Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 06.07.2014


ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (Μθ 8,5-13)
«Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς»
 
Ἡ Καπερναοὺμ ἦταν μιὰ παραλίμνια πόλι, στὴν ὁποία ἦρθε ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ καὶ τὴν ἔκανε τόπο κατοικίας του. Ἐδῶ ἦταν, κατὰ κάποιο τρόπο, τὸ κέντρο τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου του. Γύριζε στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐπέστρεφε πάλι στὴν πόλι αὐτή.
Ὅταν λοιπὸν ἦρθε κάποια φορά, τὸν πλησίασε ἕνας ἑκατόνταρχος, δηλαδὴ ρωμαῖος ἀξιωματικός, ὑπεύθυνος σὲ στρατιωτικὴ μονάδα ἑκατὸ ἀνδρῶν. Ὁ ἀξιωματικὸς αὐτὸς εἶχε στὸ σπίτι του ἕναν παραλυτικὸ ὑπηρέτη, καὶ αὐτό, παρακαλώντας, τὸ ἀνέφερε στὸν Ἰησοῦ. Ὁ Ἰησοῦς πρόθυμα τοῦ εἶπε ὅτι, θὰ ἔρθει στὸ σπίτι νὰ τὸν θεραπεύση. Ἀλλ’ ὁ ἑκατόνταρχος θεώρησε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο γιὰ μιὰ τέτοια ἐπίσκεψι. Γι’ αὐτὸ ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ νὰ πῆ μόνο ἕνα λόγο, γιὰ νὰ θεραπευθῆ ὁ ὑπηρέτης του. Καὶ μάλιστα παραλληλίζοντας τὴν δική του στρατιωτικὴ ἐξουσία νὰ διατάζη καὶ οἱ ἄλλοι νὰ ὑπακοῦνε, πίστευε ὅτι τὸ ἴδιο μπορεῖ νὰ κάνη καὶ ὁ Ἰησοῦς. Πίστευε δηλαδὴ ὅτι ἡ ἀρρώστια βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Ἰησοῦ καὶ θὰ φύγει μὲ μία διαταγή του. Αὐτὸ ἔκανε τὸν Χριστὸ νὰ θαυμάση τὴν πίστι του καὶ νὰ τὴν ἐπαινέση δημόσια. Ὁ ρωμαῖος ἀξιωματικὸς ἦταν εἰδωλολάτρης, ἀλλὰ παρουσιάζει πίστι μεγαλύτερη ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ εἶχαν τὸν νόμο καὶ τοὺς προφῆτες. Σημείωσε ἀκόμα ὁ Ἰησοῦς καὶ τόνισε, ὅτι θὰ βρεθοῦν πολλοὶ ἀπὸ μακρυά, εἰδωλολάτρες, ποὺ θὰ καθίσουν κοντὰ καὶ μαζί του στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καὶ ἀντίθετα αὐτοὶ στοὺς ὁποίους δόθηκε ὁ νόμος, ἀντὶ νὰ εἶναι στὴν βασιλεία, θὰ ριχτοῦν «στὸ σκότος τὸ ἐξώτερον», στὰ ἐτελείωτα βάσανα. Καὶ τέλος, εἶπε στὸν ἑκατόνταρχο˙ «Πήγαινε, καὶ ὅπως πίστευσες, ἂς γίνη». Καὶ πραγματικά, θεραπεύθηκε ὁ ὑπηρέτης του ἐκείνη τὴν ὥρα.
Αὐτὸ εἶναι μὲ ἁπλᾶ λόγια τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Τώρα ἐμεῖς πρέπει νὰ δοῦμε τί λέει σὲ μᾶς,  στὸν καθένα μας, διότι εἶναι γραμμένο γιὰ μᾶς τὸ εὐαγγέλιο. Νὰ τὸ ἀκοῦμε καὶ νὰ πορευόμαστε στὴν ζωή μας σύμφωνα μὲ τὰ ὅσα γράφει.
Βλέπομε ἐδῶ ἕνα ἄνθρωπο ἀξιωματοῦχο νὰ ἀπευθύνεται στὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ τὸν παρακαλῆ γιὰ τὸν ἄρρωστο ὑπηρέτη του. Ἑκατόνταρχος εἶναι, ἀλλὰ τὸ μεγάλο ἀξίωμά του δὲν τὸν ἐμποδίζει στὸν δρόμο γιὰ νὰ φτάση στὸν Χριστό. Ἂς τὸ σκεφθοῦμε γιὰ λίγο αὐτό. Μήπως ἡ κοινωνικὴ θέσι μας, τὸ ἀξίωμά μας, τὸ ὄνομά μας, γίνονται ἐμπόδια στὸ νὰ εἴμαστε συνεπεῖς μὲ τὰ θρησκευτικὰ καθήκοντά μας, παράδειγμα ὅπως, τοὺ ἐκκλησιασμοῦ, τῆς προσευχῆς, τῆς νηστείας, τοῦ σεβασμοῦ τῶν κληρικῶν μας; Ὁ ἑκατόνταρχος δὲν λογάριασε καθόλου τὴν θέσι καὶ τὸ ἀξίωμά του. Μὲ ταπείνωσι παραμέρισε τὰ κοσμικὰ ἐμπόδια, δὲν λογάριασε τὰ σχόλια τοῦ κόσμου, καὶ πλησίασε τὸν Χριστό.
Βλέπομε ἐδῶ ἕναν ἑκατόνταρχο, καὶ μάλιστα εἰδωλολάτρη, νὰ ἐνδιαφέρεται μὲ ζῆλο γιὰ τὸν ὑπηρέτη του. Πόσο μεγάλη καρδιά εἶχε γιὰ νὰ δείχνη τέτοια συμπεριφορά; Ἐμεῖς πόσο μακρυὰ εἴμαστε ἀπὸ τέτοια σχέσι, ὄχι μὲ τὰ συγγενικὰ πρόσωπα, μὲ τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας μας, τὰ παιδιά μας, ἀλλὰ μὲ τοὺς ὑπαλλήλους μας ἢ μὲ μὴ συγγενικὰ τέλος πρόσωπα; Μήπως ὁ ἑκατόνταρχος μᾶς δείχνει τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς, τουλάχιστον μὲ τὰ πρόσωπα ποὺ βρίσκονται κοντά μας;
Βλέπομε ἐδῶ ἕναν ἀξιωματοῦχο νὰ ζητάη βοήθεια ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ. Τὸν βλέπομε ὅμως νὰ ἀναγνωρίζη δύναμι στὸν λόγο τοῦ Ἰησοῦ. Τὸν Ἰησοῦ, ποὺ οἱ Ἰουδαῖοι περιφρονητικὰ τὸν ἔλεγαν «Ἰησοῦ Ναζωραῖο», αὐτὸς τὸν ἀποκαλεῖ «Κύριο» καὶ τοῦ ἀναγνωρίζει ὑπερφυσικὴ δύναμι καὶ ἐξουσία τέτοια, ποὺ ἡ ἀρρώστια φεύγει καὶ μόνο μὲ τὸν λόγο του. Ἡ θεολογία μας δέχεται ὅτι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι «ἐνυπόστατος» καί «ἐνεργής». Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου δὲν εἶναι ἀέρας, ἀλλὰ «γίνεται εὐθύς ἔργον» μόλις βγεῖ ἀπὸ τὸ στόμα του. Ὅπως τότε, στὴν δημιουργία, «εἶπε καὶ ἐγενήθησαν». Λέει καὶ γίνεται. Διατάζει τὴν τρικυμία μὲ το «πεφίμωσο», καὶ θάλασσα γαληνεύει. Λέει, καὶ ἡ συκιὰ ξηραίνεται ἀμέσως. Λέει, «ἀνάβλεψον» καὶ ὁ τυφλὸς ἀνοίγει τὰ μάτια του. Πιστεύει λοιπὸν ὁ ἑκατόνταρχος στὴν δύναμι ποὺ ἔχει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου. Δεῖτε τὴν βεβαιότητά του. «Μόνον εἰπὲ λόγῳ». Μόνον πὲς ἕνα λόγο. Καὶ δὲν θέλει τίποτε ἄλλο. Τοῦ ἀρκεῖ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου. Νὰ γιατὶ ἐπιμένει ἡ Ἐκκλησία νὰ μελετοῦμε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου. Ὁ γραμμένος λόγος τοῦ Κυρίου νὰ εἶναι τὸ καθημερινό μας ἀνάγνωσμα, ἡ φροντίδα μας, ἡ ἀνάγκη μας ὅπως καὶ τοῦ καθημερινοῦ φαγητοῦ. Τὸ φαγητὸ γιὰ τὸ σῶμα, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου γιὰ τὴν ψυχή. Νὰ ἀκοῦμε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, ὅπου διδάσκεται, καὶ, κυρίως, στὸν ναό.
Βλέπομε ἐδῶ ἕναν ἀξιωματοῦχο νὰ ἀναγνωρίζη στὸν Ἰησοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν δύναμι τοῦ λόγου του, καὶ ἕνα μεγαλεῖο. Τέτοιο ποὺ τὸ δικό του ἀξίωμα ἐκμηδενίζεται μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸν κάνει νὰ παραδεχθῆ τὴν ἀνικανότητά του νὰ τὸν δεχθῆ στὸ σπίτι του. Δημόσια ὁμολογεῖ, ὅτι εἶναι ἀνάξιος νὰ τὸν ὑποδεχθῆ, κάτω ἀπὸ τὴν στέγη τοῦ σπιτιοῦ του, μὲ τὰ λόγια˙ «Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς».
Ὑποκλίνομαι μπροστὰ στὴν ταπείνωσι καὶ τὴν ὁμολογία τοῦ ἑκατοντάρχου. Τὰ λόγια του εἶναι συγκλονιστικά. Εἶναι αὐτὰ ποὺ τελικὰ κέρδισαν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ χάρισε τὸ αἴτημα. Θὰ ὑπογραμμίσω ἐδῶ ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος πῆρε τὰ λόγια αὐτὰ καὶ τὰ πρόταξε στὴν προσευχή του πρὶν ἀπὸ τὴν θεία Κοινωνία. Μᾶς εἶναι γνωστὴ ἡ προσευχὴ του, διότι ὡς χριστιανοὶ τὴν λέμε καὶ ἐμεῖς, στὴν ἑτοιμασία μας νὰ κοινωνήσωμε, καὶ διαβάζομε, φυσικά, τὴν ἀκολουθία τῆς Μεταλήψεως. Μὲ τὶς εὐχὲς τῆς Μεταλήψεως ἀναγνωρίζομε καὶ ἐμεῖς, ὅπως ὁ ἑκτόνταρχος, ὅτι παρὰ τὴν ἀναξιότητά μας ἔχομε τὴν ἀνάγκη τοῦ Ἰησοῦ. Δειλά, ἔστω καὶ σιωπηλά, μὲ τὴν εὐχὴ τῆς Μεταλήψεως κάνομε τὴν ὁμολογία μας, ταπεινὰ ἱκετεύομε τὸν Κύριο νὰ καταδεχθῆ νὰ ἔρθη στὸ ἄθλιο καὶ γκρεμισμένο «οἶκο τῆς ψυχῆς» μας, καὶ νὰ μᾶς θεραπεύση καίγοντας τὶς ἁμαρτίες μας καὶ ἁγιάζοντας τὴν ψυχή μας.
Ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος δείχνει τὸν δρόμο, καὶ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε και πρέπει, νὰ προσεγγίζωμε τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ἀμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου