Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ  ΚΥΡΙΑΚΗΣ
24-2-2013
 ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 18,10-14)

Τελώνου καὶ Φαρισαίου, ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου 

Εἶπε ὁ Κύριος τὴν παραβολή˙ Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε καὶ προσευχήθηκε στὸν ἑαυτό του˙ Θεέ μου, σὲ εὐχαριστῶ ποὺ δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, κλέφτες, ἄδικοι, μοιχοί, ἀλλὰ οὔτε καὶ ὅπως αὐτὸς ὁ τελώνης. Ἐπὶ πλέον νηστεύω δύο μέρες τὴν ἑβδομάδα, καὶ τὸ ἕν δέκατο ἀπὸ ὅσα βγάζω τὸ δίνω. Πίσω ὁ τελώνης στάθηκε καὶ δὲν σήκωνε οὔτε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, ἀλλὰ κτυποῦσε τὸ στῆθος του καὶ ἔλεγε˙ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Σᾶς λέγω τώρα σὲ σᾶς ὅτι ὁ τελώνης ἔφυγε δικαιωμένος στὸ σπίτι του, καὶ ὄχι ὁ Φαρισαῖος. Διότι ὁ κάθε ἕνας ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθῆ, καὶ ὅποιος ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθῆ.
Μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ μπαίνομε ἀπὸ σήμερα στὴν εὐλογημένη καὶ κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου. Ὁ σκοπός του εἶναι νὰ ἑτοιμασθοῦμε πευματικὰ γιὰ τὴν μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, μὲ τὴν νηστεία, τὴν προσευχή, τὴν μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι, τὴν ἐλεημοσύνη, κτλ. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὸ Τριώδιο μᾶς δίνει εὐκαιρίες καὶ δυνατότητες, γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ πετύχωμε τὸν τελικὸ σκοπό. Θὰ ἀκοῦμε κατάλληλες εὐαγγελικὲς περικοπές, ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν στὴν προετοιμασία μας.
Ἔτσι ἀκούσαμε τὴν πρώτη εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ Τριωδίου, ποὺ εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Ὁ Κύριός μας μὲ μιὰ ἁπλὴ διήγησι, στὴν ὁποία γίνεται μία σύγκρισις μεταξὺ δὺο προσευχομένων στὸ ἱερὸ ἀνθρώπων, μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης. Καὶ μακάρι νὰ μπορέσωμε νὰ καταλάβωμε τὴν ἀξία, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναγκαιότητα αὐτῆς τῆς ἀρετῆς.
Ὁ ἕνας εἶναι Φαρισαῖος. Δηλαδὴ ἄνθρωπος ὑπεύθυνος γιὰ τὴν σωστὴ ἑρμηνεία καὶ τήρησι τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Πῆγε στὸ ἱερὸ, στὸν ναό, γιὰ νὰ προσευχηθῆ. Ἡ προσευχή του ὅμως ἦταν ἕνας αὐτοθαυμασμὸς γιὰ τὶς ἀρετές του. Δὲν παρακαλάει τὸν Θεό, οὔτε τὸν δοξάζει. Δοξάζει καὶ ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του. Ἀπαριθμεῖ τὶς ἀρετές του καὶ ὑπογραμμίζει ὡς κατόρθωμά του τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν. Καὶ ἐπὶ πλέον κατακρίνει τοὺς ἄλλους ὡς ἁμαρτωλούς γιὰ συγκεκριμένα ἁμαρτήματα, ἐνῶ δικαιώνει τὸν ἑαυτό του, ὡς ἀπαλλαγμένο ἀπὸ ἀνομίες καὶ ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτό του καθαρό.
Ὁ ἄλλος εἶναι ἕνας τελώνης. Ἕνας κρατικὸς ὑπάλληλος μὲ ἔργο τὴν εἴσπραξι τῶν φόρων. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ οἱ τελῶνες ἦταν ἀσύδοτοι καὶ σκληροὶ. Ἦσαν πλούσιοι ἀπὸ τὴν ἀφθαίρετη εἴσπραξι μεγάλων φόρων καὶ μισητοὶ ἀπὸ τὸν λαό. Θεωροῦνταν κακοὶ ἄνθρωποι καὶ πολὺ ἁμαρτωλοί. Ἕνας τέτοιος λοιπὸν πῆγε στὸ ἱερὸ νὰ προσευχηθῆ. Δὲν προχώρησε στὸν ναό. Στάθηκε μακρυά, ἐκεῖ στὴν εἴσοδο κοντά. Δὲν εἶχε λόγια νὰ πῆ στὸν Θεό. Δὲν εἶχε μάτια νὰ κυττάξη στὸν οὐρανό. Μόνο στραμμένος στὸν ἑαυτό του, διέκρινε τὴν ἁμαρτία του, ἀναγνώριζε τὴν ἐνοχή του καὶ κτυπώντας τὸ στῆθος του, αὐτὸ εἶναι πρᾶξι ποὺ δείχνει μεγάλη θλῖψι καὶ πόνο, ἔτσι ἔκαναν ὅταν θρηνοῦσαν γιὰ τὸν θάνατο συγγενοῦς, αὐτὸς ἔλεγε μέσα του˙ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Τὸ συμπέρασμα τὸ ἔβγαλε ὁ Κύριος. Ἀφοῦ ζύγισε τὰ λόγια καὶ τὸν τρόπο τῆς προσευχῆς τοῦ καθενός, δικαίωσε, ὄχι τὸν φαινομενικὰ καὶ κατὰ τὸ ὄνομα «ἅγιο», ἀλλὰ τὸν «ἁμαρτωλό» τελώνη.
Δὲν μᾶς θέλει ὁ Κύριος νὰ καυχώμαστε γιὰ τὶς τάχα ἀρετές μας, οὔτε νὰ ἔχωμε μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Βδελύσσεται, δηλαδὴ σιχαίνεται, ὁ Κύριος τὸν ὑπερήφανο ἄνθρωπο. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη δείχνει μεγάλη συγκατάβασι στὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ ταπεινό ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ἀναπαύεται στὸν ἄνθρωπο ποὺ αἰσθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ζητάει τὸ ἔλεός του. Τὸ βλέπομε αὐτὸ στὸ πρόσωπο τοῦ τελώνου. Ἦταν ἁμαρτωλός. Ἀναγνώρισε ὅμως τὴν δύσκολη θέσι του. Ὁμολόγησε τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ζήτης τὸ ἔλεος ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν εἶχε καμμία ἀρετὴ γιὰ νὰ καυχηθῆ. Δὲν κατηγόρησε κανέναν, παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό του. Ξέρει ὅτι δὲν δικαιοῦται τίποτε ἀπὸ τὸν Θεό. Γι  αὐτὸ παρακαλάει καὶ ζητάει μόνο χάρι ἀπό τὸν Θεό. Ζητιανεύει τὸ ἔλεός του. Καὶ ὁ Θεός μὲ ἰδιαίτερη εὐχαρίστησι τοῦ δίνει πλούσιο τὸ ἔλεος καὶ, ὄχι μόνον τὸν δικαιώνει πλήρως, ἀλλὰ καὶ τὸν προβάλλει ὡς ὑπόδειγμα.
Δὲν μᾶς σώζουν οἱ ἀρετές μας. Ἡ σωτηρία μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ ἔλεός του ὁ Θεός τὸ δίνει πλουσιοπάροχα στοὺς ταπεινούς. Χωρὶς τὴν ταπείνωσι, μυριάδες ἀρετές νὰ κατορθώσωμε, θὰ εἶναι χωρὶς κανένα ἀντίκρυσμα καὶ ἀποτέλεσμα. ἀλλὰ καὶ μυριάδες ἁμαρτήματα ἂν ἔχομε, μόνον μὲ τὴν ταπείνωσι μποροῦμε νὰ τὰ σβήσωμε. Τὸ σωτήριο μυστήριο τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ταπείνωσις.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ ξεκινήσωμε τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τοῦ Τριωδίου, κάνοντας ἀρχή μὲ τὴν Ταπείνωσι, τὸ ἀντίθετο τῆς ὑπερηφάνειας. Ἡ ὑπερηφάνεα εἶναι, κατὰ τοὺ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ πρώτη καὶ μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἡ ὑπεύθυνη γιὰ τὴν πτῶσι τοῦ τάγματος τῶν ἀγγέλων, ποὺ ἐξ αἰτίας της  μεταμορφώθηκαν σὲ δαίμονες. Καὶ μύρια ὅσα κακὰ ξεκινοῦν καὶ ἔχουν ἀφορμὴ καὶ αἰτία τὴν ὑπερηφάνεια. Ἀντίδοτο γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ κακό εἶναι ἡ Ταπείνωσις. Αὐτὴ εἶναι ἡ βάσις καὶ τὸ θεμέλιο κάθε ἱερῆς προσπάθειας. Αὐτὴ εἶναι ὁ μαγνήτης ποὺ θὰ ἑλκύση, θὰ τραβήξη, σὲ μᾶς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπερηφάνεια γκρέμισε τοὺς ἀγγέλους. Ἡ Ταπείνωσις κάνει τοὺς ἀνθρώπους ἀγγέλους. Ὅσο ὁ ἀνθρωπος παραμένει ὑπερήφανος δὲν μπορεῖ νὰ μετανοήση. Γιὰ νὰ φθάσωμε στὴν μετάνοια ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν Ταπείνωσι καὶ πορευόμαστε μὲ αὐτὴν. Ἡ συμπόρευσις αὐτὴδὲν εἶναι στιγμιαία ἢ παροδική. Πρέπει νὰ εἶναι ἰσόβια. Κάνομε τώρα τὴν ἀρχή. Ἀκοῦμε τὸν Κύριό μας τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, νὰ μᾶς ἐξηγῆ ὅτι «καθένας ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ γκρεμισθῆ, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθῆ». Δεχόμαστε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας, καὶ παίρνομε τὴν σταθερή ἀπόφασι, νὰ ζήσωμε μαζί μὲ τὴν ταπείνωσι σὲ ὅλη μας τὴν ζωή. Διότι καὶ ἡ μετάνοια δὲν εἶναι στιγμιαία καὶ παροδικὴ, ἀλλὰ συνεχὴς τρόπος ζωῆς γιὰ τὸν Χριστιανό.
Τὸ Τριώδιο ἄνοιξε καὶ μᾶς δείχνει τὸν δρόμο ποὺ πρέπει νὰ πορευθοῦμε γιὰ νὰ φθάσωμε καὶ νὰ ἑορτάσωμε ἀξίως «τὸ τε σταυρώσιμον καὶ ἀναστάσιμον Πάσχα».

Δημήτριος Π. Ρίζος
Θεολόγος-Φιλόλογος

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ  ΚΥΡΙΑΚΗΣ
17-2-2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Μτ 15,21-28)

τῆς Χαναναίας
Μιὰ φορὰ βγῆκε ὁ Ἰησοῦς πρὸς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. Καὶ, νά, Χαναναία γυναῖκα ἀπὸ τὰ μερη ἐκεῖνα βγῆκε φωνάζοντάς του˙ Ἐλέησέ με, Κύριε, υἱὲ τοῦ Δαβίδ, ἡ θυγατέρα μου βασανίζεται ἀπὸ δαιμόνιο. Δὲν τῆς ἀπάντησε καθόλου. Ἦρθαν οἱ μαθητές του καὶ τοῦ εἶπαν˙ Πὲς της κάτι νὰ φύγη, διότι φωνάζει πίσω μας. Ἀπαντώντας εἶπε˙ Δὲν στάλθηκα παρὰ μόνον γιὰ τὰ χαμένα πρόβατα τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ γυναῖκα ὅμως ἀφοῦ πλησίασε τὸν προσκύνησε λέγοντας˙ Κύριε, βοήθησέ με. Καὶ τῆς ἀπάντησε˙ Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ παίρνω τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν καὶ νὰ τὸ δίνω στὰ σκυλάκια. Καὶ αὐτὴ εἶπε˙ Ἔχεις δίκιο, Κύριε, ὅμως καὶ τὰ σκυλάκια τρῶνε ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ κυρίου τους. Τότε ἀπάντησε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε˙ Γυναῖκα, μεγάλη εἶναι ἡ πίστις σου! Ἂς γίνη ὅπως θέλεις. Καὶ θεραπεύθηκε ἡ θυγατέρα της ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Κύριος μας δὲν βγῆκε ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Παλαιστίνης παρὰ μόνον ὅταν ἔφυγε νήπιο ἐξόριστος στὴν Αἴγυπτο. Στὴν συνέχεια ἡ μόνη περίπτωσις στὴν ὁπόία γίνεται λόγος γιὰ ἔξοδο ἀπὸ τὴν χώρα εἶναι ἡ ἀναφορὰ στὸ θαῦμα τῆς Χαναναίας. Σὲ μία περίπτωσι ὁ Κύριος κινήθηκε πρὸς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. Μία περιοχὴ στὴν ὁποία κατοικοῦσαν οἱ Φοίνικες, λαὸς σφόδρα ἐχθρικὸς, ἀπὸ αἰώνων, πρὸς τοὺς Ἰουδαίους. Καὶ στὴν περίπτωσι αὐτὴ δὲν εἶναι βεβαιωμένο ὅτι πέρασε τὰ σύνορα, διότι τὸ κείμενο γράφει «εἰς τὰ μέρη». Καὶ ἡ φρᾶσις αὐτὴ δηλώνει κίνησι πρὸς μία ἁπλῶς κατεύθυνσι. Πῆγε δηλαδὴ πρὸς τὴν περιοχὴ τῶν Φοινίκων. Ἐκεῖ βγῆκε καὶ τὸν συνάντησε μία γυναῖκα τῆς περιοχῆς Χαναναία. Ἄλλος εὐαγγελιστὴς, ὁ Μᾶρκος, γράφει· «ἡ γυνὴ ἦν Ἑλληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει». Δηλαδὴ γυναῖκα ἀπὸ λαὸ ἔχθρικό, καὶ γυναῖκα βασανισμένη καὶ πονεμένη. Αὐτὴ εἶναι ποὺ ζητάει τὸ ἔλεος ἀπὸ τὸν Κύριο. Ἀλλὰ παρὰ τὴν καταγωγή της φαίνεται νὰ εἶναι καλὰ ἐνημερωμένη γιὰ τὸν Κύριο. Τὸ λόγια μὲ τὰ ὁποῖα τὸν προσφωνεῖ φανερώνουν ἄνθρωπο ποὺ γνωρίζει πολλὰ γιὰ τὸν Μεσσία. Ἴσως δὲ νὰ εἶχε πλησιάσει ἀρκετὰ τὴν θρησκεία τῶν Ἰουδαίων, νὰ ἦταν δηλαδὴ προσήλυτη. Ἐπιμένω σὲ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα, γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ κατανοήσωμε καλύτερα τὴν στάσι τοῦ Κυρίου ἀπέναντί της. Βλέπομε ὅτι ἡ γυναῖκα ἱκετεύει μὲ κραυγὴ δυνατὴ γιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Καὶ ὁ Κύριος δὲν ἀποκρίνεται, σὲ σημεῖο ὥστε οἱ μαθητές του νὰ παρεμβαίνουν καὶ νὰ τοῦ ζητᾶνε νὰ κάνη κάτι. Κάτι νὰ τῆς πῆ, γιὰ νὰ σταματήση καὶ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἐνόχλησι. Ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητές του ἀπομακρύνθηκαν στὰ μέρη αὐτὰ, γιὰ νὰ βροῦν λίγη ἡσυχία, καὶ λίγη εὐκαιρία γιὰ νὰ μιλήση μόνο μὲ τοὺς μαθητές του. Καὶ ἐδῶ δὲν μπόρεσε νὰ μείνη κρυφός. Μία γυναῖκα φωνάζει. Ἑπομένως πρέπει ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα νὰ ἀπαλλαγοῦν. Ἀλλὰ ὁ Κύριος κάνει πὼς δὲν ἀκούει. Δὲν μιλάει. Ἀλλὰ καὶ ὅταν μίλησε ἀπεγοήτευσε τὴν γυναῖκα. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ δὲν ἀνήκει στὰ πρόβατα τοῦ Ἰσραήλ, ἑπομένως δὲν δικαιοῦται ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου. Κανονικὰ τώρα ἔπρεπε αὐτὴ νὰ φύγη ἄπρακτη. Ὅμως ὁ πόνος γιὰ τὴν δαιμονισμένη κόρη της τὴν κρατάει ἐδῶ. Καὶ ἐπιμένει ἱκετεύοντας. Μάλιστα ὄχι  ἀπὸ μακρυά, ἀλλὰ θὰ προσεγγίση καὶ θὰ πέσει στὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ λέγοντας· «Κύριε βοήθει μοι». Ὁ Κύριος θὰ κρατήσει ἀκόμα πιὸ ἀρνηνικὴ στάσι ἀπέναντί της. Δὲν εἶναι σωστό, λέγει, νὰ πάρης τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν σου καὶ νὰ τὸ δώσης στὰ σκυλάκια. Καὶ ἐνῶ κανονικὰ θὰ ἔπρεπε πλέον αὐτὴ νὰ τὰ παρατήση καὶ νὰ φύγη ἀγανακτησμένη, γιὰ τὴν περιφρόνησι καὶ τὴν ταπείνωσι, δὲν τὸ κάνει. Ἀντίθετα ἐπιμένει περισσότερο. Δὲν λογάριασε πόσο τὴν ταπείνωσε ὁ Κύριος. Ἀποδέχθηκε ἀκόμα νὰ θεωρῆται ἕνα σκυλάκι, ἀρκεῖ νὰ πάρη ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ Κυρίου, ὅπως γίνεται μὲ τὰ οἰκόσιτα κυνάρια ποὺ κινοῦνται ἐλεύθερα κάτω ἀπὸ τὰ τραπέζια τῶν πλουσίων. Αὐτὸ ἦτανε. Ἡ σκληρὴ δοκιμασία στὴν ὁποία ὑπέβαλε τὴν Χαναναία ὁ Κύριος τελείωσε μὲ μεγάλη ἐπιτυχία. Ἐπιτέλους ἡ γυναῖκα αὐτὴ θὰ πάρει αὐτὸ ποὺ ἤθελε καὶ θὰ ἀκούσει ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Κυρίου τὰ λόγια· «Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις· γενηθήτω σοι ὡς θέλεις».  Τὴν ἴδια στιγμὴ ἡ θυγατέρα της θεραπεύθηκε. «Καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης». Ἡ πίστις τῆς Χαναναίας στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἡ ἐπιμονή της νὰ τὸν παρακαλάη ἔκαναν τὸ θαῦμα.
Ἡ Χαναναία ἦταν εἰδωλολάτρισσα. Ἐμεῖς εἴμαστε χριστιανοί. Καὶ ἔχομε βεβαιωμένη τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου ἐδῶ καὶ δύο χιλιάδες χρόνια, πόσο ὅμως ἀπέχομε ἀπὸ τὴν πίστι τῆς Χαναναίας; Ποιὸς ἀπὸ ἐμᾶς ἀντέχει τέτοια δοκιμασία ποὺ ὑπέστη αὐτή; Ἐμεῖς εἴμαστε μονίμως μὲ τὸ παράπονο ὅτι ὁ Θεός δὲν μᾶς ἀκούει. Δὲν προλαβαίνομε νὰ τελειώσωμε τὴν προσευχή μας καὶ θέλομε ὁ Θεὸς νὰ ἀπαντήση τὴν ἴδια στιγμή. Δὲν ἔχομε τὴν ὑπομονὴ νὰ ἐπαναλάβωμε τὴν προσευχή μας. Δὲν ἀντέχομε νὰ περνᾶμε ἀπὸ δοκιμασίες. Πνιγόμαστε στὴν ἀπελπισία μας. Χάνομε τὸ κουράγιο μας. Τὸ σπουδαῖο πρόσωπό μας δὲν σηκώνει ταπείνωσι. Καὶ τὸ συνηθέστερο εἶναι, ὅτι πολὺ εὔκολα ὁδηγούμαστε στὴν ἄρνησι. Καὶ τὸ ἀκόμη χειρότερο βεβαίως εἶναι ὅτι πολλὲς φορὲς γινόμαστε καὶ ἐχθρικοὶ ἀπέναντι τοῦ Κυρίου, γινόμαστε πολέμιοι.
Ἀδελφοί μου, ἡ Χαναναία εἶναι ἕνα ζύγι, γίνεται ἕνα μέτρο. Μέτρο συμπεριφορᾶς καὶ στάσεως ἔναντι τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἔχομε μπροστά μας σὲ κάθε περίπτωσι. Χρειάζεται ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸν Κύριο Ἰησοῦ. Πιστέυομε ὅτι μπορεῖ τὰ πάντα. Καὶ ἐπιμένομε χωρὶς ὑπολογισμοὺς καὶ δισταγμούς. Δὲν λογαριάζομε τὸν χρόνο, οὔτε τὶς δυσκολίες. Ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ὅτι δὲν ἀκούει ὁ Κύριος τὶς προσευχές μας καὶ τὰ αἰτήματά μας, ἐμεῖς θὰ ζητᾶμε, θὰ ἐπιμένομε καὶ θὰ περιμένομε. Θὰ ἀναγνωρίσωμε καὶ θὰ ὁμολογήσωμε ὅτι δὲν εἴμαστε ἄξιοι, ὅτι ὁ Κύριος τίποτε δὲν μᾶς χρωστάει, ὅτι ἐμεῖς τίποτε δὲν δικαιούμαστε, τίποτε δὲν ἀξίζομε. Ἐλπίζομε ὅμως μὲ σιγουριὰ στὸ ἔλεός του καὶ γι’ αὐτὸ ζητᾶμε  τὴν βοήθειά του. Καὶ ἀφοῦ πρῶτα δοκιμασθῆ ἡ σταθερότητα τῆς πίστεως καὶ ἡ ἀντοχὴ τῆς ὑπομονῆς καὶ ἐπιμονῆς μας, τότε ὁ Κύριος θὰ στείλη πλουσιοπάροχο τὸ ἔλεός του καὶ τὴν βοήθειά του. Σὲ καμμία περίπτωσι ὁ Κύριος δὲν ἔδειξε τὴν θαυματουργική του δύναμι, χωρὶς πρῶτα νὰ φανῆ ἡ πίστις τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ζητοῦσαν τὴν βοήθειά του. Ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ καὶ τὴν δική μας συγκατάθεσι καὶ συναίνεσι, ζητάει τὴν ὁμολογία τῆς πίστεώς μας.
Δημήτριος Π. Ρίζος
Θεολόγος-Φιλόλογος