Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 26.01.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΡΙΑΚΟΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ (Α΄ Τιμ 4,9-15)
Ἡ πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου εἶναι μία πατρικὴ ἐπιστολὴ γεμάτη ὁδηγίες καὶ ὑποδείξεις πρὸς πνευματικὸ υἱό, ποὺ εἶναι ἐργάτης τοῦ εὐαγγελίου, γιὰ τὴν ἀποτελεσματικότερη δρᾶσι καὶ συμπεριφορά του. Ὁ Τιμόθεος εἶναι νέος καὶ ἔχει ἀναλάβει βαρὺ ἔργο, γι’ αὐτὸ κοντὰ στὰ ὅσα ἄκουσε ἀπὸ τὸν διδάσκαλό του τὸν Παῦλο, τοῦ εἶναι πάντα χρήσιμες οἱ συμβουλές. Καὶ ὁ ἀπόστολος συμβουλεύει, ἐνθαρρύνει, προτρέπει, ἐνημερώνει, ὥστε τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελίου νὰ εἶναι ἀποτελεσματικό, ἀλλὰ καὶ ἡ προσωπικὴ προκοπὴ βέβαιη.
Ἔτσι κοντὰ στὰ ἄλλα γράφει ὁ ἀπόστολος· «Εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν». Γιὰ ποιὸ δηλαδὴ λόγο τόσους κόπους καταβάλλομε, γιὰ ποιὸ λόγο ὑπομένομε τὸσους ὀνειδισμούς; Μὰ ἀκριβῶς ἐπειδὴ στηρίξαμε ὅλες τὶς ἐλπίδες μας σὲ Θεὸ ζωντανό, ποὺ εἶναι σωτήρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ἐξαιρετικὰ ὅμως τῶν πιστῶν. Γίνεται λόγος γιὰ κόπους καὶ ὀνειδισμούς, ποὺ ὑφίστανται οἱ ἀπόστολοι. Σὲ μᾶς τοὺς χριστιανοὺς τῶν ἐσχάτων καιρῶν, μᾶς φαίνονται παράδοξα ἕως ἀπίστευτα. Ἔχομε τὴν ἐσφαλμένη ἀντίληψι ὅτι ἕνας πιστὸς καὶ εὐσεβὴς χριστιανός, κατὰ κάποιο τρόπο «τὰ ἔχει καλὰ μὲ τὸν Θεό», καὶ ἄρα πρέπει νὰ ἀπολαμβάνη τὴν εὔνοια τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοῦ πηγαίνουν ὅλα καλὰ στὴν ζωή. Νὰ μὴν ἔχη δοκιμασίες, στενοχώριες, ἀρρώστιες, θλίψεις, ὅλα ὅσα θεωροῦνται «κακά» ἢ τιμωρίες. Ὅταν κάποιος δοκιμάζεται, μὲ εὐκολία λέμε ὅτι, ὁ Θεὸς τὸν τιμωρεῖ, καὶ αὐτὸ εἶναι ἐπίσης λάθος ἐκτίμησις. Ὑπάρχει καὶ κάτι ἀκόμα ποὺ πρέπει νὰ τὸ ἀναφέρωμε. Πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ νομίζουν ὅτι, τηρώντας κάποιες ἐξωτερικὲς θρησκευτικὲς ὑποχρεώσεις, δεσμεύουν τὸν Θεὸ καὶ τὸν θεωροῦν ὑποχρεωμένο νὰ τοὺς τὰ φέρνη ὅλα «δεξιά», βολικά. Τάζοντας κάποιο προσκύνημα ἢ προσφέροντας κάποια εἰκόνα, κανδήλα, λαμπάδα στὸν ναό, ἐξασφαλίζουν μία προστασία ἀπὸ δοκιμασίες, μία ἀσυλία στοὺς πειρασμούς.
Ἀπὸ αὐτὴν τὴν πλανεμένη ἀντίληψι μᾶς βγάζει ὁ ἀπόστολος ὅταν λέγει ὅτι «καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα». Τὰ γράφει αὐτὰ ὄχι μόνο στὴν πρὸς Τιμόθεο ἐπιστολή του, ἀλλὰ σὲ ὅλες. Μάλιστα δὲν μπορῶ νὰ βρῶ καμμία ἀναφορὰ τοῦ Παύλου, νὰ κάνη λόγο γιὰ καλοπέρασι, γιὰ ἡσυχία, γιὰ ἀνάπαυλα. Πάντα, παντοῦ καὶ ἀπὸ παντοῦ δοκιμασίες καὶ κίνδυνοι συνοδεύουν τὴν ζωὴ τοῦ ἀποστόλου. Τὸ «καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα» μάλιστα, εἶναι σὲ ἐνεστωτικὸ χρόνο, ποὺ σημαίνει ὅτι αὐτὰ γίνονται τώρα. Δὲν πρόκειται γιὰ κάποιο περιστατικὸ τοῦ παρελθόντος, ἀλλὰ γιὰ τωρινὴ καὶ συνεχιζόμενη κατάστασι. Καὶ ἂν ὁ Παῦλος καὶ ὁ Τιμόθεος περνᾶνε τέτοιες δοκιμασίες, πῶς πιστεύομε ὅτι ἐμεῖς θὰ περάσωμε στὸ ἀπυρόβλητο; Ἢ μήπως νομίζομε ὅτι οἱ ἀπόστολοι τιμωροῦνται; Ἀσφαλῶς, ὄχι. Γιὰ τὸν Τιμόθεο ἡ εὐτυχέστερη στιγμὴ τῆς ζωῆς του ἦταν ὅταν γνώρισε τὸν ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν. Στὰ Λύστρα, τὴν πατρίδα τοῦ Τιμοθέου, οἱ Ἰουδαῖοι τὸν Παῦλο τὸν κακομεταχειρίσθηκαν τόσο, ποὺ τὸν πέταξαν, σχεδὸν μισοπεθαμένο, στὸν σκουπιδότοπο. Ἐκεῖ τὸν γνώρισε ὁ Τιμόθεος, κάτω ἀπὸ ἄσχημες συνθῆκες διωγμοῦ. Γνώρισε τὸν Ἀπόστολο καὶ μαζί γνώρισε τοὺς κόπους καὶ ὀνειδισμούς. Καὶ αὐτοὶ τὸν συνοδεύουν σὲ ὅλη του τὴν ζωή.
Ἑπομένως φαίνεται ὅτι ὁ Παῦλος δὲν προειδοποιεῖ τὸν Τιμόθεο ὅτι θὰ δοκιμασθῆ ἀπὸ κόπους καὶ ὀνειδισμούς, ἀλλὰ ἐξηγεῖ γιὰ ποιὸ λόγο γίνονται αὐτά. Οἱ κόποι καὶ οἱ ὀνειδισμοὶ τοὺς συνοδεύουν μονίμως καὶ συνεχῶς, ὅμως γιατὶ γίνεται αὐτό; Ἡ ἀπάντησις εἶναι ὅτι δοκιμάζονται ἐπειδὴ ἐλπίζουν σὲ Θεὸ ζῶντα, «ὅς ἐστι σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν».
Οἱ ἀπόστολοι, ἀλλὰ καὶ οἱ πιστοὶ, κοπιάζουν, τρέχουν, ἀγωνίζονται, ἀγωνιοῦν, γιὰ ἕνα λόγο. Ἡ μεγάλη ἐπιθυμία τους εἶναι νὰ διαδόσουν τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Νὰ πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι στὴν μοναδικὴ ἀλήθεια ποὺ μπορεῖ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, καὶ αὐτὴ ἡ ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ τρέχουν, καὶ κοπιάζουν. Δὲν ἀποβλέπουν σὲ ἀπολαβὲς καὶ ὅποια ἀνθρώπινη δόξα καὶ ἀναγνώρισι. Τὸ μέλημά τους εἶναι τὸ ἅπλωμα τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν Θεό. Νὰ βροῦν τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Ἡ διάδοσις τοῦ εὐαγγελίου δὲν εἶναι περίπατος, ἀλλὰ κόπος. Τὸ ἔργο εἶναι εἶναι ἐλεύθερη προσωπικὴ ἐπιλογὴ καὶ ἀπάντησι στὴν πρόσκλησι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ἀναθέτει τὸ ἔργο σὲ ὅποιον θέλει νὰ τὸ ἐπιτελέση. Στὸ ἔργο ἀσφαλῶς θὰ κουρασθῆ, θὰ κοπιάση, καὶ αὐτὸ τὸ γνωρίζει, ἀλλὰ ἐλπίζει στὸν πανάγαθο καὶ παντοδύναμο Θεό. 
Στὴν προσπάθεια αὐτὴ ποὺ προσφέρεται, καταβάλλεται κόπος ἀπὸ τὸν ἀπόστολο, τὸν ἐργάτη τοῦ εὐαγγελίου, τὸν ὅποιο πιστό, τὶ εἰσπράτει ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀπὸ τὸν κόσμο; Λέγει γιὰ τὴν ἐποχή του ὁ ἀπόστολος· «Ὀνειδιζόμεθα», δηλαδὴ γινόμαστε ἀντικείμενο ἐμπαιγμῶν καὶ εἰρωνειῶν. Σήμερα ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὸν Θεό πάλι «ὀνειδιζόμεθα». Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἄρνησι δεχόμαστε καὶ ἐμπαιγμούς. Τὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου συναντάει ἄρνησι. Ἡ συνηθέστερη φρᾶσις ποὺ ἀκούγεται εἶναι· «Ποιὸς Θεός; Δὲν ὑπάρχει τίποτε». Ἡ ἄρνησις γίνεται μὲ θράσος, καὶ χαρακτηρίζεται τὸ κήρυγμα τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ σκοταδισμός, μεσαιωνισμός, ἐπιστροφὴ σὲ ἄλλες ἐποχές, καὶ πολλά ἄλλα.
Ὁ Χριστὸς ἀσφαλῶς εἶναι «σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων». «Πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Ἀλλὰ ἂν οἱ ἄνθρωποι δὲν θέλουν νὰ σωθοῦν, δὲν θὰ τοὺς σώσει ἀναγκαστικά. Ἐξάπαντος ὅμως θὰ σωθοῦν οἱ πιστοί. Εἶναι «σωτὴρ μάλιστα πιστῶν». Τὸ κήρυγμα γίνεται γιὰ νὰ γίνουμε οἱ ἄνθρωποι πιστοί καὶ νὰ σωθοῦμε.
Ὁ ἀπόστολος μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι χρειάζεται κόπος. Ἡ ἐργασία τοῦ εὐαγγελίου γίνεται μὲ κόπο καὶ μόχθο καὶ δάκρυα. Σημειώνει· «Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον». Ἔναντι ὅλων αὐτῶν τῶν κόπων ἀπαντάει ὁ κόσμος μὲ «ὀνειδισμούς», μὲ κοροϊδίες. Ὅμως οὔτε οἱ κόποι οὔτε οἱ ὀνειδισμοὶ γίνονται ἐμπόδιο στὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελίου. Τὸ στήριγμα τῶν πιστῶν εἶναι τὸ ἴδιο στήριγμα ποὺ εἶχαν οἱ ἀπόστολοι, εἶναι ἡ ἐλπίδα στὸν «ζῶντα Θεό». Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτὴ ἡ βέβαιη καὶ «ἀκλινής» ἐλπίδα στὸν ἀληθινὸ καὶ «ζῶντα Θεό», δὲν θὰ ὑπῆρχε ἡ Ἐκκλησία, δὲν θὰ ὑπῆρχαν οἱ ἀπόστολοι, δὲν θὰ ὑπῆρχαν οἱ ἅγιοι, δὲν θὰ ὑπῆρχαν σήμερα ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου