεύση ὁ ἄνθρωπος στὸν Χριστό, νεκρώνεται γιὰ τὸν Νόμο καὶ ὁ Νόμος εἶναι νεκρός. Καὶ γιὰ νὰ μὴ πῆ κανείς, πῶς πέθανες ἀφοῦ ζῆς; Συμπληρώνει· «Ἵνα Θεῷ ζήσω». Νεκρώνεται ἀπὸ τὸν Νόμο γιὰ να ζήση μὲ τὸν Θεό. Λέγει ὁ Παῦλος· Πέθανα μὲ τὸν Νόμο γιὰ τὸν Νόμο, ὅμως ἔγινε αὐτὸ γιὰ νὰ ζήσω με τὸν Θεό. Ὁ Νόμος ὁδήγησε τὸν Παῦλο στὸν Χριστό. Ὁ Νόμος ἐπετέλεσε τὸν σκοπό του, καὶ ἑπομένως τελείωσε ὁ προορισμός του. Πλέον ἦρθε ὁ Χριστός, γιὰ τὸν ὁποῖον μιλοῦσε ὁ Νόμος. Καὶ τώρα ἀφήνει, ἐγκακταλείπει τὸν Νόμο καὶ ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ μὲν Νόμος ζωντανὸ τὸν θανάτωσε, ὁ δὲ Χριστὸς τὸν παρέλαβε νεκρό καὶ μὲ τὴν ἀνάστασί του τὸν ζωοποίησε καὶ τοῦ χάρισε τὴν ζωή.
«Χριστῷ συνεσταύρωμαι». Ἕνας ἄλλος λόγος, μία φρᾶσις, ποὺ θέλει ἰδιαίτερη προσοχή. Τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε εἶναι φανερό. Καὶ πῶς αὐτὸς ποὺ ἀναπνέει καὶ ζῆ συσταυρώθηκε μαζί του; Ὅποιος ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό, ἀφήνει πίσω του τὸν παλαιὸ ἑαυτό του νεκρό, καὶ μὲ τὴν βάπτισί του συμμετέχει στὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ. Σταυρώνεται μαζί του, ἀλλὰ καὶ ἀνασταίνεται μαζί του σὲ μιὰ νέα ζωή, στὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ ὁ Παῦλος λέγει στὴν συνέχεια, ἐξηγώντας συγχρόνως τὶ σημαίνει ἡ φρᾶσις·  «Χριστῷ συνεσταύρωμαι». Σημαίνει ὅτι δὲν ζῶ πιὰ ἐγώ, ἀλλὰ ζῆ μέσα μου ὁ Χριστός. Ὁ δὲ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος σχολιάζει καὶ λέγει· «Τῷ μὲν γὰρ εἰπεῖν, Χριστῷ συνεσταύρωμαι, τὸ βάπτισμα ᾐνίξατο· τῷ δὲ εἰπεῖν, Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ, τὴν μετὰ ταῦτα πολιτείαν, δι’ ἧς νεκροῦται ἡμῶν τὰ μέλη. Τὶ δὲ ἐστι, Ζῇ ἐν ἐμοὶ Χριστός; Οὐδὲν, φησίν, γίνεται ὑπ’ ἐμοῦ, ὧν ὁ Χριστὸς οὐ βούλεται». Μὲ ἁπλᾶ λόγια·  Ὅταν λέγει συσταυρώθηκα μὲ τὸν Χριστό ὑπονοεῖ τὸ βάπτισμα τῶν πιστῶν. Μὲ τὸ δὲν ζῶ πιὰ ἐγώ, δηλώνει τὴν μετὰ τὸ βάπτισμα χριστιανικὴ ζωή, κατὰ τὴν ὁποία νεκρώνονται τὰ μέλη μου γιὰ τὴν ἁμαρτία. Καὶ μὲ τὰ λόγια ζῆ μέσα μου ὁ Χριστός, σημαίνεται τὸ γεγονὸς ὅτι τίποτα δὲν γίνεται ἀπὸ μένα ποὺ δὲν τὸ θέλει ὁ Χριστός.
Καὶ ἐδῶ ὁ Παῦλος βαθαίνει τὴν διδασκαλία, διότι ἀπὸ τὰ παραπάνω φαίνεται ὅτι ὅταν μιλάει γιὰ θάνατο, μιλάει γιὰ θάνατο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ ὅταν μιλάει γιὰ ζωὴ ἀναφέρεται στὴν κατάστασι ποὺ ζῆ κάποιος ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Θάνατος εἶναι ἡ ἁμαρτία καὶ ζωὴ εἶναι ἡ ἀπουσία τῆς ἁμαρτίας.
Ἐμεῖς τώρα βαπτισμένοι σὲ νηπιακὴ ἡλικία εἴμαστε «συσταυρωμένοι» μὲ τὸν Χριστό. Καὶ ἔγινε ἡ βάπτισίς μας γιὰ νὰ ζήσωμε μὲ τὸν Θεό. Αὐτὸ εἶναι τὸ νόημα τῆς εἰσόδου μας στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν τέλεσι τοῦ εἰσαγωγικοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος. Μπαίνομε στὴν κιβωτὸ τῆς σωτηρίας, κυβερνήτης τῆς ὁποίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Μπορεῖ νὰ εἴμασταν νήπια, ἀλλὰ τὴν θέλησί μας τὴν ἐκφράσανε οἱ γονεῖς μας καὶ ὁ ἀνάδοχος. Καὶ ἀφοῦ τὸ ἀποφασίσαμε ἔτσι μὲ τὴν θέλησί μας, δεσμευθήκαμε νὰ ἐφαρμόζωμε τὶς ἐντολές τοῦ κυβερνήτου μας Χριστοῦ. Ὅμως πόσο συνεπεῖς εἴμαστε μὲ τὴν οὐσιώδη αὐτὴ δέσμευσι ἔναντι τοῦ Κυρίου μας; Πόσοι, καὶ κατὰ πόσο μποροῦμε, νὰ ἐπαναλάβωμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας τὰ λόγια τοῦ Παύλου· «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός»; Ἀλήθεια, εἶναι ὁ Χριστὸς κυβερνήτης τῆς ζωῆς μας, δηλαδὴ τοῦ ἀναγνωρίζομε αὐτὴν τὴν θέσι; Αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ τὸν ἔχωμε κυβερνήτη μας, ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ σιγουριὰ στὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας; Καὶ γιὰ νὰ μᾶς κρατάη μέλη τῆς Ἐκκλησίας του, εἴμαστε ἀποφασισμένοι νὰ ὑπακοῦμε στὶς ἐντολές του, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ γίνεται πάντα μόνον τὸ δικό του θέλημα καὶ ὄχι τὸ δικό μας; Πέρασε ποτὲ ἀπὸ τὸ μυαλό μας ἡ σκέψις ὅτι, χωρὶς Χριστό δὲν μποροῦμε νὰ ζήσωμε; Χωρὶς Χριστὸ δὲν ὑπάρχει ζωή. Σωστὰ κάποιος ἐπίσκοπος εἶπε ὅτι· «Ἄνθρωπος χωρὶς Θεό εἶναι κτηνάνθρωπος». Ὅτι ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Χριστὸ χάνει τὴν ἄνθρωπιά του εἶναι τὸ ἐλάχιστο, τὸ μέγιστο εἶναι ὅτι χάνει τὴν ζωή, τὴν αἰώνιο ζωή, τὴν ὁποία μόνον ὁ Χριστὸς μπορεῖ νὰ μᾶς δώση. Καὶ ἀκριβῶς γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἦρθε ἐδῶ κάτω στὴν γῆ.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 08.09.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ (Γαλ. 6,11-18)
Κυριακὴ πρὸ τῆς Ὑψώσεως σήμερα. Δὲν κουράζομαι νὰ κάνω ἐπαναλήψεις γιὰ μερικὰ θέματα. Διότι νομίζω πὼς πρέπει καὶ ζητήματα τυπικῶν διατάξεων νὰ ἀκούγωνται, ὥστε οἱ πιστοὶ νὰ γνωρίζωμε τὶ γίνεται καὶ τὶ λέγεται στὴν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔτσι, ἂς εἶναι γνωστὸ ὅτι, τρεῖς μεγάλες ἑορτὲς περικλείονται σὲ Κυριακὲς πρὸ καὶ μετὰ τὴν ἑορτή, τὰ Χριστούγεννα, τὰ Φῶτα καὶ ἡ Ὕψωσις τοῦ Σταυροῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτό ἐπιμυκήνεται ἡ ἑορτὴ μὲ ἐπίκαιρη ὑμνολογία, ἀλλὰ καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἑορτὴ ἀποστολικὰ καὶ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα πληθύνονται. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα, ποὺ εἶναι Κυριακὴ πρὸς τὴς Ὑψώσεως, ἡ ἀποστολικὴ περικοπὴ ποὺ ἀκούσαμε εἶναι ἀπὸ τὴν πρὸς Γαλάτας ἐπιστολὴ τοῦ Παύλου, καὶ βεβαίως γίνεται λόγος γιὰ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου μας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος πάντα μᾶς ἐκπλήσσει. Μᾶς ἐκπλήσσει καὶ ὅταν γράφει· «Ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Μᾶς ἐκπλήσσει διότι ἡ ὅποια καύχησις εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὸν Παῦλο. Εἶχε μύριους πραγματικοὺς καὶ ἀληθινοὺς λόγους νὰ καυχᾶται, καὶ ὅμως δὲν τὸ κάνει. Τὰ πάντα τὰ ἀναγνωρίζει ὡς δῶρα καὶ χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, τίποτε δὲν θεωρεῖ δικό του κατόρθωμα. Καὶ ἐδῶ ξαφνικὰ ἐκφράζει μία καύχησι, καὶ αὐτὴ εἶναι ὁ σταυρός τοῦ Κυρίου. Ἡ ἔκπληξις μας εἶναι μεγάλη διότι τολμάει νὰ καυχᾶται γιὰ τὸν σταυρό. Στὴν ἐποχή του ὁ σταυρός, ἡ σταύρωσις, ὡς τρόπος θανατώσεως προοριζόταν γιὰ τοὺς σκληροὺς παραβάτες τοῦ νόμου, τοὺς κακούργους. Στὴν συνείδησι τοῦ κόσμου ἦταν ὁ πιὸ ἄτιμος θάνατος, καὶ συγχρόνως ὁ πλέον βασανιστικός. Στοὺς κακούργους τέτοιος βασανιστικὸς θάνατος ταίριαζε. Ἔρχεται λοιπὸν ὁ Παῦλος καὶ καυχᾶται γιὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, καὶ θέλει νὰ τὸν πιστέψουν, καὶ περιμένει νὰ τὸν ἀκολουθήσουν οἱ ἄνθρωποι. Παραμερίζει τὴν λογικὴ καὶ τὶς συνθῆκες τοῦ κόσμου τῆς ἐποχῆς του, καὶ κάμνει τὸ ἄτιμο ὄργανο θανατώσεως ἔμβλημα καὶ σημαία τοῦ κηρύγματός του, καὶ λόγο καυχήσεώς του. Καλεῖ τὸν κόσμο τῶν ἐθνῶν νὰ γίνη ὁπαδὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ πέθανε πάνω στὸν σταυρό! Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγάλη ἔκπληξις, εἶναι ἡ ἐπανάστασις ἐναντίον τοῦ κατεστημένου.
Ὁ Παῦλος κηρύτττει τὴν δύναμι τοῦ σταυροῦ. Τὸ ὄργανο ἀτιμίας γίνεται ὄργανο δόξης καὶ σωτηρίας. Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀνέβηκε πάνω στὸν σταυρὸ ὁ Κύριος ἔπαψε νὰ εἶναι ἄτιμος. Ὁ Κύριος τὸν ἔκανε Τίμιο. Ὁ σταυρός, τὸ ξύλο τῆς κατάρας, ἔγινε, μετὰ τὴν σταύρωσι τοῦ Κυρίου, ξύλο εὐλογίας. Πάνω στὸν σταυρὸ τοῦ Κυρίου φορτώθηκαν οἱ ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ αὐτὲς τὶς ἁμαρτίες τὶς ἔσβησε τὸ πανάχραντο αἷμα τοῦ Ἰησοῦ ποὺ χύθηκε πάνω του. Τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου μετέβαλε τὸν ἀτιμωτικὸ σταυρικὸ θάνατο, σὲ λυτρωτικὸ γιὰ τὸν πεσόντα ἄνθρωπο, σὲ ὄργανο σωτηρίας τῶν παιδιῶν, τῶν ἀπογόνων, τοῦ Ἀδάμ. Αὐτὸν τὸν σταυρό ἔχει γιὰ καύχημα ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ βεβαίως αὐτὸν τὸν σταυρὸ πρέπει νὰ ἔχη καύχημα καὶ ὁ κάθε πιστός, ὁ κάθε χριστιανός.
Μᾶς ἀποκαλύπτει ἐσωτερικό του βίωμα, πῶς δηλαδὴ ἐπηρεάσθηκε ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν Σταυρό τοῦ Κυρίου, πῶς λειτούργησε πάνω του ὁ Σταυρὸς τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ ἀποκάλυψις εἶναι στὴν σύντομη φρᾶσι· «Δι’ οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ». Σχολιάζοντας αὐτὸ τὸν λόγο ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέγει· «Τὸν κόσμον φησὶ νῦν, οὐ τὸν οὐρανὸν οὐδὲ τὴν γῆν, ἀλλὰ τὰ βιωτικὰ πράγματα, τὸν ἔπαινον τὸν παρὰ τῶν ἀνθρώπων, τὴν δορυφορίαν, τὴν δόξαν, τὸν πλοῦτον, τὰ τοιαῦτα ἅπαντα τὰ δοκοῦντα εἶναι λαμπρά. Ταῦτα γὰρ μοι νεκρά γέγονε». Μὲ πιὸ ἀπλᾶ λόγια· Ὅταν ἀναφέρει ἐδῶ τὸν κόσμο δὲν ἐννοεῖ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ, ἀλλὰ τὰ βιωτικὰ πράγματα, τὰ ἐπαινετικὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων, τὴν ὅλη συμπεριφορὰ καὶ τὸ ὄνομα τὸ σπουδαῖο, τὴν δόξα, τὰ πλούτη, ὅλα ὅσα θωροῦνται στὰ μάτια τῶν ἀνθρώπων λαμπρά, ὅλα αὐτὰ πέθαναν, σταυρώθηκαν, χάθηκαν γιὰ μένα. Ἔτσι μένει γιὰ τὸν μέγα ἀπόστολο λόγος καυχήσεως μόνον ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν θέλει νὰ καυχηθῆ, τοῦ φθάνει ὁ Σταυρός. Ὅλα τὰ θεωρούμενα σπουδαῖα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸν Παῦλο ἔχασαν πιὰ κάθε ἀξία. Πρὶν νὰ τὸν καλέση ὁ Κύριος ἐξω ἀπὸ τὴν Δαμασκό, ἦταν μέγας στὸν Ἰουδαϊσμό. Εἶχε μορφωθῆ στὶς καλύτερες σχολὲς καὶ ἦταν κάτοχος τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας. Καὶ ἦταν ρωμαῖος πολίτης. Αὐτὰ ἦταν γιὰ τὴν ἐποχή του γνωρίσματα σπουδαίων ἀνθρώπων. Ὅμως γιὰ τὸν Παῦλο, μπροστὰ στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, ὅλα αὐτὰ τὰ σπουδαῖα «σταυρώθηκαν» καὶ χάθηκαν. Ἀλήθεια τὶ μπορεῖ νὰ σταθῆ δίπλα ἀπὸ τὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου; Ὅλα μηδενίζονται καὶ χάνουν κάθε νόημα καὶ ἀξία. Μένει ἐκεῖνος μόνον. Καὶ μένει ἐκεῖνος μόνον, ὄχι μόνον γιὰ τὸν Παῦλο, ἀλλὰ τὸ ἴδιο πρέπει νὰ ἰσχύη καὶ γιὰ ἐμᾶς. Τὸ ἴδιο πρέπει νὰ  φρονοῦμε ὅλοι οἱ πιστοί. Γιὰ ὅλους μας τὸ τιμιώτερο καὶ ἱερώτερο πρέπει νὰ εἶναι ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Συμβουλεύει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγοντας· «Τέτοιος πρέπει νὰ εἶναι ὁ κάθε χριστιανός, τέτοια πάντοτε λόγια νὰ λέγη, δηλαδὴ τὴν καύχησι τοῦ Παύλου».
Νεκρὰ εἶναι ὅλα γιὰ τὸν Παῦλο, ἀλλὰ λέγει στὴν συνέχεια· «κἀγὼ τῷ κόσμῳ», δηλαδὴ καὶ ἐγὼ εἶμαι νεκρὸς γιὰ τὸν κόσμο. Γιὰ αὐτὰ θὰ πῆ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος· «Καὶ ἐκεῖνα ἐμοὶ νεκρά, καὶ ἐγὼ ἐκείνοις, καὶ οὔτε αὐτὰ ἑλεῖν με δύναται καὶ χειρώσασθαι· νεκρὰ γὰρ ἐστιν ἅπαξ· οὔτε ἐγὼ ἐπιθυμῆσαι αὐτῶν· νεκρὸς γὰρ αὐτοῖς εἰμι καὶ ἐγώ». Δηλαδὴ καὶ ἐκεῖνα, τὰ πράγματα τοῦ κόσμου, γιὰ μένα εἶναι νεκρά, καὶ ἐγὼ γιὰ ἐκεῖνα, ἀφοῦ αὐτὰ δὲν μποροῦν νὰ μὲ προτιμήσουν καὶ νὰ μὲ ἐπηρεάσουν, διότι εἶναι μιὰ φορὰ πεθαμένα. Οὔτε ἐγὼ νὰ τὰ ἐπιθυμήσω αὐτά, διότι ἐγὼ εἶμαι νεκρὸς γιὰ αὐτά.
Ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου ἔβγαλε τὸν Παῦλο ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου καὶ τὸν ὁδήγησε στὸν κόσμο τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας. Τοῦ μένει ἀδιάφορος ὁ κόσμος τῆς ὕλης. Τὸν κάνει νὰ βλέπη κάτω ἀπὸ τὰ πόδια του τὸν κόσμο χωρὶς καμμία ἀξία, καὶ νὰ ἀνοίγεται πάνω του τὸ μεγαλεῖο τοῦ οὐρανοῦ.
Ὁ λόγος τοῦ Παύλου ὁδήγησε τὸν Χρυσόστομο νὰ θαυμάση λέγοντας· «Εἶδες σταυροῦ δύναμιν, εἰς ὅσον ὕψος ἀνήγαγεν; Οὐ γὰρ δὴ μόνον τὰ τοῦ κόσμοῦ πράγματα ἐνέκρωσεν αὐτῷ πάντα, ἀλλὰ καὶ τῆς πολιτείας τῆς παλαιᾶς ἀνώτερον πολλῷ κατέστησε. Τὶ ταύτης τῆς ἰσχύος ἴσον;»
Εἶδες ποῦ τὸν ἀνύψωσε ἡ δύναμις τοῦ σταυροῦ;