Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 25.01.2015

ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΠΕΜΠΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 19,1-10)

«Ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι»

Περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ. Καὶ νά, ἕνας ἄνδρας ποὺ τὸν ἔλεγαν Ζακχαῖο, προϊστάμενος τοῦ τελωνείου καὶ πολὺ πλούσιος, προσπαθοῦσε νὰ ἰδῆ τὸν Ἰησοῦ ποιὸς εἶναι, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε λόγω τοῦ πλήθους, διότι ἦταν χαμηλοῦ ἀναστήματος. Ὅμως, γιὰ νὰ τὸν ἰδῆ,  προέτρεξε καὶ ἀνέβηκε σὲ μιὰ συκομουριά, μιὰ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ θὰ περνοῦσε. Ὅταν ἔφθασε ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, σήκωσε τὸ βλέμμα του, τὸν εἶδε καὶ τοῦ εἶπε˙ Ζακχαῖε, κατέβα ἀμέσως, σήμερα πρέπει νὰ μείνω στὸ σπίτι σου. Αὐτὸς κατέβηκε βιαστικά, καὶ μὲ χαρὰ τὸν ὑποδέχθηκε. Ὅλοι ὅμως ποὺ τὸν εἶδαν γόγγυσαν ποὺ μπῆκε νὰ καταλύση στὸ σπίτι ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Μπαίνοντας στὸ σπίτι, σταμάτησε ὁ Ζακχαῖος καὶ εἶπε στὸν Ἰησοῦ˙ Νὰ τώρα, τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά μου τὰ δίδω στοὺς πτωχούς, καὶ ἐὰν κάποιον ἀδίκησα τοῦ τὸ ἐπιστρέφω τετραπλάσιο. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν διαβεβαίωσε ὅτι σήμερα στὸ σπίτι αὐτὸ ἔγινε σωτηρία, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς εἶναι υἱὸς τοῦ Ἀβραάμ. Ἐξ ἄλλου ἦλθε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀναζητήση καὶ νὰ σώση «τὸ ἀπολωλός», τὸ χαμένο.

Ἡ περίπτωσις τοῦ Ζακχαίου εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ καὶ πρέπει νὰ τὴν προσέξωμε ἰδιαιτέρως. Δείχνει τὴν ἀναζήτησι τοῦ ἀνθρώπου. Δείχνει τὴν δίψα ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος νὰ γνωρίση τὸν Θεό. Δείχνει τὴν συγγενικὴ σχέσι τοῦ πλάματος πρὸς τὸν πλάστη του. Αὐτὸ εἶναι ἕνα αἴτημα τῆς κάθε ψυχῆς. Καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν θέσι ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος στὴν κοινωνία. Καὶ ὑψηλόβαθμος ἀξιωματοῦχος νὰ εἶναι φλέγεται ἀπὸ τὴν ἴδια ἐπιθυμία πρὸς τὸ θεῖον. Ὁ Ζακχαῖος τοῦ εὐαγγελίου ὅμως εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ξεπέρασε τὸ μεγάλο ἐμπόδιο. Ἡ θέσις του στὴν ὑπαλληλία καὶ ὁ πλοῦτος του δὲν στάθηκαν ἱκανὰ ἐμπόδια, γιὰ νὰ φανερώση τὸν πόθο του. Δὲν λογάριασε τὶ θὰ πῆ ὁ κόσμος. Καὶ ἀφοῦ παραμέρισε αὐτὸ τὸ ἐμπόδιο μπόρεσε καὶ πέτυχε τὸ ποθούμενο. Νὰ γιατὶ ὁ Ζακχαῖος εἶναι περίπτωσις ποὺ πρέπει νὰ προσέξωμε. Διότι γιὰ τοὺς περισσότερους ἔχει σημασία τὸ τὶ θὰ πῆ ὁ κόσμος, καὶ λογαριάζοντας τὴν γνώμη καὶ τὰ σχόλια τοῦ κόσμου ἀποφεύγουν νὰ ἐκφράσουν τὸν πόθο τῆς ψυχῆς τους. Ὁ Ζακχαῖος, σὰν νὰ ἦταν μικρὸ παιδί, σκαρφάλωσε πάνω στὰ κλαδιὰ δένδρου, γιὰ νὰ δῆ τὸν Χριστό. Ἔτσι εἶναι. Τὸ εἶπε ὁ Χριστὸς, ὅτι πρέπει νὰ γίνωμε «ὡς τὰ παιδία, διότι τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Τὰ παιδιά, μὲ τὴν ἀθωότητά τους, δὲν ὑπολογίζουν τί θὰ πῆ ὁ κόσμος, οὔτε τὰ ἐνδιαφέρει ἡ γνώμη τῶν ἄλλων. Καὶ ὁ Ζακχαῖος δὲν λογιάρασε τὴν γνώμη τοῦ κόσμου.

Ὁ ἄνθρωπος δείνει τὴν πρόθεσι καὶ ἐπιθυμία, ἀνοίγει τὴν θέλησί του, καὶ τὰ ὑπόλοιπα τὰ συμπληρώνει ὁ Θεός. Ὁ Θεὸς μᾶς ψάχνει νὰ μᾶς βρῆ γιὰ νὰ μᾶς σώση. Ἐμεῖς πρέπει νὰ φωνάξωμε καὶ νὰ τοῦ ποῦμε ὅτι εἶμαστε ἐδῶ καὶ θέλομε τὴν σωτηρία. Τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς βρῆ. Αὐτὸ τὸ βλέπομε καθαρὰ στὴν περίπτωσι τοῦ Ζακχαίου. Ἤθελε μόνο νὰ δῆ τὸν Χριστό. Ἔδειξε τὴν πρόθεσί του. Καὶ μάλιστα δὲν δίστασε νὰ ἀνεβῆ στὸ δένδρο γιὰ νὰ δῆ, χωρὶς νὰ τὸν δοῦν. Ποτὲ δὲν περίμενε ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ τὸν ἀναζητήσει, καὶ ὅτι θὰ μιλήσει μαζί του, καὶ ὅτι θὰ τοῦ ζητήσει νὰ τὸν φιλοξενήση ἐκείνη τὴν ἡμέρα.

Ἡ συνάντησις μὲ τὸν Χριστό τοῦ ἐπέφερε μιὰ βαθειὰ ἀλλοίωσι. Ἔγινε στὸν ἐσωτερικὸ κόσμο τοῦ Ζακχαίου μία μεγάλη μεταβολή. Ἡ ἀλλαγὴ ἔγινε καὶ ἦταν ριζική. Ἄνθρωπος ποὺ θησαύριζε ἀπὸ τὴν σκληρὴ καὶ ἀπάνθρωπη φορολογία, ξαφνικὰ ἀποχωρίζεται ἀπὸ τὸν πλοῦτο του. Ἀπαρνεῖται τοὺς θησαυρούς του καὶ τοὺς διαθέτει στοὺς πτωχούς. Κάνει δημόσια δήλωσι ἐνώπιον ὅλων ὅτι τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά του τὰ μοιράζει στοὺς πτωχούς. Κόβει μὲ τὸ πρῶτο τὸ πιὸ γερὸ δεσμὸ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν γῆ καὶ τὸν ὑλικὸ καὶ φθαρτὸ κόσμο, τὴν ἀγάπη του δηλαδὴ μὲ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη γιὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ τὸ χρῆμα εἶναι τὸ μεγαλύτερο ἐμπόδιο γιὰ τὴν εἴσοδο τοῦ ἀνθρώπου στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὅπως τὸ ἀκούσαμε στὴν συζήτησι τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ πλούσιο νέο. Ὁ Ζακχαῖος ἔκοψε τὸν γόρδιο δεσμὸ καὶ ἐλευθερώθηκε.

Ἡ μεγάλη ἀλλαγή, ἡ ἐσωτερικὴ καὶ σωτήρια ἀλλαγή, γίνεται πιὸ βαθειὰ καὶ οὐσιαστική. Προχώρησε πιὸ πέρα καὶ ἔκανε δημόσια ἐξομολόγησι. Ἀνεγνώρισε ὅτι ὑπῆρξε ἄδικος, ὅτι ἔκανε κακὸ σὲ ἄνθρώπους, ὅτι τοὺς ἔκλεψε καὶ τοὺς πῆρε περισσότερα ἀπὸ ὅσα ἔπρεπε. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς μετανοίας. Καὶ δὲν ἔκανε μετάνοια μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὰ ἔργα. Ἡ ὑπόσχεσις˙ «καὶ εἴ τινός τι ἐσυκοφάντησα, ἀποδίδωμι τετραπλοῦν» δείχνει ἔμπρακτη μετάνοια. Τὰ ἀδίκως σωρευμένα κέρδη τὰ ἐπιστρέφει στοὺς δικαιούχους στὸ τετραπλάσιο. Ἕνα ἔκλεψε; Ἐπιστρέφει τέσσερα! Αὐτὴ εἶναι πραγματικὴ μετάνοια. Φαίνεται δύσκολο, ὅμως ἡ σωτήρια συνάντησις μὲ τὸν Χριστό, τὰ κάνει ὅλα δυνατά. Μιὰ τέτοια ριζικὴ ἀλλαγὴ μόνον μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ γίνη.

Ὁ Ζακχαῖος μόνον μία ἐπιθυμία εἶχε˙ «Ἐζήτει ἰδεῖν τὸν Ἰησοῦν τίς ἐστι». Καὶ ὄχι μόνον εἶδε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰησοῦς τὸν εἶδε, καὶ τοῦ μίλησε καὶ τὸν ἔσωσε. Διότι εἶπε ὁ Ἰησοῦς˙ «Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐγένετο». Σήμερα ἡ σωτηρία ἦρθε σὲ αὐτὸ τὸ σπίτι, στὸ σπίτι τοῦ Ζακχαίου.

Ὁ Χριστὸς τὸν κατέβασε ἀπὸ τὸ δένδρο, ἀλλὰ τὸν ἀνέβασε στὸν οὐρανό. Ἀπὸ τὸ δένδρο, ὅπου ἦταν κρυμμένος ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ κόσμου, κατέβασε ὁ Χριστὸς τὸν Ζακχαῖο. Τοῦ εἶπε˙ «Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι». Ὁ Κύριος θέλει νὰ τὸν ἀναζητοῦμε καὶ νὰ τὸν ὁμολογοῦμε φανερά. Δὲν μποροῦμε, οὔτε πρέπει, νὰ κρυβόμαστε. Καὶ αὐτός «σπεύσας κατέβη, καὶ ὑπεδέξατο αὐτὸν χαίρων». Πῶς νὰ μὴν χαίρεται, ὅταν αὐτό, ποὺ τόσο ἐπιθυμοῦσε νὰ γίνη, ἔγινε; Ὄχι ἁπλῶς ἔγινε, ὄχι μόνον εἶδε ποιὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ἀλλὰ καὶ τὸν φιλοξένησε στὸ σπίτι του. Κατέβηκε ἀπὸ τὸ δένδρο καὶ βρέθηκε στὸν οὐρανό. Ἔκανε μικρὸ κόπο καὶ βρῆκε μεγάλο θησαυρό. Ἔδειξε τὴν ἐπιθυμία του μόνο γιὰ νὰ γνωρίση τὸν Ἰησοῦ, καὶ ὁ Κύριος τοῦ χάρισε τὰ οὐράνια.
Ἐμεῖς αὐτὸ τὸ λίγο μποροῦμε νὰ κάνωμε. Νὰ ἐπιθυμήσουμε τὸν Χριστό. Νὰ τὸν ἀναζητήσουμε. Νὰ θελήσωμε νὰ τὸν γνωρίσωμε. Καὶ Ἐκεῖνος σὲ τέτοιες εἰλικρινεῖς διαθέσεις καὶ ἐπιθυμίες ἀνταποκρίνεται. Στὰ αἰτήματά μας δίνει ἀπάντησι τέτοια, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ τὴν συλλάβουμε μὲ τὸ νοῦ μας. Ποῦ νὰ φαντασθῆ ὁ Ζακχαῖος ὅτι, μόνο μὲ τὴν ἐπιθυμία του νὰ δῆ τὸν Ἰησοῦ, θὰ γινόταν Ἀπόστολος!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου