Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ 19.10.2014

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΡΙΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 7,11-16)
«Μή κλαῖε!»
 Θαῦμα ἀναστάσεως νεκροῦ περιγράφει τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο.
Πορευόταν ὁ Κύριος πρὸς μία πόλι ποὺ τὴν ἔλεγαν Ναΐν. Καὶ βέβαια τὸν Κύριο ἀκολουθοῦσαν ἀρκετοὶ μαθητές του καὶ πολὺς κόσμος. Καὶ ὅταν πλησίασαν στὴν πύλη, γιὰ νὰ μποῦν στὴν πόλι, νά, καὶ μετέφεραν γιὰ ταφὴ νεκρὸ μοναχοπαίδι, καὶ ἡ μάνα του ἦταν χήρα, καὶ συνόδευε μαζί τους κόσμος πολὺς ἀπὸ τὴν πόλι. Ὅταν τὴν εἶδε ὁ Κύριος, τὴν σπλαγχνίσθηκε καὶ τῆς εἶπε˙ Μήν κλαῖς. Καὶ πλησιάζοντας ἀκούμπησε τὸ χέρι του στὸ φέρετρο, καὶ οἱ νεκροκουβαλητὲς στάθηκαν, καὶ εἶπε˙ Νέο παιδί, σὲ σένα σοῦ λέγω, σήκω ὄρθιο. Καὶ ὁ νεκρὸς ἀνακάθισε καὶ ἄρχισε νὰ μιλάη, καὶ τὸν παρέδωσε στὴν μητέρα του ζωντανό. Ὅλους τοὺς ἔπιασε φόβος καὶ δόξαζαν τὸν Θεὸ λέγοντας ὅτι, παρουσιάσθηκε μεγάλος προφήτης ἀνάμεσά μας, καὶ ὅτι ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό του.
Ὁ Κύριος ἔκανε πολλὰ θαύματα. Ἔσβησε τὸν πυρετὸ τῆς πεθερᾶς τοῦ Πέτρου, ἔδωσε φῶς σὲ τυφλούς, φωνὴ σὲ κωφούς, ἔδιωξε λέπρα, σήκωσε παραλύτους, καθάρισε δαιμονισμένους, ἀνέστησε νεκρούς. Ἀνέστησε τὸν υἱὸ τῆς χήρας στὴν Ναΐν. Μόνο μὲ μία φρᾶσι. Τόσο ἁπλᾶ!
Ἔξω ἀπὸ τὴν Ναΐν ἔγινε μία συνάντησις. Ἀπὸ τὴν πόλι ἔβγαινε μία πορεία καὶ πλῆθος κόσμου, ποὺ συνόδευαν νεκρὸ στὴν τελευταία του κατοικία. Μπροστὰ ἦταν ὁ νεκρὸς. Στὴν πόλι ἔμπαινε μία ἄλλη πορεία ποὺ συνόδευε τὸν κύριο τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τὸν Χριστό. Ὁ θάνατος ἀπὸ τὴν μία καὶ ἡ ζωὴ ἀπὸ τὴν ἄλλη. Καὶ ὁ Χριστὸς κάλεσε τὸν πεθαμένο νὰ γυρίση στὴν ζωή. Ὁ νεκρὸς ὑπήκουσε καὶ γύρισε πίσω. Σηκώθηκε ἀπὸ τὸ νεκροκράββατο, καὶ ὁ Χριστὸς τὸν παρέδωσε στὴν μητέρα του, ποὺ ἦταν χήρα καὶ τὸ παιδί της ἦταν μονάκριβο. Ἡ ἀνάστασις ἔγινε μπροστὰ στὰ μάτια αὐτῶν ποὺ συνόδευαν τὸν νεκρὸ καὶ αὐτῶν ποὺ συνόδευαν τὴν ζωή. Ἡ ζωὴ νίκησε τὸν θάνατο. Τὸ θαῦμα ἔγινε.
Τὰ θαύματα ὁ Κύριος δὲν τὰ κάνει γιὰ νὰ θαμπώση καὶ νὰ ἐκπλήξη τὸν κόσμο. Τὰ κάνει γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀληθινὸ καὶ παντοδύναμο Θεό. Μὲ τὰ θαύματα, ποὺ κάνει ὁ Κύριος, ἀποκαλύπτεται, φανερώνεται ποιὸς εἶναι, γιὰ νὰ τὸν πιστέψουν οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ σωθοῦν. Αὐτὸς ποὺ διατάζει τὸν ἄνεμο νὰ σιωπήση καὶ αὐτὸς ποὺ διατάζει τὸν νεκρὸ νὰ σηκωθῆ, εἶναι ὁ ἴδιος, εἶναι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινός, ποὺ ἦρθε στὴν γῆ ὡς ἄνθρωπος γιὰ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο.
Ἀποκαλύπτεται ὡς Θεὸς ποὺ ἐξουσιάζει τὴν φύσι, ποὺ θεραπεύει τὶς πιὸ μικρὲς μέχρι τὶς πιὸ βαρειὲς ἀσθένειες, διώχνει τὰ πονηρὰ πνεύματα, καὶ νικάει τὸν θάνατο. Ἀποκαλύπτεται ὄχι μόνο ὡς Θεός, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὸν θάνατο ἐξουσιαστής, ἀλλὰ καὶ Θεὸς φιλάνθρωπος. Εἶδε τὴν συνοδεία τοῦ νεκροῦ, τὸν κόσμο νὰ θλίβεται, τὴν μάνα χήρα καὶ ἔρημη μετὰ τὸν θάνατο τοῦ μονάκριβου υἱοῦ της. Ὅλα αὐτὰ δὲν ἄφησαν τὸν Κύριο ἀσυγκίνητο. Τὸν βλέπομε, χωρὶς νὰ τοῦ τὸ ζητήση κανεὶς, νὰ σπεύδη νὰ παρηγορήση τὴν μάνα καὶ νὰ τῆς λέγει˙ «Μή κλαῖε!»
Σὲ μιὰ τέτοια στιγμή ἀβάσταχτου θρήνου χήρας, γιὰ τὸν θάνατο τοῦ μονάκριβου, δὲν βοηθάει ἡ προτροπή˙ «Μή κλαῖε!» Ὅμως ἐδῶ τὸ λέει ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τί θὰ ἐπακολουθήσει. Αὐτὸς ἐξουσιάζει τὰ πάντα, καὶ τὸν θάνατο. Σὲ λίγο, μπροστὰ τὰ ἔκπληκτα μάτια ὅλων, θὰ παραδώση ζῶντα τὸν υἱὸ στὴν θλιμμένη μητέρα. Ἐξουσιαστικὰ καὶ μὲ τὴν θεϊκή του παντοδυναμία, λέγει ὁ Κύριος στὴν μητέρα νὰ μὴν κλαίη.
Τὴν ἴδια προτροπὴ δίνει ὁ Κύριος σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Διότι, ὅπως ἔχει τὴν δύναμι καὶ ἐξουσία νὰ σταματάη τὴν πορεία τοῦ θανάτου καὶ νὰ ἀνασταίνη τὸν υἱὸ τῆς χήρας στὴν Ναΐν, ἔτσι ἔχει τὴν δύναμι καὶ ἐξουσία νὰ ἀνασταίνη ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ὅλους μᾶς περιμένει ὁ θάνατος. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει˙ «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι χωρίζεται ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ σῶμα, τὸ ὁποῖο ἐπανέρχεται ἀπὸ ὅπου προῆλθε, ἡ ψυχὴ ὅμως δὲν πεθαίνει, δὲν χάνεται, δὲν σβήνει, δὲν ἐξαφανίζεται. Περιμένει τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου γιὰ νὰ ἑνωθῆ πάλι μὲ τὸ σῶμα της, ὅπως ἔγινε στὴν Ναΐν. Κάλεσε ὁ Κύριος τὴν ψυχὴ τοῦ νέου νὰ ἑνωθῆ μὲ τὸ σῶμα της. Καὶ ἔτσι ἔγινε. Φώναξε ὁ Κύριος˙ «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» καὶ ὁ νέος σηκώθηκε ἀμέσως. Οἱ ψυχὲς τῶν τεθνεώτων ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου περιμένουν αὐτὴν τὴν φωνὴ τοῦ Κυρίου. Αὐτὸ θὰ γίνη ὅταν τὸ θελήση ὁ Κύριος. Εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνη αὐτό, γιὰ νὰ ἀποδοθῆ στὸν καθένα, κατὰ τρόπο ἀπόλυτα δίκαιο, ὅ,τι τοῦ ἀξίζει. Ὁ Παῦλος λέγει, ὅτι μᾶς περιμένει μιὰ φορὰ ὁ θάνατος, καὶ συνεχίζει, «Μετὰ δὲ ταῦτα κρίσις».
Στὴν Ναΐν ἀπέδειξε ὁ Κύριος ὅτι τὸ νεκρὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θὰ συναντηθῆ μὲ τὴν ἀθάνατη ψυχή του. Μὲ τὸν θάνατο σταματάει ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἡ ζωὴ συνεχίζεται, διότι ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη καὶ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος γιὰ νὰ ζῆ ἀθάνατος στὴν αἰωνιότητα μαζί μὲ τὸν Κύριο.
Αὐτὴ ἡ ἐλπίδα εἶναι καὶ ἡ μεγάλη παρηγοριά μας, σὲ ὧρες θλίψεων γιὰ τὸν θάνατο ἀγαπημένων μας προσώπων. Δὲν εἶναι ἁμαρτία ἡ θλῖψις γιὰ τὸν θάνατο προσφιλῶν μας προσώπου. Ἁμαρτία εἶναι ἡ ἀπελπισία, ποὺ μᾶς παραλύει ἀπὸ κάθε πνευματικὴ προσπάθεια. Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ ἀπελπισία μᾶς ὁδηγεῖ πολλὲς φορὲς στὴν ἄρνησι τοῦ Θεοῦ. Δυστυχῶς συμβαίνει πολλὲς φορὲς ἡ θλῖψις καὶ ἡ δοκιμασία, ἀντὶ νὰ μᾶς φέρουν πιὸ κοντὰ στὸν Θεό, νὰ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἄρνησι καὶ ἀπιστία.
Στὴν Ναΐν ἔδειξε ὁ Κύριος ὅτι γνωρίζει τὰ προβλήματά μας καὶ μᾶς ἀντιλαμβάνεται. Ἐμεῖς πρέπει νὰ τοῦ ἔχωμε ἐμπιστοσύνη καὶ νὰ δεχόμαστε ὅσα αὐτὸς ἐπιτρέπει νὰ γίνωνται στὴν ζωή μας, διότι εἶναι κατὰ τὴν θέλησί του. Βλέπομε τὴν γυναῖκα πῶς δέχεται τὸν παρηγορη-τικὸ λόγο τοῦ Κυρίου. Δὲν λέγει˙ «Δὲν βλέπεις τὶ τραβάω; Τί μοῦ λὲς νὰ μήν κλαίω;», ἀλλὰ περιμένει καὶ ἐλπίζει, καὶ στὸ τέλος ἐπιβραβεύεται.
Ὁ Κύριος μᾶς λέγει νὰ μὴν θρηνοῦμε, νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε. Αὐτὸς εἶναι ἡ ζωή. Ἦρθε ἐδῶ στὴν γῆ γιὰ νὰ χαρίση τὴν ζωὴ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ἄν τὰ χρόνια τοῦ βίου μας εἶναι μετρημένα ἐδῶ στὴν γῆ, τὰ χρόνια τῆς ζωῆς μας κοντὰ στὸν Κύριο εἶναι ἀμέτρητα καὶ ἀτελεύτητα στὸν οὐρανό. Λέγει˙ «Ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσιν καὶ περισσὸν ἔχωσι». Δηλ. Ἦρθα γιὰ νὰ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι ζωὴ καὶ περισσότερο ἀπὸ τὴν ζωή. Τὸ περισσότερο ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωή εἶναι ἡ αἰώνια ζωὴ στοὺς οὐρανούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου