Σάββατο 9 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 10.08.2014


ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΝΑΤΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Μθ 14,22-34)

Στὸ εὐαγγέλιο τῆς περασμένης Κυριακῆς θαυμάσαμε γιὰ τὸν χορτασμὸ τῶν πέντε χιλιάδων ἀπὸ τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τοὺς μαθητές του μὲ τὸ πλοῖο καὶ ὁ ἴδιος ἔμεινα γιὰ νὰ διαλύση τὸν ὄχλο. Καὶ ἀφοῦ ἔγιναν ὅλα, ἔμεινε μόνος του καὶ ἀνέβηκε στὸ ὄρος γιὰ νὰ προσευχηθῆ. Στὴν λίμνη τὸ πλοῖο δοκιμαζόταν ἀπὸ ἰσχυρὴ φουρτούνα μὲ ἀντίθετο ἄνεμο. Τὰ χαράματα, τότε ποὺ γίνεται ἡ ἀλλαγὴ τῆς τέταρτης σκοπιᾶς, τοὺς ἔφθασε ὁ Κύριος περπατώντας πάνω στὴν θάλασσα. Ὅταν τὸν εἶδαν οἱ μαθητὲς νὰ περπατάη πάνω στὰ κύματα ταράχθηκαν, διότι νόμισαν ὅτι πρόκειται γιὰ φάντασμα, καὶ φώναξαν ἀπὸ φόβο. Ὅμως τοὺς ἡσύχασε ὁ Κύριος λέγοντας˙ Νὰ ἔχετε θάρρος, ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβᾶσθε. Ἀπάντησε ὁ Πέτρος καὶ εἶπε˙ Κύριε, ἐὰν εἶσαι ἐσὺ, δῶσε ἐντολὴ νὰ ἔρθω κοντά σου πάνω στὰ κύματα. Καὶ αὐτὸς, ἔτσι ἀπλὰ, τοῦ εἶπε, ἔλα. Καὶ κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο, περπάτησε πάνω στὰ κύματα, καὶ ἦλθε πρὸς τὸν Ἰησοῦ. Βλέποντας τὸν δυνατὸ ἄνεμο, φοβήθηκε, καὶ σὰν ἄρχισε νὰ βυθίζεται φώναξε˙ Κύριε, σῶσε με. Ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς ἅπλωσε τὸ χέρι του, τὸν ἔπιασε, καὶ τοῦ εἶπε˙ Ὀλιγόπιστε! Γιατὶ δίστασες; Καὶ μόλις μπῆκαν στὸ πλοῖο ἠρέμησε ὁ ἄνεμος. Οἱ ὑπόλοιποι τὸν προσκύνησαν καὶ εἶπαν. Πραγματικὰ εἶσαι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Καὶ μὲ τὸ πλοῖο ἔφθασαν στὴν Γενησαρέτ.

Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα εἶναι ἡ συνέχεια ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο τῆς περασμένης Κυριακῆς. Εἶδαμε τὸν Κύριο νὰ ἀποσύρεται στὸ ὄρος καὶ νὰ προσεύχεται μόνος του καὶ οἱ μαθητές του νὰ βρίσκωνται στὸ πλοῖο. Τὸ πλοῖο ὅμως δοκιμάζεται ἀπὸ φοβερὴ τρικυμία καὶ οἱ μαθητὲς κινδυνεύουν. Στὴν πιὸ κρίσιμη ὥρα κάνει τὴν ἐμφάνισί του ὁ Κύριος, ποὺ ἡ παρουσία του ξαφνιάζει τοὺς τρομαγμένους μαθητές. Τὸν φόβο τους τὸν διαλύει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, λέγοντάς τους τὸν τόσο παρηγορητικὸ καὶ ἐνισχυτικὸ λόγο˙ «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι˙ μή φοβεῖσθε».

Τρικυμία μὲ ἄπειρους καὶ ἀπρόβλεπτους κινδύνους εἶναι ἡ ζωή μας, ἡ ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Εἶναι «ἐναντίος ὁ ἄνεμος» πάντα, καὶ ὅλα μᾶς φαίνονται δύσκολα. Ὁ κίνδυνος νὰ καταποντισθοῦμε εἶναι ἐπίσης μπροστά μας. Θὰ πρέπει ὅμως νὰ ξέρωμε ὅτι δὲν εἴμαστε μόνοι μας. Ὁ Κύριος εἶναι πάντα κοντά μας, καὶ μᾶς παρηγορεῖ μὲ τὴν παρουσία του. Νὰ ἔχετε θάρρος, μᾶς λέει, καὶ νὰ μή φοβᾶσθε, διότι ἐγὼ εἶμαι ἐδῶ. Αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Κυρίου δὲν λέγεται μόνο στοὺς μαθητές του, στὸ πλοῖο ποὺ κινδυνεύει, ἀλλὰ σὲ ὅλους ἐμᾶς. Καὶ ἰσχύει ὄχι μόνον ὅταν κινδυνεύομε, ἀλλὰ πάντα. Αὐτὴ ἡ αἴσθησις τῆς πραγματικῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου, πρέπει νὰ εἶναι ζωντανή. Ἐμεῖς δὲν ἔχομε Θεό, ἔτσι, μία δύναμι ἀόριστη καὶ φανταστική. Ὁ Θεός μας εἶναι πρόσωπο, καὶ μαζί του μποροῦμε, καὶ πρέπει, νὰ ἔχωμε ἐπίσης προσωπικὲς σχέσεις. Νὰ φθάσωμε στὸ σημεῖο νὰ τοῦ μιλᾶμε, ὅπως μιλᾶμε στὸν φυσικὸ πατέρα μας. Ἡ προσωπικὴ παρουσία τοῦ Κυρίου στὴν ζωή μας πρέπει νὰ εἶναι ἕνα βίωμα, μία κατάστασις. Ὁ Κύριος μᾶς λέει «Ἐγὼ εἶμαι». Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ πῆ μία ἀόριστη δύναμι ποὺ δὲν εἶναι πρόσωπο. Τὸ λέει ὅμως ὁ Χριστός, διότι εἶναι πρόσωπο.

Ὅταν οἱ μαθητές του κινδύνευαν, ὁ Κύριος δὲν ἦταν μαζί τους, ἀλλὰ βρισκόταν στὸ ὄρος προσευχόμενος. Ὡς Θεὸς ὅμως ἔβλεπε, καὶ στὴν κατάλληλη στιγμὴ ἔκανε τὴν παρουσία του. Ἔτσι ἐνεργεῖ ὁ Θεός. Μᾶς ἀφήνει νὰ δοκιμαζόμαστε, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει. Καὶ ἀφοῦ δοκιμασθοῦμε, ἐπεμβαίνει τὴν ὥρα ποὺ αὐτὸς θεωρεῖ κατάλληλη. Ἔμεῖς ἁπλῶς δὲν πρέπει νὰ ἀπελπιζώμαστε.  «Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι, μή φοβεῖσθε». Σχολιάζοντας ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας αὐτὸν τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, λέγει˙ «Μὲ τὸ θαρσεῖτε ποὺ εἶπε, ἀπαιτεῖ τὴν πίστιν, μὲ τὴν ὁποία σώζεται ὁ κάθε ἕνας, ποὺ εἰλικρινὰ πιστεύει στὸν Χριστό». Πραγματικὰ εἶναι πολύτιμα λόγια, ποὺ θὰ ἐνισχύουν κάθε ταραγμένη ψυχή, μέχρις ὅτου ὅλα τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ διαπεράσουν τὸ ταραγμένο πέλαγος αὐτῆς τῆς ζωῆς, καὶ φθάσουν στὴν οὐράνια γαλήνη καὶ ἀσφάλεια.

Οἱ μαθητὲς τοῦ Κυρίου ὅταν βεβαιώθηκαν πιὰ ὅτι πράγματι εἶναι ὁ διδάσκαλός τους, αὐτὸς ποὺ τὸν νόμισαν φάντασμα, ζήτησε ὁ Πέτρος νὰ περπατήση καὶ ὁ ἴδιος στὰ κύματα. Περπάτησε, ἀλλὰ σὲ λίγο, ὅταν εἶδε «τὸν ἄνεμον ἰσχυρόν», φοβήθηκε καὶ ἄρχισε νὰ βυθίζεται. Γιὰ νὰ τοῦ πῆ ὁ Κύριος˙ «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;»  Νωρίτερα ἀναφέραμε ὅτι μὲ τὸ «Θαρσεῖτε» ἀπαιτεῖ ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Κύριος τὴν πίστι μας. Τώρα, ποὺ ὁ Πέτρος βαδίζει στὰ κύματα, ἀλλὰ σὲ λίγο βυθίζεται, ὁ Κύριος τὸν ἐλέγχει γιὰ ὀλιγοπιστία καὶ ἐκφράζει τὸ παράπονό του˙ «Εἰς τί ἐδίστασας;»

Φοβᾶμαι, ἀδελφοί μου, ὅτι αὐτὴ εἶναι ἡ δική μας κατάστασις. Βλέπομε τὸν Κύριο μπροστά μας, ζητᾶμε, καὶ μᾶς δίνει τὴν ἄδεια, νὰ τὸν προσεγγίσωμε στὰ κύματα, ἀλλὰ μπροστὰ στὸν ὁρατὸ κίνδυνο ἀπὸ τὸν «ἐναντίο ἄνεμο» χάνομε τὴν πίστι μας, καὶ βυθιζόμαστε. Ὁμολογοῦμε πίστι στὸν Ἰησοῦ Χριστό, καὶ πορευόμαστε καλὰ, μέχρις ὅτου παρουσιασθῆ κάποια δυσκολία, κάποιος πειρασμός, μία δοκιμασία, καὶ τότε ξαφνικὰ καὶ πολὺ εὔκολα διαπιστώνομε ὅτι ἡ πίστις μας εἶναι ἀδύναμη, λιγοστή. Καὶ ἀκοῦμε καὶ τὸ παράπονο τοῦ Κυρίου˙ «Εἰς τί ἐδίστασας;» Πῶς νὰ μὴ  παραπονιέται γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία μας, ἀφοῦ ὁ ἴδιος μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι παρών, μᾶς  βλέπει, μᾶς παρακολουθεῖ καὶ, μὲ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ πλάσμα του, ἐπεμβαίνει καὶ μᾶς σώζει;

Ὁ Κύριος εἶναι πάνω ἀπὸ τὰ κύματα. Βαδίζει πάνω σὲ αὐτά. Δηλαδὴ ὁ Κύριος ἐξουσιάζει ὅλες τὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς μας. Ἐλέγχει ὅλες τὶς δοκιμασίες μας, διότι τὰ πάντα εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν δικαιοδοσία του. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ παντοδύναμος, ὁ παντοκράτορας. Ἀπὸ τὸ περιστατικὸ τοῦ Πέτρου, φαίνεται ὅτι δίνει καὶ σὲ ἐμᾶς τὴν ἐξουσία νὰ βαδίζωμε πάνω στὰ κύματα, δηλαδὴ νὰ ἐξουσιάζωμε τὶς δοκιμασίες. Ὅμως τὸ βλέμμα μας θὰ εἶναι στραμμένο στὸν Κύριο μὲ ἐμπιστοσύνη. Ὁ Πέτρος «βλέπων τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων˙ Κύριε, σῶσόν με». Καὶ ἐμεῖς ἐὰν δὲν βλέπομε τὸν Κύριο, ἀλλὰ τὸν κίνδυνο, θὰ κινδυνεύσωμε νὰ βυθισθοῦμε. Ὁ Κύριος ὅμως εἶναι παρών. Σὲ αὐτὸν νὰ στρέφωμε τὰ βλέμμα μας. Αὐτὸν νὰ ἐμπιστευόμαστε. Ἀπὸ αὐτὸν νὰ ζητᾶμε τὴν βοήθεια. Σὲ αὐτὸν νὰ κράζωμε «Κύριε, σῶσόν με», καὶ αὐτὸς τὸτε μὲ τὸ παντοδύναμο χέρι του μᾶς σώζει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου