Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 29.12.2013


ΚΥΡΙΑΚῌ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ (Γ α 1,11-19)
Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούσαμε σήμερα ἀκούγεται καὶ τὴν  εἰκοστή Κυριακὴ στὴν σειρὰ τοῦ Κυριακοδρομίου. Ὅμως σήμερα εἶναι ἡ Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν κατὰ τὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ ἑορταστικά, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἡμερομηνία, τὸν Ἰωσὴφ τὸν μνήστορα, τὸν προφήτη Δαυὶδ καὶ τὸν ἅγιο Ἰάκωβο τὸν ἀδελφόθεο. Τὸν μὲν Ἰωσὴφ ποὺ ὑπηρέτησε τὴν σάρκωσι τοῦ Λόγου, τὸν Δαυὶδ ποὺ τὴν προφήτευσε, καὶ τὸν Ἰάκωβο ποὺ τὴν κήρυξε. Στὸ ἀνάγνωσμα ὑπάρχει χωρίο στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο ὁ ἀδελφόθεος Ἰάκωβος μὲ πολὺ τιμητικὸ τρόπο. Καὶ αὐτὸ τὸ συγκεκριμένο χωρίο θὰ δοῦμε σήμερα. Γράφει ὁ Παῦλος·

«Ἕτερον τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου». Δὲν εἶδα κανέναν ἄλλον ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους παρὰ μόνον τὸν Ἰάκωβο τὸν ἀδελφὸ τοῦ Κυρίου. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴν ἐπιστολὴ πρὸς Γαλάτας γράφει ὅτι ἦταν ζηλωτὴς καὶ φανατικὸς Ἰουδαῖος καὶ σκληρὸς διώκτης τῶν Χριστιανῶν, μέχρι ποὺ ὁ Κύριος εὐδόκησε καὶ τὸν κάλεσε στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα καὶ τοῦ ἀνέθεσε νὰ κηρύξη τὸ εὐαγγέλιο στὰ ἔθνη. Ἡ μεταστροφή του ἔγινε γνωστή, ἀλλὰ δυσκολεύθηκαν οἱ πιστοὶ νὰ τὸν δεχθοῦν. Δὲν μποροῦσαν νὰ ἀναγνωρίσουν ὡς ἀπόστολο τὸν διώκτη. Φαινόταν παράδοξο καὶ ἀπίστευτο. Ὅμως γιὰ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι τίποτε ἀκατόρθωτο. Φωνάζει ὁ προφήτης ἀπὸ τὸ παρελθόν· «Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου!». Νά, τὶ μπορεῖ νὰ κάνη τὸ παντοδύναμο χέρι τοῦ Θεοῦ. Μετέτρεψε τὸν διώκτη σὲ θερμὸ ἀπόστολο.

Ἔπρεπε νὰ ἀναγνωρισθῆ τὸ γεγονός. Κρίθηκε ἀναγκαία ἡ παρουσία τοῦ Σαοὺλ στὰ Ἰεροσόλυμα ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων, ὅπως καὶ ἔγινε. Σημειώνει ὁ ἴδιος τὰ περιστατικά. Μετὰ τὴν συνάντησί του μὲ τὸν Κύριο ἔξω ἀπὸ τὴν Δαμασκό, ἀποσύρθηκε γιὰ τρία χρόνια στὴν ἔρημο, γιὰ προσευχὴ, νηστεία, ἄσκησι καὶ μελέτη. Καὶ σημειώνει στὴν συνέχεια· «Ἔπειτα μετὰ τρία ἔτη ἀνῆλθον εἰς Ἰεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε». Ἔδωσε πλήρη ἀναφορὰ τῶν γεγονότων τῆς μεταστροφῆς του στὸν κορυφαῖο ἀπόστολο Πέτρο. Ἡ συνάντησις αὐτὴ κράτησε δεκαπέντε ἡμέρες, γιὰ νὰ διαπιστευθῆ στὴν ἐκκλησία τῶν Ἰεροσολύμων.

Ἔπρεπε νὰ γίνη αὐτὴ ἡ συνάντησις καὶ νὰ δοθοῦν ἀπὸ τὸν μέχρι τότε διώκτη οἱ ἐξηγήσεις τῆς μεταστροφῆς του. Ἡ ἐκκλησία δὲν εἶναι χῶρος στὸν ὁποῖο μπορεῖ ὁ καθένας νὰ παριστάνη τὸν ἀπόστολο, τὸν κληρικό, τὸν πνευματικό, τόν «γέροντα». Δὲν ἀρκοῦν τὰ ράσα γιὰ εἶναι κάποιος ἱερέας, διότι ράσα μπορεῖ νὰ φορέση ὁ ὁποιοσδήποτε, λειτουργὸς ὅμως τοῦ ὑψίστου δὲν μπορεῖ νὰ αὐτοανακηρύσσεται κανένας. Τὸ μυστήριο τῆς χειροτονίας πρέπει νὰ γίνη ἀπὸ κανονικὸ ἐπίσκοπο, ποὺ μὲ τὸ χειροτονητήριο γράμμα του πιστοποιεῖ ὅτι μετέδωσε τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα. Καὶ ὅταν ὁ κληρικὸς ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς μητροπόλεώς του, φέρει μαζί του γραπτὴ τὴν ἄδεια, στὴν ὁποία ἀναγράφεται ὅτι, μπορεῖ ἀκωλύτως νὰ ἱερουργῆ. Ὑπάρχει τάξις καὶ νόμος, γιὰ νὰ ἀποκλείεται ὁ ἐμπαιγμὸς καὶ ἡ ἀπάτη. Πρέπει νὰ ἔχουν καὶ οἱ πιστοὶ τὴν βεβαιότητα ὅτι μετέχουν σὲ μυστήρια μὲ ἐγκυρότητα, ποὺ μεταδίδουν πραγματικὰ τὴν χάρι τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ μνημόνευσις τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου ἀπὸ τὸν ἱερέα τῆς ὥρα τῆς λατρείας δὲν εἶναι κάποια φιλοφρόνησις, ἀλλὰ οὐσιαστικὸ στοιχεῖο τῆς κανονικότητος καὶ ἑνότητος τοῦ λειτουργοῦ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι αὐτονομημένος, ἢ ἀνεξάρτητος. Ὁ Παῦλος αὐτὸ ἔκανε. Τὸν κάλεσε μὲν ὁ Κύριος, ἀλλὰ ἔπρεπε νὰ ἐνσωματωθῆ στὴν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ ἐμφανίσθηκε στοὺς πρώτους τῶν Ἰεροσολύμων καὶ ἀναγνωρίσθηκε κανονικὸς ἀπόστολος.

Καταγράφει δὲ ὡς πολὺ σημαντικὸ τὸ ὅτι συναντήθηκε καὶ εἶδε τὸν Ἰάκωβο, τὸν ἀδελφὸ τοῦ Κυρίου· «Ἕτερον τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου».

Γιατὶ θεωρεῖ σημαντικὸ τὸ γεγονὸς τῆς συναντήσεως μὲ τὸν Ἰάκωβο; Διότι ἀκριβῶς ὁ Ἰάκωβος κατέχει πολὺ σημαίνουσα θέσι στὴν πρώτη ἐκκλησία τῶν Ἰεροσολύμων. Δὲν εἶναι τώρα καιρὸς νὰ ἀναφερθοῦν τὰ σχετικὰ στοιχεῖα, ποὺ εἶναι πολλά. Ἀρκεῖ νὰ σημειωθῆ ὅτι καὶ ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὑπεύθυνος γιὰ τὸ κήρυγμα καὶ τὴν ἱεραποστολὴ μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων, φαίνεται ὅτι δίνει ἀναφορὰ στὸν Ἰάκωβο, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ἀνώτερο. Ἀναφέρω ἕνα περιστατικὸ γιὰ νὰ φανῆ ἡ θέσις τοῦ Ἰακώβου στὴν ἐκκλησία τῶν Ἰεροσολύμων. Μετὰ τὴν θαυμαστὴ ἀποφυλάκισι του, ποὺ τὸν ἔβγαλε ὁ ἄγγελος μέχρι ἔξω ἀπὸ τὴν φυλακὴ ἀσφαλῶς, ὁ Πέτρος, γιὰ νὰ φυλαχθῆ, ἀνεχώρησε, ἀφοῦ πρῶτα ἐνημέρωσε καὶ χαιρέτησε τοὺς πιστούς, ποὺ ἀγρυπνοῦσαν προσευχόμενοι γιὰ τὴν αἴσια ἔκβασι τῆς φυλακίσεώς του. Φεύγοντας, ζήτησε νὰ ἐνημερώσουν τὸν Ἰάκωβο, τόσο γιὰ τὸ θαῦμα ὅσο καὶ γιὰ τὴν ἀπουσία του μέχρι νὰ ἡσυχάσουν τὰ πνεύματα. Τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων σημειώνει· «Κατασείσας δὲ αὐτοῖς τῇ χειρὶ σιγᾶν διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ὁ Κύριος ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐκ τῆς φυλακῆς, εἶπε δε· ἀπαγγείλατε Ἰακώβῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ταῦτα. καὶ ἐπορεύθη εἰς ἕτερον τόπον». Καὶ μόνον ἀπὸ αὐτὸ τὸ χωρίο ἀντιλαμβανόμαστε σὲ πόσο ὑψηλὴ ἐκτίμησι εἶχαν ὄχι μόνον οἱ πιστοί, ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ οἱ ἀπόστολοι, καὶ μάλιστα ὁ Πέτρος, τὸν Ἰάκωβο. Νὰ γιατὶ καὶ γιὰ τὸν Παῦλο ἦταν τόσο σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι συναντήθηκε μὲ τὸν Ἰάκωβο. Δηλαδὴ δὲν εἶναι μὶα ἁπλῆ σημείωσις ὅτι μεταξὺ ἄλλων εἶδε τὸν Ἰάκωβο, ἀλλ’ αὐτὴ ἡ συνάντησις δίνει κύρος καὶ στὸ ἔργο τοῦ ἰδίου τοῦ Παύλου. Εἶναι ἀπόστολος καὶ κηρύττει μὲ τὴν εὐλογία καὶ γνώμη καὶ τοῦ Ἰακώβου. Οἱ πιστοὶ ποὺ σέβονται τὸν Ἰάκωβο ἄφοβα ἀκοῦνε τὸν Παῦλο. Τὸ κήρυγμα τοῦ Παύλου ἀποκτᾶ ἐγκυρότητα στὰ μάτια τῶν πιστῶν, ἀφοῦ ἔχει τὴν ἔγκρισι, ἐπιβεβαίωσι καὶ ἀναγνώρισι τοῦ Ἰακώβου.

Ὁ Παῦλος ὡς νεοφώτιστος χριστιανός, ὡς νέο μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἀναλαμβάνει τὸ ἔργο τοῦ ἀποστόλου. Ἡ μεταστροφή του εἶναι ἕνα θαῦμα. Πρέπει ὅμως νὰ ἐπιβεβαιωθῆ ἀπὸ τὴν ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμφανίζεται στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ γίνεται δεκτὸς ἀπὸ τὸν κορυφαῖο ἀπόστολο, τὸν Πέτρο. Θεωρεῖ ὅμως ἰδιαιτέρως ἀναγκαία τὴν συνάντησί του μὲ τὸν Ἰάκωβο, γι’ αὐτὸ καὶ τὴν ἀναφέρει στὴν ἐπιστολή. Κανείς δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητῆ τὴν διδασκαλία τοῦ Παύλου ἐφ’ ὅσο πιά ἔχει τὴν συγκατάθεσι τοῦ Ἰακώβου, τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Κυρίου, τὸν ὁποῖο ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν Κυριακὴ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 22.12.2013


ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΟ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ (Ἑβ 11,9-10.32-40)
Σήμερα γίνεται ἡ τελευταία Κυριακὴ πρὶν ἀπὸ τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ εἶναι ἡ Κυριακὴ πρὸ τῶν Χριστουγέννων. Γι’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἐπιλεγμένο ἀπὸ τὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, καὶ γίνεται ἀναφορὰ στὴν πίστι ποὺ ἔδειξε ὁ Ἀβραάμ στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ καὶ στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ ἀκούγεται σήμερα, στὸ ὁποῖο ἀναφέρεται ἡ γενεαλογία τοῦ Χριστοῦ κατὰ ἄνθρωπον, ὁ Ἀβραὰμ καταγράφεται πρῶτος στὸ γενεαλογικὸ δένδρο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι πρόγονός του.

Ὁ Ἀβραὰμ κλήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἀφήση τὴν πατρίδα του καὶ νὰ πάη σὲ γῆ ποὺ θὰ τοῦ δείξη. Καὶ αὐτὸς πίστευσε ἀπόλυτα στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Δὲν ρώτησε ποῦ θὰ τὸν πάει, τὶ θὰ κάνει στὸν νέο τόπο, γιατὶ νὰ φύγη ἀπὸ τὴν πατρίδα του. Δὲν ρώτησε τίποτε. Δέχθηκε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ πίστευσε χωρὶς δισταγμὸ καὶ καμμία ἀμφιβολία. Ὁ Θεὸς ἁπλῶς τοῦ ὑποσχέθηκε νὰ τοῦ δώση τὴν χώρα, σὲ αὐτὸν καὶ τὰ παιδιά του, τοὺς ἀπογόνους του, ποὺ θὰ γίνουν πλῆθος ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης. Μόνο μὲ τὴν πίστι στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ ἦρθε καὶ κατοίκησε στὴν γῆ τῆς ὑποσχέσεως, αὐτὴ εἶναι ἡ γῆς τῆς «Ἐπαγγελίας». Ἀλλ’ ἐνῶ τοῦ τὴν ὑποσχέθηκε ὁ Θεός, αὐτὸς ἔμεινε στὸν νέο τόπο ὡς ξένος, ὡς περαστικός, «πάροικος ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ». Δὲν ἦταν περαστικὸς μόνον μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ τὸ ἔδειξε μὲ τὴν συμπεριφορά του. Διότι δὲν ἔκανε μόνιμη ἐγκατάστασι, γι’ αὐτὸ ἔμενε σὲ σκηνές, σὲ ἀντίσκηνα, ποὺ φανερώνουν τὴν προσωρινότητα. Στὰ ἀντίσκηνα ἔμενε ὁ ἴδιος, καὶ τὸ ἴδιο ἔκαναν ὁ υἱὸς του Ἰσαὰκ καὶ ὁ ἐγγονός του Ἰακώβ, ποὺ ἦσαν συγκληρονόμοι τῆς ἴδιας ὑποσχέσεως ποὺ τοὺς ἔδωσε ὁ Θεός.

Εἶναι ἄξιον θαυμασμοῦ τὸ γεγονὸς τῆς ἀπολύτου πίστεως, ποὺ ἔδειξε ὁ Ἀβραὰμ στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Ὁ πατριάρχης αὐτὸς θεωρεῖται ὁ πατέρας τῆς πίστεως, τέλειο πρότυπο ἀνθρώπου ποὺ ἐμπιστεύεται μὲ ὅλη τὴν καρδιά του τὸν Θεό. Μὲ τὰ σημερινὰ δεδομένα, καὶ ὅπως ἔχομε μάθει ἐμεῖς πάντα νὰ κάνωμε ὑπολογισμοὺς καὶ νὰ ἐμπιστευόμαστε μόνον τὶς δικές μας δυνάμεις καὶ σχέδια, ἡ πρᾶξις τοῦ ὑπακοῆς καὶ ἐμπιστοσύνης στὸν Θεό, ποὺ ἔδειξε ὁ Ἀβραάμ, φαίνεται παραλογισμός, θὰ λέγαμε σήμερα «αὐτὸ εἶναι τρέλα». Καὶ ὅμως ὁ πατριάρχης, ὅπως ἔδειξε ἡ συνέχεια, δικαιώθηκε ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ ἀποδείχθηκε ὅτι ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ εἶναι σωτήρια ἐνέργεια. Καὶ ὅταν λέμε ὅτι ὁ Ἀβραὰμ εἶναι πρότυπο πίστεως, ἐννοοῦμε ὅτι τέτοια πρέπει νὰ εἶναι ἡ πίστις ὅλων μας. Κανόνας καὶ δρόμος πίστεως ποὺ πρέπει νὰ ἀκολουθοῦμε καὶ ἐμεῖς ποὺ λεγόμαστε πιστοὶ χριστιανοί.

Γιατὶ ὅμως ζεῖ ὁ Ἀβραάμ, παρὰ τὸν πλοῦτο του, ὡς ξένος καὶ πάροικος στὰ ἀντίσκηνα; Φανερώνει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ὅτι δὲν δὲνεται μὲ τὴν γῆ, δὲν θεωρεῖ τὴν γῆ μόνιμη καὶ παντοτεινὴ κατοικία. Περιμένει κάθε στιγμὴ νὰ τοῦ δώση ὁ Θεὸς ἄλλη ἐντολή, τὴν ὁποία θὰ ἐκτελέση χωρὶς καμμία καθυστέρησι. Φανερώνει ἑτοιμότητα καὶ προθυμία ὑπακοῆς στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀβραὰμ δὲν κάνει τὴν δική του ἐπιθυμία. Στὴν ζωή του ἐφαρμόζει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἐπέλεξε τυχαῖα νὰ τὸν κάνη πατριάρχη τοῦ ἐκλεκτοῦ λαοῦ του. Ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴν γενεά του θὰ προέλθει ὁ Μεσσίας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων, ὁ Ἰησοῦς Χριστός.

Ἡ προσωρινότητα ποὺ ζοῦσε ὁ Ἀβραὰμ εἶχε καὶ ἄλλο, θαυμασιώτερο λόγο. Τὸν σημειώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὅταν λέγει ὅτι· «ἐξεδέχετο τὴν τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Δηλαδὴ πρόσμενε μὲ βεβαιότητα ἕναν ἄλλο κόσμο, μία ἄλλη πόλι ποὺ εἶναι ἀκλόνητα θεμελιωμένη, καὶ τὴν ὁποία ἔκτισε ὁ Θεός. Νὰ γιατὶ εἶναι ἀκόμα πιὸ ἄξια θαυμασμοῦ ἡ πίστις τοῦ Ἀβραάμ. Περιμένει μία πόλι γιὰ τὴν ὁποία δὲν γνωρίζει τίποτε. Καὶ ὅμως εἶναι ἀπόλυτα βέβαιος ὅτι θὰ τὴν κληρονομήσει. Τοῦ τὴν ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν Ἀβραὰμ εἶναι ὑπέρβεβαιος καὶ ἀληθινός. Τόσο βαθειὰ τόσο ἀληθινὰ πιστεύει. Τρέμω τὴν σύγκρισι. Ποιὰ εἶναι ἡ δική μας πίστις;

Τρέμω τὴν σύγκρισι, διότι πίστευε ὁ Ἀβραὰμ χωρὶς νὰ ἔχη τὴν γνῶσι καὶ ἀποκάλυψι ποὺ ἔχομε ἐμεῖς. Ἐμεῖς ζοῦμε μετὰ Χριστόν. Ὁ Χριστὸς, ὅταν ἦρθε ἐδῶ στὴν γῆ, μᾶς δίδαξε καὶ μᾶς φανέρωσε τὰ πάντα γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιὰ τήν «τοὺς θεμελίους ἔχουσαν πόλιν, ἧς τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ Θεός». Δίδαξε πολλὲς παραβολὲς μὲ θέμα τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ στὸ σύνολό της ἡ διδασκαλία του εἶχε θέμα τὴν αἰώνια βασιλεία, τὴν οὐράνια πολιτεία, γιὰ τὴν ὁποία εἴμαστε προορισμένοι. Τότε ἀκόμα δὲν εἶχε ἀκουσθεῖ ὁ Χριστὸς νὰ λέγη· «Δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου». Σὲ μᾶς ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποκάλυψε ὅτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ὑπάρχει ἀπὸ τότε ποὺ ὑπάρχει ὁ κόσμος. Καὶ ὅμως ὁ Ἀβραὰμ τὴν πίστευε καὶ τὴν περίμενε. Ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου, ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Θεοῦ σκοπό ἔχει νὰ μᾶς κατευθύνη τὰ βήματα πρὸς τὴν οὐράνια βασιλεία. Γινόμαστε χριστιανοὶ γιὰ νὰ γίνωμε τελικὰ πολῖτες τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Τὰ ἐπιβεβαίωσε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καὶ ἐρκεῖ μόνον ἡ μαρτυρία του, ποὺ λέγει· «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Γιὰ τὸν Ἀβραὰμ δὲν ὑπῆρχε ἡ ἀποκάλυψις ποὺ ἔχομε ἐμεῖς. Δὲν ὑπῆρχε ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, δὲν ὑπῆρχαν οἱ μαρτυρίες τῶν Ἀποστόλων, δὲν ὑπῆρχε ἡ ἐπιβεβαίωσις ἀπὸ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ὅμως ἡ πίστις του ἦταν θεμελιωμένη στὸν οὐρανό.

Πέρασε τὴν ζωὴ του στὰ ἀντίσκηνα ὡς πάροικος μὲ τὴν αἴσθησι τῆς προσωρινότητος ἐδῶ στὴν γῆ, ἀλλὰ μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα γιὰ τὴν οὐράνια πατρίδα, μὲ ἀπαρασάλευτη τὴν πίστι στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καὶ παρὰ τὴν πίστι του, ὅπως καὶ οἱ ἄλλοι δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν», δηλαδὴ δὲν πρόλαβαν τὴν πραγματοποίησι τῶν ὑποσχέσεων. Ἐμεῖς ὅμως γνωρίσαμε τὴν Γέννησι τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἑτοιμαζόμαστε σὲ λίγες ἡμέρες νὰ τὴν ἑορτάσωμε. Μυηθήκαμε στὴν διδασκαλία του. Ἔχομε στὴν διάθεσί μας ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν πλήρη ἀποκάλυψι τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Ἔχομε καὶ τὴν βιωματικὴ ἐμπειρεία τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ὑπάρχει θέσις γιὰ ἀπιστία, ὀλιγοπιστία, ἀμφιβολία στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἀποδειχθῆ ἡ ἀλήθεια τοῦ λόγου του. Δὲν ἔχομε παρὰ νὰ ἀκολουθήσωμε τὸν δρόμο πίστεως ποὺ ἀκολούθησε ὁ Ἀβραάμ.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 15.12.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΙΚΟΣΤῌ ΠΕΜΠΤῌ (Ἱερομάρτυρος) (Β΄ Τιμ 1,8-18)

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἐλευθερίου, καὶ γιὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ ἐπιλέγεται ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀπὸ τὴν σειρὰ τοῦ Μηνολογίου καὶ ὄχι τοῦ Κυριακοδρομίου. Αὐτὰ τὰ ἔχομε ἐξηγήσει καὶ ἄλλοτε, ἀλλὰ μία ὑπόμνησις μᾶλλον ὠφελεῖ. Ὑπάρχουν λοιπὸν δύο σειρὲς ἀναγνωσμάτων. Ἡ μία καλύπτει ὅλες τὶς ἑβδομάδες μὲ ἀριθμημένες τὶς Κυριακὲς τοῦ ἔτους. Αὐτὸ εἶναι τὸ Κυριακοδρόμιο. Ἡ ἄλλη σειρὰ καλύπτει τὶς μεγάλες μόνον ἑορτὲς καὶ λέγεται Μηνολόγιο. Σήμερα λόγω τῆς μεγάλης ἑορτῆς ἔχομε τὸ κείμενο ἀπὸ τὸ Μηνολόγιο. Εἶναι ὁ ἀπόστολος τοῦ ἁγίου, καὶ θὰ ἀναφερθούμε σὲ ἕνα χωρίο. Αὐτὸ εἶναι τό·
«Ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ’ ἐμοῦ ἤκουσας, ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ». Τὸ χωρίο αὐτὸ εἶναι ἀπὸ τὴν δεύτερη ἐπιστολὴ ποὺ ἔστειλε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν μαθητή του Τιμόθεο. Ὁ Παῦλος ἐνδιαφέρεται ἰδιαιτέρως γιὰ τὴν προαγωγὴ τοῦ Τιμοθέου καὶ τοῦ δίνει σωτήριες ὁδηγίες γιὰ τὴν πνευματική του προκοπὴ καὶ πρόοδο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν σωστὴ ἐπιτέλεσι τῶν ἀποστολικῶν του καθηκόντων. Ἀπὸ τὴν φρᾶσι «ὧν παρ’ ἐμοῦ ἤκουσας», συμπεραίνομε ὅτι ὁ Παῦλος, ὡς δάσκαλος τοῦ Τιμοθέου, τοῦ ἔχει διδάξει πολλά, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι γραμμένα ὅλα. Τὸ πῶς πρέπει νὰ εἶναι ὁ Τιμόθεος, πῶς νὰ λειτουργῆ ὡς ἐπίσκοπος, πῶς νὰ λύνη διάφορα προβλήματα, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ σχετικὰ γιὰ τὴν προκοπὴ στὸν πνευματικὸ βίο, σημειώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τοῦ τὰ ἔχει διδάξει ὁ Παῦλος. Τοῦ ἔχει ἀφήσει, κατὰ κάποιο τρόπο εἰκόνα ζωγραφισμένη μὲ ζωηρὰ καὶ ἔντονα χρώματα, μέσα στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ βρίσκη ἀπαντήσεις γιὰ ὅλα τὰ θέματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν.
Μὲ τὴν ἐπιστολή του τὸν παραπέμπει στὰ ὅσα τοῦ ἔχει διδάξει κατὰ τὸ παρελθόν. Αὐτὰ νὰ θυμᾶται, διότι ἀποτελοῦν καθαρὴ καὶ σωτήρια διδασκαλία. Οἱ ὑγιεῖς λόγοι τοῦ Παύλου πρέπει νὰ καθοδηγοῦν τὸν Τιμόθεο. Ὁ ἴδιος ὁ Παῦλος μὲ τὸ παράδειγμα καὶ τὴν διαγωγή του, ἀλλὰ καὶ ἡ διδασκαλία του ἀποτελοῦν ὑποδείγματα ἀπὸ τὰ ὁποῖα δὲν πρέπει νὰ παρεκλίνη ὁ Τιμόθεος. Τόσο στὴν πίστι ὅσο καὶ στὴν ἀγάπη ποὺ καλλιεργεῖ στὶς καρδιές μας ὁ Χριστός. Ἐδῶ ἀναφέρεται μόνον στὴν πίστι καὶ στὴν ἀγάπη, διότι στὶς δύο αὐτὲς ἔννοιες περικλείονται τὰ πάντα. Ἡ πίστις εἶναι τὸ δόγμα καὶ ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ἠθική, ἡ θεωρία καὶ ἡ πρᾶξις. Ἡ ἀληθινὴ πίστις καὶ ἡ πραγματικὴ ἀγάπη.
Γιατὶ ἐπιμένει ὁ Παῦλος στοὺς ὑγιαίνοντας λόγους; Διότι θέλει νὰ προστατεύση τὸν μαθητή του ἀπὸ σοβαρότατους κινδύνους, τοὺς κινδύνους τῆς πλάνης, τῆς αἱρέσεως. Θέλει νὰ τὸν προστατεύση ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους, οἱ ὁποῖοι ἀπὸ τότε ἤδη εἶχαν ἐμφανισθεῖ καὶ δημιουργοῦσαν σοβαρά προβλήματα στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα δὲ ἐπίσημες αἱρετικὲς ὁμάδες ὑπάρχουν ἑκατοντάδες.
Τὸ ἴδιο πρόβλημα ταλανίζει τὴν Ἐκκλησία μέχρι σήμερα, γι’ αὐτὸ ὁ λόγος τοῦ Παύλου παραμένει πάντοτε ἐπίκαιρος καὶ σωτήριος. Πάντοτε θὰ ὑπάρχουν οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ἀρρωστημένη διδασκαλία, μὲ τὴν πλάνη τους, παρασέρνουν στὴν ἀπώλεια τὶς ψυχὲς μας. Καὶ ἐδῶ χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή. Οἱ αἱρετικοὶ λειτουργοῦν μὲ πανουργία. Ποτὲ δὲν δείχνουν τὸ πραγματικό τους πρόσωπο. Γιὰ νὰ παρασύρουν τοὺς πιστοὺς ἐμφανίζονται γλυκομίλητοι, εὐπαρουσίαστοι, ποὺ μὲ τέχνη ἐκμεταλλεύονται δύσκολες στιγμὲς ποὺ μπορεῖ νὰ περνάη κάποιος, ὅπως ἀρρώστιες, οἰκονομικὰ προβλήματα, γενικὰ δυσκολίες, καὶ μὲ ὑπουλία διαδίδουν τὶς πλανεμένες διδασκαλίες τους.
Γιὰ νὰ μὴ παρασυρθοῦμε στὶς διάφορες ἐκτὸς Ἐκκλησίας διδασκαλίες φέρνομε μπροστὰ μας τὴν ὑγιαίνουσα διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπως τὴν παρέλαβαν ἀπὸ τὸν Κύριο, καὶ τὴν διέδοσαν στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης οἱ μαθητές του. Καὶ ὅταν ἐμεῖς δὲν γνωρίζομε, ἀπευθυνόμαστε στοὺς ὑπευθύνους, τοὺς κληρικοὺς τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Τιμόθεος εἶχε ὡς πρότυπο τὸν Παῦλο. Καὶ ἐμεῖς ἔχομε τὸν Παῦλο, ἀλλὰ καὶ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι μιμήθηκαν τὸν Παῦλο καὶ τὸν ἀντέγραψαν στὴν ζωή τους. Ἔχομε τὴν παράδοσι τῆς Ὀρθοδοξίας μας.
Ὑπογραμμίζομε ὅτι στὶς ἡμέρες μας ἡ προσοχή μας πρέπει νὰ εἶναι πιὸ μεγάλη, διότι ἀρρωστημένες διδασκαλίες, ποὺ δημιουργοῦν προβλήματα πίστεως καὶ ἀγάπης δὲν ἔχουν πάντα θρησκευτικὴ ἐμφάνισι. Πολλὲς αἱρέσεις ἀναπτύσονται καὶ διαδίδονται μὲ ταχύτητα ὡς κοινωνιστικὰ κινήματα, ἢ ψυχολογικὲς ἐταιρεῖες, συστήματα προερχόμενα ἀπὸ τὴν ἀνατολή, ἀλλὰ καὶ συστήματα ἐπιστημοσύνης μὲ μεταφυσικές, κατὰ κανόνα, προεκτάσεις. Κύριο γνώρισμα ὅλων εἶναι οἱ ὑποσχέσεις γιὰ λύσι θεμάτων, ποὺ σὲ δύσκολες ἐποχές, ὅπως ἡ δική μας σήμερα, βασανίζουν, προβληματίζουν καὶ πιέζουν τοὺς ἀνθρώπους. Ὅποια ὀνομασία καὶ ἂν ἔχουν, βρίσκονται ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ ἡ διδασκαλία ὅλων αὐτῶν εἶναι νοθευμένη, δὲν εἶναι ὑγιής.
Πιὸ ἐπικίνδυνοι βεβαίως εἶναι οἱ λύκοι ποὺ ἔρχονται μὲ ἐνδυμα προβάτου. Νοθευμένη διδασκαλία ἀκούγεται καὶ ἀπὸ κάποιους πού, κατὰ τεκμήριο, πρέπει νὰ ἔχουν ὑγιαίνουσα διδασκαλία. Πρόκειται γιὰ πρόσωπα ποὺ ἐνεργοῦν μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ὡς ποιμένες, εἶναι ὅμως αὐτονομημένοι καὶ δὲν ὑποτάσσονται στὸν ἐπιχώριο ἐπίσκοπο. Θεωροῦνται προοδευτικοὶ μὲ νέες, σύγχρονες ἰδέες, προσαρμοσμένοι στὰ νέα κοινωνικὰ ρεύματα καὶ δεδομένα. Ἀκόμα πιὸ ἐπικίνδυνοι εἶναι κάποιοι οἱ ὁποῖοι αὐτοανακηρύσσονται «γεροντάδες», μέ προορατικὰ ἢ προφητικά, ἀκόμα καὶ θαυματουργικά «χαρίσματα».
Καὶ οἱ μὲν ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἐκμεταλλεύονται δύσκολες καταστάσεις, ποὺ περνοῦν οἱ ἀνθρωποι, γιὰ νὰ τοὺς παρασύρουν. Οἱ προβατόσχημοι λύκοι, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, χωρὶς κανένα φόβο Θεοῦ ἐκμεταλλεύονται τὴν εὐπιστία καὶ τὴν εὐλάβεια τῶν ἀνθρώπων. Καὶ αὐτὸ τὸ φαινόμενο τὸ εἶχε προβλέψει ὁ Παῦλος καὶ προειδοποίησε τοὺς πιστοὺς ἐκεῖ στὴν Μίλητο, καὶ εἶπε· «Ἀπὸ σᾶς τοὺς ἴδιους θὰ ἐμφανισθοῦν ἐγωπαθεῖς ἄνδρες ποὺ θὰ διδάσκουν διεστρμμένες καὶ ψεύτικες διδασκαλίες, γιὰ νὰ ἀποσπάσουν τοὺς μαθητὲς ἀπὸ τὸν ὀρθὸ δρόμο τῆς σωτηρίας καὶ νὰ τοὺς παρασύρουν μὲ τὸ μέρος τους καὶ νὰ τοὺς κάνουν ὀπαδούς τους».
Χρειάζεται προσοχὴ στὴν ὑπόδειξι τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Εἶναι γραμμένη γιὰ μᾶς, γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς. Πάντα ἐλοχεύει ὁ κίνδυνος νὰ βρεθοῦμε μπροστὰ σὲ νοθευμένη διδασκαλία. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς φυλάξη.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 08.12.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΕΙΚΟΣΤῌ ΤΕΤΑΡΤῌ (Ἐφ 2,14-22)
Ἤδη προσεγγίζομε ὅλο καὶ περισσότερο τὴν μεγάλη ἑορτὴ τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὰ ἀναγνώσματα ποὺ ἀκούγονται ἔχουν σχετικες ἀναφορὲς ποὺ μᾶς θυμίζουν τὸν Ἐρχόμενο, τὸν Ἀναμενόμενο, αὐτὸν γιὰ τὸν ὁποῖο μιλοῦσαν οἱ προφῆτες, αὐτὸς τὸν ὁποῖο ἀνέμεναν, ὄχι μόνον οἱ Ἰουδαῖοι ἀλλὰ καὶ οἱ Ἐθνικοί.
Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα γίνεται ἀναφορὰ στὸν ἐρχομὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ περιεχόμενο τοῦ κηρύγματός του. Αὐτὸ θὰ προσπαθήσομε νὰ δοῦμε μὲ συντομία.
Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὸν Χριστὸ ὅτι αὐτός· «Ἐλθὼν εὐηγγελίσατο εἰρήνην ὑμῖν τοῖς μακρὰν καὶ τοῖς ἐγγύς, ὅτι δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα». Πιὸ ἁπλᾶ λέγει ὅτι, ὁ Χριστός ὅταν ἦρθε ἐδῶ στὴν γῆ, κήρυξε τὸ χαρούμενο μήνυμα τῆς εἰρήνης σὲ σᾶς ποὺ ἤσασταν μακρυά του καὶ σὲ μᾶς ποὺ εἴμασταν κοντά του. Μὲ τὸν Χριστὸ ὁδηγούμαστε καὶ προσεγγίζομε πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ οἱ δύο λαοὶ μὲ τὸ ἴδιο ἅγιο Πνεῦμα.
Γιὰ νὰ κατανοήσωμε καλύτερα τὸ θέμα πρέπει νὰ ἔχωμε ὑπ’ ὄψι μας τὴν ἐπικρατοῦσα μέχρι τότε κατάστασι. Στὴν πρὸ Χριστοῦ ἐποχὴ, τὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὑπῆρχε ξεκάθαρα ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ οἱ Ἰουδαῖοι, ποὺ πίστευαν στὸν ἕνα καὶ ἀληθινὸ Θεό, εἶχαν τὸν νόμο, τοὺς προφῆτες, τὸν ναὸ μὲ τὸ τελετουργικό του, καὶ ἄλλα. Αὐτοὺς τοὺς ὀνομάζει ὁ Παῦλος «ἐγγύς», διότι θεωρητικὰ ἦταν κοντὰ στὸν Θεό. Ἧταν οἰκειακοὶ τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἦταν ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί. Ἦταν αὐτοὶ ποὺ ἀγνοοῦσαν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ λάτρευαν τὰ εἴδωλα τοῦ πολυθεϊσμοῦ. Αὐτοὶ εἶναι οἱ μακράν. Πραγματικὰ ἦταν μακρυὰ ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό, μακρυὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, μακρυὰ ἀπὸ τὸ φῶς.  Ὑπῆρχαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ Ἐθνικοί. Ἀκούσαμε δὲ σὲ προηγούμενο ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ὅτι ὑπῆρχε καὶ ἐξωτερικὸ σημάδι τῆς διακρίσεως, ποὺ τοὺς χώριζε. Οἱ μὲν Ἰουδαῖοι εἶχαν περιτομὴ οἱ δὲ ἐθνικοὶ ἦσαν ἀπερίτμητοι. Καὶ γιὰ συντομία λέγονταν οἱ μὲν Περιτομή, οἱ δὲ Ἀκροβυστία. Μεταξύ τους ὑπῆρχε μεγάλη ἀπόστασι. Οἱ διαφορές τους ἦταν μεγάλες καὶ ἐπικρατοῦσε μία ἐχθρότητα. Αὐτὴ ἦταν ἡ κατάστασις.
Ὅταν κατέβηκε ἐδῶ κάτω ὁ Χριστὸς, κήρυξε τὸ χαρμόσυνο μήνυμα τῆς εἰρήνης. Προάγγελος ἦταν ὁ ἀγγελικὸς ὕμνος ποὺ ἀκούσθηκε τὴν νύκτα τῆς Γεννήσεως. Οἱ ἄγγελοι ἔψαλαν τό· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Ἀκούσθηκε οὐράνιο μήνυμα εἰρήνης. Μὲ αὐτὴν τὴν εἰρήνη κάλεσε σὲ ἑνότητα τοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἐθνικούς, τοὺς ὁποίους χώριζε καὶ διέκρινε ἔχθρα. Ἡ ἑνότητα αὐτή, στὴν ὁποία κάλεσε ὁ Χριστὸς τοὺς λαοὺς ὅλους, δὲν ἦταν ἐνότητα πολιτική, ἀλλ’ ἦταν ἑνότητα θρησκευτική, μὲ βάσι τὴν κοινὴ πίστι στὸν ἀληθινὸ Θεό. Δηλαλὴ ὁ Χριστὸς κάλεσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, Ἰουδαίους καὶ Ἐθνικοὺς, κοντά στὸν Πατέρα του, νὰ τοὺς εἰρηνεύση, νὰ τοὺς ἑνώση, νὰ τοὺς συμφιλιώση, καὶ νὰ γκρεμίση τὸ τεῖχος τοῦ μίσους καὶ τῆς ἔχθρας ποὺ ὑπῆρχε ἀνάμεσά τους, καὶ νὰ ἀποτελέσουν ἔτσι τὸν νέο λαὸ τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἐκκλησία.
Στὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ἀκούσαμε ἀκόμη ὅτι αὐτὴν τὴν ἑνότητα τῶν συμφιλιωμένων πιὰ ἀνθρώπων, τὴν παρομοιάζει μὲ μία οἰκοδομὴ θεμελιωμένη στοὺς προφῆτες καὶ ἀποστόλους ποὺ στηρίζονται πάνω στὸ θεμέλιο λίθο, στὸ σταθερὸ καὶ ἐμετακίνητο ἀγκωνάρι τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ τονισθῆ ὅτι στὸν λόγο τοῦ ἀποστόλου γίνεται ἀναφορὰ στὸν τριαδικὸ Θεό. Τί λέγει; «Δι’ αὐτοῦ ἔχομεν τὴν προσαγωγὴν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἑνὶ πνεύματι πρὸς τὸν πατέρα». Καὶ τοὺς δύο λαούς, δηλαδὴ Ἰουδαίους καὶ Ἐθνικούς, τοὺς παίρνει ἀπὸ τὸ χέρι ὁ Χριστὸς καὶ τοὺς κατευθύνει, τοὺς ὁδηγεῖ μὲ τὸ ἴδιο ἅγιο Πνεῦμα πρὸς τὸν Πατέρα.
Πραγματικὰ ὁ Θεὸς δὲν ἐγκατέλειψε τοὺς ἀνθρώπους. Εἶναι τόση ἡ ἀγάπη του, ὥστε τὸν ἴδιο τὸν Υἱό του τὸν μονογενῆ ἔστειλε κάτω στὴν γῆ νὰ μᾶς συναντήση. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία μας καὶ φανερώθηκε σὲ μᾶς στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐδῶ κάτω στὴ γῆ μᾶς κάλεσε ὅλους κοντά του καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο μᾶς ὁδήγησε στὸν Πατέρα. Χωρὶς τὸν Χριστὸ δὲν εἶναι δυνατὴ ἡ προσέγγισι τοῦ Πατέρα. Αὐτὸς εἶναι ὁ μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἡ προσαγωγὴ γίνεται ἀπὸ τὸν Υἱό. Ὁ Υἱὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ μᾶς δίδαξε τὴν ἀλήθεια, ποὺ μᾶς ἀποκάλυψε τὸν προορισμό μας, ποὺ φανέρωσε τὸν Πατέρα καὶ μᾶς προετοίμασε νὰ δεχθοῦμε τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ τὰ ἔκανε αὐτὰ μὲ τὴν διδασκαλία του, τὰ θαύματά του καὶ τὸ πάθος του, τὴν σταυρικὴ θυσία καὶ τὴν ἀνάστασί του. Ἐπειδὴ ἡ εὐθύνη ποὺ βρεθήκαμε μακρυά του εἶναι δική μας, μᾶς κάλεσε σὲ μετάνοια καὶ ζήτησε νὰ συμφιλιωθοῦμε μεταξύ μας καὶ μαζί του.
Ἐπὶ πλέον ἐπειδὴ ἡ παράβασις μᾶς σκότισε τὸν νοῦ, δὲν μπορούσαμε νὰ διακρίνωμε τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ γνωρίσωμε τὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἦρθε ὅμως τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ μᾶς φώτισε τὸν νοῦ. Ἔτσι «εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», ὅπως πολὺ ὡραῖα ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας. Χωρὶς αὐτὸν τὸν φωτισμὸ δὲν θὰ ἦταν δυνατὴ σὲ μᾶς ἡ ἀποκάλυψις τῆς ἀλήθειας, δὲν θὰ μποροῦσαμε νὰ γνωρίσωμε τὸν Θεό. Ὁ Χριστὸς μᾶς ὀδηγεῖ, τὸ Πνεῦμα μᾶς φωτίζει καὶ μποροῦμε καὶ ὁδηγούμαστε στὸν Πατέρα.
Καὶ συμπερασματικὰ λέγει ὁ Παῦλος· «Ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ». Δὲν μπορῶ νὰ μὴν ἐκφρασθῶ θαυμαστικά. Τί μεγαλεῖο ζοῦμε ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Ἐκεῖ ποὺ εἴμασταν παραβάτες καὶ ἔνοχοι ἔρχεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τὸν Υἱό του μᾶς καλεῖ κοντά του, μᾶς φωτίζει μὲ τὸ Πνεῦμά του, καὶ ἀπὸ ξένους μᾶς κάνει συμπολῖτες τῶν ἁγίων καὶ οἰκειακοὺς τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἀνεβάζει ἀπὸ τὴν γῆ στοὺς οὐρανούς. Μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους μᾶς κάνει συγκατοίκους τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ οἰκειακοὺς τοῦ Θεοῦ.
Τὸ μεγαλειῶδες καὶ οὐράνιο δῶρο, νὰ εἴμαστε συμπολῖτες τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ, μᾶς τὸ ἔδωσε χάρισμα ὁ Θεός. Ἡ δική μας τώρα εὐθύνη εἶναι νὰ ἀκολουθήσωμε τὸν Χριστό στὸ κάλεσμά του μὲ τὴν δική μας θέλησι. Αὐτὸ περιμένει ἀπὸ ἐμᾶς. Νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε πιστὰ καὶ σταθερά. Ἀξίζει κάθε κόπος καὶ θυσία ἀπὸ ἐμᾶς γιὰ τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ.