Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΤΗΣ  ΚΥΡΙΑΚΗΣ
24-2-2013
 ΚΥΡΙΑΚΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΚΤΗ ΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λκ 18,10-14)

Τελώνου καὶ Φαρισαίου, ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου 

Εἶπε ὁ Κύριος τὴν παραβολή˙ Δύο ἄνθρωποι ἀνέβηκαν στὸ ἱερὸ γιὰ νὰ προσευχηθοῦν. Ὁ ἕνας ἦταν Φαρισαῖος καὶ ὁ ἄλλος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος στάθηκε καὶ προσευχήθηκε στὸν ἑαυτό του˙ Θεέ μου, σὲ εὐχαριστῶ ποὺ δὲν εἶμαι ὅπως οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, κλέφτες, ἄδικοι, μοιχοί, ἀλλὰ οὔτε καὶ ὅπως αὐτὸς ὁ τελώνης. Ἐπὶ πλέον νηστεύω δύο μέρες τὴν ἑβδομάδα, καὶ τὸ ἕν δέκατο ἀπὸ ὅσα βγάζω τὸ δίνω. Πίσω ὁ τελώνης στάθηκε καὶ δὲν σήκωνε οὔτε τὰ μάτια του στὸν οὐρανό, ἀλλὰ κτυποῦσε τὸ στῆθος του καὶ ἔλεγε˙ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Σᾶς λέγω τώρα σὲ σᾶς ὅτι ὁ τελώνης ἔφυγε δικαιωμένος στὸ σπίτι του, καὶ ὄχι ὁ Φαρισαῖος. Διότι ὁ κάθε ἕνας ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ταπεινωθῆ, καὶ ὅποιος ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθῆ.
Μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ μπαίνομε ἀπὸ σήμερα στὴν εὐλογημένη καὶ κατανυκτικὴ περίοδο τοῦ Τριωδίου. Ὁ σκοπός του εἶναι νὰ ἑτοιμασθοῦμε πευματικὰ γιὰ τὴν μεγάλη ἑορτὴ τοῦ Πάσχα, μὲ τὴν νηστεία, τὴν προσευχή, τὴν μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι, τὴν ἐλεημοσύνη, κτλ. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὸ Τριώδιο μᾶς δίνει εὐκαιρίες καὶ δυνατότητες, γιὰ νὰ μπορέσωμε νὰ πετύχωμε τὸν τελικὸ σκοπό. Θὰ ἀκοῦμε κατάλληλες εὐαγγελικὲς περικοπές, ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσουν στὴν προετοιμασία μας.
Ἔτσι ἀκούσαμε τὴν πρώτη εὐαγγελικὴ περικοπὴ τοῦ Τριωδίου, ποὺ εἶναι ἡ παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου. Ὁ Κύριός μας μὲ μιὰ ἁπλὴ διήγησι, στὴν ὁποία γίνεται μία σύγκρισις μεταξὺ δὺο προσευχομένων στὸ ἱερὸ ἀνθρώπων, μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης. Καὶ μακάρι νὰ μπορέσωμε νὰ καταλάβωμε τὴν ἀξία, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναγκαιότητα αὐτῆς τῆς ἀρετῆς.
Ὁ ἕνας εἶναι Φαρισαῖος. Δηλαδὴ ἄνθρωπος ὑπεύθυνος γιὰ τὴν σωστὴ ἑρμηνεία καὶ τήρησι τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Πῆγε στὸ ἱερὸ, στὸν ναό, γιὰ νὰ προσευχηθῆ. Ἡ προσευχή του ὅμως ἦταν ἕνας αὐτοθαυμασμὸς γιὰ τὶς ἀρετές του. Δὲν παρακαλάει τὸν Θεό, οὔτε τὸν δοξάζει. Δοξάζει καὶ ἐπαινεῖ τὸν ἑαυτό του. Ἀπαριθμεῖ τὶς ἀρετές του καὶ ὑπογραμμίζει ὡς κατόρθωμά του τὴν τήρησι τῶν ἐντολῶν. Καὶ ἐπὶ πλέον κατακρίνει τοὺς ἄλλους ὡς ἁμαρτωλούς γιὰ συγκεκριμένα ἁμαρτήματα, ἐνῶ δικαιώνει τὸν ἑαυτό του, ὡς ἀπαλλαγμένο ἀπὸ ἀνομίες καὶ ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτό του καθαρό.
Ὁ ἄλλος εἶναι ἕνας τελώνης. Ἕνας κρατικὸς ὑπάλληλος μὲ ἔργο τὴν εἴσπραξι τῶν φόρων. Τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ οἱ τελῶνες ἦταν ἀσύδοτοι καὶ σκληροὶ. Ἦσαν πλούσιοι ἀπὸ τὴν ἀφθαίρετη εἴσπραξι μεγάλων φόρων καὶ μισητοὶ ἀπὸ τὸν λαό. Θεωροῦνταν κακοὶ ἄνθρωποι καὶ πολὺ ἁμαρτωλοί. Ἕνας τέτοιος λοιπὸν πῆγε στὸ ἱερὸ νὰ προσευχηθῆ. Δὲν προχώρησε στὸν ναό. Στάθηκε μακρυά, ἐκεῖ στὴν εἴσοδο κοντά. Δὲν εἶχε λόγια νὰ πῆ στὸν Θεό. Δὲν εἶχε μάτια νὰ κυττάξη στὸν οὐρανό. Μόνο στραμμένος στὸν ἑαυτό του, διέκρινε τὴν ἁμαρτία του, ἀναγνώριζε τὴν ἐνοχή του καὶ κτυπώντας τὸ στῆθος του, αὐτὸ εἶναι πρᾶξι ποὺ δείχνει μεγάλη θλῖψι καὶ πόνο, ἔτσι ἔκαναν ὅταν θρηνοῦσαν γιὰ τὸν θάνατο συγγενοῦς, αὐτὸς ἔλεγε μέσα του˙ «Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Τὸ συμπέρασμα τὸ ἔβγαλε ὁ Κύριος. Ἀφοῦ ζύγισε τὰ λόγια καὶ τὸν τρόπο τῆς προσευχῆς τοῦ καθενός, δικαίωσε, ὄχι τὸν φαινομενικὰ καὶ κατὰ τὸ ὄνομα «ἅγιο», ἀλλὰ τὸν «ἁμαρτωλό» τελώνη.
Δὲν μᾶς θέλει ὁ Κύριος νὰ καυχώμαστε γιὰ τὶς τάχα ἀρετές μας, οὔτε νὰ ἔχωμε μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μας. Βδελύσσεται, δηλαδὴ σιχαίνεται, ὁ Κύριος τὸν ὑπερήφανο ἄνθρωπο. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη δείχνει μεγάλη συγκατάβασι στὸν ἁμαρτωλό, ἀλλὰ ταπεινό ἄνθρωπο. Ὁ Θεὸς ἀναπαύεται στὸν ἄνθρωπο ποὺ αἰσθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ζητάει τὸ ἔλεός του. Τὸ βλέπομε αὐτὸ στὸ πρόσωπο τοῦ τελώνου. Ἦταν ἁμαρτωλός. Ἀναγνώρισε ὅμως τὴν δύσκολη θέσι του. Ὁμολόγησε τὴν ἁμαρτωλότητά του καὶ ζήτης τὸ ἔλεος ἀπὸ τὸν Θεό. Δὲν εἶχε καμμία ἀρετὴ γιὰ νὰ καυχηθῆ. Δὲν κατηγόρησε κανέναν, παρὰ μόνο τὸν ἑαυτό του. Ξέρει ὅτι δὲν δικαιοῦται τίποτε ἀπὸ τὸν Θεό. Γι  αὐτὸ παρακαλάει καὶ ζητάει μόνο χάρι ἀπό τὸν Θεό. Ζητιανεύει τὸ ἔλεός του. Καὶ ὁ Θεός μὲ ἰδιαίτερη εὐχαρίστησι τοῦ δίνει πλούσιο τὸ ἔλεος καὶ, ὄχι μόνον τὸν δικαιώνει πλήρως, ἀλλὰ καὶ τὸν προβάλλει ὡς ὑπόδειγμα.
Δὲν μᾶς σώζουν οἱ ἀρετές μας. Ἡ σωτηρία μας ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὸ ἔλεός του ὁ Θεός τὸ δίνει πλουσιοπάροχα στοὺς ταπεινούς. Χωρὶς τὴν ταπείνωσι, μυριάδες ἀρετές νὰ κατορθώσωμε, θὰ εἶναι χωρὶς κανένα ἀντίκρυσμα καὶ ἀποτέλεσμα. ἀλλὰ καὶ μυριάδες ἁμαρτήματα ἂν ἔχομε, μόνον μὲ τὴν ταπείνωσι μποροῦμε νὰ τὰ σβήσωμε. Τὸ σωτήριο μυστήριο τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ταπείνωσις.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ὥρισε νὰ ξεκινήσωμε τὸν πνευματικὸ ἀγῶνα τοῦ Τριωδίου, κάνοντας ἀρχή μὲ τὴν Ταπείνωσι, τὸ ἀντίθετο τῆς ὑπερηφάνειας. Ἡ ὑπερηφάνεα εἶναι, κατὰ τοὺ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ πρώτη καὶ μεγαλύτερη ἁμαρτία, ἡ ὑπεύθυνη γιὰ τὴν πτῶσι τοῦ τάγματος τῶν ἀγγέλων, ποὺ ἐξ αἰτίας της  μεταμορφώθηκαν σὲ δαίμονες. Καὶ μύρια ὅσα κακὰ ξεκινοῦν καὶ ἔχουν ἀφορμὴ καὶ αἰτία τὴν ὑπερηφάνεια. Ἀντίδοτο γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ κακό εἶναι ἡ Ταπείνωσις. Αὐτὴ εἶναι ἡ βάσις καὶ τὸ θεμέλιο κάθε ἱερῆς προσπάθειας. Αὐτὴ εἶναι ὁ μαγνήτης ποὺ θὰ ἑλκύση, θὰ τραβήξη, σὲ μᾶς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπερηφάνεια γκρέμισε τοὺς ἀγγέλους. Ἡ Ταπείνωσις κάνει τοὺς ἀνθρώπους ἀγγέλους. Ὅσο ὁ ἀνθρωπος παραμένει ὑπερήφανος δὲν μπορεῖ νὰ μετανοήση. Γιὰ νὰ φθάσωμε στὴν μετάνοια ξεκινᾶμε ἀπὸ τὴν Ταπείνωσι καὶ πορευόμαστε μὲ αὐτὴν. Ἡ συμπόρευσις αὐτὴδὲν εἶναι στιγμιαία ἢ παροδική. Πρέπει νὰ εἶναι ἰσόβια. Κάνομε τώρα τὴν ἀρχή. Ἀκοῦμε τὸν Κύριό μας τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Τριωδίου, νὰ μᾶς ἐξηγῆ ὅτι «καθένας ποὺ ὑψώνει τὸν ἑαυτό του θὰ γκρεμισθῆ, ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτό του θὰ ὑψωθῆ». Δεχόμαστε τὸν λόγο τοῦ Κυρίου μας, καὶ παίρνομε τὴν σταθερή ἀπόφασι, νὰ ζήσωμε μαζί μὲ τὴν ταπείνωσι σὲ ὅλη μας τὴν ζωή. Διότι καὶ ἡ μετάνοια δὲν εἶναι στιγμιαία καὶ παροδικὴ, ἀλλὰ συνεχὴς τρόπος ζωῆς γιὰ τὸν Χριστιανό.
Τὸ Τριώδιο ἄνοιξε καὶ μᾶς δείχνει τὸν δρόμο ποὺ πρέπει νὰ πορευθοῦμε γιὰ νὰ φθάσωμε καὶ νὰ ἑορτάσωμε ἀξίως «τὸ τε σταυρώσιμον καὶ ἀναστάσιμον Πάσχα».

Δημήτριος Π. Ρίζος
Θεολόγος-Φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου