Σάββατο 4 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 05.01.2013

ΚΥΡΙΑΚῌ ΠΡΟ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ (Β΄ Τιμ 4,5-8)
Τὰ Φῶτα εἶναι ἑορτὴ πλαισιωμένη μὲ Κυριακὴ πρὸ καὶ μετὰ τὴν ἑορτή. Σήμερα γίνεται ἡ Κυριακὴ πρὸ τῶν Φώτων, κατὰ τὴν ὁποία ἀκούγεται ἀποστολικὴ περικοπὴ ἐπιλεγμένη ἀπὸ τὴν δεύτερη πρὸς Τιμόθεο ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἡ ἐπιστολὴ αὐτή, ἀναγνωρίζεται ἀπὸ ὅλους ὅτι, εἶναι ἡ τελευταία ποὺ ἔγραψε ὁ ἀπόστολος.
Στὴν περικοπὴ τῆς ἡμέρας περαθέτει ἕναν, κατὰ κάποιο τρόπο, ἀπολογισμὸ γιὰ τὴν ὅλη ἀποστολικὴ διαδρομή του. Συμπεραίνει καὶ γράφει· «Λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ». Δηλαδὴ δὲν μένει παρὰ νὰ μοῦ δοθῆ τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, ποὺ θὰ μοῦ τὸ ἀποδώσει ὁ Κύριος κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Ἡ ἡμέρα ἐκείνη εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Κρίσεως καὶ ἀποδόσεως ἀπὸ τὸν δίκαιο Κριτὴ στὸν καθένα ὅ,τι τοῦ ἀξίζει. Καὶ συμπληρώνει ὁ Παῦλος ὅτι, τὸ στεφάνι αὐτὸ τὸ δικαιοῦνται καὶ ὅλοι ὅσοι ἔχουν ἀγαπήσει τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου.
Αὐτὸς ὁ τελευταῖος λόγος τοῦ Παύλου εἶναι μία ζυγαριά. Καὶ τὶ ζυγίζει; Ὅλους ἐμᾶς τοὺς χριστιανούς. Ὄχι βεβαίως τὸ σωματικὸ βάρος μας, ἀλλὰ τὴν σχέσι ποὺ ἔχουμε καὶ διατηροῦμε μὲ τὸν Κύριο. Ποιὰ εἶναι ἡ ζυγαριά; Ἡ διαβεβαίωσις ὅτι δικαιοῦνται τὸ στεφάνι καὶ ὅλοι ὅσοι ἀγαποῦν τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου. Αὐτὸς ὁ λόγος μᾶς κρίνει ὅλους, μᾶς δοκιμάζει ὅλους, ἄρα πρέπει καὶ νὰ μᾶς καθοδηγῆ ὅλους.
Ὅταν μιλᾶμε ἐμεῖς γιὰ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου περιοριζόμαστε στὴν βάπτισι τοῦ Κυρίου τὴν ὁποία καὶ ὀνομάζομε Θεοφάνεια ἢ Ἐπιφάνεια. Καὶ εἶναι πράγματι ἐπιφάνεια καὶ φανέρωσις ὄχι μόνον τοῦ Υἱοῦ ἀλλὰ ὅλης τῆς ἁγίας Τριάδος. Γίνεται ἀποκάλυψις τῆς Θεότητος μὲ τὸν πιὸ θαυμαστὸ τρόπο. Δὲν εἶναι ὅμως μόνον αὐτὴ ἡ ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου. Ὁ ἴδιος μᾶς προειδοποίησε καὶ μᾶς ἐνημέρωσε γιὰ τὴν ἐπικείμενη παρουσία του, τὴν ἐπιφάνεια, γιὰ δεύτερη φορὰ στὴν γῆ. Σὲ χρόνο ἄδηλο, ἀπροσδιόριστο, βέβαιο ὅμως καὶ πραγματικό. Γι’ αὐτὴν τὴν δεύτερη ἐπιφάνεια μιλάει ὁ Παῦλος. Αὐτὴν τὴν δεύτερη ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου, ὅσοι τὴν ἔχουν ἀγαπήσει, δικαιοῦνται τὸ στεφάνι.
Πῶς ὅμως βλέπομε ἐμεῖς τὴν δεύτερη αὐτὴ παρουσία τοῦ Κυρίου; Θέλομε νὰ γίνη; Θέλομε νὰ ἔρθη ὁ Χριστός; Δυστυχῶς, ὅλοι θεωροῦμε τὴν δεύτερη παρουσία τοῦ Κυρίου ἐδῶ στὴν γῆ ὡς μία ἐπικείμενη καταστροφή, ὡς μία ὀλέθρια κατάστασι, ὡς μία τιμωρητικὴ πανανθρώπινη κρίσι. Καὶ μόνον ἡ σκέψις μᾶς προκαλεῖ φόβο καὶ τρόμο, καὶ τελικὰ δὲν θέλομε καθόλου νὰ περνάη ἀπὸ τὸ μυαλό μας αὐτὴ ἡ ὥρα. Δὲν ἀντέχομε νὰ τὴν κρατᾶμε ζωντανὴ στὴν μνήμη μας καὶ νὰ «φιλοσοφοῦμε» πάνω σὲ αὐτήν. Ἀπέχει πολὺ ἡ δική μας ἀντίληψις καὶ ἀντιμετώπισις, ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Γιατί;
Ἡ ἀπάντησις στὸ ἐρώτημα δίδεται ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ρωτάει· «Πῶς θὰ μποροῦσε κάποιος, καὶ μὲ ποιὸ τρόπο, νὰ δείξη τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ»; Καὶ ἀπαντάει· «Ἐὰν χαίρεται γιὰ τὴν παρουσία του. Καὶ αὐτὸς ποὺ χαίρεται γιὰ τὴν παρουσία του κάμνει ἔργα ἄξια τῆς χαρᾶς. Διαθέτει τὰ ὑπάρχοντά του, ἂν χρειασθῆ, καὶ τὴν ζωή του, προκειμένου νὰ πετύχη τὰ μέλλοντα ἀγαθά, ὥστε νὰ ἀξιωθῆ νὰ ἰδῆ τὴν δευτέρα παρουσία ὅπως πρέπει, μὲ παρρησία, δόξα καὶ λαμπρότητα.  Τοῦτό ἐστι ἀγαπᾷν τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ». Καὶ προσθέτει στὴν συνέχεια τὸν λόγο τοῦ Κυρίου· «Αὐτὸς ποὺ μὲ ἀγαπάει θὰ ἐφαρμόσει τὶς ἐντολές μου καὶ τότε ἐγὼ καὶ ὁ πατέρας μου θὰ τὸν συναντήσωμε καὶ θὰ παραμείνωμε μαζί του».
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἀποκαλυπτικὸ λόγο τοῦ ἁγίου πατρός, γίνεται ἀντιληπτό,  γιατὶ ἐμεῖς δὲν ἀγαπᾶμε τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ τὴ φοβόμαστε. Ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴν ζωή μας ἡ ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν. Δὲν τηροῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἡ μόνιμη ἀθέτησις τῶν ἐντολῶν του μᾶς κάνει νὰ νοιώθουμε ἔνοχοι καὶ ὑπόλογοι ἔναντι τοῦ Κυρίου, καὶ γι’ αὐτὸ δὲν θέλομε νὰ γίνη ἡ δεύτερη παρουσία του. Ἡ ἐνοχὴ τῆς ἁμαρτίας δὲν μᾶς ἀφήνει περιθώρια νὰ μποροῦμε νὰ περιμένωμε μὲ λαχτάρα τὴν «ἡμέρα ἐκείνη». Ἑπομένως γνωρίζομε καλὰ ὅτι, δὲν δικαιούμαστε τὸ στεφάνι ἐξ αἰτίας τῆς παραβατικότητος, ποὺ καθημερινὰ ἐπιδεικύομε. Διότι ὅποιος ἀγαπάει τὴν ἐπιφάνειά του, ἐπιμένει ὁ ἅγιος πατήρ, θὰ τὰ κάνει ὅλα ὥστε νὰ προσελκύση τὸν Κύριο, νὰ ἔλθη καὶ νὰ μείνη μαζί του.
Τονίζει ἀκόμα καὶ τὴν σημασία τῆς ὀνομασίας «ἐπιφάνεια» καὶ λέγει· Λέγεται ἐπιφάνεια διότι φαίνεται νὰ ἔρχεται ἀπὸ πάνω, ἄνωθεν ἀνατέλλει. Ἑπομένως τὰ ἄνω πρέπει νὰ ἐπιζητοῦμε, καὶ τότε θὰ τραβήξουμε πάνω μας τὶς φωτεινὲς ἀκτῖνες. Ἀντίθετα ὅσοι σκύβουν κάτω στὴν γῆ, καὶ σ’ αὐτὴν προσαρμόζουν τὸν ἑαυτό τους, δὲν θὰ μπορέσουν νὰ δοῦν τὸ ἡλιακὸ ἐκεῖνο φῶς. Κανένας ἀπὸ ὅσους μολύνουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τα βιωτικὰ πράγματα δὲν θὰ μπορέση νὰ δῆ τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης.
Συμπερασματικά, αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν τὴν ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου εἶναι ὅλοι ὅσοι ἔχουν ὡς βασικὸ μέλημά τους τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή τους, ὅσοι θέλουν νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅσοι ἔχουν τὸ εὐαγγέλιο ὡς νόμο στὴν ζωή τους. Εἶναι ὅσοι χαίρονται γιὰ τὴν σάρκωσι τοῦ Λόγου καὶ γιὰ τὴν ἐγκαθίδρυσι στὴν γῆ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Στὴν συνέχεια εἶναι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι χαίρονται μὲ τὴν πρόοδο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐξάπλωσί της στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης. Χαίρονται μὲ τὴν πρώτη ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου στὴν γῆ. Λατρεύουν τὸν Κύριο καὶ εὐφραίνονται μὲ τὸν λόγο του. Ὁμολογοῦν ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων μὲ παρρησία τὴν πίστι καὶ ἀγάπη τους πρὸς τὸν Κύριο, χωρὶς φόβο καὶ δισταγμούς.  Ὅσοι χαίρονται γιὰ τὴν πρώτη ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου εἶναι ἀσφαλῶς αὐτοὶ ποὺ ἀγαποῦν καὶ τὴν δεύτερη ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου, καὶ μὲ συνέπεια ἑτοιμάζονται γιά «ἐκείνη τὴν ἡμέρα».
Εἶναι φανερὸ ὅτι, ἀφοῦ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔζησε σύμφωνα μὲ τὸ εὐαγγέλιο καὶ ὁμολογεῖ ὅτι «ἀγωνίσθηκε τὸν καλὸν ἀγῶνα, ὁλοκλήρωσε τὸν δρόμο καὶ τήρησε τὴν πίστι», δικαιοῦται τὸ στεφάνι. Τὸ δικαιοῦνται βεβαίως καὶ ὅλοι ὅσοι ἀγωνίζονται νὰ ἐφαρμόσουν τὸ εὐαγγέλιο στὴν ζωή τους καὶ νὰ ζήσουν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ ἀγαποῦν καὶ περιμένουν καὶ τὴν δεύτερη ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου