Σάββατο 11 Μαΐου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
12-5-2013

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ

ἤτοι ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΘΩΜΑ (Ἰω 20,19-31)

Ἑορτάσαμε τὴν μεγάλη καὶ λαμπροφόρο ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας, κλείσαμε τὴν καινούρια ἑβδομάδα, τὴν Διακαινήσιμη, καὶ βρισκόμαστε στὴν δεύτερη Κυριακὴ τοῦ Πεντηκοσταρίου, ποὺ εἶναι γνωστὴ ὡς Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ. Διευκρινίζεται ὅτι δὲν εἶναι ἡ μνήμη τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ, ἀλλὰ ἡ ψηλάφησις ποὺ ἔκανε ὁ Θωμᾶς στὸ σῶμα τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ. Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ ἐνώπιον τῶν μαθητῶν του, μὲ τὶς ὁποῖες ἀσφαλῶς ἐπιβεβαιώνεται τὸ γεγονὸς τῆς Ἀναστάσεως.
Οἱ μαθητὲς ἦταν συγκεντρωμένοι στὸ σπίτι μὲ κλειστὲς τὶς πόρτες γιὰ τὸν φόβο τὼν Ἰουδαίων. Ἐκεῖ ξαφνικὰ ἐμφανίσθηκε τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως ὁ Κύριος καὶ τοὺς χάρισε τὴν εἰρήνη, καὶ στὴν συνέχεια τοὺς ἔδειξε τὶς πληγὲς τοῦ πάθους, ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ τὴν λόγχη. Ὅπως ἦταν ἑπόμενο χάρηκαν οἱ μαθητές, ποὺ εἶδαν τὸν Κύριο. Σὲ αὐτὴν τὴν πρώτη συνάντησι, οἱ «Μαθητές» γίνονται «Ἀπόστολοι». Τοὺς ἐξήγησε ὅτι «καθὼς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, κἀγὼ πέμπω ὑμᾶς». Ἀπεστάλη ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸν Πατέρα ἐδῶ στὴν γῆ, γιὰ νὰ φέρη τὴν σωτηρία στοὺς ἀνθρώπους, κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ἀποστέλει τώρα ὁ Κύριος τοὺς μαθητές του ἀποστόλους τοῦ μηνύματός του στὸν κόσμο. Γιὰ τὴν ἀποστολὴ αὐτὴ τοὺς ἐνισχύσει μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Γι’ αὐτὸ, ἀφοῦ πρῶτα τοὺς ἐμφύσησε, στὴν συνέχεια τοὺς εἶπε· «Λάβετε Πνεῦμα ἅγιον», καὶ τοὺς ἐκχώρησε τὴν ἐξουσία νὰ δένουν καὶ νὰ λύνουν τὶς ἁμαρτίες τῶν πιστῶν.
Ἀπὸ τὴν πρώτη αὐτὴ συνάντησι τοῦ ἀναστάντος Κυρίου μὲ τοὺς μαθητές του ἀπουσίαζε ὁ Θωμᾶς. Πληροφορηθεὶς γιὰ τὴν φανέρωσι τοῦ Κυρίου ἐξέφρασε τὴν δυσπιστία του. Δὲν δέχθηκε τὴν μαρτυρία δέκα ἀνθρώπων, δέκα συμμαθητῶν του, ἀλλ’ ἐμπιστεύεται στὴν δική του αἴσθησι ὁράσεως καὶ ἀφῆς, γιὰ νὰ πιστέψη.
Ὁ ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας σημειώνει ὅτι ὁ Κύριος «τὸν Θωμᾶν οὐ κατέλιπε, τῷ τῆς ἀπιστίας καταβαπτίζεσθαι κλύδωνι». Ἔτσι ὁ Κύριος μετὰ ἀπὸ ὀκτὼ ἠμέρες, κατὰ τὶς ὁποῖες ὁ Θωμᾶς βούλιαζε στὴν τρικυμία τῆς ἀπιστίας, ἐμφανίζεται πάλι στὸν ἴδιο τόπο καὶ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, παρόντος καὶ τοῦ Θωμᾶ, τοῦ ὁποίου τὸ αἴτημα ἱκανοποιεῖ. Τὸν καλεῖ νὰ ψηλαφήση τὶς πληγὲς τῶν καρφιῶν καὶ  τῆς λόγχης. Τοῦ λέγει· «Φέρε τὸν δάκτυλόν σου ὧδε, καὶ ἴδε τὰς χεῖρας μου καὶ φέρε τὴν χεῖρά σου καὶ βάλε εἰς τὴν πλευράν μου, καὶ μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Πολλοὶ Πατέρες ἀμφιβάλλουν ἂν ὁ Θωμᾶς τόλμησε νὰ ψηλαφήση. Σίγουρο εἶναι ὅτι διαλύθηκε κάθε ἀμφιβολία στὴν ψυχή του, καὶ τότε ξέσπασε σὲ μιὰ συγκλονιστικὴ καὶ σωτήρια ὁμολογία· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Θὰ μποροῦσε κάλλιστα στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ τελειώση τὸ κείμενο μὲ τὴν περιγραφή τῆς νέας ἐμφανίσεως τοῦ Κυρίου. Ὅμως δὲν εἶναι μόνον ὁ Θωμᾶς, γιὰ τὸν ὁποῖο ἦρθε ὁ Κύριος. Σὰν τὸν Θωμᾶ εἴμαστε ὅλοι. Καὶ γιὰ νὰ στηρίξη ὅλους μας ὁ Κύριος, συνεχίζει τὸν διάλογο μὲ τὸν μαθητή του, γιὰ νὰ ἀκούσωμε ὅλοι τὸν μακαρισμό· «Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Δὲν ἦταν συμπτωματικὴ ἡ ἀπουσία τοῦ Θωμᾶ κατὰ τὴν πρώτη συνάντησι. Ἤθελε ὁ Κύριος, μὲ πολὺ παραστατικὸ τρόπο, νὰ χαράξη τὸν δρόμο τῆς πίστεως. Ἡ προτροπὴ εἶναι· «Μὴ γίνου ἄπιστος, ἀλλὰ πιστός». Πιστὸς ὅμως μὲ προϋποθέσεις δὲν μπορεῖ νὰ γίνη κανείς. Τὶς προϋποθέσεις, ποὺ θέτομε, γιὰ νὰ πιστεύσωμε, ὁ Κύριος τὶς ἀχρηστεύει. Δὲν γίνεται πίστις μὲ ὅρους, ποὺ ἐμεῖς βάζομε. Τὸ θέμα εἶναι ἁπλό. Ὁ Κύριος μιλάει, ἀποκαλύπτεται, φανερώνεται σὲ μᾶς, καὶ ἐμεῖς τὸν δεχόμαστε χωρὶς δισταγμὸ καὶ ἀμφιβολία. Αὐτὴ ἡ ἄμεση καὶ χωρὶς προϋποθέσεις καὶ ὅρους ἀποδοχὴ εἶναι πίστις. Καὶ ἀφοῦ πιστεύσομε, μπορεῖ νὰ ἐπιβεβαιωθῆ ἡ πίστις μὲ σημεῖα. Ὄχι ὡς προϋπόθεσις, ἀλλ’ ὡς ἐπιβεβαίωσις. Γράφει ὁ εὐαγ. Μᾶρκος· «Ἐκεῖνοι ἐξελθόντες ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων». Τὰ σημεῖα, ποὺ ζητᾶμε, ἔρχονται γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν τὴν πίστι μας. Ἡ πίστις πάντοτε ἀγγέλλεται, ἐκτίθεται, διδάσκεται καὶ ἔτσι γίνεται ἀποδεκτή. «Ἄρα ἡ πίστις ἐξ ἀκοῆς, ἡ δὲ ἀκοὴ διὰ ρήματος Θεοῦ», θὰ πῆ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Δηλαδὴ γίνεται λόγος γιὰ τὸν Θεό καὶ ἐμεῖς πιστεύομε. Οἱ Ἀπόστολοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἄκουσαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Κύριο τὸν λόγο τῆς σωτηρίας. Αὐτοὶ τὸ μεταφέρουν σὲ ἐμᾶς. Ἐμεῖς τὸν δεχόμαστε διότι τὸ βεβαιώνουν αὐτοὶ οἱ πρῶτοι μάρτυρες, ποὺ εἶναι αὐτήκοοι καὶ αὐτόπτες. Πάλι ὁ Παῦλος θὰ πῆ ὅτι ὁ λόγος τῆς σωτηρίας· «ὑπὸ τῶν ἀκουσάντων εἰς ἡμᾶς ἐβεβαιώθη».
Ἡ ψηλάφησις τοῦ Θωμᾶ εἶναι ἱστορικὸ γεγονός μὲ μεγάλη σημασία γιὰ τὴν στερέωσι τῆς πίστεώς μας, τοῦ καθενός μας ξεχωριστά. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὸ ἑορτάζει τὴν ἑπομένη μετὰ τὸ Πάσχα Κυριακή, καὶ διότι ἔγινε ὀκτὼ ἡμέρες μετὰ τὴν πρώτη ἐμφάνισι, ἀλλὰ καὶ διότι ἔχει καθοριστικὴ σημασία ὁ μακαρισμός τοῦ Κυρίου γιὰ τούς «μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες». Ὁ μακαρισμὸς προῆλθε ὡς ἀπάντησις στὸν δισταγμὸ τοῦ ἀποστόλου Θωμᾶ. Νὰ μὴν ἐπιζητοῦμε σημεῖα, νὰ μὴ κλείνωμε τὴν καρδιά μας στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τὰ ἐμπόδια ποὺ βάζομε ἐμεῖς μᾶς ἐξαιροῦν ἀπὸ τὸν μακαρισμό τοῦ Κυρίου. Γιὰ νὰ μᾶς μακαρίζη ὁ Κύριος, θὰ ἀκοῦμε καὶ θὰ δεχόμαστε, θὰ ἀκοῦμε καὶ θὰ πιστεύουμε.
Ἀλλὰ καὶ βεβαίως θὰ ὁμολογοῦμε, ὅπως καὶ ὁ Θωμᾶς· «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Διότι αὐτὸς ποὺ πιστεύει δὲν μπορεῖ, καὶ δὲν πρέπει, νὰ μὴν ὁμολογῆ δημοσίως τὴν πίστι του. Καὶ ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι γιὰ νὰ γίνη αὐτὴ ἡ ὁμολογία.
Τονίζω ἀκόμη καὶ μία λεπτομέρεια ἀπὸ τὴν ὁμολογία τοῦ Θωμᾶ. Φαίνεται ἀσήμαντο ἐκεῖνο τό «μου», ποὺ ἐπαναλαμβάνεται. «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου». Ἐδῶ ὅμως ἀποκαλύπτεται μία σωτήρια ἀλήθεια. Ὁ Θωμᾶς δὲν λέγει γενικὰ καὶ ἀόριστα, εἶσαι «ὁ Κύριος καὶ ὁ Θεός», ἀλλὰ ὁ δικός μου Κύριος καὶ ὁ δικός μου Θεός. Ὑπάρχει καὶ ἀναπτύσεται μία προσωπικὴ ἀγαπητικὴ σχέσις μεταξὺ τοῦ πιστοῦ καὶ τοῦ Κυρίου. Σχέσι ποὺ φανερώνει τὸ βάθος τῆς πίστεως. Οἱ Πατέρες κάνουν λόγο γιὰ τὰ ἐπίθετα μὲ τὰ ὁποῖα ἐπικαλούμαστε τὸν Κύριο, ἤ τὸν προσφωνοῦμε στὶς προσευχές μας. Ὅσο πιὸ ἀγαπητικὴ εἶναι ἡ προσφώνησις τόσο στενότερη εἶναι ἡ σχέσις μας καὶ τόσο πιὸ δυνατή ἡ πίστις μας. Μποροῦμε, ἢ ἔχομε φθάσει στὸ σημεῖο, νὰ τὸν ἀποκαλοῦμε «χαρά μου», «ψυχή μου», «σωτῆρα μου», «ζωή μου», κτλ., ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσε ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ ἢ ὁ πατὴρ Παΐσιος; Εἶναι ὁ δικός μου Σωτήρας ὁ Κύριος;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου